Σήμερα στη στήλη "Να σε γνωρίσω καλύτερα" έχω προσκαλέσει τη συγγραφέα Πένυ Καραγεωργίου. Γράφει από παιδί μικρές ιστορίες και ποήματα. Τον Σεπτέμβριο του 2022 κυκλοφόρησε το βιβλίο της «Μερικοί άνθρωποι μοιάζουν με σπίτια που καίγονται» από τις Εκδόσεις 24 γράμματα. Είναι η πρώτη της δουλειά, την οποία δημοσίευσε σε ηλικία μόλις 18 ετών. Τα βιώματα της εφηβείας της, οι έρωτες, οι δυσκολίες, το δάκρυ, το γέλιο αποτυπώνονται με τον αυθορμητισμό και το πάθος της νιότης της. Για όλα αυτά συζητήσαμε με την Πένυ κι ήρθε η ώρα να την ακούσουμε να ξεδιπλώνει τις σκέψεις της!
Συνέντευξη: Αγγελική Καραπάνου
- Κυρία Καραγεωργίου, καλώς ήρθατε στο Έννεπε Μούσα. Για αρχή θα ήθελα να σας ρωτήσω πότε αρχίσατε να γράφετε.
Καλώς σας βρήκα! Λοιπόν για να σας πω την αλήθεια, δε μπορώ να προσδιορίσω χρονικά πότε ακριβώς ξεκίνησα να γράφω. Το γράψιμο, το διάβασμα ξεκίνησαν από πολύ νωρίς στη δική μου περίπτωση, λίγο πολύ όταν έμαθα να γράφω, νομίζω, στις αρχές του δημοτικού. Η μάνα μου έχει να λέει μια ιστορία απ’ το δημοτικό στην οποία είχαμε ως άσκηση για το σπίτι να γράψουμε ένα παραμύθι, ή το εναλλακτικό τέλος ενός παραμυθιού, δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς. Εγώ, λέει, είχα γράψει ένα παραμύθι για ένα λύκο και μια κατσίκα όπου ο λύκος κυνηγούσε την κατσίκα, αλλά στο τέλος υπήρχε plot twist, γιατί τελικά την κυνηγούσε για να τη ρωτήσει τι σαμπουάν φορούσε (γέλια). Δεν έχω ιδέα πως το σκέφτηκα, αλλά η μάνα μου έχει πολλές παρόμοιες ιστορίες που αφορούν την έντονη φαντασία μου. Έγραφα, έγραφα πολύ από μικρή, ποιήματα, ιστορίες, και σε κάθε έργο που τελείωνα έγραφα το “βιογραφικό” μου, σαν να εξέδιδα κανονικό βιβλίο. Πιο “επίσημα” ξεκίνησα να γράφω στα 16 περίπου, όταν άρχισα να στέλνω ποιήματά μου σε ονλάιν περιοδικά και σελίδες.
- Ποιους συγγραφείς αγαπήσατε πιο πολύ στη ζωή σας;
Με την πρώτη, τον Μαρκές. Όταν διάβασα το “εκατό χρόνια μοναξιάς” μου πήρε το μυαλό. Έχουν περάσει πλέον χρόνια που το διάβασα, κι ακόμη το σκέφτομαι, είναι το βιβλίο που νομίζω δε θα μπορέσω ποτέ να ξεπεράσω. Αργότερα, διάβασα και τον “έρωτα στα χρόνια της χολέρας”, κι εκεί πλέον, ερωτεύτηκα τον Μαρκές. Ο τρόπος που γράφει, τόσο στο περιεχόμενο, όσο κι ως προς τη μορφή, είναι μοναδικός, όπως και το πώς χρωματίζει τις εικόνες που δημιουργεί, σε ταξιδεύει, τίποτα άλλο για τον αγαπημένο μου. Ε, μετά έχω αγαπήσει πολλούς ποιητές, απ’ τους οποίους έχω επίσης επηρεαστεί στον τρόπο που γράφω. Η Δημουλά, ο Λειβαδίτης, ο Ρίτσος, ο Χριστιανόπουλος κι ο Ελύτης πολύ, με το “Μονόγραμμα” και την “Μαρία Νεφέλη”. Λίγο πολύ, αυτοί ξεχωρίζουν. Θα ήθελα όμως να κάνω και μια αναφορά στον Βασίλη Τερτίπη, γνωστός συγγραφέας και πεζογράφος με καταγωγή απ’ τη Μεσσηνία, ο οποίος ήταν και συγγενής μου. Δυστυχώς δεν τον πρόλαβα πολύ, αλλά είμαι σίγουρη πως αν ζούσε ακόμη θα ήταν τεράστια βοήθεια για εμένα που κάνω τα πρώτα μου βήματα.
