Σήμερα φιλοξενώ στη στήλη «Να σε γνωρίσω καλύτερα» τον λογοτέχνη Παναγιώτη Σεραφείμ Χανό. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε στη Βόρεια Ελλάδα από γονείς πρόσφυγες. Σπούδασε Δημοσιογραφία και Κοινωνιολογία. Ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές ως Σύμβουλος Επικοινωνίας στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και ως υποψήφιος Διδάκτωρ του Παντείου στην Κοινωνιολογία της Λογοτεχνίας. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε γνωστές εφημερίδες, την τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Διακρίθηκε για το έργο του σε πανελλήνιους και διεθνείς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Έχει δημοσιεύσει μια συλλογή με ποιητικά και σημειωτικά κείμενα, καθώς και μια συλλογή διηγημάτων. Τον Μάιο του 2021 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις 24 γράμματα το ιστορικό του μυθιστόρημα «Ερωτευμένος Καίσαρ», που διαδραματίζεται σε δύο χρόνους, στον Φεβρουάριο του 1453 και τον Φλεβάρη του 2023. Πρόκειται για το αγαπημένο του πνευματικό παιδί, που αποτελεί προάγγελο μιας σειράς αντίστοιχων βιβλίων που θα ακολουθήσουν. Για όλα αυτά μάς μιλάει στη συνέντευξή του στο Έννεπε Μούσα ο συγγραφέας Παναγιώτης Σερ. Χανός. Ας τον αφήσουμε να μας ταξιδέψει!
Συνέντευξη: Αγγελική Καραπάνου
- Σας καλωσορίζω στο Έννεπε Μούσα. Για αρχή θα μ’ ενδιέφερε να μάθω για σας πότε αρχίσατε να γράφετε.
Σας ευχαριστώ για την ευγένεια, για την ευαισθησία σας και για την ευκαιρία που μου δίνετε να επικοινωνήσω με το κοινό σας. Η απάντηση στο ερώτημά σας είναι ότι μάλλον… από πολύ μικρός. Μάλιστα όσον αφορά τη συγγραφική μου ροπή η μητέρα μου συχνά επαίρεται ότι από την ηλικία των τεσσάρων χρόνων όταν της ζητούσα να μου διηγηθεί ιστορίες (παραμύθια) κάθε φορά τη διέκοπτα στη μέση για να της τα διηγηθώ εγώ και να τελειώσω την αφήγηση με τον τρόπο που ήθελα. Στην πραγματικότητα βεβαίως δεν πρόκειται για κάτι χαρισματικό ή πρωτότυπο. Η ροπή προς τη συγγραφή είναι τρόπον τινά μία συλλογική “νόσος” που αποτυπώνεται με έμφαση στο πνευματικό DNA του Έλληνα από αρχαιοτάτων χρόνων, πολύ πριν ακόμη από την εποχή του Ομήρου. Ήταν η διασκέδαση της φυλής ή της οικογένειας, όταν τα μέλη της μαζεύονταν τα βράδια γύρω από την εστία πριν κοιμηθούν. Η αφήγηση (είτε γραπτή, είτε προφορική) είναι μέχρι την εποχή μας, η παραμυθία μας, η παρηγοριά μας, ο εξαγνισμός, η νοσταλγία και συχνά η άτοπη ελπίδα μας. Δεν είναι τυχαίο ότι πολύ περισσότερο από άλλους λαούς, οι Έλληνες είμαστε, ένας κατ’ εξοχήν, λαός παραμυθάδων. Σήμερα, ο ένας στους δύο αναγνώστες στη χώρα μας είναι ή νομίζει ότι είναι συγγραφέας ή έστω εν δυνάμει συγγραφέας. Σύμφωνα με την Remitly και με βάση τα δεδομένα αναζήτησης των τελευταίων 12 μηνών της Google, στην Ευρώπη, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στη Σκανδιναβία, στα Βαλκάνια και σε πρώην ανατολικές χώρες όπως η Ουγγαρία, Τσεχία, Λιθουανία κλπ είναι το πιο δημοφιλές “επάγγελμα”. Επάγγελμα… συγγραφέας, βεβαίως είναι μόνο κατ’ ευφημισμόν, διότι αφενός -με εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα- τα εισοδήματα που προκύπτουν από τη συγγραφή σε καμία περίπτωση δεν επαρκούν για βιοπορισμό, αφετέρου λόγω της γλωσσικής ποικιλότητας, ο κάθε συγγραφέας που γράφει στη γλώσσα του απευθύνεται σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο αναγνωστικό κοινό.
- Θυμάστε μήπως ποια θέματα σας απασχολούσαν στα πρώτα σας γραπτά;
Σχεδόν πάντοτε τα πρώτα κείμενα που προκύπτουν για κάθε συγγραφέα, (συνεπώς και για μένα) είναι αυστηρώς προσωπικά, κάτι σαν καθημερινό ημερολόγιο. Αντλούνται από τις δικές του πικρές εμπειρίες και τα προσωπικά του βιώματα, ακόμη κι όταν μεταφέρονται μέσα από τις σελίδες σε άλλους τόπους, με άλλους τρόπους και με άλλα ονόματα. Πρόκειται στην καλύτερη περίπτωση για ένα είδος ψυχοθεραπείας και στη χειρότερη για έναν επιτηδευμένο ναρκισσισμό, για μία ματαιοδοξία και ευκαιρία για μια απενοχοποιημένη ομφαλοσκόπηση. Στο επίκεντρο τις περισσότερες φορές βρίσκεται από τη μια μεριά ο έρωτας, ο ανεκπλήρωτος, ο ατελέσφορος, ο πλατωνικός και από την άλλη η αναζήτηση της προσωπικής ταυτότητας του συγγραφέα, η αγωνία της επιβράβευσής του για κάθε συναισθηματική του αποτυχία. Για τον λόγο αυτό, αν και δεν ανήκουν επακριβώς στην παραπάνω κατηγορία, έχω αποκηρύξει ως “νόθα τέκνα” τα δύο πρώτα μου βιβλία. Αντιθέτως θεωρώ τον “Ερωτευμένο Καίσαρα” γνήσιο πνευματικό μου παιδί, διότι γράφτηκε όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου μου, διότι γράφτηκε όταν ήθελα, όπως ήθελα και όπως θα έπρεπε να γραφτεί.
