Ο καπνός της τσιγγάνας-ΟΜΗΡΟΣ ΞΕΝΙΔΗΣ

Ο καπνός της τσιγγάνας-ΟΜΗΡΟΣ ΞΕΝΙΔΗΣ

Ένας ανεκπλήρωτος έρωτας που σιγοκαίει μεθυστικά σαν τα τσιγάρα Gitanes που έκαναν κι οι δυο τους... Η στυφή γεύση της προδοσίας κι η καύτρα μιας αστείας εκδίκησης... Θα ταξιδέψουμε με το διήγημα του Όμηρου Ξενίδη "Ο καπνός της τσιγγάνας"!

Ο καπνός της τσιγγάνας-ΟΜΗΡΟΣ ΞΕΝΙΔΗΣ

    «Γεια σας… ένα πακέτο Gitanes παρακαλώ…» είπε την παραγγελιά του στο ανοιχτό τετράγωνο παραθυράκι του περιπτέρου. Δεν υπήρξε καμία αντίδραση από το εσωτερικό του μικρού κίτρινου καταστήματος. Να μην είχε καταλάβει ο περιπτεράς; Να μην είχε ακούσει; Θα ανέβαζε την ένταση της φωνής του. «Ένα Gitanes… άφιλτρο», είπε πιο δυνατά πλησιάζοντας περισσότερο στο τετράγωνο άνοιγμα για να τον δει κιόλας ο περιπτεράς. Ωχ… όχι, τι ατυχία! Δεν ήταν ο γνωστός του κύριος με τα γυαλιά αλλά μια μαυροφορεμένη γιαγιά. Και αυτή είχε γυαλιά με χοντρούς φακούς, μια μαύρη μαντίλα στο κεφάλι και τώρα που πλησίαζε στο παραθυράκι διέκρινε και μια κρεατοελιά στη μύτη.
    «Ζητάν… ζητάν παιδίμ… όλοι κάτι ζητάν…», είπε με μια κούραση τουλάχιστον 85 χρόνων. Κούνησε λίγο το κεφάλι της και συνέχισε να τον κοιτάζει με μια απορία που έλεγε «θέλω να σε εξυπηρετήσω αλλά δεν μπορώ». Ο Μάνος είχε δύο επιλογές: να φύγει ή να προσπαθήσει να εντοπίσει το πακέτο και να καθοδηγήσει τη γιαγιά για να το πάρει. Θα το προσπαθούσε γιατί λίγα περίπτερα είχαν τα Gitanes. Το κοντινότερο ήταν είκοσι λεπτά με τα πόδια. Έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα στα πάνω ράφια γιατί θυμόταν ότι από εκεί πάνω το έπαιρνε ο κύριος αλλά τίποτα. Η γιαγιά συνέχιζε να τον κοιτάζει με εκείνα τα μισάνοιχτα μάτια που φανέρωναν ότι κάτι διέκρινε αλλά πολύ θολά. Μια μισότυφλη γιαγιά αντικαθιστούσε τον πάντα πρόσχαρο και εξυπηρετικό περιπτερά, αδύνατον να συνεννοηθείς μαζί της. Θα πουλούσε άραγε κάτι ή θα έδιωχνε τους πελάτες; Ο Μάνος αποφάσισε να φύγει και απομακρύνθηκε από το πορτάκι. Καθώς όμως στάθηκε λίγο πιο πίσω, είδε καλύτερα τα πολύχρωμα πακέτα που ακουμπούσαν στα τζάμια του περιπτέρου αλλά και πάλι το δικό του πουθενά. Μια μεσήλικη γυναίκα που ερχόταν με φόρα σταμάτησε δίπλα του. Χωρίς καμία ευγένεια μπήκε μπροστά του, κάλυψε το παραθυράκι και με βαριά φωνή χρόνιου καπνιστή ζήτησε το πακέτο της. «Ζητάν… ζητάν κορίτσιμ… όλοι κάτι ζητάν…». Στο δεύτερο άκουσμα ο Μάνος απομακρύνθηκε από το περίπτερο και έπαιρνε το δρόμο για το επόμενο.
    Τα Gitanes ήταν γούρικα, για αυτό και δεν άλλαζε μάρκα τσιγάρων. Όπου και να βρισκόταν, μόλις έβγαζε το πακέτο όλοι μαγνητίζονταν από τις αποχρώσεις του μπλε και την μαύρη φιγούρα. Του άρεζε να λέει μια ιστορία δικής του έμπνευσης. Πως ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου των τσιγάρων ερωτεύτηκε ένα βράδυ σε ένα μπαρ την τσιγγάνα χορεύτρια, ότι αυτή του δόθηκε με πάθος κι ότι ένα χρόνο μετά αυτός βρήκε ένα μωρό μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του. Και καλά ότι αυτός ο γιος της τσιγγάνας κληρονόμησε το εργοστάσιο και για να μην ξεχάσει την καταγωγή του, ονόμασε τα τσιγάρα του Gitanes, δηλαδή, τσιγγάνοι. Αν κάποιος ή κάποια, που δοκίμαζε αυτό το άφιλτρο τσιγάρο, έκαμνε ένα σχόλιο του τύπου «μμμ… βαρύ είναι!» ή «τι περίεργη μυρωδιά!» ή «πόσο αλλιώτικη γεύση!», ο Μάνος έδινε τις απαραίτητες εξηγήσεις: «…οι τσιγγάνοι αποξήραναν τα καπνά τους μαζί με κάτι άγνωστα φυτά κι αυτό το μυστικό το είχε μάθει ο γιος της τσιγγάνας, να η διαφορά με τα άλλα τσιγάρα». Όπως και να είχε το θέμα με αυτό το πακέτο, ο Μάνος κέρδιζε τις εντυπώσεις και γνώριζε κόσμο.
    Αύριο θα πήγαινε επίσκεψη σε ένα σπίτι στις Σαράντα Εκκλησιές. Μια συμφοιτήτριά του, η Μένη από Μελπομένη, τον είχε καλέσει για καφέ. Ήταν κάτι που το ήθελε από καιρό, του άρεζε πολύ αυτή η τύπισσα που ήταν σε όλα της διαφορετική από τις υπόλοιπες φοιτήτριες της Φιλοσοφικής. Είχαν γνωριστεί σε ένα διάλειμμα, όταν εκείνη τον πλησίασε για να του ζητήσει τσιγάρο. Όταν έβγαλε τα Gitanes, η Μένη γέλασε: «Κι εγώ αυτά καπνίζω… τι ωραία σύμπτωση…». Αυτό ήταν, είχε βρεθεί ένα κοινό σημείο επαφής και από εκεί και μετά όλα έρχονταν μόνα τους. «Γιατί τα Gitanes αντιπροσωπεύουν μια ολόκληρη κουλτούρα… το γαλλικό φιλμ νουάρ… τέτοια κάπνιζε ο Jean Gabin, o Lino Ventura… η Simone Signoret, και όσοι ήταν στη νουβέλ βαγκ… ο Belmondo ήταν μονίμως με ένα άφιλτρο Gitanes στο στόμα… το βλέπεις στην ταινία “Με κομμένη την ανάσα”… αγαπημένη ταινία… γιατί ο Yves Montand τι νομίζεις ότι καπνίζει;… οι τραγουδιστές;… ο  Serge Gainsbourg‎, ο Charles Aznavour… ποιον να πρωτοθυμηθείς… το ήξερες ότι ο Gosciny και ο Uderzo, αυτοί που φτιάχνουν τον Αστερίξ, καπνίζουν αμέτρητα πακέτα Gitanes… ή μήπως ήταν  Gauloises;… το αναφέρουν σε ένα τεύχος του Αστερίξ…». Η συζήτηση περί γαλλικής κουλτούρας είχε ανάψει για τα καλά. Είχαν παρατήσει το μάθημα και περιπλανιόντουσαν ήδη μια ώρα στην Άνω Πόλη «σαν τσιγγάνοι» είχε πει η Μένη. Στις στάσεις τους κάνανε κι ένα τσιγάρο και έτσι είχαν καπνίσει ένα ολόκληρο πακέτο. Τώρα κατηφόριζαν δίπλα στο τείχος και μπροστά στο κοιμητήριο της Ευαγγελίστριας χώρισαν οι δρόμοι τους. Εκείνη ανηφόριζε την Βιζυηνού λαχανιάζοντας από τα πολλά τσιγάρα ενώ εκείνος προχωρούσε στην Αγίου Δημητρίου, ερωτοχτυπημένος από αυτήν την τσιγγάνα που τον είχε τυλίξει με τον καπνό της.
    Εκείνο το απόγευμα, όταν έμπαινε στο διαμέρισμα της Μένης, είχε μια περίεργη προαίσθηση. Και ναι στο σπίτι της ήταν άλλα πέντε άτομα, πράγμα που δεν του άρεσε καθόλου γιατί έτσι δεν θα ήταν οι δυο τους. Δεν ήξερε κανέναν από τα παιδιά και δεν αισθανόταν καθόλου άνετα. Από τα τρία κορίτσια, τα δύο είχαν έρθει με τα αγόρια τους και μετά τις συστάσεις η ατμόσφαιρα παρέμενε «παγωμένη». Θα έκαμνε ένα τσιγάρο, θα εύρισκε μια δικαιολογία και θα έφευγε. Πήγε στην κουζίνα όπου η Μένη ετοίμαζε καφέδες.