- Τι στοιχεία έχουν τα βιβλία που κερδίζουν το ενδιαφέρον σας; Τι επιλέγετε να διαβάσετε τα τελευταία χρόνια;
Τα τελευταία 2-3 χρόνια διαβάζω κυρίως “τα κλασικά” της ξένης λογοτεχνίας. Ξεκίνησε με Όργουελ, συνέχισε με μια εμμονή που έπαθα με τον Ντοστογιέφσκι μετά τις “Λευκές Νύχτες”, λίγα μικρά διαλείμματα για ελληνική λογοτεχνία όπως τη “Μεγάλη Χίμαιρα”, το “Η αγάπη άργησε μια μέρα” -το οποίο μου άρεσε ιδιαίτερα-, και κάποια πιο νέα κομμάτια από έλληνες και ξένους καλλιτέχνες. Πλέον νομίζω πως έχω φτάσει σ’ ένα καλό σημείο όσον αφορά την κλασική ξένη λογοτεχνία. Πριν απ’ αυτό, είχα κι έχω αδυναμία στη φιλοσοφία, αλλά, προφανώς, στο γυμνάσιο και λύκειο, δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω, για παράδειγμα, Καντ. Επομένως, η φιλοσοφία πήγε λίγο πίσω για την ώρα. Όμως νομίζω, επειδή το ’χω το μικρόβιο, ό,τι επιλέγω να διαβάσω θα ’χει και φιλοσοφικά στοιχεία μέσα, ή θα το ξεψειρίσω από μόνη μου για να βρω. Μόλις τελειώσω με την ξένη κλασική, θα περάσω στην ελληνική κλασική λογοτεχνία, που την είχα από πάντα λίγο παρατημένη με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως τον Χρόνη Μίσσιο, ο οποίος αποτελεί ακόμη μια απ’ τις μεγάλες αγάπες μου.
- Και ποια είδη βιβλίων δεν αντέχετε;
Ουφ, πρώτον, δεν αντέχω καθόλου τα βιβλία αυτοβοήθειας (χαχα), δεν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος γι’ αυτό, απλά δεν είναι για μένα. Δεύτερον, δεν αντέχω καθόλου την πολύ “εμπορική” ποίηση και λογοτεχνία. Δε θα ήθελα να επεκταθώ επί του θέματος, είναι κάτι που έχω συζητήσει εκτενώς με φίλους συγγραφείς και ποιητές. Ναι, χωρίς αντίρρηση, οι καλλιτέχνες να πληρώνονται για το έργο τους, όμως όταν πλέον παράγει κανείς “έργο” μόνο για τα χρήματα επειδή έχει χτίσει ένα τεράστιο κοινό και ξέρει πως ό,τι και να γράψει θα πουλήσει, ποιο είναι πλέον το νόημα; Υπάρχουν -όπως σε κάθε τομέα- συγγραφείς που γράφουν το πιο απλοϊκό πράγμα στον κόσμο, και είναι πασίγνωστοι, κι υπάρχουν συγγραφείς που ρίχνουν την ψυχή τους στο χαρτί και τους διαβάζουν 50-100 “συνήθεις ύποπτοι”, κι είναι κρίμα. Ο καθένας ό,τι θέλει διαβάζει και εν τέλει ποια είμαι εγώ να κρίνω, έτσι; αλλά δε θυμάμαι και ποιος είπε το “stop making stupid people famous” για να παραθέσω τα λόγια του.
