Η Σανίδα του Γαλιλαίου-ΧΡΙΣΤΟΣ Ρ.ΤΣΙΑΗΛΗΣ

Η Σανίδα του Γαλιλαίου-ΧΡΙΣΤΟΣ Ρ.ΤΣΙΑΗΛΗΣ

Θα δούμε ένα συγκλονιστικό διήγημα του Χρίστου Ρ.Τσιαήλη, με τον τίτλο "Η Σανίδα του Γαλιλαίου"! Ο ήρωας του στις ράγες της απόλυτης μοναξιάς...

Η Σανίδα του Γαλιλαίου - ΧΡΙΣΤΟΣ Ρ.ΤΣΙΑΗΛΗΣ

   Στο ανατολικό παράθυρο μια μόνιμη σκιά δυσκολεύει τον Φ. να αποφασίσει αν η απόχρωση του πράσινου στον καναπέ είναι η κατάλληλη για τη βραδιά. Απόψε πάλι θα ετοιμαστεί και θα περιμένει την επισκέπτρια που θα του κτυπήσει την πόρτα και που τόσο αγωνιά να δει. Τα δυο παράθυρά του πρέπει να συναινέσουν. Να μην τον εκθέσουν. Ίσως να είναι και η μόνη του ευκαιρία. 
  Απόγευμα, νωρίς. Πάει στο δυτικό παράθυρο. Κοιτάει έξω, όπως κάθε μέρα τέτοια ώρα. Πάλι καινούριοι περαστικοί. Αναρωτιέται. Λες και δεν υπάρχουν μόνιμοι κάτοικοι από εκείνη την πλευρά. Τα κτήρια απέναντι, πίσω από τη μεγάλη λεωφόρο και το πάρκο, μισοκτισμένα, άλλα με πόρτες αλλά χωρίς παράθυρα, άλλα με χοντρές κουρτίνες στις εισόδους, κάποια με σελοφάν. Σε δεκάδες χρώματα, ζωηρά. παιχνιδιάρικα . προκαλούν τις αισθήσεις. Μια αιώνια πανήγυρις.
«Μαμά, κοίτα, ένα σύννεφο ψηλά εκεί! Θα βρέξει;»
«Όχι παιδί μου, έχεις δει ποτέ βροχή; Γιατί ρωτάς ανόητες ερωτήσεις»;
  Τα παιδιά χαρούμενα, τα σχολεία στο βουνό απέναντι στο βάθος ακόμη πιο πίσω δεν έχουν επανδρωθεί ακόμη με δασκάλους, χρόνια τώρα, από τότε που θυμάται ο Φ. ακούει τις φωνές στις διαδηλώσεις που φωνάζουν για Παιδεία, για Ισονομία και τόσες άλλες έννοιες που ο ίδιος δεν καταλαβαίνει. Κι έτσι τα παιδιά γυρνάνε ανέμελα στους δρόμους, μόνο κάποιοι γονείς κάθονται κάποτε και τους λένε παραμύθια και μύθους παλιούς για να έχουν μια μορφή μόρφωσης. Κι όταν δεν τους αφηγούνται, τα φέρνουν κάτω από το κτήριό του για βόλτα και τους το δείχνουν. Βλέπει την απορία στα μάτια των παιδιών, βλέπει και την αυστηρότητα στο ύφος των γονιών. Ο ίδιος ποτέ δεν κατάλαβε τι το ξεχωριστό έχει ο χώρος που μένει.
  Εκεί κάτω είναι ο ποδηλατόδρομος κι ο πεζόδρομος. Με δυσκολία διακρίνει τις δυο λωρίδες, κάθετα όπως περνάνε κολλητά στον τοίχο. Αλλά ακούει τους περαστικούς που περνάνε και μιλούν. Από ’κει έμαθε να μιλάει. Έκλεβε από τη λιγοστή τους γνώση. Τους άκουγε από πολύ μικρός, από τότε που θυμάται τον εαυτό του, ακουμπημένος στο μικρό παράθυρο. Κάποτε ζήλευε και ήθελε να φτύσει κάτω, μα τις πιο πολλές φορές αρκούνταν στο να σφυρίξει μπας και γυρίσει καμιά περαστική μορφονιά στο παράθυρο για να κρυφτεί πριν τον δει, να παίξει, να χαρεί. Ήταν κι αυτός ένας τρόπος να περνάει την ώρα του.
