Ποιητικές κονταρομαχίες (Α΄ μέρος) - ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ
Οι ποιητές είναι πλάσματα με συναισθήματα, ευαίσθητες κεραίες με τις οποίες αφουγκράζονται τα κοινωνικά δρώμενα, αλλά και πάθη. Συχνά τους βλέπουμε στα ποιήματά τους να συνομιλούν με ομοτέχνους τους, τεθνεώτες ή ζώντες , παλιότερούς τους ή σύγχρονους. Το τάλαντό τους μπαίνει στην υπηρεσία ενός δημοσίου φόρου τιμής, ενός ύμνου ή από την άλλη ενός ψόγου ,μιας σφοδρής κριτικής.
Σήμερα θα παραθέσω κάποια ποιήματα με τα οποία οι ποιητές πετούν βελάκια αποδοκιμασίας στους ποιητικούς τους συνοδοιπόρους.
Πώς αλλιώς
να σε πω; ο συνοδοιπόρος,
χαίρε...
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Απόκριση στον Παλαμά -ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ
Συνοδοιπόροι ναι, μαζί κινήσαμε
στης Τέχνης το γλυκοξημέρωμα — όμως
με του καιρού το πέρασμα, χαράχτηκε
του καθενός μας χωριστός ο δρόμος:
Εσύ το Ωραίο μες στα μεγάλα ζήτησες
κι εγώ στα ταπεινά κι απορριμμένα,
και δούλεψες το μπρούντζο και το μάρμαρο
κι άφησες τον πηλό της γης σ’ εμένα.
Στις αλπικές χιονοκορφές ανέβηκες
και στάθηκα στις λιόφωτες ραχούλες
αρχόντισσες και ρήγισσες οι Μούσες σου
κι εμένα ψαροπούλες και βοσκούλες.
Εσύ στης δάφνης τ’ ακροκλώναρα άπλωσες
κι εγώ σε κάθε χόρτο και βοτάνι
στεφάνι έχεις φορέσει από δαφνόφυλλα -
λίγο θυμάρι του βουνού μου φτάνει.
Στο παραπάνω ποίημα ο Γεώργιος Δροσίνης καταγγέλλει άμεσα τον Παλαμά για έπαρση, κρατώντας για τον εαυτό του έναν πιο ταπεινό ρόλο στο κυνήγι της κοινωνικής καταξίωσης.
Στον ποιητή που έγινε κριτικός μου –ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Ό,τι κι αν κάμεις,
όπου να δράμεις,
απ’ όποιο γένος,
δικός μου ή ξένος
του κάκου! Εμπρός σου
πάντα θα μ’ έχεις,
πίσω μου τρέχεις,
το τρέξιμό σου
να μην το βιάζεις1
0και λαχανιάζεις.
Να με θυμάσαι,
τέτοιος ο νόμος:
Ο πεζοδρόμος
μιας έγνοιας θα ’σαι,
κι εγώ μιας χάρης
ο καβαλάρης.
Δεν ξέρουμε αν ο Παλαμάς στο συγκεκριμένο ποίημα έχει στο μυαλό του κάποιον συγκεκριμένο ποιητή. Το πιθανότερο είναι όμως πως επιτίθεται συλλήβδην στους ποιητές επικριτές του.
Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον-ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
Ἄ! κύριε, κύριε Μαλακάση,
ποιός θά βρεθεῖ νά μᾶς δικάσει,
μικρόν ἐμέ κι ἐσᾶς μεγάλο,
ἴδια τόν ἕνα καί τόν ἄλλο;
Τούς τρόπους, τὀ παράστημά σας,
τό θελκτικό μειδίαμά σας
τό monocle πού σᾶς βοηθάει
νά βλέπετε μόνο στό πλάι
καί μόνο αὐτούς νά χαιρετᾶτε
ὅσοι μοιάζουν ἀριστοκράται,
τήν περιποιημένη φάτσα,
τήν ὑπεροπτική γκριμάτσα
ἀπό τή μιά μεριά νά βάλει
τῆς ζυγαριᾶς, κι ἀπό τήν ἄλλη
πλάστιγγα νά βροντήσω κάτου,
μισητό σκήνωμα, θανάτου
ἄθυρμα5, συντριμμένο βάζον,
ἐγώ, κύμβαλον ἀλαλάζον.
Ἄ! κύριε, κύριε Μαλακάση,
ποιός τελευταῖος θά γελάσει;
(Σάτιρες, 1927)
Σ’ αυτό το ποίημα ο Κώστας Καρυωτάκης φορά τον μανδύα της κοσμικής υποκρισίας σ’ έναν καταξιωμένο ποιητή της εποχής του. Τον εαυτό του τον τοποθετεί στο κοινωνικό περιθώριο. Με την τελευταία του ερώτηση αφήνει ένα υπονοούμενο υπεροχής της δικής του ποίησης. Έτσι θα γελάσει ο ίδιος τελευταίος αφού ο χρόνος θα καταξιώσει το έργο του.
Στο αυριανό μου άρθρο θα θυμηθούμε κι άλλα ποιήματα- «συναδελφικά χαστούκια».
Πηγές:
https://www.stixoi.info
http://www.greek-language.gr
& http://ebooks.edu.gr