- Πότε είστε πιο παραγωγική συγγραφικά, όταν περνάτε δύσκολα ή όταν είστε χαρούμενη;
Χωρίς δεύτερη σκέψη, όταν περνάω δύσκολα. Δυστυχώς έτσι είναι για μένα. Ίσως λίγο ακραίο, αλλά όποτε πάω να πάρω κάποια κακή απόφαση, ή τα πράγματα για χ,ψ λόγους είναι άσχημα, συζητώντας το με φίλους, λέω μεταξύ σοβαρού κι αστείου “εντάξει, τουλάχιστον θα ’χω κάτι να γράψω”. Μπορεί να περνάω δύσκολα ορισμένες περιόδους, αλλά τουλάχιστον αυτά είναι που με κάνουν καλύτερη συγγραφέα.
- Τι σας έχει χαρίσει το γράψιμο;
Το γράψιμο.. Το τι μου έχει χαρίσει το γράψιμο είναι μεγάλο πράγμα για μένα. Μέσα απ’ το γράψιμο, μαθαίνω πράγματα για τον εαυτό μου, γιατί γράφω ό,τι δε μπορώ να πω δυνατά, κι αυτό είναι μεγάλο θέμα, η ενδοσκόπηση δηλαδή μέσω του γραψίματος. Είμαι σε μια ηλικία που τα πράγματα είναι περίεργα, αν κι έχω ενηλικιωθεί, δεν είμαι ακόμα “μεγάλη”, αλλά δεν είμαι και παιδί. Ακόμα μαθαίνω τη ζωή, και να κάνω κατ’ αυτό τον τρόπο “ψυχοθεραπεία” βοηθάει πολύ, και να επεξεργάζομαι καλύτερα τα πράγματα, αλλά και να γνωρίζω παράλληλα τον εαυτό μου. Θυμάμαι ένας φίλος συγγραφέας μου είχε πει “το γράψιμο είναι σαν τον εμετό, τα βγάζεις όλα από μέσα σου, και ηρεμείς” κάπως έτσι πάει και με μένα, γιατί είμαι άνθρωπος που νιώθω τα πάντα πολύ έντονα, ξεσπάω στο χαρτί και μετά είμαι πιο έτοιμη να αντιμετωπίσω την οποιαδήποτε δυσκολία με περισσότερη ψυχραιμία.
- Η συγγραφή είναι εύκολη ή δύσκολη υπόθεση για τον δημιουργό; Τι συμβαίνει με σας;
Θεωρώ πως η απάντηση εξαρτάται από αρκετά πράγματα. Η συγγραφή, συνήθως, έρχεται φυσικά στον δημιουργό, ωστόσο αρκετές φορές τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Μπορεί να έχεις στο μυαλό σου την καλύτερη ιδέα και να “κολλάς” στην εκτέλεση, ή να μην είναι εν τέλει τόσο καλή όσο φαινόταν στο κεφάλι σου. Βέβαια στο σημείο αυτό μπαίνουν στη μέση κι άλλα θέματα, όπως πόση αυτοπεποίθηση έχει ο κάθε δημιουργός κ.α. Όσον αφορά τη δική μου εμπειρία, επειδή ακριβώς “έχω μεγαλώσει” γράφοντας όπως εξήγησα νωρίτερα, το να γράψω είναι εύκολη υπόθεση, το τι θα δημοσιεύσω από όσα γράφω είναι το δύσκολο. Ό,τι γράφω αποτελεί προσωπικό βίωμα και πολλές φορές διστάζω να δημοσιεύσω ή να διαβάσω σε λάιβ ορισμένα κείμενα για να μην παρεξηγηθεί κάποιος, ή καταλάβει κάτι λάθος, πολλές φορές - τις περισσότερες βασικά - οι άνθρωποι αδυνατούν να καταλάβουν πως αυτά που γράφω έχουν να κάνουν αποκλειστικά μ’ εμένα κι ουδεμία σχέση έχουν με τους ίδιους.
