"To μοίρασμα"- Ειρήνη Μπόμπολη (Εκδόσεις Πνοή,2024)- Ένα σχόλιο για τη συλλογή κι ένα διήγημα- γράφει η Αγγελική Καραπάνου
Τον Σεπτέμβριο του 2024 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πνοή η συλλογή διηγημάτων της Ειρήνης Μπόμπολη "Το μοίρασμα". Η λογοτέχνιδα έχει δημοσιεύσει μέχρι τώρα ένα μυθιστόρημα, μια νουβέλα και τέσσερις ποιητικές συλλογές. Για πρώτη φορά καταπιάνεται με τη γοητευτική μικρή φόρμα του διηγήματος και καταθέτει ένα ολοκληρωμένο έργο.
Η συλλογή αποτελείται από οκτώ μεγάλα σε έκταση διηγήματα. Όλα τα δένει ένα στοιχείο της φύσης, το ποτάμι Άραχθος. Η συγγραφέας εξάλλου έχει γεννηθεί στο χωριό Κεντρικό Άρτας, στην περιοχή των Τζουμέρκων. Επιλέγει λοιπόν να κινηθεί σε γνώριμα κατατόπια.
Ο ποταμός παρουσιάζεται άλλοτε σαν φίλος και σύμμαχος, άλλοτε σαν θεός, σαν μοίρα κι ενίοτε ως τιμωρός. Ακόμη εμφανίζεται ως σύνορο δυο κόσμων. Στον έναν οι κάτοικοι ζουν σε εύφορες περιοχές και στον άλλον σε άγονες. Τα ιστορικά πρόσωπα, μπλέκονται με τις μορφές των μύθων και των θρύλων. Ο αναγνώστης συναπαντιέται με τον πρωτομάστορα και τη γυναίκα του, τον Αλή Πασά, τον Καρυωτάκη, αλλά και με απλούς καθημερινούς ανθρώπους και τις συνήθειές τους. Όλες οι ιστορίες αποδίδονται με θαυμαστή αληθοφάνεια. Πιστεύεις απόλυτα πως όλα όσα εξιστορούνται έχουν γίνει.
Η αφήγηση της Ειρήνης Μπόμπολη σαγηνευτικά γλαφυρή. Η γλώσσα της ρέουσα και διάσπαρτη με στοιχεία της τοπικής διαλέκτου.
Όλα τα διηγήματα της συλλογής με συγκίνησαν, γι’ αυτό και τη συστήνω ανεπιφύλακτα.
Περισσότερο όμως απ’ όλα ο Λάμπρος, που μιλάει για ένα παιδί που δυστύχησε στον χώρο που θα’ πρεπε να ταυτίζεται με το φως, τη γνώση και τη φροντίδα. Στο σχολείο. Ίσως αυτό το διήγημα με τάραξε πιο πολύ, επειδή είμαι δασκάλα. Η συγγραφέας Ειρήνη Μπόμπολη το μοιράζεται σήμερα μαζί μας, μετά από προτροπή μου. Ας πάμε να συναντηθούμε με τον άτυχο αυτό μαθητή…
Ο ΛΑΜΠΡΟΣ-ΕΙΡΗΝΗ ΜΠΟΜΠΟΛΗ
Τρία σπίτια μετρημένα ήμασταν στη ράχη. Τρία αδέλφια χτίσανε από ένα σπίτι, ο καθένας σε άλλη προεξοχή του ίδιου λόφου. Τα σπίτια σχημάτιζαν μεταξύ τους ένα νοητό ισοσκελές τρίγωνο, με πλευρές οκτακόσια μέτρα περίπου. Τόσο απείχαν μεταξύ τους, και για να μιλήσει κάποιος από το ένα σπίτι με κάποιον στο άλλο σπίτι, έπρεπε να φωνάξει αρκετά δυνατά, σχεδόν να χουγιάξει, 14 αν ληφθεί υπόψη ότι μεσολαβούσαν ρέματα βαθιά και δένδρα ψηλά με πυκνό φύλλωμα.
