Πολύ πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ποιείν η δεύτερη ποιητική συλλογή του Χρήστου Ανδριόπουλου. Τιτλοφορείται "Ταξιδιώτες της βροχής". 40 ποιήματα,τα περισσότερα έμμετρα, συνθέτουν το έργο.Λόγος ευθύβολος,μεστός,με ζωντανές εικόνες κι έντονα συναισθήματα! Ο έρωτας,οι σχέσεις,τα όνειρα,οι προσδοκίες,οι ματαιώσεις, είναι κάποια από τα θέματα που πραγματεύεται ο δημιουργός. Θα γνωρίσουμε οκτώ ποιήματα αυτής της δουλειάς και θα ευχηθούμε να είναι ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΗ!
Νοέμβρης
Νοέμβρης μπήκε και τα φύλλα θα σκορπίσουν
Και σαν χαλί θα απλωθούν πάνω στο χώμα
Και τις στιγμές, που δεν πρόλαβαν να ζήσουν
θα καρτερούν να ονειρευτούνε το χειμώνα
Σαν απλωμένες σκόρπιες κίτρινες σελίδες
Ημερολόγια που πετούν σαν χελιδόνια
Κυνηγημένες της νυκτός ασημαχτίδες
Καταδικάστηκαν να λάμπουνε αιώνια
Στους ουρανούς τους σκοτεινούς για να φωτίζουν
Και στα αόρατα ουράνια τα κάστρα
Θεούς που χάθηκαν πίσω να τους γυρίζουν
Σαν τα σβησμένα τα χαμένα μας τα άστρα
Νοέμβρης μπήκε και η φύση θα νεκρώσει
Και εσύ θα στέκεσαι αγέρωχα στο μνήμα
Ίσως η άνοιξη να σε έχει πια στοιχειώσει
Σαν τούτο εδώ το στοιχειωμένο μου το ποίημα
Μες τη φθορά του φθινοπώρου τι ελπίζεις;
Και τι γεννιέται όταν η φύση αργοπεθαίνει;
Κι αν την ελπίδα σου αργά τη ροκανίζεις
Πριν έρθει η άνοιξη για πες μου τι απομένει;
Τέλος Νοέμβρη θα προσμένεις το χειμώνα
Και η παγωμένη του αγκαλιά θα σου θυμίσει
Πως άμα αντέξουμε μαζί ξανά στα χιόνια
Πάλι η άνοιξη με όνειρα θ' ανθίσει
Και σαν χαλί θα απλωθούν πάνω στο χώμα
Και τις στιγμές, που δεν πρόλαβαν να ζήσουν
θα καρτερούν να ονειρευτούνε το χειμώνα
Σαν απλωμένες σκόρπιες κίτρινες σελίδες
Ημερολόγια που πετούν σαν χελιδόνια
Κυνηγημένες της νυκτός ασημαχτίδες
Καταδικάστηκαν να λάμπουνε αιώνια
Στους ουρανούς τους σκοτεινούς για να φωτίζουν
Και στα αόρατα ουράνια τα κάστρα
Θεούς που χάθηκαν πίσω να τους γυρίζουν
Σαν τα σβησμένα τα χαμένα μας τα άστρα
Νοέμβρης μπήκε και η φύση θα νεκρώσει
Και εσύ θα στέκεσαι αγέρωχα στο μνήμα
Ίσως η άνοιξη να σε έχει πια στοιχειώσει
Σαν τούτο εδώ το στοιχειωμένο μου το ποίημα
Μες τη φθορά του φθινοπώρου τι ελπίζεις;
Και τι γεννιέται όταν η φύση αργοπεθαίνει;
Κι αν την ελπίδα σου αργά τη ροκανίζεις
Πριν έρθει η άνοιξη για πες μου τι απομένει;
Τέλος Νοέμβρη θα προσμένεις το χειμώνα
Και η παγωμένη του αγκαλιά θα σου θυμίσει
Πως άμα αντέξουμε μαζί ξανά στα χιόνια
Πάλι η άνοιξη με όνειρα θ' ανθίσει
Tabula Rasa
Σε μια κόλλα από χαρτί θα ζωγραφίσω
