Θα δούμε ένα υπέροχο διήγημα του Βασίλη Κυπριωτάκη, εμπνευσμένο από την ιστορία των μάγων με τα δώρα! Λέγεται "Η προσκύνηση του Γασπάρ"!
Η προσκύνηση του Γασπάρ- ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΥΠΡΙΩΤΑΚΗΣ
Σκέφτηκε πως δεν ήταν και λίγα τα χρόνια που είχε στην πλάτη του για να μπαίνει σε τέτοιες περιπέτειες. Εξηντάρης πια και τα πόδια του ίσα που τον κρατούσαν όρθιο, μετά από τόσες μέρες οδοιπορίας. Το έδαφος ήταν απότομο και η περιοχή ήταν σαν νεκρή φύση, με βράχια και απότομες πλαγιές. Έσερνε πίσω του την καμήλα με προσοχή, μην γκρεμοτσακιστούν κι οι δύο.
Είχε δέκα μέρες που είχε αφήσει την Ταρσό. Δεκαπέντε που έβλεπε το άστρο. Στην αρχή που το είδε, ήταν βέβαιος πως ήταν το σημάδι που περίμενε από τα νιάτα του. Παρατήρησε το στερέωμα κι ύστερα συμβουλεύτηκε τους μυστικούς παπύρους. Όλα το βεβαίωναν. Τούτο το αστέρι ήταν του μεγάλου βασιλιά που γεννήθηκε. Δεν έμενε παρά να το ακολουθήσει. Πήγε στην κρύπτη και πήρε το σκαλισμένο κουτί με τον χρυσό,που είχε φυλάξει χρόνια πριν, προορισμένο για αυτήν την ώρα. Να το προσφέρει στον βασιλέα που θα γεννηθεί. Στον Σωτήρα, που λέγαν τα γραπτά που μελετούσε. Το έβαλε μαζί με τα απαραίτητα για το ταξίδι και ξεκίνησε με οδηγό το Άστρο.
Ήθελε μισή μέρα ακόμα για την πρωτεύουσα της Ιουδαίας όταν σταμάτησε λίγο να ξεκουραστεί και να ξεδιψάσει. Μαζί με το ασκί του νερού που ξεκρέμασε, έψαξε στα φορτώματα της καμήλας και για πολλοστή φορά το ξαναπήρε στα χέρια του. Έλαμψε ο χρυσός σαν το άνοιξε. Αντάξιο δώρο του μικρού βασιλέα, σκέφτηκε και το έβαλε ξανά πίσω.
Με προφυλάξεις προχωρούσε από μονοπάτια σχεδόν απάτητα, οδηγούμενος από το άστρο μέχρι που έφτασε στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ. Θέλησε να στήσει τη σκηνή του για να περάσει τη νύχτα.
Δίπλα του δύο άλλοι έκαναν το ίδιο.
-Γασπάρ, τους συστήθηκε, από την Ταρσό.
- Μελχιώρ,από Αραβία,του είπε ο μεσόκοπος.
- Βαλτάσαρ, από Σαβά, είπε ο άλλος, ο νεαρός.
Άναψαν φωτιά και κάθισαν να ξαποστάσουν. Κάθε τόσο όμως γύριζαν το κεφάλι και κοίταζαν ψηλά στον ουρανό. Και τότε ανακάλυψαν πως και οι τρεις ακολουθούσαν το ίδιο άστρο. Αυτό που θα τους δείξει το μέρος που θα γεννηθεί ο Μεσσίας. Και οι τρεις, είχαν έλθει για τον ίδιο σκοπό. Να προσκυνήσουν τον νέο βασιλιά.
Μελετούσαν από παλιά τις ομορφιές του στερεώματος και την πορεία των αστεριών. Τώρα το έβλεπαν να λάμπει στον ουρανό ακόμα και την ημέρα και ήταν ό,τι πιο όμορφο και μοναδικό είχαν δει ποτέ.Όμως παράξενο πράγμα, ο Γασπάρ το είδε πρόσφατα, ο Μελχιώρ τώρα και τρεις μήνες και ο Βαλτάσαρ δύο χρόνια πριν.