- Ποια ζητήματα ταλανίζουν τη συγγραφική σας πένα τα τελευταία χρόνια;
Η πρώτη μου συγγραφική απόπειρα είχε τίτλο “Οι ρομαντικοί βλέπουν καλά μέσα στη Νύχτα”. Επρόκειτο για ποιητικά και σημειωτικά κείμενα, στα οποία αποτυπώνονταν οι κοινωνικές μου ανησυχίες και οι φόβοι μου για το μέλλον. Ένα μέλλον που όταν δεν το ζεις λεπτό προς λεπτό, αλλά το βλέπεις κινηματογραφικά και σαν ολότητα, μοιάζει με σκοτεινή δυστοπία. Έτσι το είδα και αυτή την εκδοχή έδωσα για το πώς θα διαμορφωθεί το σήμερα, ίσως και το… αύριο. Κείμενα επηρεασμένα από τον ρομαντικό πεσιμισμό και την άδολη αναρχία που εκφράζουν στα ποιήματά τους οι Πόε, Μπλέηκ, Μόρρισον και Μπουκόβσκι. Ακολούθησε “Η ουρά της τίγρης” μια συλλογή διηγημάτων της λογοτεχνίας του Φανταστικού που γράφτηκε στη διάρκεια του έτους της Τίγρης (μαχητής) και εκδόθηκε μετά από δώδεκα χρόνια πάλι στη διάρκεια του έτους της Τίγρης (διανοούμενος). Η ιδέα ήταν το κάθε ένα από τα διηγήματα να αποτελεί αλληγορικά ένα μέρος του σώματος του εντυπωσιακού αίλουρου, με το τελευταίο από αυτά να είναι η ουρά του. Ήταν η εποχή που με μεθούσε η λογοτεχνική γραφή των Φίλιπ Ντικ, Ισαάκ Ασίμοφ, Άλντους Χάξλεϋ, Τζορτζ Όργουελ, Άρθουρ Καίσλερ, Σεργκέι Λουκιανένκο, Άρθουρ Κλαρκ, αλλά και των Σιμόν Ντε Μποβουάρ, Ούρσουλα Λε Γκεν, Τζον Ρόναλντ Ρούελ Τόλκιν, Τζορτζ Μάρτιν και φυσικά του Κεν Λιού. Ύστερα (από περίπου 2,5 δεκαετίες) ήρθε ο “Ερωτευμένος Καίσαρ” και η προσγείωσή μου στην καθαρόαιμη λογοτεχνία. Μια συγκεκριμένη ιστορία, μια ωραία μυθιστορία που κατασκευάστηκε πάνω σε ιστορικά θεμέλια με βασικό της ελατήριο να προσφέρει γνώση στον αναγνώστη, που το κίνητρό της ήταν να ρίξει λίγο παραπάνω φως σε μία περίοδο της ελληνικής ιστορίας για την οποία ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε: για τον ελληνικό μεσαίωνα, τα ύστερα χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, για τη δύση της.
- Ποιοι συγγραφείς μίλησαν περισσότερο στην ψυχή σας;
Πολλοί και τους απαριθμώ όχι με χρονολογική σειρά, αλλά όπως μου έρχονται στο μυαλό. Είναι οι: Τζορτζ Όργουελ στο “1984”, Άλντους Χάξλεϋ στον “Θαυμαστό Γενναίο Κόσμο”, Σιμόν Ντε Μποβουάρ στο “Όλοι οι άνθρωποι είναι Θνητοί”, Έρμαν Έσσε στον “Λύκο της Στέπας”, Προσπέρ Μεριμέ στην “Κάρμεν”, Παναγιώτης Κανελλόπουλος στο “Γεννήθηκα το χίλια τετρακόσια δύο”, Φραντς Κάφκα στον “Πύργο”, στη “Μεταμόρφωση” και στη “Δίκη”, Φιοντόρ Ντοστογιέφκσι στον “Παίκτη”, Άγγελος Τερζάκης στην “Πριγκίπισσα Ιζαμπώ”, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές στο “Eκατό χρόνια Mοναξιάς”, Στίβεν Πρέσσφιλντ στις “Πύλες της Φωτιάς”, Αλμπέρτο Μοράβια στο “Εγώ κι Αυτός”, Ουμπέρτο Έκο στο “Όνομα του Ρόδου”, Μισέλ Ουελμπέκ στην “Πλατφόρμα» και στην “Υποταγή”, Νταν Μπράουν στο “Σημείο Παραπλάνησης” (“Αρκτικός Κύκλος” στην ελληνική μετάφραση)…. Σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς δεν αναφέρω για να μην ξεχάσω κάποιον, με εξαίρεση την μοναδική Σώτη Τριανταφύλλου της οποίας δηλώνω φανατικός θαυμαστής... Να συνεχίσω; Η λίστα είναι ατελείωτη, θα μπορούσα να σας αναφέρω πολλούς ακόμη Έλληνες και ξένους...