«Πατέρα, η μητέρα έχει να φανεί μέρες».
«Θα έρθει, αγόρι μου, πάντα έρχεται, μην ανησυχείς, φαΐ ψάχνει να φέρει, μην ανησυχείς».
  Ο Φ. ήταν από το πρωί ως το βράδυ κρεμασμένος εκεί, στο δυτικό παράθυρο. να ζει βλέποντας πίσω από τους τοίχους τις ζωές των ανθρώπων. να φαντάζεται ότι ο ψηλός με το κοστούμι που επιστρέφει πάντα διαφορετική ώρα, δουλεύει ως ασφαλιστής. να υποψιάζεται για τη νεαρή με το μπλε ποδήλατο ότι είναι άνεργη, αφού τσάντα δεν έχει ποτέ μαζί της κι όλο τα ίδια σκισμένα ρούχα φοράει - και όταν στρίβει τη γωνία τα πρωινά που περνάει για να περάσει κάτω από την άγνωστη πλευρά του δωματίου, τη φαντάζεται να κάθεται και να ζητιανεύει. Είναι σχεδόν σίγουρος ότι ζητιανεύει. Όταν επιστρέφει το απόγευμα κρατάει στο χέρι της κάποτε σοκολάτα, κάποτε κάνα αναψυκτικό, από αυτά που έχουν μόνο όλοι εκείνοι στο ανατολικό παράθυρο.
  Το ανατολικό παράθυρο. Τι να κάνω απόψε; Πορτατίφ δεν μπορώ να βάλω από την πλευρά εκείνη, δεν έχει εγκατάσταση ο τοίχος, καλώδιο μακρύ δεν έχω για να μεταφέρω -- έστω για μια ώρα -- το πορτατίφ του κομοδίνου, πώς θα καθίσει; Πώς να εξηγήσω; Τι να της πω; Τι θα της λέω, χωρίς φως;
   Ο Φ. δεν σταμάτησε λεπτό να πηγαινοέρχεται ανήσυχος.
  Και το χρώμα; Αν το πράσινο αυτό δεν είναι το σωστό; Θα καθίσει; Ωχ, δεν θα πετύχει… τι να κάνω… Αλήθεια τώρα, θα καθίσει; Ή θα στέκεται; Μα εκεί θα φάμε! Αναγκαστικά! Δεν έχω αλλού, δεν γίνεται να καθίσουμε στο κρεβάτι. Στην κουζίνα όρθιοι; Με τίποτα! Το παράθυρο, να βρω τρόπο να μπει φως απ’ το παράθυρο. Το φεγγάρι! Το φεγγάρι φαίνεται κάποτε από αυτό το παράθυρο! Α-αν είναι πανσέληνος, θα είναι; Πώς θα μάθω; Δεν μπορώ εγώ να κάνω το φεγγάρι να είναι πανσέληνος; Μπορώ; Δεν ξέρω… ίσως να μπορούσα… ίσως να το κατάφερνα αν το σκεφτόμουνα πολύ δυνατά, Φεγγάρι απόψε εμφανίσου στο παράθυρο σαν πανσέληνος. Ολόγιομο, μεγάλο, φωτεινό. Θέλω να με ακούσεις. Φεγγάρι εμφανίσου απόψε σαν πανσέληνος!
  Γονάτισε και άρχισε να κουνάει το κεφάλι του πάνω κάτω. Για ώρα ψιθυρίζει έντονα, σφίγγει το κεφάλι του με τις παλάμες, τραβάει τα μαλλιά του, κάποτε γυρνάει ένοχα στο παράθυρο, θέλει να δει το πρώτο χρυσό του ουρανού σαν κατεβαίνει ο ήλιος και κάνει τη δειλή, σχεδόν αόρατη εμφάνισή της η Σελήνη, να αρχίσει να φωνάζει πιο δυνατά. να παρακαλέσει πιο πειστικά.