Φαινόταν και χανότανε στην αρχή , μα τώρα τελευταία έγινε πιο φωτεινό και σαν πήρε πορεία άρχισαν να το ακολουθούν. Ήταν βέβαιοι, πως ήταν το αστέρι Εκείνου που περίμεναν. Ενός βασιλιά που θα βασιλεύσει σε όλη την οικουμένη. Ο Άραβας είχε φέρει λιβάνι για να το προσφέρει δώρο στο νεογέννητο και ο Βαλτάσαρ Σμύρνα, ένα μύρο που μύριζε και έξω από το δοχείο,που το είχε φυλαγμένο.
Συμφώνησαν να περάσουν από το παλάτι και να πληροφορήσουν και τον βασιλιά του τόπου, για τούτο το μεγάλο γεγονός. Μόλις ξημέρωσε μπήκαν στην πόλη. Σαν τους έμπασαν μέσα, άλλωστε άρχοντες ήταν κι οι τρεις, ο βασιλιάς Ηρώδης τους καλοδέχτηκε και άκουσε με ενδιαφέρον την ιστορία τους. Λίγο δύσπιστος στην αρχή, πήγε να γελάσει, αλλά μετά διαπίστωσε πως είχαν έρθει από διαφορετικά μέρη και οι τρεις για τον ίδιο σκοπό. Για να προσκυνήσουν κάποιον βασιλιά που γεννήθηκε.
Σοβάρεψε απότομα, σαν του διάβασαν οι σοφοί του τις προφητείες για τον αναμενόμενο Μεσσία, όταν τους φώναξε. Έμεινε λίγη ώρα σιωπηλός και μετά τους παράγγειλε, μόλις θα βρουν τον νεογέννητο βασιλιά, να έρθουν πάλι στο παλάτι για να του πουν τον τόπο, ώστε να τον προσκυνήσει και ο ίδιος, σκεφτόμενος να φονεύσει ακόμα έναν, που θα μπορούσε να διεκδικήσει τον θρόνο του.
Του υποσχέθηκαν να το κάνουν και έφυγαν ξανά ακολουθώντας το αστέρι,που τώρα ακόμη πιο φωτεινό, φώτιζε ένα σημείο στους λόφους της Βηθλεέμ. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους αλλά δεν μίλησαν, σκεπτόμενοι, γιατί δεν φωτίζει κάποιο σπίτι της πόλης αυτής, μα ένα κομμάτι του λόφου που την περιβάλλει.
-"Βασιλιάς είν' αυτός, δεν μπορεί να γεννήθηκε σε ένα τέτοιο μέρος", σκέφτηκε ο Γασπάρ, χαϊδεύοντας τα λευκά του γένια.
Άφησαν τις σκέψεις τους πίσω και προχώρησαν προς την πλαγιά και στο σημείο που το αστέρι τους έδειχνε. Είχε μια σιωπή απλωθεί ετούτο το βράδυ. Μια ησυχάδα. Σαν να μην ήθελε η φύση να ακουστεί, αυτήν την νύχτα, που είχε τον πρώτο λόγο ο ουρανός.
Σε μικρή από αυτούς απόσταση φάνηκε ένα σπήλαιο. Επάνω του έπεφτε το φως από εκείνο το άστρο. Άνοιξε τα βήματά του ο Γασπάρ, που οδηγούσε πρώτος το μικρό καραβάνι και με ανυπομονησία προχώρησε για εκεί, όταν είδε έναν άνθρωπο να στέκει σε μικρή απόσταση, με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό!
- Μοιάζει με βοσκό, σκέφτηκε.
Σαν πλησίασε κοντά, είδε να έχει στο πρόσωπο μια ασυνήθιστη λάμψη. Είχε υψώσει τα χέρια στον ουρανό, μαζί με το ραβδί του.
- Δόξα εν υψίστοις Θεώ, έψαλλε με γλυκιά φωνή.
Μα όχι, δεν ήταν από το στόμα του αυτή η φράση. Σαν ήρθε κοντά του, μόνο δάκρυα είδε στα μάτια του.
"- Και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία", ξανάκουσε τώρα λίγο μακρύτερα, με την ίδια γλυκύτητα όμως.
Είδε ένα φως να απομακρύνεται. Από εκεί ερχόταν τούτα τα λόγια. Πήγε κοντά στον βοσκό, ακολουθούμενος από τους άλλους δύο.