- Τι θαυμάσατε σε καθέναν απ’ αυτούς;
Την έμπνευση, το ύφος της γραφής, το στυλ, την αρχή και το τέλος του κάθε μυθιστορήματος. Στον Όργουελ και εν μέρει στον Χάξλεϋ απόλαυσα το noir φουτουριστικό τους ύφος, στην Μποβουάρ την έξοχη σύλληψη και τη σύνθεση της γραφής που κατά τη γνώμη μου την καθιστούν τη σημαντικότερη συγγραφέα του 20ου αιώνα, προσπερνάω τους κλασικούς, ο Πρέσσφιλντ είναι συγκλονιστικός, ίσως ο πιο προικισμένος ιστορικός συγγραφέας της εποχής μας, ο Μοράβια με την ακαταμάχητη γοητεία του σαρκασμού του με ενθουσίασε και με έκανε να γελάσω μέχρι δακρύων, οι Ουμπέρτο Έκο και Νταν Μπράουν με γοήτευσαν με την ιδιοφυή σύλληψη και την κωδικοποίηση της μυθιστορίας τους, ο Ουελμπέκ με καθήλωσε με το ήρεμο, υποχθόνιο και τρομακτικό ύφος της γραφής του… Βεβαίως δεν σας κρύβω ότι πολλά εξ όσων διάβασα, τα αντιμετώπισα με ζηλόφθονη διάθεση. Σκεφτόμουν “Μα, πώς τα κατάφερε και έγραψε αυτό το αριστούργημα; Γιατί να μην μπορέσω να το σκεφτώ, να το γράψω εγώ;”… Εντέλει η προσωπική περιπέτεια της συγγραφής κάπως έτσι ξεκινάει…
- Μετά από δυο βιβλία σας με ποίηση,σημειωτικά κείμενα και διηγήματα, φθάσατε το 2021 στην έκδοση από τα 24 γράμματα του πρώτου μυθιστορήματός σας «Ερωτευμένος Καίσαρ». Ποια περίοδο γράφτηκε το εν λόγω έργο;
Ο “Ερωτευμένος Καίσαρ” ήταν για μένα μια πρόκληση, ένα προσωπικό στοίχημα. Γράφτηκε στα μέσα του 2019 ως καρπός ανταπόκρισης σε ένα κάλεσμα συγγραφέων προκειμένου να γράψουν ένα πόνημα που θα αφορούσε (θα είχε αναφορές) μεταξύ άλλων στη Μόρια της Λέσβου, μια ιστορική περιοχή που “αμαυρώθηκε” λόγω των περιστατικών που είχαν σχέση με τα κύματα των προσφύγων που κατέκλυσαν το νησί. Γράφω, μεταξύ άλλων στη Μόρια, διότι στην πραγματικότητα η εξέλιξη της μυθιστορίας στο βιβλίο μου διαδραματίζεται σε πολλά μέρη: Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Λακωνία, Κωνσταντινούπολη, Λέσβο και Παρίσι. Άφησα στη μέση λοιπόν το μυθιστόρημα που έγραφα τότε, (ένα άγνωστο ιστορικό έπος που διαδραματίζεται πέντε χρόνια πριν την άλωση, με επίκεντρο τη Σηλυβρία όπου βρισκόταν το μοναδικό -εκείνη την εποχή- εργαστήριο του “Υγρού Πυρός”) και αφοσιώθηκα στη συγγραφή του Καίσαρα. Βρήκα ενδιαφέρον να εστιάσω σε μια πτυχή, σε μια λεπτομέρεια της μυθιστορίας που ήδη είχα γράψει για τη Λέσβο και να τη συνδυάσω με το σήμερα. Έτσι συνέθεσα δύο ιστορίες που διαδραματίζονται παράλληλα. Στο μακρινό παρελθόν, τον Φλεβάρη του 1453, έξω από τα τείχη της πολιορκημένης από τους Οθωμανούς βασιλεύουσας πόλης και στο άμεσο, δυναμικό παρόν, τον Φεβρουάριο του 2023 στο αγριεμένο Ανατολικό Αιγαίο. Στην εξέλιξη του μυθιστορήματος, οι δύο αυτές ξεχωριστές ιστορίες λειτουργούν παράλληλα και κατά κάποιο τρόπο συναντιούνται και έτσι αποκαλύπτεται ένα μεγάλο μυστικό που αλλάζει για πάντα την Ιστορία.