  Αν δεχτείς απόψε να γίνεις πανσέληνος και να μου χαρίσεις το φως σου εγώ θα γίνω για πάντα δούλος σου. Θα φωνάζω στον κόσμο κάτω να κάνουν γιορτές να σε τιμούν, θα πω σε όλα τα κορίτσια ότι όποτε εμφανίζεσαι θα μαζεύονται και θα σου τραγουδούν, θα διατάξω τα αγόρια να χορεύουν νέους χορούς που θα ανακαλύψουν για σένα, στρογγυλούς χορούς, έντονους, πανέμορφους, κι οι μελωδίες, ω, οι μελωδίες που θα γραφτούν για σένα, ποτέ δεν γράφτηκαν τόσο ωραίες νότες για κανέναν… Φεγγάρι μου, κάνε μου τη χάρη απόψε να ξεπροβάλεις ολόγυμνο, χωρίς καμιά σκιά επάνω σου, είσαι πανέμορφο, είσαι η ελπίδα που ψάχναμε όλοι πάντα για φως… χωρίς εσένα όλοι θα σβήσουμε στο μαύρο σκοτάδι του κακού αυτής της πόλης που θέλει να καταπιεί τα πάντα… Φεγγάρι μου, όταν έρθεις απόψε θέλω να είσαι ο βασιλιάς της πλάσης, σε αγαπώ πιο πολύ από τον ήλιο, σε αγαπώ το ίδιο με αυτήν που θα μου κτυπήσει την πόρτα απόψε… καταλαβαίνεις πόσο πολύ σε αγαπώ; Ξέρεις πόσο πολύ αγαπώ αυτήν;;; Πες, μου, ξέρεις;;;
   Δεν το πιστεύω ότι ξεστόμισα μια τέτοια βλασφημία… απόψε έρχεται αυτή… και εξομοίωσα την αγάπη μου, τη μοίρασα και στους δυο, σ’ εσένα κι εκείνη, πρέπει να καταλάβεις πόσο πολύ σε θέλω απόψε να φωτίσεις το δωμάτιο…
- Πρέπει… να καταλάβεις… το φως απόψε… το σώμα σου εκεί στο παράθυρο… πόσο σε χρειάζομαι…
   Ο Φ. ξέσπασε σε κλάματα. Έμεινε εκεί γονατισμένος. Δεν άργησαν οι σκέψεις του και όλο αυτό το παρακαλετό να εμποτιστεί από ενοχή και φοβίες. Η εικόνα της πόλης διαλυμένης, του φεγγαριού να πέφτει επάνω στο κτήριό του και να το διαλύει, η τρομερή φαντασίωση του φεγγαριού να λειώνει σαν μελάτο αυγό και να καίει τα πάντα ανατολικά και δυτικά της πόλης, όλα μαζεμένα, γρήγορα σαν ταινία που θέλει να τελειώσει και να διεισδύσει μέσα σου πριν προλάβεις να αντιδράσεις, του δυσκόλεψαν την ανάσα -- άρχισε να τρέμει, ένιωθε τριγύρω του να χορεύουν στριμωγμένα μέσα στο δωμάτιό του εκατοντάδες καμένα σώματα αγοριών και κοριτσιών, δεν τολμούσε να σηκώσει το κεφάλι να τους φωνάξει να φύγουν, να εξαφανιστούν. Άκουγε τρομαγμένος κάποια κορίτσια να στριγκλίζουν ως σειρήνες σε βράχους, μα δεν ήξερε τότε ποιος ήταν ο Οδυσσέας. δεν ήταν πολυμήχανος και. δεν μπορούσε να σκεφτεί να δεθεί σε ένα κατάρτι. Κι όμως, από κάποια άγνωστη, μαγική επέμβαση από μακριά, ή από μεγάλη του τύχη, τα χέρια του δεμένα στο στήθος του που συνταρασσόταν από τα αναφιλητά, ήταν αρκετό για να τον κρατήσουν εκεί, στο πάτωμα, στο μέσο ενός μικρού δωματίου, μακριά από Κύκλωπες, και μάγισσες, και συμπληγάδες πέτρες. Έκλαιγε, ωσότου κατέρρευσε. Έκλεισε τα μάτια και ευχήθηκε το όνειρο που θα έβλεπε να τον ηρεμούσε.