Τις βαρκούλες στων ονείρων μου το δρόμο
Με σιωπές χρωματιστές θα τις οπλίσω
Να διαλύσουν των υφάλων μου τον πόνο
Μετρικά αναμετρώ τον εαυτό μου
Και στα ίσια σκιαγραφώντας με μελάνι
Καταθέτω την ψυχή και το μυαλό μου
Στα ταξίδια που μαζί είχαμε κάνει
Στο χαρτί αντικριστά βλέπω εσένα
Εαυτέ μου να κρυφτείς δεν θα μπορέσεις
Σκέψεις λόγια με επιμέλεια κρυμμένα
Να κρατήσεις μυστικά δεν θα αντέξεις
Σε ένα άγραφο χαρτί tabula rasa
Και με όνειρα που κάναμε παρθένα
Θα σε ''δώσω'' εαυτούλη μου μπαγάσα
Να μην μείνουνε τα όνειρα θαμμένα
Κυθέρεια Θεά
Απόψε μίλαγα, μ' ένα κοχύλι
Που είχε γεννήσει με λαχτάρα η αμμουδιά
Θα σου φιλήσει αχ, τα δυο σου χείλη
Θα ευωδιάζεις σαν Κυθέρεια Θεά
Απόψε έπλεξες, με ένα αστέρι
Τα μακριά φουρτουνιασμένα σου μαλλιά
Και θα εκπνέεις φως, φάρου αγέρι
Για να το βλέπουν τα καΐκια από μακριά
Λουλούδια ολάνθιστα, στο φόρεμά σου
Απ' των Κυθήρων μια κρυμμένη αμυγδαλιά
Θείο είν' ένδυμα, η ομορφιά σου
Και η Αφροδίτη πια μπροστά σου ωχριά
Αγγελοφόρετη, ουράνια λάμψη
Θαλασσοκέντητη γαλάζια ομορφιά
Κλείνω τα μάτια και στέκω μπροστά σου
Ένας θνητός που λαχταράει μια Θεά
Τον είδα
Τον είδα στα υπόγεια χαλάσματα του ονείρου
Τον είδα να αιμορραγεί στα άδυτα του κάστρου
Τον είδα σαν χαρταετό μες τη φωλιά του άστρου
Τον είδα σαν κρινάκι μέσα στα νερά του Νείλου
Τον είδα ν' αρμενίζει με βαρκούλα του θανάτου
Και τρέχαν οι πληγές του στις σελίδες κάποιας βίβλου
Τον είδα να προδίδεται απ' το φιλί του ''φίλου''
Τον είδα να λυσσομανούν στο σώμα του χειμώνες
Περπάταγε σ' ερήμους και ζωγράφιζε λειμώνες
Τον είδα να καρφώνεται στο σταύρωμα του ξύλου
Και είδα μες τα μάτια Του ν' ανθίζουν ανεμώνες
Και λιώναν τα καρφιά Του από τη φωτιά του ήλιου
Τον είδα να λατρεύεται στα όρια του θρύλου
Τον είδα να υψώνεται μαζί με τους ανέμους
Τον είδα εκεί στα σκοτεινά με Λάζαρους θαμμένους
Να αγκαλιάζει το φονιά του μυστικού Του δείπνου
Γλυκό ψωμί μετάνοιας να δίνει στους χαμένους
Τα μάτια Του δυο πυρκαγιές συγχώρεσης και οίκτου
Άνεμος
Ρωτώ τον άνεμο που πάει σαν νυχτώνει
Τις άδειες νύχτες που τα θέλω μου σκορπά
Πόθοι γυμνοί και τυλιγμένοι στο σεντόνι
Και συ σαν όνειρο ντυμένο με φτερά
Που δανεικά στα ζήτησα για να πετάξω…
Μιλώ στ' αστέρια αν σε είδαν πριν χαράξει
Μα τρεμοσβήνουν και αυτά πριν την αυγή
Ρωτώ τον ήλιο αν σε έχει αντικρίσει
Κι αυτός με καίει μου στεγνώνει τη ζωή
Μα 'γω θα έρθω κι ας πονάω κι ας με βλάψω…
Πες μου βρε άνεμε ξανά θα σε ρωτήσω
Ποιας Μούσας γέννημα να είναι θεϊκό
Αχ το κορμάκι της να είχα να ποιήσω
Με λάγνους στίχους και μελάνι αιθερικό