Το Δημοτικό σχολείο βρισκόταν στον κάμπο, σε υπερυψωμένη μπιστούρα μαζί με την εκκλησία. Ήταν ένα όμορφο πέτρινο κτίσμα τετράγωνο, υπερυψωμένο από το έδαφος και γι’ αυτό διέθετε και ένα χαμηλοτάβανο υπόγειο. Στο μπροστινό μέρος, στην είσοδο, υπήρχαν καμιά δεκαπενταριά φαρδιά σκαλοπάτια που οδηγούσαν σ’ ένα αρκετά ευρύχωρο πλάτωμα εισόδου, πριν περάσεις την εξώπορτα και μπεις στην τάξη. Η στέγη του ήταν από στιλπνές μαύρες πέτρες, όπως και των περισσότερων σπιτιών της περιοχής. Ήταν όμορφο το σχολείο και τριγύρω είχε φυσικό φράχτη από ακακίες που τον Μάιο άνθιζαν μεγαλόπρεπα και έντυναν κι αυτό και τη μεγάλη πλατεία με την εκκλησία στα λευκά.
Καθώς κοίταζες από τον κάμπο, το αριστερό σπίτι στον λόφο ήταν του Κώτσιου. Ο μικρότερος γιος του, ο Λάμπρος, με διαφορά χρόνων από τα άλλα παιδιά της οικογένειας, αλλά και της γειτονιάς, πήγαινε στην πρώτη Δημοτικού. Καθημερινά κατέβαινε μόνος του τον λόφο από το πετρώδες μονοπάτι, περνούσε τον αλευρόμυλο στην ένωση του λόφου με τον κάμπο, εκεί που κυλούσε ένα γάργαρο ρυάκι πλούσιο σε νερό και καλάμια, και που γίνονταν πιο ορμητικό στο σημείο του μύλου, ώστε να βοηθάει στο γύρισμα της μυλόπετρας.
Έκανε μια στάση στον μύλο, χανόταν για λίγη ώρα μέσα στα καλάμια, περνούσε την ξύλινη γέφυρα και συνέχιζε το μονοπάτι μέσα στον κάμπο, στην άκρη των χωραφιών, για να φτάσει στο σχολείο. Πάντα έφτανε καθυστερημένος, κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα με το «καλημέρα» να υφίσταται τον πρωινό ξυλοδαρμό από τον δάσκαλο που τον περίμενε με τη βέργα κρανιάς στα χέρια του. Παρόλο που γνώριζε τις συνέπειες της καθυστέρησης, δεν έλεγε να συμμορφωθεί. Και ο δάσκαλος χτυπούσε τις παλάμες του όλο και πιο δυνατά, μήπως και βάλει μυαλό.
Ο Λάμπρος δεν ήταν καλός μαθητής. Ήταν ο τελευταίος των πέντε αγοριών της πρώτης τάξης του ολιγομελούς μονοθέσιου σχολείου. Φοιτούσε για τρίτη χρονιά στην πρώτη Δημοτικού, κι όπως φαίνεται τον περίμενε για μια ακόμα φορά η ίδια απορριπτική μοίρα. Ποτέ του δεν άνοιγε βιβλίο και ποτέ δεν έκανε τις ασκήσεις που είχε για το σπίτι.
Θα έλεγε κανείς πως αυτή η άρνησή του ήταν ένα είδος αυτοτιμωρίας χωρίς λόγο, γιατί το μυαλό του ήταν εξόχως κοφτερό σε πολλά άλλα ζητήματα, όπως στη μουσική. Χωρίς να παρακολουθήσει ποτέ του μάθημα μουσικής, συνέθετε αυτοσχέδιους σκοπούς με δικά του λόγια και τους τραγουδούσε. Έμοιαζε επαναστάτης χωρίς αιτία, αλλά αυτή του η επανάσταση τον κρατούσε στάσιμο στην πρώτη τάξη.