- Πόσο χρόνο σάς πήρε να το ολοκληρώσετε ;
Ο χρόνος που είχα στη διάθεσή μου για να το ολοκληρώσω ήταν περίπου τρεις μήνες. Ξεκίνησα λοιπόν με την προοπτική να γράψω ένα μικρό μυθιστόρημα, μια νουβέλα 250 έως το πολύ 300 σελίδων για να προλάβω τις προθεσμίες. Αντ’ αυτού μέσα στο ίδιο διάστημα έγραψα ένα μυθιστόρημα διπλάσιο (574 σελίδες) σε όγκο και σε μέγεθος. Βεβαίως το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας –αυτής που αφορούσε το Βυζάντιο- το είχα ήδη κάνει και έτσι βάδιζα σε σίγουρα πατήματα. Στην πραγματικότητα όμως η συγγραφή ήταν (και νομίζω ότι γενικότερα είναι) για μένα κάτι το απολύτως βιωματικό. Δεν έγραφα για τους ήρωες, αλλά τους έβλεπα την ώρα της δράσης. Απλώς έκλεινα τα μάτια μου και τους έβλεπα. Και για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, παρότι είχα κάνει λεπτομερές σχεδιάγραμμα των κεφαλαίων και στο μυαλό μου είχα σκεφτεί περίπου πώς θα εξελιχθεί η μυθιστορία, δεν γνώριζα εκ των προτέρων πώς θα εξελιχθεί και ποιο θα είναι το τέλος του βιβλίου. Νομίζω ότι το τέλος το έγραψαν οι ίδιοι οι ήρωες, οι πρωταγωνιστές του Ερωτευμένου Καίσαρα. Εγώ απλώς κατέγραφα αυτό που έβλεπα, ήμουν ένας απλός παρατηρητής.
- Ποιο είναι το νόημα του τίτλου;
Σε ένα βαθμό ο τίτλος είναι παραπλανητικός! Δεν πρόκειται για άνθρωπο, αλλά για… πλοίο. Είναι η επιγραφή στην πρύμνη ενός καλλίμορφου μείζονα αυτοκρατορικού δρόμωνα, ενός θρυλικού πολεμικού σκάφους, που ξεκίνησε το ταξίδι του πάνοπλο και με τα αμπάρια του γεμάτα από το «Υγρόν Πύρ», το μυστικό όπλο του βυζαντινού στόλου. Όμως το όνομα «Ερωτευμένος Καίσαρ» δόθηκε στο καράβι από έναν άνθρωπο: τον τελευταίο, τον έσχατο αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Δραγάση Παλαιολόγο. Και δόθηκε διότι με αυτό τον τρόπο ήθελε να εκφράσει τα αισθήματα του προς μια Γενοβέζα καλλονή, μια Λατίνα αρχόντισσα και ερωμένη του. Άρα Ερωτευμένος Καίσαρ το πολεμικό καράβι, Ερωτευμένος Καίσαρ και ο ίδιος ο Βασιλέας. Καίσαρ λατινιστί διότι αν και τα ελληνικά είχαν επικρατήσει από τον 6ο αιώνα, ως γλώσσα σε όλη την αυτοκρατορία, ορισμένοι όροι και αξιώματα εξακολουθούσαν να έχουν λατινικές ρίζες.
- Πείτε μας λίγα πράγματα για το μυθιστόρημά σας.
Ο “Ερωτευμένος Καίσαρ”, αυτό το φοβερό πολεμικό πλοίο, γίνεται η χρονοκάψουλα, το όχημα της μεταφοράς του αναγνώστη στα διαφορετικά επίπεδα του χρόνου στα οποία αναφέρομαι στο βιβλίο. Ένας μείζον και φουλ εξοπλισμένος με το «υγρόν πύρ» μείζον αυτοκρατορικός δρόμωνας, που παίζει το ρόλο της χρονομηχανής μεταφέροντας νοερά τη σκέψη του αναγνώστη σε ένα διαρκές ταξίδι πήγαινε – έλα από το 1453 στο 2023 και αντιστρόφως. Επρόκειτο για μια απολύτως συνειδητή επιλογή, το είχα εξαρχής στο μυαλό μου και έτσι ανέπτυξα το μυθιστόρημα. Πρόθεσή μου ήταν να βοηθήσω τον αναγνώστη μέσα από τις σελίδες του βιβλίου να βιώσει τόσο το άμεσο παρόν, το 2023, όσο και το μακρινό παρελθόν, το 1453. Νομίζω ότι αυτό είναι το σωστό, καθώς είμαι σχεδόν βέβαιος ότι η χρονική διάσταση κινείται μπρος-πίσω σε ευθεία γραμμή και όχι αναπόφευκτα με καμπυλόγραμμες τροχιές και μόνο μπροστά, όπως πιστεύουν οι περισσότεροι άνθρωποι. Πάντως και στις δύο διαφορετικές ιστορίες υπάρχουν αόρατοι δεσμοί συνέχειας στον χρόνο με το παρελθόν ή με το μέλλον. Οι πρωταγωνιστές αν και διαφορετικοί, παρουσιάζουν πνευματική και καρμική συγγένεια. Παρότι αποκτούν σάρκα και οστά και κινούνται αυτόνομα –με τα όρια που θέτουν οι ικανότητες, το μυαλό και η ηθική τους κλίμακα- μέσα στον κοσμικό, αλλά και τον μεταφυσικό χώρο της μυθιστορίας δεσμεύονται και υποτάσσονται σε κάποιους ακαθόριστους, αλλά ισχυρούς νόμους του σύμπαντος. Το μεγάλο μυστικό, που ξεσκεπάζεται στο τέλος, έχει σκοπό να θέσει έναν επιπλέον προβληματισμό.
- Θα μας χαρίσετε ένα απόσπασμα;
Βεβαίως! Σας αφιερώνω τη σκηνή του αποχωρισμού, το αγαπημένο μου μέρος του Α’ κεφαλαίου που έχει ως τίτλο “Το δίλημμα του Βασιλέα”:
“- Ζήσε! Περπάτησε στους πράσινους αγρούς, σαν φτάσεις στο όμορφο νησί σου και κάθε φορά που η καλοκαιρινή αύρα, θα χαϊδεύει τα γυμνά σου πόδια, το αιθέριο κορμί σου, να με θυμάσαι… θα είμαι εκεί! Της είπε ο Κωνσταντίνος και τα λόγια του την αποτελείωσαν.
