Τα ζώα του δάσους την περνάνε δύσκολα στον καιρό της πανδημίας... Είναι όμως και πολύ πειθαρχημένα! Αυτά και άλλα πολλά θα δούμε στο παραμύθι της Θωμαής Τσιμερίκα "Μια μέρα από το παράθυρο"!
Μια μέρα από το παράθυρο- ΘΩΜΑΗ ΤΣΙΜΕΡΙΚΑ
Μια φορά και έναν καιρό , τα ζώα αρρωστήσανε βαριά, δεν βγαίναν από τη φωλιά. Μόνο ο κυρ- Λαγός πήγαινε στη δουλειά του. Διατηρούσε το βενζινάδικο κοντά στο ποτάμι. Αυτές τις μέρες δουλειά πολύ δεν είχε , αλλά κάθε πρωί έβαζε το ξυπνητήρι να πάει. Ο γιατρός του δάσους , ο κυρ -Αρκούδος τα συγκέντρωσε μια μέρα στο ιατρείο του και τους είπε: « Μεγάλη προσοχή ζητώ, υπάρχει ασθένεια μεταδοτική , σας δίνω οδηγία μάσκα να φοράτε , γάντια , καλό πλύσιμο χεριών και όχι πολλά μεταξύ σας . Το καθένα στη φωλιά του». Έτσι τα ζώα έμειναν μέσα στη φωλίτσα τους έβγαιναν πού και πού για λίγο περπάτημα , να πάνε στη λαϊκή και ξανά μέσα στο σπιτάκι τους.
Το σκιουράκι ο Ρόουζ κουράστηκε να είναι κλεισμένος ένα χρόνο σχεδόν , έτσι έβαλε μάσκα , πήρε την ταυτότητά του , τα κιάλια του και ανέβηκε στο ψηλότερο δέντρο της αυλής να δει τι γίνεται στον κόσμο. Καθόταν ώρες πάνω σε ένα πράσινο κλαδάκι ,ώσπου είδε την κυρά Μαριώ την αλεπού, οδηγούσε το κόκκινο μικρό αμάξι της και φορούσε μάσκα στο πρόσωπο. Όλα τα ζώα τηρούσαν τις οδηγίες του γιατρού του δάσους γιατί διαφορετικά θα έπαιρναν πρόστιμο. Σταμάτησε στο πρατήριο καυσίμων. Ζήτησε από τον κυρ- Λαγό να της γεμίσει το ντεπόζιτο. Ο κυρ- Λαγός χάρηκε. « Επιτέλους ένας πελάτης» σκέφτηκε. «Για πού το έβαλες κυρά Μαριώ τόσο πρωί;» τη ρώτησε. Η μικρή αλεπού απάντησε: «Πάω λαϊκή για φρούτα και λαχανικά».
Αυτά είπε η κυρά Μαριώ και σε λίγο σταμάτησε σε ένα μεγάλο πάρκινγκ. Έβγαλε το καροτσάκι λαϊκής. Κλείδωσε το αμάξι και ξεκίνησε να κάνει τα ψώνια της ημέρας. Το σκιουράκι άλλη δουλειά δεν είχε ,καθόταν και παρακολουθούσε κάθε κίνησή της. Η αλεπού πήγε στον μανάβη τον Σκάντζο. «Βάλε μου ένα κιλό κόκκινα μήλα» του είπε. Ο Σκάντζο την άκουγε και δεν πίστευε στα αυτιά του. « Κυρά Μαριώ , τρως και μήλα ;». « Ναι , κάνω διατροφή για να γίνει η ουρά μου δυνατή» του απάντησε. Το σκιουράκι τους έβλεπε και είχε στήσει και αυτί , προσπαθούσε να ακούσει τι έλεγαν.
Η κυρά Μαριώ πήρε την τσάντα με τα μήλα στο λεπτό χεράκι της , αφού πρώτα πλήρωσε ,μετά πέρασε από τον πάγκο της Λίτσας με τα ρούχα. Αγόρασε ένα κόκκινο σάλι για τον λαιμό της. Τότε άκουσε μια γνώριμη φωνή.« Μαριώ , φίλη μου, καιρό έχω να σε δω». Γυρνά και τι να δει; Την κολλητή της φίλη την Ψιψίνα Ζιζέλ , με τη μάσκα που φορούσε , δεν τη γνώρισε στην αρχή. Πριν ο γιατρός του δάσους τους πει για την ασθένεια οι δύο φίλες ήταν αχώριστες , αλλά είχαν καιρό να τα πουν από κοντά. Μόνο τηλεφωνικώς έλεγαν τα νέα τους. «Τι λες Μαριώ ; να πάρουμε χυμό στο χέρι και να πάμε για περπάτημα;» ρώτησε η Ζιζέλ. Ήταν μια μοντέρνα παιχνιδιάρα γατούλα. Η πονηρή κυρά Μαριώ σκέφτηκε για λίγο και απάντησε «θα αφήσω τα ψώνια στο αμάξι. Θα το αφήσω και στο πλυντήριο αυτοκινήτων του κυρ Κότσυφα και πάμε βόλτα στο βουνό , να πάρουμε οξυγόνο».