- Έχετε γράψει πράγματα που δε θα μοιραζόσασταν ποτέ με κανέναν;
Εννοείται πως έχω γράψει πράγματα που δε θα μοιραζόμουν με κανένα. Δεν είναι όλα τα κείμενα για δημοσίευση, κι αν ποτέ γίνουν νομίζω θα έχω σιχαθεί να γράφω. Πάνω απ’ όλα δεν θέλω ποτέ η συγγραφή να μου γίνει “δουλειά” με την έννοια της αγγαρείας-δουλειάς. Έτσι κι αλλιώς, όπως έχω γράψει και στις “αγκινάρες”, η μάνα μου πάντα λέει πως λατρεύω να ζω το δράμα μου, και όντως, είμαι υπερβολική πάντα στις άσχημες στιγμές, κάνω πολύ δράμα για το τίποτα, αν δημοσίευα κάθε παραλήρημά μου νομίζω δε θα με διάβαζε κανείς, ακόμη κι οι αναγνώστες θα κουράζονταν να με ακούν (γέλια).
-Τον Σεπτέμβριο του 2022 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις 24 γράμματα το πεζογράφημά σας «Μερικοί άνθρωποι μοιάζουν με σπίτια που καίγονται». Πότε γράφτηκε αυτό το έργο;
Το βιβλίο γράφτηκε την περίοδο Μαΐου - Ιουλίου του 2022. Είχα μόλις χωρίσει από μια σχέση, οπότε έγραφα πολύ. Ανεπίσημα, είχε πέσει πολλές φορές στο “τραπέζι” η πρόταση να γράψω βιβλίο, αλλά κάθε φορά έλεγα “ίσως, στο μέλλον”, όμως για να είμαι απόλυτα ειλικρινής δεν ήταν καθόλου στα σχέδιά μου, δεν πίστευα πως θα το κάνω ποτέ, πόσο μάλλον σε τόσο μικρή ηλικία. Ήμουν ακόμη 18 χρονών όταν βγήκε το βιβλίο. Ένα απόγευμα είπα για πλάκα πως θα το κάνω, αλλά μετά το σκέφτηκα λιγάκι και λέω “κάτσε, όντως μπορώ να το κάνω, δε με σταματάει κανένας”. E, την επόμενη μέρα είπα την ιδέα στους γονείς μου και αυτοί πάντα υποστηρικτικοί σε όλες μου τις αποφάσεις, μου είπαν “κάν’ το”. Την ίδια μέρα άρχισα να μαζεύω ό,τι είχα γράψει τα τελευταία 3 χρόνια και μέσα σε δυο μήνες δεν πίστευα πως όχι μόνο μιλούσα με εκδοτικούς οίκους, αλλά ο “24 γράμματα” είχε ήδη επικοινωνήσει μαζί μου για να προχωρήσουμε.