Να ζήσω, σκέφτηκε (η Περεγκρίνα), να ζήσω αλλά αν μπορούσα λίγο ακόμη μαζί με σένα, μια μέρα ακόμη, μια ζωή. Αυθόρμητα μέσα στο μυαλό της γεννήθηκε μια ιδέα, την ομολόγησε χωρίς να το σκεφτεί.
- Συνόδευσέ με σε αυτό το ταξίδι. Πήγαινέ με στο νησί μου ασφαλή. Οι Οθωμανοί δεν πρόκειται να επιτεθούν πριν την Άνοιξη κι εσύ θα έχεις τον χρόνο με τη βοήθειά μου να στρατολογήσεις στον τόπο μου εκατοντάδες νεοσύλλεκτους για τον στρατό σου…
Δεν της απάντησε, δεν ήξερε τι να απαντήσει και έμεινε να την κοιτάζει, να τη ρουφάει με το βλέμμα του. Ο βασιλεύς των Ρωμαίων, ως μόνος αληθινός αυτοκράτορας και αντιπρόσωπος του Θεού στη Γη, συλλογίστηκε ότι απέναντί της δεν ήταν παρά ένας ερωτευμένος άντρας. Άοπλος, γυμνός, ανυπεράσπιστος.
Την κοίταξε και θυμήθηκε την πρώτη τους φορά. Όταν την παρακολουθούσε με ένα είδος τρυφερής λαγνείας, στοργής μαζί και έγνοιας, να κουρνιάζει γυμνή και υγρή μέσα στα ροδακινί, μεταξένια σεντόνια. Με τα κατακόκκινα μαλλιά της να αναδύουν αρωματισμένους ατμούς ιδρώτα, τα βλέφαρά της κλειστά, με το πάνω χείλος της να εξέχει χαριτωμένα, πρησμένο από την έξαψη, με τα μάγουλά της να έχουν ακόμη εκείνη την υπέρυθρη όψη της πολύ έντονης διέγερσης και με τις φακίδες της, φωτεινές ανοιχτοκάστανες σφραγίδες στο κατάλευκο δέρμα της, να χρωματίζουν σαν έσχατες πινελιές την τέλεια προσωπογραφία της.
Έκλεισε τα μάτια του, φίλησε για τελευταία φορά τα χείλη της και αναπόλησε τις μεθυστικές ευωδίες των κήπων της, τη γεύση της, τη γλυκιά αίσθηση των διάφανων χυμών της, σαν βρεγμένο μπισκότο βουτηγμένο στο μέλι! Της χάιδεψε τα μαλλιά και την άφησε να γλιστρήσει από την αγκαλιά του.
Στο κατάστρωμα του πλοίου που επρόκειτο να αποπλεύσει μυστικά μέσα στη νύχτα, επικρατούσε ο συνηθισμένος πυρετός της προετοιμασίας. Οι ερέτες είχαν πάρει θέσεις στα κουπιά τους και οι πολεμιστές τακτοποιούσαν τα πολεμοφόδιά τους μέσα στα ξυλόκαστρα και παρατάσσονταν πίσω από τις γιγάντιες τοξοβαλλίστρες, τα έμβολα και τα σιφώνια. Οι ναύτες, σκαρφάλωναν σαν τις μαϊμούδες στα ιστία, ακροβατούσαν πάνω στα σχοινιά, έλυναν, έδεναν και δοκίμαζαν τα πανιά και οι πηδαλιούχοι γρασάριζαν τα μακριά κουπιά που χρησίμευαν ως πηδάλια του ξύλινου κήτους.
Οι Πρωτοκάραβοι επιθεωρούσαν κάθε μέρος του πλοίου, έβαζαν τις φωνές για να γίνουν όλα σωστά και έδιναν την αναφορά τους στον Κένταρχο Φωκίωνα Μεριβίλη, τον κυβερνήτη του περήφανου δρόμωνα. Ο βιγλάτορας, είχε σκαρφαλώσει στο κατάρτι και είχε βολευτεί ήδη στο δύσκολο πόστο του, μέσα στον κάλαθο, κουκουλωμένος με γούνινο πανωφόρι για να προστατεύεται, όσο θα παρατηρεί την κίνηση στο πέλαγος, από το δριμύ ψύχος που πάγωνε τα σχοινιά, τα πανιά και τα μέταλλα του πλοίου.
Ο Ερρίκος Βολινός σε διακριτική απόσταση από τη γυναίκα και τον Βασιλέα, έδινε οδηγίες σε μισή ντουζίνα μούτσους του πληρώματος για το πώς θα μεταφέρουν και πού θα αποθέσουν τις αποσκευές τους. Δίπλα του οι πέντε «Δράκοι» εξκουβίτορες, ομοιόμορφα ντυμένοι κι αυτοί με το έμβλημα του Τάγματός τους στον μανδύα τους και τα φιδοτόμαρα γύρω από τον λαιμό τους περίμεναν τις προσταγές του αρχηγού τους για να επιβιβαστούν.
Στη μαρμάρινη πλατφόρμα που χώριζε την ξύλινη αποβάθρα από την προκυμαία ο Πρωτοστράτορας Τζιοβάνι Τζουστινιάνι Λόγκο, πρωτεξάδελφός της και άρχοντας της «Maona di Chio», της Γενοβέζικης εταιρίας που διαφέντευε το νησί της Χίου, έδινε προσταγές στον επικεφαλής του στρατιωτικού αγήματος και της έστελνε πού και πού τρυφερές ματιές για να της δώσει κουράγιο.