***

   Απόγευμα. Η ώρα που θα κτυπήσει η πόρτα κοντεύει.
   Ο Φ. ανοίγει τα κουρασμένα του μάτια. Πηγαίνει στο ανατολικό παράθυρο. Μόλις που χωράει το κεφάλι του και ο ένας του ώμος με το χέρι να βγουν έξω. Κουνάει να δει αν μπορεί να τραβήξει το γείσο του παραθύρου, να μεγαλώσει, να μπει περισσότερο φως από την εκεί πλευρά. Ακούνητο. Ένα με τον τοίχο. Κοιτάει προς τα κάτω. Προσπαθεί να γνέψει, να τον δει κάποιος να έρθει επάνω, να κτυπήσει την πόρτα του. Μα η σιαγόνα του πιεσμένη δεν τον αφήνει να φωνάξει δυνατά. Εξάλλου δεν είναι καθόλου σίγουρος ότι θέλει να ακουστεί από τους περαστικούς σ’ εκείνη την πλευρά. Είναι η πλευρά που πάντα τον απωθεί, πάντα τον θυμώνει.
 Περαστικοί. Χμ. Σιγά μην είναι περαστικοί. Μόνιμοι κάτοικοι είναι, σίγουρα. Μόνιμοι και σταθεροί. Ώρες ώρες ακούω κάποιον μέσα στο κεφάλι μου – ή έξω, δεν γνωρίζω, αλήθεια -- να περιγράφει όλη αυτή την κατάστασή μου με τόση άνεση και απάθεια που θέλω να βρω τον τρόπο να του μιλήσω, να του πω πόσο λάθος έχει, πόσο διαφορετικά είναι τα πράγματα από αυτό που βλέπει και περιγράφει. Μια μέρα.
   Κχμ. Πιάνει το καθρεφτάκι από το κομοδίνο και το βάζει έξω με το χέρι τεντωμένο. Δοκιμάζει τη γωνία για να έχει εικόνα. Κοιτάει. Ο ατέλειωτος τοίχος ως κάτω στον δρόμο, χωρίς βεράντες, ένα μονόχρωμο μουντό παραπέτασμα. Στον δρόμο κάτω η παρέλαση πάλι. Όλοι οι κάτοικοι της πλευράς σε μια μόνιμη αρμονική κίνηση, όλοι με κοστούμια και τουαλέτες, από τα μικρά παιδιά ως τους γέρους. Ξαναβάζει το πρόσωπο στο παραθύρι.
   Απέναντι κάτω, στο τεράστιο σχολείο ο Φ. κοιτάει τους δασκάλους πίσω από τα ανοικτά παράθυρα των αιθουσών. Με το δακτυλίδι στο δεξί δάκτυλο κτυπάνε ρυθμικά στον πίνακα. Κάθε μέρα, χιλιάδες μέρες τώρα, τους έχει μάθει έναν-έναν.
  Ο μαθηματικός ζητάει από τα παιδιά να σηκώνονται κάθε πέντε λεπτά και να αλλάζουν θέση, πάντα με μια κίνηση σαν μπίλιες σε κεκλιμένες σανίδες του Γαλιλαίου προς τα εμπρός, κι όποιο παιδί φτάνει τελευταίο αριστερά, επιστρέφει στην κενή θέση πίσω στο τελευταίο αριστερά θρανίο. Κανένα δεν πάει τουαλέτα πριν κτυπήσει το τρίτο κουδούνι. Ποτέ στο πρώτο ή στο δεύτερο. Ο Φ. έχει δει παιδιά να κατουράνε κρυφά πίσω από το θρανίο σαν γράφουν εκείνο το αιώνιο, άλυτο διαγώνισμα.
  Εκεί, στην τάξη εκείνη διδάσκει και ο φιλόλογος. Τον ξέρει καλά τον φιλόλογο, κάποτε σκέφτεται ότι τον συμπαθεί. Αυτός είναι πιο χαλαρός. Τουλάχιστον αφήνει κάποτε κάνα παιδί να βγει να πάει τουαλέτα. Είναι η στιγμή που σταματάει να κτυπάει ρυθμικά στον πίνακα και βγαίνει έξω. Κοιτάει τα παράθυρα γύρω στα κτήρια. Βλέπει τους παρατηρητές. Τους κλείνει το μάτι - ο Φ. είναι σίγουρος, κάποτε κοιτάει και τον ίδιο κατάματα, τον νιώθει να πιάνει τη ματιά του. Θα ορκιζόταν ότι μια μέρα είδε στο μάτι του φιλόλογου μια λάμψη. Ίσως ήταν δάκρυ. Δεν τον φοβάται. Μάλλον, ναι, όντως τον συμπαθεί. Είναι ο μόνος και από τις δυο πλευρές που δείχνει να γνωρίζει την παρουσία του εκεί. Και του ίδιου και των άλλων παρατηρητών. Γιατί είναι κι άλλοι σαν κι εκείνον, σε άλλα δωμάτια, σε διάφορους ορόφους του κτηρίου. Μόλις και μετά βίας τους βλέπει όλους αυτούς, κάποτε με το καθρεφτάκι, και μόνο προφίλ, έτσι όπως είναι και εκείνων τα παράθυρα στραμμένα ανατολικά και δυτικά στα τεράστια κτήρια, γραμμή όπως είναι κτισμένα, όσο βλέπει το μάτι. Κυρίως βλέπει τα χέρια τους, έξω, να δείχνουν, να γνέφουν, να χαιρετούν, να εκλιπαρούν. Να εκλιπαρούν για ποιο πράγμα; Εγώ δεν εκλιπαρώ, ποτέ δεν εκλιπαρώ κανέναν από αυτή την πλευρά! Έτσι σκέφτεται ο Φ. και κοιτάει πέρα από τα χέρια, στις άκρες των κτηρίων και αναλογίζεται τη σκιά.