«Κυρ Κότσυφα να μου κάνεις καλή δουλειά» του φώναξε. Ο Κυρ Κότσυφας Κοτσιφάκης είχε το πλυντήριο αυτοκινήτων χρόνια τώρα. Έπλενε και γυάλιζε τα αυτοκίνητα τόσο πολύ , που έμοιαζαν καινούργια. Οι δύο φίλες πέρασαν στο περίπτερο πήραν από ένα χυμό και ξεκίνησαν περπάτημα. Τα λουλούδια ήταν ανθισμένα. Τα δέντρα γεμάτα πράσινα φύλλα. «Να βγούμε φωτογραφία» φώναξε η Ζιζέλ. Η Μαριώ δέχτηκε. Έβγαλε λοιπόν και το κόκκινο σάλι από την τσάντα της , το πέρασε στο λαιμό , χαμογέλασε , πήρε πόζα και η Ζιζέλ πάτησε ένα κουμπί στο κινητό αφής που πρόσφατα αγόρασε. «Κλικ» ακούστηκε και η κυρά Μαριώ φώναξε « Πώς βγήκα φίλη μου ;» . Η Ζιζέλ χαμογέλασε και της απάντησε. « Πολύ ωραία είσαι με αυτό το κόκκινο σάλι» .
Κάθισαν μετά λίγο να ξεκουραστούν. « Τι νέα Μαριώ ;» ρώτησε η ψιψίνα η Ζιζέλ , που πήρε το όνομά της , από τη γιαγιά της που ήταν Γαλλίδα. Η Μαριώ έβγαλε από την τσάντα της ένα λευκό χαρτί με δυο , τρεις αράδες . « Την επόμενη βδομάδα θα πάω να κάνω εμβόλιο κατά της ασθένειας . Ο γιατρός ο Κυρ Αρκούδος μου το έδωσε. Είμαι σε ηλικία που πρέπει να το κάνω μου είπε , να μη νοσήσω. Πρέπει να το κάνεις και συ Ζιζέλ , για να μπορούμε να βλεπόμαστε πιο συχνά , όπως παλιά». Η Ζιζέλ απάντησε « Μαριώ φοβάμαι έχω ακούσει τόσα , δεν πήγα ακόμα να κλείσω ραντεβού αν και ο γιατρός μου έστειλε μήνυμα». « Έχω μια ιδέα» της είπε η κυρά Μαριώ, « θα πάμε μαζί να κλείσεις το ραντεβού και την ημέρα του εμβολίου σου θα σε συνοδεύσω να σου δίνω κουράγιο».
Πέρασαν όμορφα στον περίπατο , γύρισαν χαρούμενες και σε απόσταση. Πέρασαν από το φαρμακείο της κυράς Κουκουβάγιας. Η τελευταία πήρε τα στοιχεία της Ζιζέλ και της έκλεισε το ραντεβού του εμβολίου της. Η Μαριώ χαιρέτησε τη φίλη της. Πέρασε από το πλυντήριο αυτοκινήτων. Πήρε το αστραφτερό αμάξι της. Πλήρωσε και ευχαρίστησε τον κυρ Κότσυφα και γύρισε στη φωλιά της. Το σκιουράκι συνέχισε να την παρακολουθεί.« Βρε την κυρά Μαριώ , φαίνεται σήμερα τόσο καλή». Η κυρά Μαριώ σαν να κατάλαβε ότι κάποιος την έβλεπε από ψηλά. Πριν μπει στη φωλιά γύρισε το κεφάλι ψηλά και είδε το σκιουράκι με τη φουντωτή ουρά. « Κατέβα , χαμηλά να σου κεράσω ένα μήλο» του είπε ευγενικά. Το σκιουράκι υπάκουσε. Είχε μέρες να φάει φρούτο , κατέβηκε το πήρε , στα δυο χεράκια του , την ευχαρίστησε και το πήγε στη φωλιά του. Η κυρά Μαριώ ένιωσε τόσο όμορφα για την καλή της πράξη. Θυμήθηκε τα λόγια της γιαγιάς της. « Κάνε το καλό και ρίξ ’ το στο γιαλό».