Η αρχόντισσα Περεγκρίνα Τζουστινιάνι Λόγκο δεν ήταν καμία πρωτάρα. Είχε γνωρίσει τον έρωτα με ποικίλους τρόπους, είχε γευτεί τον χορό των αισθήσεων και των σωμάτων και το τελευταίο που περίμενε ήταν μετά από την ξέφρενη περιπλάνησή της να ερωτευτεί.
Στην πραγματικότητα ήξερε ότι θα συμβεί πριν ακόμη τον γνωρίσει. Ήταν περίεργο, αλλά κάπου βαθιά μέσα της τον αναζητούσε κι όσο τον πλησίαζε τόσο πιο έντονα το ένιωθε. Από την πρώτη στιγμή που τον είδε, τα μάτια, το βλέμμα του, κατάλαβε ότι ήταν αναπόφευκτο. Από την πρώτη στιγμή που τον είδε διαισθάνθηκε μέσα της ότι για εκείνη ήταν ο Ένας. Σαν ήλιος αυτός, με τους πλανήτες δορυφόρους όλους τους άλλους να περιφέρονται γύρω του.
Τα πλούσια περιποιημένα γένια και τα μακριά σπαστά μαλλιά του, που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν στους κροτάφους, όταν τα άφηνε ανέμελα, πολιορκούσαν το αποφασιστικό του πηγούνι και αποτύπωναν πάνω τους την αίσθηση της σοβαρότητας και της εμπειρίας. Τα συμμετρικά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του, με εξαίρεση τη σουβλερή του μύτη, πρόσθεταν στο σπάνια χαμογελαστό πρόσωπό του μια γαλήνια έκφραση που έσβηνε με μια μεζούρα θλίψης μέσα στα γκριζοπράσινα μάτια του. Ολόκληρη η μορφή του απέπνεε την οσμή της δύναμης και του μοιραίου. Αναμφίβολα ήταν ένας γοητευτικός άντρας και ήταν δικός της, της ανήκε… όπως δυστυχώς ανήκε και στην Πόλη του και στον λαό του.
Τα αισθήματά του για εκείνη δεν τα αμφισβητούσε. Δε φοβήθηκε ποτέ καμία Άννα Νοταρά, παρά τις φήμες και τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούσαν. Ήταν αλήθεια, η Δούκισσα τον διεκδικούσε με έναν αφελή, αθώο και συνάμα αδέξιο τρόπο, τον ήθελε πολύ, αλλά στα μάτια του ήταν μια κρυόκωλη αριστοκράτισσα και τίποτε παραπάνω, δεν είχε πάθος, δεν είχε φλόγα. Εξάλλου η εμμονή της τους βόλευε, καθώς εκείνος δεν ήθελε να μαθευτεί η σχέση του μαζί της και να αμφισβητηθεί η ηθική του κι εκείνη δεν επιθυμούσε να γίνει στόχος κακόβουλης κριτικής. Ούτως ή άλλως για εκείνη δεν υπήρχε, ποτέ δεν υπήρξε δίλημμα.
Αντίθετα για εκείνον ο έρωτάς του, ήταν από την πρώτη στιγμή ένας μπελάς, μια διαρκής πάλη, ένας εσωτερικός αγώνας, ανάμεσα στο πρέπει και στο θέλω, ανάμεσα στο καθήκον και στην επιθυμία. Όσο φούντωνε μέσα του, τόσο πιο δύσκολο γινόταν. Αυτή την ώρα ήταν το πιο επώδυνο βασανιστήριο, έγδερνε την ψυχή του. Το ένα του μέρος, η καρδιά του, ο πόθος του, λαχταρούσε να φύγει μαζί της, το ήθελε πολύ. Το άλλο του κομμάτι, ο νους του, το χρέος, του επέτασσε να παραμείνει εκεί, αμετακίνητος, πιστός στις επάλξεις περιμένοντας το πλήρωμα του χρόνου.