Αυτή η αντίδραση που έμοιαζε με επανάσταση είχε μια σοβαρή πηγή που δεν έλεγε να στερέψει και να μαλακώσει την ψυχή του. Η πηγή αυτή δεν ήταν άλλη από τον ηλικιωμένο αυστηρό δάσκαλο Περικλή που απείχε από τη σύνταξη γύρω στα πέντε χρόνια. Όσο περισσότερο μεγάλωνε, τόσο περισσότερο σκλήραινε απέναντι στα παιδιά και γινόταν τύραννος και απόμακρος. Συνήθως συμβαίνει το αντίθετο στη ζωή, αλλά στον συγκεκριμένο ευθυτενή, ψηλό και μυώδη διδάσκαλο του μικρού χωριού, ο κανόνας δεν ίσχυε. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος των μαθητών, οι οποίοι στη θέα του και μόνο τρεμούλιαζαν σαν φύλλα καρυδιάς. Όμως την αποκορύφωση της αγριάδας του τη γευόταν μόνο ο Λάμπρος.
Βέβαια, ο συγκεκριμένος δάσκαλος ήταν ένας από τους πολλούς άγριους και σκληρούς δασκάλους της εποχής που υπηρετούσαν άψογα τις προθέσεις τού τότε εκπαιδευτικού συστήματος, για σωφρονισμό και ηθοπλασία της νεολαίας. Σπάνια έβρισκες ήπιους και μαλακούς παιδαγωγούς, καθότι κάτι τέτοιο απαιτούσε περισσότερη προσπάθεια και μόχθο από τους ίδιους. Έτσι, οι υπηρέτες των υψηλών ιδανικών της εκπαίδευσης είχαν ως εύκολο και άγιο μέσο τη βία, εφόσον καμία συνέπεια δεν είχαν από τον νόμο για την επιβολή της.
Οι υπόλοιποι μαθητές βίωναν ένα σφοδρό πολεμικό κλίμα ανάμεσα στον δάσκαλο Περικλή και στον μαθητή Λάμπρο. Από τη μία ο αμετάπειστος στις μεθόδους του εκπαιδευτικός χρησιμοποιούσε άγριο ξύλο με χέρια και με τη βέργα, ή αλλιώς βίτσα ή λούρα, για να καταστήσει τον μαθητή κοινωνό της προόδου. Πέρα από το ξύλο, επέβαλε στον Λάμπρο –κατά κύριο λόγο, αλλά και στους υπόλοιπους μαθητές– μια σειρά από βασανιστικές μεθόδους συμμόρφωσης. Ημίωρα
καψόνια σε στάση «κουτσό», διακόσιες φορές σωστής αντιγραφής των ανορθόγραφων λέξεων, ανεβοκατέβασμα στις σκάλες του σχολείου είκοσι έως τριάντα φορές, και το πλέον χειρότερο, εγκλεισμό στο χαμηλοτάβανο υπόγειο του σχολείου παρέα με το σκοτάδι, τα ποντίκια και τα πεταμένα φαγητά από τα συσσίτια των μαθητών, που όταν δεν τους άρεσαν τα έριχναν εκεί από μια κρυφή τρύπα που τα ίδια είχαν ανοίξει στο δάπεδο της αίθουσας.
Σ’ αυτό το απεχθές κελί είχε περάσει πολλά πρωινά ο Λάμπρος ως μια έσχατη τιμωρία που τολμούσε να έρθει αδιάβαστος. Τελευταία, κουβαλούσε μαζί του και κάποια μικρά καλάμια στα οποία είχε τρυπήσει τους κόμπους επιδέξια εσωτερικά και πειραματιζόταν μουσικά, τις ώρες που βρισκόταν στη φυλακή του. Είχε πολλά τέτοια καλάμια στο ρυάκι απ’ όπου περνούσε κοντά στη γέφυρα και τον αλευρόμυλο και έψαχνε με τις ώρες να βρει τα πιο ταιριαστά. Πειραματιζόταν και στον δίαυλο, αλλά για την ώρα, του φαινόταν πολύ δύσκολο.