   Ίσως και παραπέρα, ναι, σίγουρα και παραπέρα, από ‘κει θα έρχεται αυτή η μόνιμη σκιά, δεν εξηγείται αλλιώς. Ο ήλιος είναι πάντα μοιρασμένος, λίγο από το παράθυρο αυτό, λίγο από το άλλο. Αλλά πιο πολύ στο άλλο, ακούς; Αυτό να λες. Πιο πολύ στο άλλο. Δεν ακούς. Μια μέρα. Μια μέρα θα ανατείλει ο ήλιος από τη μια μεριά, και θα τον δω ολόκληρο. Να μην αρχίσω να παρακαλώ τον ήλιο, να μην αρχίσω να τον παρακαλώ, έτσι κι αλλιώς δεν έρχεται νύχτα, έχει το πρόγραμμά του, πρέπει να σταματήσω να τον σκέφτομαι… να μην αρχίσω να παρακαλώ τον ήλιο… να μην αρχίσω καν… γιατί αυτός ξέρει πολύ περισσότερα, αυτός έρχεται μέρα, που όλα είναι ολόφωτα, και βλέπει όλη την αλήθεια, δεν μπορώ να σκεφτώ ότι κάποιος ξέρει όλη την αλήθεια κι εμείς την ξέρουμε μισή. Μισή από τη μια, μισή από την άλλη. Δυο πραγματικότητες που –σχεδόν- ποτέ δεν συναντιούνται.
   Το σχολείο είναι κλειστό τέτοια ώρα. Κανείς στον δρόμο. Η παρέλαση δεν συνεχίζεται χωρίς το ρυθμικό κτύπημα των δασκάλων στον πίνακα. Ο Φ. μετράει κάθε πρωί τους κατοίκους. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι, οικογένειες, δεμένες οικογένειες, μα, μάλλον τυπικά δεμένες -- καθόλου ανέμελοι και ανεξάρτητοι οι άνθρωποι σαν εκείνους της δυτικής πλευράς. Μα κάθε μέρα λιγοστεύουν. Τους παρακολουθεί, τους μετράει, έχει τετράδιο με σημειώσεις, το άρχισε όταν άρχισε να υποψιάζεται ότι κάτι συμβαίνει. Κάποτε εξαφανίζεται ένας πατέρας, κάποτε ένα παιδί από μια τάξη, κυρίως άμα αποτύχει στο διαγώνισμα, κάποτε από την τελευταία σειρά της παρέλασης μια όμορφη – που είχε προσέξει – και σκόπευε να της σφυρίξει μα δεν το έκανε, φοβούμενος πάνω απ’ όλα τον μαθηματικό μήπως και πλησιάσει καμιά μέρα και τον κοιτάξει σαν τη Μέδουσα και μαρμαρώσει - όπως περίγραψε ένα πρωί στο παιδί της μια μάνα πίσω στο βουνό. Να της σφυρίξει για να δει μπας κι αυτή η πλευρά έχει και γι’ αυτόν ελπίδα. Μα όχι, δεν σφυρίζει. Και το κρύβει το τετράδιο με τις σημειώσεις. Το κρύβει σε ένα μυστικό σημείο και δεν έχει πει σε κανέναν πού το κρύβει (ούτε σ’ εμένα), και δεν θα το πει ούτε απόψε σ’ εκείνην όταν έρθει.
   Θα ήθελα να με λέγαν Περσέα. Ναι, πολύ θα το ήθελα. Η παρέλαση πάντα στρίβει αριστερά από το κτίριό μου όταν καταλήγει. Το διαλύουν εκεί; Συνεχίζουν; Μια μέρα θα φωνάξω στο κορίτσι με το ποδήλατο να γυρίσει επάνω, να με κοιτάξει, να της μιλήσω. Μόνο με ένα «εεε! Κοίτα πάνω»! Δεν θέλω να της πω πολλά. Να τους ακολουθήσει θέλω, να κάνει τον γύρο του κτηρίου, να έρθει να μου πει πού πάνε. Να έρθει εδώ κάτω να φωνάξει. Κανείς δεν μου μίλησε ποτέ. Ίσως είναι αυτή μια ευκαιρία. Γιατί θα την ενδιαφέρει να μάθει ότι από την άλλη πλευρά είναι λιγότεροι κάθε μέρα – δεν θα την ενδιαφέρει πού πάνε; Και τότε θα της πω ότι ίσως κινδυνεύει, ίσως αυτοί που χάνονται να πάνε πίσω από το βουνό, ίσως πάλι, χμμ, πολλά είν’ αυτά… Μην την τρομάξω… Να μετράς κι εσύ, ακούς; Εσύ από ποια πλευρά κοιτάς; Ε; Ε εσύ, Ηχώ. Ηχώ από δίπλα, λέω. Σσς. Σσς. Ίσως απόψε. Ίσως έρθει απόψε. Όχι ίσως. Σίγουρα θα έρθει απόψε.
Κχμ.