- Θα μπορούσα να φύγω μαζί της, να τη συνοδεύσω στη Χίο, σκέφτηκε, να συγκεντρώσω εθελοντές στρατιώτες από το νησί. Εκατό, διακόσιους άντρες, ίσως περισσότερους, όσους περισσότερους, τόσο καλύτερα, θα ήταν μεγάλη βοήθεια για την άμυνα της Πόλης. Θα μπορούσα να μείνω μερικές ακόμη νύχτες μαζί της. Κάθε νύχτα στην αγκαλιά της θα ήταν μια ολόκληρη ζωή… Θα μπορούσα να φύγω μαζί της και μέχρι να επιστρέψω να αφήσω στη θέση μου κάποιον σωσία μου. Κάποιον με τον οποίο να μοιάζουμε στα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, να είμαστε ισοϋψείς και με την ίδια σωματική διάπλαση ώστε όσοι δε με ξέρουν καλά να πιστέψουν ότι είμαι εγώ. Τότε θα μπορούσα να μην επιστρέψω ποτέ, να φύγω μαζί της για πάντα, ενώ όλοι θα πίστευαν ότι παραμένω εδώ, πιστός στο καθήκον και άγρυπνος στις επάλξεις… Αν αυτό αποφάσιζα θα με κάλυπταν αναμφίβολα οι στενοί μου συνεργάτες, ο Πρωτοστράτοράς μου, Τζιοβάνι Τζουστινιάνι Λόγκο, ο Μέγας Δουξ Λουκάς Νοταράς… όταν θα μαθευόταν το μυστικό, θα ήμουν ήδη μακριά, ασφαλής από τα ξίφη των αλλόθρησκων... και το σπουδαιότερο θα ήμουν μαζί της, διασώζοντας εν μέρει και την περηφάνια μου αφού θα φρόντιζαν να ωραιοποιήσουν τη φυγή μου οι λόγιοι…
- Αν έφευγα μαζί της, σκέφτηκε πάλι, και για μια στιγμή ξέχασε την πολιορκία, τους Οθωμανούς και τα μιλιούνια που είχε ο στρατός τους, τους Γενίτσαρους, τους Ακιντζήδες, τους Σπαχήδες, ξέχασε τον Μωχάμετ, τον πανούργο νεαρό σουλτάνο και τους βαλκάνιους στρατηγούς του. Ξέχασε την Πόλη και τον λαό του, τους προσκυνημένους, τους γραικολάτρες, τους ενωτικούς και τους ανθενωτικούς, ξέχασε τον Θεό του, τις εκκλησιές και τις ψαλμωδίες, λησμόνησε το καθήκον, την αποστολή του και το χρέος, ξέχασε ακόμη και τους παλουκωμένους…
Εκείνη τη στιγμή, για μια στιγμή μονάχα, την είδε να περπατάει ξυπόλυτη και αιθέρια, σχεδόν γυμνή στη φιλόξενη ακτή της και τα κρινένια δάχτυλα των ποδιών της να γεμίζουν άμμο και φύκια. Να βαδίζει στο πράσινο χορτάρι, στα λιβάδια και στους αγρούς με τους αστραγάλους και τα πέλματά της να ρουφάνε τα καλοκαιρινά αρώματα της υπαίθρου, ρίγανη, θυμάρι, χαμομήλι και αγριολούλουδο... με την καλοκαιρινή αύρα να θωπεύει τις γάμπες, τα στήθη, το κορμί, το πρόσωπό της. Η ιδέα της οριστικής απουσίας της τον έκανε να την επιθυμήσει πριν καν την αποχωριστεί.
- Αν έφευγα μαζί της για πάντα, εκμυστηρεύθηκε για πολλοστή φορά στον εαυτό του… ύστερα θυμήθηκε τα λόγια της «ξέρω ποιος είσαι και ποιος θα είσαι παντοτινά μέσα σε αυτόν τον παράξενο κόσμο. Αυτό αγάπησα, αυτό αγαπώ σε σένα», του είχε πει.
Αν έφευγε μαζί της για πάντα, μπορεί να την είχε, αλλά δε θα ήταν αυτός που αγάπησε, ο άντρας που αγαπούσε, θα ήταν κάποιος άλλος, ένας άνθρωπος χωρίς πίστη, χωρίς Θεό, χωρίς πατρίδα, δίχως τιμή. Εκείνη θα γινόταν Θεός, πατρίδα και ιδανικό του. Θα τον απορροφούσε για πάντα, θα τον μετουσίωνε σε πιστό, ανυπόκριτο, ιδανικό υπήκοο στην αισθησιακή βασιλεία της. Στο δικό της βασίλειο, του έρωτα, του πάθους και της φωτιάς! “
Με το βήμα μετέωρο και τα μάτια υγρά, ο βασιλεύς των Ρωμαίων, ως μόνος αληθινός και τελευταίος –χωρίς ακόμη να το ξέρει– αυτοκράτορας και αντιπρόσωπος του Θεού στη Γη, ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Δραγάσης Παλαιολόγος στάθηκε αναποφάσιστος ανάμεσα στο μάρμαρο και το ξύλο, ανάμεσα στην αποβάθρα και στο πλοίο, ανάμεσα στην επιθυμία και στο χρέος…“
- Σας δυσκόλεψε κάτι στη δημιουργία του;
Το θέμα της διαχείρισης του μυθιστορηματικού χρόνου, ήταν ίσως το δυσκολότερο σημείο της συγγραφής. Έπρεπε να υπάρχει συνάφεια ανάμεσα στις δύο ιστορίες, τα χρονικά σημεία των δύο ιστοριών να έχουν συνέχεια ώστε όχι μόνο να μην κουράζεται, ούτε να χάνεται ο αναγνώστης, αλλά αντιθέτως να εντείνεται το μυστήριο και να του προκαλεί το ενδιαφέρον για τη συνέχεια. Από ό,τι μου λένε, αυτοί που το διάβασαν μάλλον τα κατάφερα. Ίσως διότι εντέλει η συγκολλητική ουσία, η καρδιά αυτών των δύο ιστοριών, όπως και των περισσότερων ιστοριών είναι ο έρωτας, ο αιώνιος, ο αδάμαστος, ο ακαταμάχητος. Ίσως διότι, όπως πιστεύω ο έρωτας πνευματικός, αλλά και σαρκικός, είτε ως πράξη είτε ως ιδέα, είναι το ελιξίριο της αθανασίας, είναι η αληθινή απάντηση στο μεγαλύτερο αίνιγμα όλων των εποχών, στο αιώνιο ερώτημα του θανάτου. Ο έρωτας είναι ο Αθάνατος γι’ αυτό και πάντοτε ήταν, είναι και θα είναι ο αδυσώπητος εχθρός κάθε απολυταρχίας και κάθε φασισμού. Εν προκειμένω ο δικός μου έρωτας για τη συγγραφή, με βοήθησε να υπερνικήσω τις δυσκολίες του εγχειρήματος και να γράψω την ιστορία που οραματίστηκα, την ιστορία μου όπως ήθελα...