Έρχομαι τώρα στην φωτιά της κι ας με κάψω…
Τις άδειες νύχτες που τα θέλω μου σκορπά
Πόθοι γυμνοί και τυλιγμένοι στο σεντόνι
Και συ σαν όνειρο ντυμένο με φτερά
Που δανεικά στα ζήτησα για να πετάξω…
Μιλώ στ' αστέρια αν σε είδαν πριν χαράξει
Μα τρεμοσβήνουν και αυτά πριν την αυγή
Ρωτώ τον ήλιο αν σε έχει αντικρίσει
Κι αυτός με καίει μου στεγνώνει τη ζωή
Μα 'γω θα έρθω κι ας πονάω κι ας με βλάψω…
Πες μου βρε άνεμε ξανά θα σε ρωτήσω
Ποιας Μούσας γέννημα να είναι θεϊκό
Αχ το κορμάκι της να είχα να ποιήσω
Με λάγνους στίχους και μελάνι αιθερικό
Έρχομαι τώρα στην φωτιά της κι ας με κάψω…
Ασημαχτίδα
Γιατί τόσο παράξενη η αίσθηση φιλιού σου
Που αναπολούσε τ' όνειρο σε μια άλλη εποχή
Το πάθος κι η βραχνή φωνή του αναστεναγμού σου
Που θάμπωνε τα τζάμια που κυλούσε η βροχή
Πριν αρνηθώ το ονειρικό ταξίδι του κορμιού σου
Μείναμε μόνοι εκεί στου πάρκου τη χειμερινή σιωπή
Δύο λυγμοί, δύο καρδιές, μα σιωπά ο νους σου
Που τρεις φορές μ' αρνήθηκε με στείρα λογική
Αν ήξερες τη δύναμη που έχει η ψυχή σου
Αν ήξερα να χειριστώ τ' ανόητά μου πάθη
Όταν σε πλήγωσα βαθιά και έμεινες μοναχή σου
Ξέρω δεν θα άφηνα ποτέ να νιώσεις το αγκάθι
Το μαύρο τριαντάφυλλο που κράτησες στα χέρια
Και μάτωσε το όνειρο και έγινε εφιάλτης
Μα εκεί που όλα θάμπωσαν, έδωσες φως στ' αστέρια
Ασημαχτίδα που νικά στο όνομα της αγάπης
Και όταν όλα τέλειωσαν και χώρισαν οι δρόμοι
Και απεμακρύνθη το όνειρο σε γκρίζο μονοπάτι
Μια λάμψη εκεί γεννήθηκε που σκιάζονται οι φόβοι
Ασημαχτίδα ονειρική, εγώ σε λέω αγάπη…
Που αναπολούσε τ' όνειρο σε μια άλλη εποχή
Το πάθος κι η βραχνή φωνή του αναστεναγμού σου
Που θάμπωνε τα τζάμια που κυλούσε η βροχή
Πριν αρνηθώ το ονειρικό ταξίδι του κορμιού σου
Μείναμε μόνοι εκεί στου πάρκου τη χειμερινή σιωπή
Δύο λυγμοί, δύο καρδιές, μα σιωπά ο νους σου
Που τρεις φορές μ' αρνήθηκε με στείρα λογική
Αν ήξερες τη δύναμη που έχει η ψυχή σου
Αν ήξερα να χειριστώ τ' ανόητά μου πάθη
Όταν σε πλήγωσα βαθιά και έμεινες μοναχή σου
Ξέρω δεν θα άφηνα ποτέ να νιώσεις το αγκάθι
Το μαύρο τριαντάφυλλο που κράτησες στα χέρια
Και μάτωσε το όνειρο και έγινε εφιάλτης
Μα εκεί που όλα θάμπωσαν, έδωσες φως στ' αστέρια
Ασημαχτίδα που νικά στο όνομα της αγάπης
Και όταν όλα τέλειωσαν και χώρισαν οι δρόμοι
Και απεμακρύνθη το όνειρο σε γκρίζο μονοπάτι
Μια λάμψη εκεί γεννήθηκε που σκιάζονται οι φόβοι
Ασημαχτίδα ονειρική, εγώ σε λέω αγάπη…
Χρώματα
Χύθηκαν μπογιές στη νέα μέρα
Κέρασαν με χρώματα το γκρίζο περιβάλλον
Χρωματομορφή μες τον αέρα
Μία ζωγραφιά μ' ελπίδας ντύμα θα 'ναι μάλλον