***

   Βράδυ, ο ήλιος και το φεγγάρι συναντήθηκαν και χώρισαν πάλι. Δεν είναι πανσέληνος, δεν του έκανε τη χάρη. Ένιωσε και μια ανακούφιση. Το χρυσό και στις δύο πλευρές, ισότιμα. Ο Φ. τρέχει στην κουζίνα. Ανάβει το γκάζι, βάζει επάνω το τηγάνι, ένα αυγό. Μια πατάτα σε λωρίδες στη σειρά σαν κτήρια συμπαγή έτοιμα να καούν, σαν σανίδες παράλληλες, σαν τις γραμμές του φυλακισμένου που μετράει τον χρόνο ξύνοντας τοίχους με τα νύχια του. Η ηχώ τού φωνάζει από δίπλα τα λόγια που θα ήθελε ο ίδιος να πει μα δεν θα τα παραδεχτεί ποτέ.
  Ούτε απόψε θα έρθει. Το πράσινο ποτέ δεν ήταν το κατάλληλο χρώμα.
  Κάθεται στο πάτωμα με την πλάτη ακουμπημένη στην πόρτα.
- Δεν θα έρθεις ούτε απόψε. Δεν πειράζει. Ίσως δεν ήμουνα έτοιμος ακόμη. Όταν έρθεις θα είμαι. Σε αγαπάω τόσο, μα τόσο πολύ. Θα σε περιμένω.
   Σηκώνεται και κουμπώνει το πουκάμισο ως ψηλά, είχε αφήσει το στήθος να φαίνεται. Κλείνει το πορτατίφ και τρώει το μάτι του αυγού στα σκοτεινά. Είναι καλύτερα έτσι. Η μυρωδιά των αυγών από τα άλλα δωμάτια, έτσι όπως κατακλύζει την πόλη και από τις δυο πλευρές, καθώς παίρνει τις μυρωδιές από τις άλλες κουζίνες και επιστρέφει πλουσιότερη, σαν μια δυνατή υπόσχεση, τον καθησυχάζει.
   Κοιτάει για τελευταία φορά απόψε στο ανατολικό παράθυρο. Ένα αγόρι ρίχνει κρυφά μια πέτρα στο παραθύρι της τάξης και το σπάει. Τρέχει ως τη γωνία, στρίβει και εξαφανίζεται. Ο Φ. τρέχει στο δυτικό παράθυρο. Κοιτάει στο βάθος δεξιά. Περιμένει αρκετή ώρα υπομονετικά. Ξαφνικά εμφανίζεται το ίδιο αγόρι, περπατάει διστακτικά, διασχίζει τον δρόμο και κατευθύνεται προς το βουνό και τα μισοκτισμένα κτήρια. Ο Φ. δείχνει εκστασιασμένος. Ετοιμάζεται να ξετρυπώσει το τετράδιο και να σημειώσει, μα ξαφνικά μετανιώνει.
   Ίσως είναι καλύτερα να σταματήσω να σημειώνω στο τετράδιο ποιοι πάνε και ποιοι έρχονται στις δυο πλευρές. Ίσως είναι καλύτερα να μη μετράω πια, ίσως γι’ αυτό δεν έρχεται, ίσως γι’ αυτό δεν ήρθε ούτε κι απόψε … Αύριο, θα την περιμένω αύριο… Θα την περιμένω…

***

«Μπαμπά, η μητέρα δεν ήρθε ακόμη, είπες θα'ρθει…»
«Θα 'ρθει, αγόρι μου, θα 'ρθει…»

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;