«Μάνο, τι καφέ θέλεις;  Έχω ελληνικό, νες και φίλτρου».

«Δεν θα πιω καφέ… θα κάνω ένα τσιγάρο και θα φύγω…».

«Γιατί;… τι έγινε;»

«Τίποτα… είχα ξεχάσει ότι έχω ένα μάθημα στο φροντιστήριο. Το είχαμε χάσει και αναπληρώνουμε σήμερα».

«Κρίμα ρε συ… κάτσε κάνα τέταρτο… θα έρθει ο φίλος μου… να στον γνωρίσω».

    Αυτό κι αν ήταν χτύπημα… καλά γιατί δεν το είχε πει… πως την είχε πατήσει έτσι… πω πω… Άναψε ένα Gitanes και έβαλε το πακέτο μέσα στην τσέπη του. Σιγά να μην της πρόσφερε. Είχε θυμώσει μαζί της. Θα μπορούσε να του το πει από την αρχή. Ξέρεις έτσι κι έτσι. Δεν θα είχε ελπίδες… ούτε να περιμένει κάτι. Τέλος. Θα έκαμνε δυο τζούρες και θα έφευγε. Δεν άντεχε ούτε λεπτό. Η Μένη δεν τον κοιτούσε καν, μόνο ετοίμαζε δύο φραπεδάκια όταν ακούστηκε το κουδούνι. «Πάω να ανοίξω…» ακούστηκε μια φωνή από μέσα και η Μένη σκούπισε τα χέρια της σε μια πετσέτα κουζίνας. «Αυτός είναι ο Σάκης μου… τον καταλαβαίνω από το χτύπημα…». Τόσο καλά σκέφτηκε ο Μάνος. Ένας ψηλός μελαχρινός τύπος μπήκε με φόρα στην κουζίνα κι η Μένη έπεσε κυριολεκτικά στην αγκαλιά του. Φιλήθηκαν στο στόμα αδιαφορώντας για την παρουσία του Μάνου. Αυτός κοιτούσε το πάτωμα σαν να γύρευε μια μυστική καταπακτή να χωθεί μέσα και να εξαφανιστεί. Σήκωσε το κεφάλι μόνο και μόνο για να σβήσει το τσιγάρο του σε ένα τασάκι και κινήθηκε προς την πόρτα. Θα έφευγε «αθόρυβα» αλλά η γυναικεία διαίσθηση τον αντιλήφθηκε.
    «Μάνο μη φεύγεις…» κι αν έκανε ότι δεν την άκουσε; «Έλα Σάκη… να σου γνωρίσω τον Μάνο». Τώρα έπρεπε να γυρίσει, ήταν θέμα τιμής. Έδωσε το χέρι του εντελώς άψυχα και ο επονομαζόμενος Σάκης το πήρε και το έσφιξε.
    «Χάρηκα… μου είπε η Μένη για σένα… για τα Gitanes».

«Αα…ναι ε;…» αυτό με τα τσιγάρα δεν το είχε καταλάβει. Τι του είχε πει; Τι εννοούσε;

«Κοίτα Μένη… σου έχω μια έκπληξη». Το πράγμα όλο και χειροτέρευε. Θα της έδινε και δώρο μπροστά του. Ο Σάκης έβγαζε τώρα δύο κούτες Gitanes από μια σακούλα αφορολόγητων ειδών.