- Τι μπορεί να σημαίνει ο τόσο ευφάνταστος τίτλος του;
Μου κάνει τρομερή εντύπωση που κανείς απ’ όταν εκδόθηκε το βιβλίο δε με έχει ρωτήσει τι σημαίνει ο τίτλος, απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ τουλάχιστον. Ο τίτλος για μένα ήταν πολύ δύσκολη υπόθεση, άλλαξα αρκετούς μέχρι να καταλήξω σε αυτόν. Κάποιες απ’ τις ιδέες ήταν “ωδή σε μια ανήσυχη εφηβεία” και “μια σειρά από τραγικά ατυχείς έρωτες” λόγω του τρόπου που τα κεφάλαια είναι χωρισμένα- τα τελευταία 3, με τη σειρά, αναφέρονται κάθε ένα σε έναν διαφορετικό έρωτα της εφηβείας μου. Εν τέλει, απέρριψα όλες τις άλλες ιδέες κι αποφάσισα να δώσω τον τίτλο του κεφαλαίου που αντιστοιχεί στο άτομο με το οποίο είχα χωρίσει εκείνη την περίοδο. Ουσιαστικά, ο τίτλος στο δικό μου μυαλό είναι “μερικοί άνθρωποι μοιάζουν με σπίτια, (κόμμα) που καίγονται”. Είναι δύο προτάσεις. “Μερικοί άνθρωποι μοιάζουν με σπίτια”, εννοώντας πως κάποιοι άνθρωποι σε κάνουν να νιώθεις τόσο οικεία που βλέπεις σε αυτούς “το σπίτι σου”. Για μένα είναι μεγάλο πράγμα αυτό, γιατί η έννοια του “σπιτιού” στο μυαλό μου για κάποια χρόνια ήταν πολύ περίεργη, και στο πρόσωπο του συγκεκριμένου ατόμου έβλεπα το σπίτι μου, κι εκεί το “σπίτι” δεν ήταν πια μια συγκεχυμένη έννοια, αλλά είχε πλέον ουσία. Έτσι έρχεται το δεύτερο μέρος “που καίγονται” και διαλύει αυτή την έννοια. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος είναι πια ένας ξένος στα μάτια μου, το σπίτι μου καταστράφηκε μαζί με την ιδέα που είχα γι’ αυτόν. Αυτό το συναίσθημα του “καίγεται το σπίτι μου, πάνε οι αναμνήσεις μου και όσα αγαπούσα”, το σπαρακτικό, ήταν το κοντινότερο σε αυτό που ένιωσα, όσο μπορούσα να το βάλω σε λέξεις. Αυτό είναι τα “σπίτια που καίγονται”, κι έτσι έκλεισε η εφηβεία μου.
- Πείτε μας δυο λόγια παραπάνω για την υπόθεση του πονήματός σας.
Το βιβλίο προφανώς δεν αφορά μόνο τον χωρισμό μου. Ήθελα να του δώσω τον τίτλο “ωδή σε μια ανήσυχη εφηβεία” γιατί αφορά -τι άλλο;- την εφηβεία μου, και ήταν περίεργη. Το βιβλίο μιλάει για τον έρωτα και πολύ για τις ψυχικές ασθένειες, αλλά κυρίως για το πως βίωνα και αντιμετώπιζα τα θέματα αυτά ούσα 16-17-18 χρονών. Ο έρωτας, εντάξει, τώρα πάλι θα παραφράσω τις “αγκινάρες” αλλά το ’χω γράψει, “δε θυμάμαι τον εαυτό μου να μην είμαι ερωτευμένη, αγχώδης κι ερωτευμένη, κι ερωτευμένη κι αγχώδης απ’ την κούνια μου”. Δε θυμάμαι όλη μου τη ζωή για μια στιγμή να μην είμαι ερωτευμένη, είναι μεγάλο θέμα για μένα, και πάντα καταλήγω στα πατώματα, ό,τι και να γίνει -και πάντα η μάνα μου που αναφέρεται πολύ στις αγκινάρες έρχεται και με συνεφέρει-, εξ’ ου και το βιβλίο. Απ' την άλλη, το άγχος, η κατάθλιψη και οι ψυχικές ασθένειες γενικότερα, κι αυτά εμφανίστηκαν σε μικρή ηλικία αλλά αντιμετωπίστηκαν σχετικά πρόσφατα, στα 17 μου, κι όταν μπαίνεις σε μια τέτοια μάχη, απαιτείται πολλή δουλειά με τον εαυτό σου, την οποία προφανώς δεν μπορούσα να παραλείψω στο βιβλίο μου, γιατί καλώς ή κακώς είναι κομμάτι μου, έτσι λειτουργώ, δε μπορώ απλά να το παραλείψω.