Ο Λάμπρος, επιδεικτικά ανένδοτος και προκλητικά αδιάφορος, είχε πάντα ένα ύφος περήφανης σιωπής σε ό,τι τον ρωτούσε. Αυτό εξόργιζε τον Περικλή που δεν ήθελε και μεγάλη αφορμή να ξεσπάσει με λύσσα πάνω του. Τι οδηγούσε έναν εκπαιδευτικό Δημοτικού σχολείου σε τόση βία, δύσκολα θα απαντήσει κάποιος.
Ο Λάμπρος υπέφερε σχεδόν καθημερινά από σωματικούς πόνους, αλλά δεν το έδειχνε. Οι γονείς του είχαν πλήρη άγνοια αυτής της κατάστασης, γιατί κανείς δεν μιλούσε, ούτε φυσικά ο δάσκαλος, ούτε ο Λάμπρος, αλλά ούτε και τα υπόλοιπα παιδιά που έτρεμαν στην ιδέα ότι θα το μάθαινε ο δάσκαλος, αν έλεγαν κάτι. Κρατούσαν όλοι μυστική αυτή την τυραννία μέσα στον χώρο του σχολείου, επτασφράγιστο κοινό μυστικό που τους γέμιζε φόβο, ενοχή και μεγάλο εξευτελισμό για τον Λάμπρο που καθημερινά ήταν το εξιλαστήριο θύμα στα μάτια των συμμαθητών του.
Οι γονείς του ήξεραν απλώς διά στόματος δασκάλου ότι «δεν παίρνει τα γράμματα». «Καλύτερα να πάει στα χωράφια ή στα ζώα». Εκείνοι όμως δεν ήθελαν να ταλαιπωρούν το στερνοπαίδι τους και έλεγαν: «Θα μεγαλώσει και θα βάλει μυαλό. Ό,τι μάθει. Έχει χρόνια μπροστά του για δουλειά». Έτσι, κυλούσε αυτός ο πόλεμος μυστικά τρία χρόνια τώρα.
•
Όλα όμως κάποτε τελειώνουν, ή ομαλά ή με τη βία. Ήταν ένα τσουχτερό πρωινό του Γενάρη. Ο Λάμπρος παραδόξως εκείνη την ημέρα, λόγω του κρύου, δεν στάθηκε στις καλαμιές και έφτασε στο σχολείο πολύ νωρίς. Αφού ανάψανε μαζί με τους συμμαθητές του τη σόμπα και ζεστάθηκε κάπως η τάξη, χαλάρωσαν κι άρχισαν ν’ αστειεύονται μεταξύ τους και να μιμούνται ο ένας τον άλλον. Είχαν περίπου μισή ώρα στη διάθεσή τους μέχρι ν’ αρχίσει το μάθημα. Ο δάσκαλος έμπαινε στην τάξη ακριβώς δέκα λεπτά πριν χτυπήσει το κουδούνι. Ήταν συνεπέστατος εκτός από κείνο το πρωινό του Γενάρη.
Εκεί λοιπόν, στη θαλπωρή της σόμπας, ο Λάμπρος ένιωσε το κορμί του να αναγαλλιάζει και αίφνης συνέλαβε την ιδέα να μιμηθεί τον δάσκαλο. Σήκωσε ψηλά τον γιακά του, κούμπωσε όλα τα κουμπιά από το σακάκι του, ανέβηκε στην έδρα και πήρε στα χέρια την κρανίσια βέργα. Μιμούμενος τη φωνή του δασκάλου, άρχισε να χτυπάει την έδρα με βία για να επιβάλει την ησυχία, και να απειλεί με ξυλοδαρμό τους ανήσυχους και τους αδιάβαστους. Η χαρά του όμως κόπηκε απότομα. Ο δάσκαλος εκείνο το πρωί δεν ήταν καθόλου συνεπής στον χρόνο προσέλευσής του.