- Τι θα θέλατε να αποκομίσουν οι αναγνώστες σας απ’ τη μελέτη του;
Φιλοδοξία μου ήταν να συνδέσει, ως ένα βαθμό βιωματικά, τον αναγνώστη με το μεσαιωνικό παρελθόν του ελληνισμού. Θα ήμουν ευτυχής αν μέσα από τις σελίδες του Ερωτευμένου Καίσαρα ο αναγνώστης μπορούσε να δημιουργήσει θετικά συναισθήματα, να διώξει τη ντροπή για τις συμφορές, που συνέθλιψαν το αρχαίο έθνος και να επαναφέρει την περηφάνια, αλλά κυρίως τη νοσταλγία για όσα χάθηκαν, αλλά δεν ξεχάστηκαν. Και κάτι ακόμη, να κερδίσει τον σεβασμό προς τη γενιά του, προς την παράδοση, την αγάπη για όλα όσα αξίζουν να αγαπηθούν. Νομίζω ότι πεντακόσια εβδομήντα χρόνια μετά την πτώση της Πόλης, έχουμε χρέος χωρίς φόβο, πάθος, προκατάληψη, πατριδολαγνεία, αλλά και μισελληνισμό, να αγαπήσουμε αυτό που είμαστε. Να αναζητήσουμε τα μυστικά που μας περιμένουν, να τα βρούμε και να τα αποκαλύψουμε, επειδή μέσα από αυτά, μέσα από το μεσαιωνικό προγονικό μας παρελθόν, μπορούμε να βρούμε τη σύνδεση με το αρχαίο πνεύμα, να μάθουμε για το σήμερα, για εμάς, για τα ταλέντα, τα πάθη και τα λάθη μας, να τα αποκαλύψουμε και –γιατί όχι;– να τα «θεραπεύσουμε». Να περιορίσουμε όσα μας τυραννούν, μας βλάπτουν και μας πονάνε.
- Μετά τον Ερωτευμένο Καίσαρα τι να περιμένουμε από σας;
Ζητώ την επιείκειά σας για την τυχόν έπαρση, αλλά νομίζω ότι μετά τον Ερωτευμένο Καίσαρα έρχονται τα σπουδαία! Ακολουθεί το έπος της Σηλυβρίας, μια ιστορία για το “υγρό πυρ”, μια λεπτομερής αναφορά στο “Βυζαντινό heavy metal” (την ανθρωπογεωγραφία, την ουσία και τα συστατικά της ψυχής του βυζαντινού ελληνισμού) και αμέσως μετά θα ήθελα να κάνω ένα διάλειμμα και να γράψω ένα φουτουριστικό μυθιστόρημα μυστηρίου με επίκεντρο τη γενετική επιστήμη και να ολοκληρώσω μία νέα συλλογή δυστοπικών διηγημάτων που θα αποτελεί τρόπον τινά τη συνέχεια της “Ουράς της Τίγρης”. Όταν με το καλό τελειώσουν όλα αυτά θα ακολουθήσει το sequel, της βυζαντινής μυθιστορίας με τρία ακόμη ιστορικά μυθιστορήματα. Το “Ταξίδι στην Ανατολή” όπου ένας βυζαντινός Ιππότης γίνεται ο Σογκούν (πολέμαρχος) που ενώνει την Ιαπωνία, την “Επιστροφή στην Πόλη” που θα αφηγείται την επιστροφή του Ιππότη (Σογκούν) στην Κωνσταντινούπολη το 1453 και θα περιγράφει μέσα από ένα διαφορετικό φίλτρο όλο το χρονικό της Άλωσης και τέλος να γράψω για τον “Τελευταίο Διάδοχο”, ένα σύγχρονο μυθιστόρημα όπου οι απόγονοι του τελευταίου αυτοκράτορα, Κ. Παλαιολόγου, αναζητούν στα έγκατα της Πόλης τους χαμένους θησαυρούς και τα ανεκτίμητα κειμήλια της βυζαντινής Αυτοκρατορίας… (ένα μυθιστόρημα που θα προεκτείνει και θα συμφωνεί στα σημεία με τον “Βυζαντινό Σουλτάνο” του Τούρκου συγγραφέα Αλτούν Σελτσούκ). Με τα τέσσερα αυτά ιστορικά μυθιστορήματα που νομίζω ότι έχω υποχρέωση να γράψω ευελπιστώ ότι θα ολοκληρωθεί το βυζαντινό μου σύμπαν.
Σας ευχαριστώ για την παρουσία σας στο Έννεπε Μούσα.
Η ευχαρίστηση ήταν δική μου, Ευγενεστάτη μου Αγγελική και σου οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ για την ευαισθησία, τη στήριξη και την αγάπη σου. Εύχομαι ο πνευματικός μόχθος ο δικός σου, αλλά και του κάθε συγγραφέα να βρίσκει την ανταπόκριση που του αξίζει, εύχομαι και σε όλα τα καλά βιβλία να πλοηγηθούν με άριστους οιωνούς σε αυτό το μοναδικό ταξίδι, στην περιπέτεια της ανάγνωσης και να βρουν στον φιλόξενο νου του κάθε αναγνώστη, ένα ασφαλές, παντοτινό και απάνεμο λιμάνι.
Βρείτε το μυθιστόρημα του Παναγιώτη Σερ. Χανού στον παρακάτω σύνδεσμο:
https://24grammata.com