«Τις είχα παραγγείλει με τον Κοσμά που είχε πάει Παρίσι και μου τις έφερε σήμερα…». Η Μένη ξαναέπεσε στην αγκαλιά του και τα παθιασμένα φιλιά ξανάρχισαν.

«Εε… συγνώμη… Μένη… εγώ φεύγω…». Το ζευγάρι ξεκόλλησε.

«Γιατί φεύγεις;…» αυτήν την φορά ρωτούσε ο Σάκης.

«Έχω ένα μάθημα στο φροντιστήριο… θα τα πούμε άλλη φορά», δεν ήταν και πολύ πειστικός. «Εντάξει… άλλη φορά… θα το κανονίσεις Μένη;» Μα τι ήθελε τέλος πάντων αυτός ο Σάκης; «Έλα Μάνο… θα σε ξεπροβοδίσω…» είπε η Μένη και προχώρησαν στο χωλ.

«Γεια σου Σάκη…» είχε γυρίσει ήδη την πλάτη του. Ένα ξερό γεια ακούστηκε πίσω του.

«Μένη μπορώ να πάω στο μπάνιο;»
    «Το ρωτάς;» και δείχνοντάς του την σωστή πόρτα πρόσθεσε ένα βιαστικό «θα τα πούμε στη Σχολή». Ήταν τα τελευταία λόγια της. Ο Σάκης την είχε αρπάξει από το χέρι και τώρα έστριβαν από το χωλ για να μπούνε στο σαλόνι. Στο μπάνιο ο Μάνος σκεφτόταν μονάχα την εκδίκηση. Το σχέδιο ήταν απλό. Έβγαινε από το μπάνιο, γλιστρούσε στην κουζίνα, έβαζε τις κούτες στο μπουφάν και την «έκανε» με ελαφρά πηδηματάκια. Απλό και αποτελεσματικό. Οι κούτες ήταν η ηθική του αποζημίωση. Το δώρο εκείνου δεν θα το χαιρόταν εκείνη. Να μάθεις να κοροϊδεύεις παλιό… Όλα πήγαν ρολόι. Κανείς δεν τον κατάλαβε ούτε κι όταν τραβούσε την εξώπορτα για να κλείσει. Καθώς κατηφόριζε την Βιζυηνού, είχε τα χέρια στις τσέπες για να πιάνει γερά τις κούτες. Είχε ένα φόβο μήπως ο Σάκης εμφανιζόταν ξαφνικά πίσω του κι αρχίσει να φωνάζει «κλέφτης… κλέφτης». Όμως τίποτα τέτοιο δεν γινόταν κι όσο απομακρυνόταν από το σπίτι, χαιρόταν την πράξη του ακόμη περισσότερο. Θα το καταλάβαιναν. Εεε και; Θα το αρνιόταν. «Τι λέτε ρε παιδιά… τρελαθήκατε;» Θα έκανε τον θιγμένο. Δεν μπορούσαν να το αποδείξουν. Θα έκρυβε τα κλεμμένα τσιγάρα, θα άνοιγε ένα πακέτο και θα έβαζε τα τσιγάρα σε «ελληνικό» πακέτο. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον συσχετίσουν. Και η Μένη ας σκεφτόταν ό,τι ήθελε, εκείνη έφταιγε… η ίδια το είχε προκαλέσει.
    Τις επόμενες τρεις εβδομάδες ο Μάνος κοιτούσε να εντοπίσει την Μένη στα κοινά τους μαθήματα αλλά εκείνη λες κι είχε μεταναστεύσει στην Αυστραλία για πάντα. Πουθενά! Ούτε σε αμφιθέατρο ούτε σε κυλικείο. Κανείς δεν την είχε δει. Μετά από δύο μήνες τα κλεμμένα Gitanes είχαν γίνει καπνός όπως και η Μένη. Τι να είχε συμβεί; Έμεινε με την απορία.
    Μια μέρα κάπου στο Ναβαρίνο συνάντησε τον Σάκη. Δεν ήθελε να τον αποφύγει γιατί ήθελε να μάθει για την Μένη. Ο Σάκης δεν τον αναγνώρισε αμέσως.