Άνοιξε τα φύλλα της καρδιάς σου
Άνοιξη να μπει στον κρύο σκοτεινό χειμώνα
Χρώμα να γεμίσει ο καμβάς σου
Κόκκινα λουλούδια να φυτρώσουν μες τα χιόνια
Μια βαρκούλα θέλει ν' αρμενίσει
Έξω απ' τα όρια ενός ασφαλούς λιμένα
Σε βαθιά νερά να αμολήσει
Κι άγνωστα νησάκια για να βρει κρυφά παρθένα
Όνειρα που είχες αγνοήσει
Κάνω αναπαράσταση μπροστά σου σαν ταινία
Μέσα στις οθόνες των ματιών σου
Βλέπω του εαυτού μου την κρυμμένη αγωνία
Τα παλιά φεγγάρια που έχουν σβήσει
Μάζεψα και τ' άναψα σαν άστρα μπρος σου φως μου
Θα σου τα χαρίσω πριν τη δύση
Φώτισε αν θέλεις τις κρυφές γωνιές του κόσμου
Σ'όλη τη φθορά τ'άχρονου χρόνου
Μοίρες μ'αλυσίδες κι αν τυλίξαν τη χαρά μας
Στα κρυφά υπόγεια του πόνου
Σ'ονειροπαγίδα μοναξιάς νωθρά όνειρά μας
Πίσω απ' τα σκοτάδια που είχαν κρύψει
Όλων των χρωμάτων τη γλυκιά μας μελωδία
Άγγελο σου φέρνω για να ρίξει
Χρώμα στον καμβά μας με αγγελική μαγεία
Δυο φτερά ζωγράφισε στους ώμους
Άπειρες μπογιές έχει η παλέτα του ονείρου
Ονειροφτερά για ονειροδρόμους
Και έλα να πετάξουμε ως τα σύνορα του απείρου
Κέρασαν με χρώματα το γκρίζο περιβάλλον
Χρωματομορφή μες τον αέρα
Μία ζωγραφιά μ' ελπίδας ντύμα θα 'ναι μάλλον
Άνοιξε τα φύλλα της καρδιάς σου
Άνοιξη να μπει στον κρύο σκοτεινό χειμώνα
Χρώμα να γεμίσει ο καμβάς σου
Κόκκινα λουλούδια να φυτρώσουν μες τα χιόνια
Μια βαρκούλα θέλει ν' αρμενίσει
Έξω απ' τα όρια ενός ασφαλούς λιμένα
Σε βαθιά νερά να αμολήσει
Κι άγνωστα νησάκια για να βρει κρυφά παρθένα
Όνειρα που είχες αγνοήσει
Κάνω αναπαράσταση μπροστά σου σαν ταινία
Μέσα στις οθόνες των ματιών σου
Βλέπω του εαυτού μου την κρυμμένη αγωνία
Τα παλιά φεγγάρια που έχουν σβήσει
Μάζεψα και τ' άναψα σαν άστρα μπρος σου φως μου
Θα σου τα χαρίσω πριν τη δύση
Φώτισε αν θέλεις τις κρυφές γωνιές του κόσμου
Σ'όλη τη φθορά τ'άχρονου χρόνου
Μοίρες μ'αλυσίδες κι αν τυλίξαν τη χαρά μας
Στα κρυφά υπόγεια του πόνου
Σ'ονειροπαγίδα μοναξιάς νωθρά όνειρά μας
Πίσω απ' τα σκοτάδια που είχαν κρύψει
Όλων των χρωμάτων τη γλυκιά μας μελωδία
Άγγελο σου φέρνω για να ρίξει
Χρώμα στον καμβά μας με αγγελική μαγεία
Δυο φτερά ζωγράφισε στους ώμους
Άπειρες μπογιές έχει η παλέτα του ονείρου
Ονειροφτερά για ονειροδρόμους
Και έλα να πετάξουμε ως τα σύνορα του απείρου
Ψυχοφθόρες μου αγάπες
Η ζωή είναι γυναίκα κάποια κάποτε είχε πει
Σαν γυναίκα σαν πλανεύτρα σαν θεά που αιμορραγεί
Και απ' τα ανώριμά μου χρόνια με τραβούν εδώ και εκεί
Μη μπορώντας να αντιδράσω να μην χάσω το φιλί
Έσπειρα ανθούς στα δάση, να θερίσω εγωισμούς
Να μην μείνουν το χειμώνα να μετράνε τους καημούς