Εκείνο το παγερό πρωινό του Γενάρη μπορεί ο παιδικός κόσμος του Λάμπρου να πέθανε για πάντα, μπορεί να σκοτείνιασε μέσα του το είδος που λέγεται «άνθρωπος», αλλά εντελώς απερίσκεπτα και ο Περικλής έσκαψε τη δική του μοίρα. Η αμετακίνητη παντοδυναμία του κλονίστηκε από την ίδια του την πράξη.
Σε όλες τις ώρες των μαθημάτων αυτής της μέρας ο Λάμπρος κειτόταν στο πάτωμα της τάξης, σε μια γωνιά, υποφέροντας σιωπηλά τους πόνους. Έτρεμε, σπαρταρούσε σαν ψάρι στη στεριά, κι είχε κουλουριαστεί σφιχτά για να μην ουρλιάξει από τις σουβλιές των χτυπημάτων του σε όλο το σώμα. Πληγές και τραύματα από τις δυνατές κλοτσιές του δάσκαλου σε όλα τα σημεία. Ραβδώσεις βαθιές από την κρανίσια βέργα που με λύσσα έπεσε πάνω του. Αλλά ο μεγαλύτερος πόνος προερχόταν από τα τρία, όπως αποδείχτηκε μετά, σπασμένα δόντια του. Όταν σχόλασαν, μάζεψε όλες τις δυνάμεις του και χύθηκε στο μονοπάτι που οδηγούσε στο σπίτι του στον λόφο, ουρλιάζοντας από πόνο, χωρίς να χαιρετίσει καν δάσκαλο και συμμαθητές.
•
Τις επόμενες μέρες ο Λάμπρος δεν πήγε στο σχολείο. Αρρώστησε βαριά και ανέβασε πυρετό. Στους γονείς του δικαιολογήθηκε πως γλίστρησε και έπεσε πάνω σε βράχια. Ο πυρετός όμως ανέβαινε και οι γονείς του κάλεσαν γιατρό ο οποίος αποφάνθηκε ότι οι πληγές του Λάμπρου προέρχονται από χτυπήματα ανθρώπου και μάλιστα κατ’ επανάληψη. Πληγές πάνω στις πληγές. Ο γιατρός τού έδωσε σκόνη και αλοιφές για τα τραύματα, αναλγητικά και αντιπυρετικά για ανακούφιση. Συνέστησε τουλάχιστον είκοσι μέρες παραμονή στο σπίτι, και όσο γίνεται, καλό φαγητό και παρέα, γιατί διέκρινε μεγάλη ψυχική αναστάτωση.
Οι γονείς του άρχισαν να κάνουν διάφορες σκέψεις. Τον πίεσαν να ομολογήσει τον δράστη.
«Γλίστρησα» ψέλλισε.
Ο πατέρας του, ο Κώτσιος, ήταν πολύ ανήσυχος και θυμωμένος.
«Ποιος το έκανε αυτό στο παιδί μας; Ποιος μας μισεί τόσο; Θα το μάθω και θα τον σκοτώσω!» επαναλάμβανε.
Η μάνα του βγήκε ως την πόρτα και κοίταξε τον απέναντι λόφο με τους αειθαλείς θάμνους. Υπήρχε μια μικρή κατολίσθηση στην κορυφή του λόφου μας, από τις πολλές βροχάδες, που του έδινε μορφή ανθρώπου. Της φάνηκε πως ο λόφος είχε πρόσωπο και δάκρυζε από θλίψη. Χαμήλωσε το κεφάλι της, γύρισε στο δωμάτιο και πλησίασε στο κρεβάτι το πληγωμένο παιδί της.
«Ο δάσκαλος σού το ’καμε;» είπε χαμηλόφωνα ύστερα από ολιγόλεπτη σιωπή.
«Γλίστρησα, μάνα» είπε το παιδί με όση ψυχή μπορούσε.