«Μάνος; ποιος Μάνος; Με την Μένη στη σχολή; Ναι… ναι, κάτι θυμάμαι. Με τη Μένη χωρίσαμε, έχει δύο μήνες. Έφυγε για την Αθήνα, κάτι οικογενειακό… ο πατέρας της αρρώστησε βαριά και τα παράτησε όλα».
    Ο Σάκης συνέχισε να μιλάει αλλά ο Μάνος δεν τον άκουγε πια. Έβγαλε το πακέτο με τα Gitanes και από συνήθεια του πρόσφερε. Ο Σάκης σταμάτησε τον μονόλογό του και καρφώθηκε στο πακέτο.
    «Αμάαν… ρε… τώρα κατάλαβα ποιος είσαι… α να χαθείς… παλιοτόμαρο…». Ο Σάκης έκανε να τον κλωτσήσει κι ο Μάνος πετάχτηκε πίσω κι άρχισε να τρέχει. Να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε… προς τον Έσπερο, από εκεί στη Σβώλου και όλη την ανηφόρα στην Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Σταμάτησε στην Εγνατία… δεν άντεχε άλλο… τον είχε ακολουθήσει; Όχι, ευτυχώς! Τι ήταν κι αυτό! Πέρασε απέναντι και βάδισε προς την Καμάρα. Μπροστά στο σινεμά Φαργκάνη του ήρθε να καπνίσει ένα τσιγάρο. Έψαξε παντού αλλά τίποτα. Μάλλον με το τρέξιμο είχε χάσει τα Gitanes. Στο σινεμά έπαιζε «Στον καιρό των τσιγγάνων». Έκοψε ένα εισιτήριο και στο φουαγιέ είδε μια γνωστή του. Την πλησίασε για να ζητήσει τσιγάρο. Εκείνη έβγαλε ένα κόκκινο πακέτο Santè και του πρόσφερε. Μια καινούργια σχέση άρχιζε. Λίγο αργότερα μέσα στην σκοτεινή αίθουσα, μια τσιγγάνα του χαμογελούσε με τα χρυσά της δόντια φυσώντας καταπάνω του τον καπνό από το τσιγάρο της. Αυτό όμως είχε φίλτρο.

Βιογραφικό σημείωμα

Ονομάζομαι Όμηρος Ξενίδης και γεννήθηκα το 1965 στην Γερμανία όπου και παρέμεινα με τους γονείς μου μέχρι το 1978. Την χρονιά εκείνη επιστρέψαμε στα πάτρια εδάφη και συγκεκριμένα στην Κατερίνη όπου και εγκατασταθήκαμε. Το 1984 γράφτηκα στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και αποφοίτησα το 1988 ως πτυχιούχος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Έπειτα, παρακολούθησα την Σχολή Ξεναγών του ΕΟΤ και εργάστηκα πολλά χρόνια ως γερμανόφωνος διπλωματούχος ξεναγός σε όλη την ελληνική επικράτεια. Ακολούθησε το 1996 ο διορισμός μου ως καθηγητής φιλόλογος στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση στην οποία έκτοτε και εργάζομαι. Το 2007 ολοκλήρωσα τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στην Φιλοσοφία στο ΑΠΘ και το 2014 μου απονεμήθηκε από το τμήμα Φιλοσοφίας του ΑΠΘ ο τίτλος του διδάκτορα της Φιλοσοφίας για την εργασία μου «Ουσία και μορφή στον κινηματογράφο». Οι σπουδές μου στο σύνολό τους απαίτησαν μία συνεχή ανάγνωση και μελέτη πολλών και διαφορετικών θεμάτων με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να γεννηθεί μέσα μου μία εσωτερική ανάγκη για έκφραση μέσω του γραπτού λόγου. Το «μικρόβιο» της συγγραφής με ώθησε από νεαρή ηλικία να «μουντζουρώνω» με λέξεις ολόλευκες σελίδες για να αφηγηθώ τα όσα ένιωθα και σκεφτόμουν. Είχα την μεγάλη χαρά να διακριθώ με ένα διήγημά μου το οποίο περιλαμβάνεται στο βιβλίο «20+1 Ιστορίες» (εκδόσεις Καστανιώτη 1999) και το 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ρώμη το βιβλίο μου «Ο Βράχος και η Ελιά». Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε το 2015 και η διατριβή μου με θέμα «Ουσία και μορφή στον κινηματογράφο».

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;