- Στις 112 σελίδες του βιβλίου σας ξεδιπλώνετε κάποια σημαντικά βιώματά σας. Ποια είναι η αίσθηση που σας έχει αφήσει η εξιστόρησή τους, φυγής ή νοσταλγίας;
Δεν έχω καταλάβει ακόμη να πω την αλήθεια. Ο κύκλος αυτός έκλεισε πρόσφατα, και το κατάλαβα πως έκλεισε ακόμη πιο πρόσφατα, όταν κοιτούσα το βιβλίο ξανά και ξανά λόγω διάφορων πρότζεκτ που ετοιμάζω, αλλά και των λάιβ ποίησης στα οποία συμμετέχω, και συνειδητοποίησα πως πλέον όσα έγραφα δεν συνάδουν με αυτό που είμαι τώρα. Έχω ωριμάσει, σίγουρα, και το βιβλίο βοήθησε πολύ σε αυτό. Δεν μετανιώνω για τίποτα, όμως ήταν άσχημα χρόνια, δε θα γυρνούσα πίσω, απ’ την άλλη έβλεπα τα πράγματα πιο ρομαντικά κι ίσως πιο αφελή απ’ όπως τα βλέπω τώρα. Μύριζε αλλιώς ο αέρας δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά υπέφερα πολύ για να θέλω να γυρίσω πίσω.
- Θα μοιραστείτε με τους αναγνώστες μας ένα απόσπασμα;
Δεν ξέρω ποιο να πρωτοδιαλέξω, ειλικρινά, κι έβαλα την αδερφή μου να διαλέξει ένα απόσπασμα, που με ξέρει καλύτερα απ’ όλους. Διάλεξε αυτό γιατί θεωρεί πως εξηγεί απόλυτα “εμένα”. “η μάνα μου δεν είναι τόσο σκληρή όσο ακούγεται. Μπορεί να γίνει πολύ τρυφερή. Τις μέρες και τα βράδια που περνάω στα πατώματα έρχεται και μου φροντίζει τις πληγές να μη κακοφορμίσουν. Τις πλένει, τις δένει κι ας ξέρει πως θα τις ξανανοίξω γιατί έτσι το ’χει η μοίρα μου να πληρώνω τις αμαρτίες μου. << τι να κάνουμε, έτσι μας βγήκες >> μου λέει, κι εγώ δε βγάζω άχνα γιατί όλη αυτή την ώρα φαντάζομαι πόσο εύκολα θα ’ταν όλα αν είχα καρδιά αγκινάρα.”
- Έχετε ξεκινήσει να γράφετε κάτι καινούργιο ;
Είχα ξεκινήσει, όμως το άφησα στη μέση, γιατί εν τέλει ξεθύμανε ο ενθουσιασμός που είχα για τη συγκεκριμένη ιδέα. Πιστεύω πως βρίσκομαι σε μια μεταβατική περίοδο αυτή τη στιγμή, οπότε μέχρι τα πράγματα να σταθεροποιηθούν λιγάκι θέλω να ασχοληθώ με τα πρότζεκτ τα οποία τρέχουν, τα λάιβ ποίησης, κάποιες συνεργασίες και να κάνω γενικότερα μία ενδοσκόπηση πριν ξεκινήσω οτιδήποτε καινούριο. Είναι αρκετά πιθανό να βγει κάτι καινούριο φέτος, αλλά είναι ακόμα νωρίς οπότε δεν μπορώ να υποσχεθώ τίποτα. Το μόνο που μπορώ να πω με σιγουριά είναι πως ευτυχώς υπάρχουν πολλές ιδέες κι έρχονται διάφορα καινούρια πράγματα.
Σας ευχαριστώ πολύ για τη συνομιλία αυτή! Καλά ταξίδια …νοητικά και πραγματικά!
Βρείτε το βιβλίο της Πένυς Καραγεωργίου " Μερικοί άνθρωποι μοιάζουν με σπίτις που καίγονται" στον παρακάτω σύνδεσμο: https://24grammata.com