- Κατέβηκε ο ουρανός στην γη, τους είπε χαρούμενος αυτός, με αλλοιωμένη από την συγκίνηση φωνή.
- Είδατε τον άγγελο; Είδα πολλούς απόψε να ψάλλουν, κοντά στο νεογέννητο παιδί.
-Πού; Πού είναι το βρέφος; Στο σπήλαιο; Ψιθύρισε ο Γασπάρ συνεπαρμένος και ανυπόμονος άρχισε να τρέχει προς τα εκεί, χωρίς να περιμένει την απάντηση του βοσκού.
- Ναι, στη φάτνη το έβαλε η μάνα του, εκεί θα το βρεις, του είπε αυτός, φωνάζοντας δυνατά για να ακουστεί από τον συνομιλητή του , που είχε απομακρυνθεί.
Άκουσαν και οι άλλοι δύο και τάχυναν το βήμα τους για να προφτάσουν τον συνοδοιπόρο τους. Τον κοίταξαν καθώς έτρεχε και ήταν γεμάτος φως από την λάμψη του άστρου. Κοιτάχτηκαν και μεταξύ τους. Σαν να είχε στείλει ο ήλιος τις ακτίνες του πάνω τους νυχτιάτικα.
Μόλις αντίκρυσε το σπήλαιο μπροστά του ο Γασπάρ, όρμησε μέσα βιαστικός. Μια ζεστασιά, όχι από θερμότητα μα από αγάπη αισθάνθηκε. Κοίταξε στα εσώτερα και τότε είδε το παιδί. Ήταν τυλιγμένο με μια πλεκτή εσάρπα και είχε για στρώμα του λίγα άχυρα. Μερικά πρόβατα από την σπηλιά ήταν δίπλα του και του φάνηκε σαν να το ζέσταιναν με τις ανάσες τους.Ήταν σίγουρος πως είχε μπροστά του Αυτόν που περίμενε χρόνια, χωρίς να αναρωτηθεί πάλι πως ένας βασιλιάς μπορεί να γεννηθεί τόσο φτωχός και ταπεινός. Πλησίασε κοντά του και το κοίταξε.
Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν. Ένα δέος τον συνεπήρε. Σαν να τον κοίταξαν τα μάτια τ' Ουρανού. Μια θεϊκή φλόγα βγήκε από τα μάτια του νεογέννητου και μπήκε στην καρδιά του. Σαν να 'γινε τότε η καρδιά του φάτνη και είχε το ίδιο βρέφος μέσα προφυλαγμένο και χαρούμενο,την ίδια στιγμή που το έβλεπε μπροστά του ξαπλωμένο. Έτρεξε με τρεμάμενα πόδια και γονάτισε. Έσκυψε και του φίλησε τα πόδια μουσκεύοντάς τα με δυο δάκρυα που κύλησαν απ'τα μάτια του. Κι ύστερα πρόσφερε το κουτί με το χρυσάφι στην μάνα Του. Το πήρε γνέφοντάς του ευχαριστώ.
Μόλις σηκώθηκε αισθάνθηκε ανάλαφρος, σαν να είχε φύγει όλη η κούραση από το ταξίδι. Γνώριζε μέσα του πως δεν θα ήταν ποτέ πια ο ίδιος. Τον είχε αναγεννήσει η ματιά τούτου του βρέφους.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Βασίλης Κυπριωτάκης γεννήθηκε στον Πύργο Μονοφατσίου, στην περιοχή του Λιβυκού πελάγους και στα Αστερούσια όρη της Κρήτης. Είναι απόστρατος αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος. Ζει στην Αθήνα και ασχολείται με τη λογοτεχνία και την ποίηση. Έχει βραβευθεί πολλές φορές για ποιητικά του έργα, μαντινάδες και διηγήματα. Έχει εκδώσει το 2015 την ποιητική συλλογή "Λιβυκόν" και το ίδιο έτος συλλογή με μαντινάδες του, με τίτλο" Του Λιβυκού". Υπό έκδοση είναι το μυθιστόρημά του με τίτλο" Μαθιός και Νεϊρμάν,στη Κρήτη των θρύλων,των αγίων,των ηρώων". Ποιήματα και διηγήματα δικά του, έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και μη, καθώς και σε τόμους με συλλογές ποιημάτων λογοτεχνικών συλλόγων. Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.