•
Την πρώτη ημέρα που ο Λάμπρος έλειπε από το σχολείο, ο Περικλής μίλησε στα παιδιά για το ποτάμι. Ήταν πιο μαλακός και πιο ήρεμος. Τους μιλούσε συχνά για τον Άραχθο με καμάρι και θαυμασμό. Φανατικός ψαράς και κολυμβητής ο ίδιος, αγαπούσε ιδιαίτερα τον «Θεοπόταμο», όπως τον έλεγε, ή αλλιώς, «Μέγα». Τους ανέφερε τους λογοτέχνες που εμπνεύστηκαν από τον τρομερό ποταμό, και πολλές φορές τους μάθαινε ορολογίες· τη σούδα, τη γύρα, τη δέση, την περαταριά, τη σμίξη και πολλά ακόμα. Όταν μιλούσε για το ποτάμι, ήταν ένας άλλος άνθρωπος. Έλεγες πως κατοικούσαν μέσα του δυο διαφορετικοί κόσμοι. Αυτός του ποταμού και ο άλλος του Λάμπρου. Πάντως και οι δύο αυτοί κόσμοι είχαν το στοιχείο του ασυγκράτητου.
Όλοι γνωρίζαμε πως ο δάσκαλος ψάρευε στη στροφή του ποταμού, πάνω σ’ έναν βράχο όρθιος, με καλάμι που κατέληγε σε αγκίστρι. Πλούσιες ήταν οι σοδειές των ψαριών για όλες τις οικογένειες του τόπου. Καθόταν εκεί με τις ώρες μέχρι που νύχτωνε. Και τότε άκουγε τον αέρα που ερχόταν από τη βουνίσια άβυσσο μέσω της κοίτης του ποταμού, τους ήχους των πλατάνων και των λυγαριών, το κόασμα των βατράχων, όταν τα νερά λιγόστευαν. Ατένιζε τον βαθύ έναστρο ουρανό, και κατά τους καλοκαιρινούς μήνες την πανδαισία των πυγολαμπίδων. Χειμώνα καλοκαίρι πήγαινε συχνά τα απόβραδα στον βράχο και καθόταν συλλογισμένος με τις ώρες, είτε ψαρεύοντας είτε όχι.
Κάθε μέρα ο δάσκαλος μπαίνοντας στην τάξη ρωτούσε:
«Έχουμε νέα από τον Λάμπρο;» Κανείς δεν αποκρινόταν. Και καθώς περνούσαν οι μέρες ο δάσκαλος ίδρωνε μεμιάς και σκούπιζε το μέτωπό του. Κάθε επόμενη φορά όλο και πιο πολύ ίδρωνε. Με τον ίδιο τρόπο ίδρωσε κι ένα βράδυ στο καφενείο, όταν ρώτησε τον πατέρα του Λάμπρου κάπως με ενδιαφέρον:
«Τι γίνεται ο Λάμπρος; Θα έρθει στο σχολείο;»
«Καλύτερα μη ρωτάς, δάσκαλε. Όχι, δεν θα ξανάρθει» απάντησε εκείνος, και ο δάσκαλος ένιωσε μια αλλόκοτη ζέστη να τυλίγει τις σάρκες του και μια παράξενη δύσπνοια.
Έτσι ιδρωμένος και ζεστός ήταν κι εκείνο το απόβραδο στις αρχές του Μάρτη, εκεί στην ακροποταμιά, πάνω στον βράχο, κάνοντας πως ψαρεύει. Κοίταζε το ποτάμι, αλλά τα μάτια του μάλλον έβλεπαν πίσω του το μονοπάτι που οδηγεί στον λόφο με τα τρία σπίτια σε απόσταση, σχήματος ισοσκελούς τριγώνου. Το είχε πάρει απόφαση να επισκεφτεί αύριο κιόλας τον μαθητή του. Κοίταζε το ποτάμι αλλά τα μάτια του έβλεπαν μια γυναικεία φιγούρα φορτωμένη να φανερώνεται από το μονοπάτι μακριά και να έρχεται προς το μέρος του. Η φιγούρα όλο και πλησίαζε, πλησίαζε, και καθώς πλησίαζε, όλο και μεγάλωνε. Όταν ήρθε αρκετά κοντά, εύκολα διέκρινες τη μάνα του Λάμπρου με φορτωμένο το πληγωμένο ξανθό παιδί της. Το φόρτωσε για να το πάει ως εκεί, όπως φόρτωνε τα δεμάτια τριφυλλιού για να τα μεταφέρει από τα χωράφια στις καλύβες, γιατί το παιδί αντιδρούσε να πάει με τα πόδια. Ήθελε η μάνα να είναι κι αυτό παρόν στην πράξη.
Τον Λάμπρο η μάνα του τον γέννησε στα χωράφια, Ιούλιο μήνα. Μόνη της. Βογκούσε για ώρες, ώσπου άκουσε το πρώτο του κλάμα. Τον αφαλόκοψε μόνη της, τον σπαργάνωσε με το μεσοφόρι της, τον πήρε τρυφερά στην αγκαλιά της, και μόλις συνήλθε κάπως από τη γέννα, γύρισε σπίτι χλομή και πολύ ταλαιπωρημένη με το παιδί στην αγκαλιά της. Πόσες γυναίκες δεν είχαν πεθάνει μέσα σ’ αυτές τις άγριες συνθήκες! Εκείνη όμως έζησε. Έζησε και το παιδί. Του είχε ιδιαίτερη αδυναμία ως στερνοπούλι, και κάθε φορά που το θήλαζε, έλεγε: «Εσύ θα είσαι το τυχερό μου».
Η μάνα πλησίαζε όλο και πιο πολύ, αμίλητη και περίλυπη, με το στερνοπούλι φορτωμένο στη ράχη της. Κοντοστάθηκε για λίγο και κοίταξε τον δάσκαλο στα μάτια. Εκείνος ταράχτηκε και κατέβασε το βλέμμα του αμέσως.
Θυμήθηκε τη φράση της: «Εσύ θα είσαι το τυχερό μου». Σκοτείνιασε. Το αποσβολωμένο βλέμμα της έγινε ένα με τη ροή του ποταμού, το φύσημα του αγέρα, το σκοτάδι που κατέβαινε όλο και πιο βαθύ από την οροσειρά.
Ο Λάμπρος, κουρνιασμένος στην πλάτη της, φώναξε «Μη μάναααα...» δυνατά και σπαρακτικά. Η φωνή του
κάλυψε τον δυνατό πλαταγισμό στη σούδα του ποταμού, κάτω από τον βράχο, και κανείς δεν αντιλήφθηκε τίποτα. Το ποτάμι μας έφερε τη νύχτα μια πρωτοφανή κατεβασιά.
Όσο κι αν έψαξε η αστυνομία, ο δάσκαλος δεν βρέθηκε πουθενά. Έπειτα από έναν μήνα ήρθε μια νέα δασκάλα με ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια. Στα χείλη των παιδιών άνθισαν μικρά χαμόγελα. Ο Λάμπρος δεν πήγε ξανά σχολείο. Καμιά φορά περνούσε από τον μύλο, το ρυάκι με τις καλαμιές, και έφτιαχνε δίαυλους μουσικούς. Πήγαινε στο προαύλιο του σχολείου και παρατηρούσε από μακριά τα παιδιά να παίζουν. Τα συνόδευε με την αυτοσχέδια μουσική του δακρύζοντας.
Ένα βράδυ, μήνες αργότερα, άκουσε τον πατέρα του γυρίζοντας από το καφενείο να λέει στη μάνα του:
«Λένε πως βρέθηκε ο δάσκαλος στη θάλασσα, πνιγμένος. Μα τι δουλειά είχε ο Περικλής στη θάλασσα; Άλλος θα είναι» είπε σαστισμένος.
«Άλλο και τούτο. Λες να πήρε του ποταμού και να έφτασε στη θάλασσα; Άλλος θα είναι» είπε εκείνη και συνέχισε το μοίρασμα του φαγητού.
Εκείνο το βράδυ δείπνησαν αμίλητοι, ο Λάμπρος και οι γονείς του. Ίσως και οι τρεις να σκέφτονταν το ίδιο πράγμα.
14. Φωνάζω δυνατά και παρατεταμένα με ηχώ (διώχνω).,