Έτρεξα και σε μαντεία για να πάρω τους χρησμούς
Και το πλήρωσα με αίμα σε θεούς δαιμονικούς
Απ' τα παιδικά μου χρόνια κυνηγούσα θηλυκά
Και όταν πέφταν στα σεντόνια τους μιλούσα μαγικά
Μα όταν πέρναγε η νύχτα και είχε σπάσει το κορμί
Λέγαμε μια καλημέρα και ύστερα βαθιά σιωπή
Τα παρθένα όνειρά μου τα κρατάω σε εγκλεισμό
Μη σκορπίσουν στον αέρα σαν το άδειο μου εγώ
Στους ανήλιαγους χειμώνες να ζητάνε λίγο φως
Να επιστρέφουνε στον ύπνο να ζεσταίνεται ο καημός
Απ' τα ανείπωτά μου θέλω μυστικά ηδονικά
Τώρα με μοιράζουν δύο στην κλεμμένη τους χαρά
Με τη μια είμαι δεμένος με αιώνια μαγικά
Με την άλλη έχω πετάξει απ` τα αστέρια πιο μακριά
Σαν γυναίκα σαν πλανεύτρα σαν θεά που αιμορραγεί
Και απ' τα ανώριμά μου χρόνια με τραβούν εδώ και εκεί
Μη μπορώντας να αντιδράσω να μην χάσω το φιλί
Έσπειρα ανθούς στα δάση, να θερίσω εγωισμούς
Να μην μείνουν το χειμώνα να μετράνε τους καημούς
Έτρεξα και σε μαντεία για να πάρω τους χρησμούς
Και το πλήρωσα με αίμα σε θεούς δαιμονικούς
Απ' τα παιδικά μου χρόνια κυνηγούσα θηλυκά
Και όταν πέφταν στα σεντόνια τους μιλούσα μαγικά
Μα όταν πέρναγε η νύχτα και είχε σπάσει το κορμί
Λέγαμε μια καλημέρα και ύστερα βαθιά σιωπή
Τα παρθένα όνειρά μου τα κρατάω σε εγκλεισμό
Μη σκορπίσουν στον αέρα σαν το άδειο μου εγώ
Στους ανήλιαγους χειμώνες να ζητάνε λίγο φως
Να επιστρέφουνε στον ύπνο να ζεσταίνεται ο καημός
Απ' τα ανείπωτά μου θέλω μυστικά ηδονικά
Τώρα με μοιράζουν δύο στην κλεμμένη τους χαρά
Με τη μια είμαι δεμένος με αιώνια μαγικά
Με την άλλη έχω πετάξει απ` τα αστέρια πιο μακριά
Βιογραφικό σημείωμα
Ονομάζομαι Χρήστος Ανδριόπουλος και είμαι γεννημένος στην Πάτρα το 1974. Μένω και εργάζομαι στο Ριόλο Αχαΐας και έχω εκδώσει δύο βιβλία ποίησης,το πρώτο με 20 έμμετρα ποιήματα με τον τίτλο "Στον κήπο με τ' αγάλματα" και το δεύτερο με τίτλο ''Ταξιδιώτες της βροχής΄΄,με 40 ποιήματα, τα περισσότερα έμμετρα... Επίσης συμμετέχω με πέντε ποιήματα στο συλλογικό έργο ''Τεχνών συναπαντήματα. Του έρωτα το κόκκινο''. Παράλληλα γράφω στίχους και δημιουργώ τραγούδια με τους συνεργάτες μου!! Τα ποιήματα που παρουσιάζω εδώ, είναι από την δεύτερη ποιητική μου συλλογή!! Κάποια από αυτά είναι βιωματικά και κάποια είναι απλώς,''ταξίδια του μυαλού και της ψυχής''... Ελπίζω να σας αρέσει, να ταυτιστείτε και να σας ταξιδέψει!!
Βρείτε το βιβλίο "Ταξιδιώτες της βροχής" του Χρήστου Ανδριόπουλου στους παρακάτω συνδέσμους:
Βρείτε το βιβλίο "Ταξιδιώτες της βροχής" του Χρήστου Ανδριόπουλου στους παρακάτω συνδέσμους: