Μάχη Τζαβέλλα: "ήρεμα φεύγω"- γράφει η Αγγελική Καραπάνου

Μάχη Τζαβέλλα: "ήρεμα φεύγω"- γράφει η Αγγελική Καραπάνου

" ήρεμα φεύγω"-ΜΑΧΗ ΤΖΑΒΕΛΛΑ

γράφει η Αγγελική Καραπάνου

     Μια μόνο στιγμή μπορεί να ανατρέψει καταλυτικά και αδυσώπητα τη ροή της ζωής κάθε ανθρώπου. Κι από κείνη την ώρα καλείται με όση ωριμότητα έχει κατακτήσει να παλέψει να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα. Μια τέτοια κακιά ώρα, ένα τροχαίο ατύχημα, είναι η αφετηρία της πλοκής του βιβλίου που θα δούμε. Είναι το συμβάν που πυροδοτεί το θέμα της νουβέλας "ήρεμα φεύγω" της Μάχης Τζαβέλλα, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γκοβόστη τον Νοέμβριο του 2020.
    Το έργο που ολοκληρώνεται σε 165 σελίδες, εξελίσσεται στη σύγχρονη Ελλάδα της κρίσης, σε μια υποβαθμισμένη συνοικία του κέντρου, με έντονο το μεταναστευτικό ρεύμα κι εμφανή τα σημάδια της οικονομικής δυσκαμψίας. Το σπίτι που διαδραματίζεται κατά κύριο λόγο η ιστορία είναι ένα διαμέρισμα πενήντα τετραγωνικών με φθηνό ενοίκιο και βασικές ανέσεις.
    Κεντρικός ήρωας είναι ο Γκλεν (Βαγγέλης), μοναχογιός μιας μικροαστικής οικογένειας με αρρωστημένη σχέση εξάρτησης με τη μητέρα του και συναισθηματικής αποστασιοποίησης με τον πατέρα του, που τον είχαν βάλει μάνα και γιος στο περιθώριο.
    Ο γιος από τη στιγμή της γέννησής του κι ως τουλάχιστον την εφηβεία του βιώνει ένα σκηνικό ύποπτης φροντίδας από τη γυναίκα που τον γέννησε, η οποία παραγκωνίζει ερωτικά και συναισθηματικά τον άντρα της. Η μάνα κοιμάται με τον γιο, τον κάνει μπάνιο ως μεγάλη ηλικία ερωτοτροπώντας μαζί του κι ενθαρρύνοντας την προσκόλληση. Ο πατέρας παρακολουθεί σοκαρισμένος κι άβουλος αυτό τον παρακμιακό σύνδεσμο, κατέχοντας τον ρόλο που του έδωσαν ,του οικονομικού συντηρητή της οικογένειας και του κομπάρσου. «Μια ζωή χωμένος στις φούστες της,Βαγγέλη, εσείς οι δυο κι εγώ σαν επισκέπτης. Μόλις γεννήθηκες το κρεβάτι τέρμα με τη μάνα σου. Έκανα να την ακουμπήσω ό,τι είχες σαραντίσει κι αυτή έπιασε και μου παραμέρισε το χέρι. Τέτοια ήταν η μοίρα και το τυχερό μου». (σελ.58)
     Ο χαϊδεμένος Γκλεν τελειώνει το σχολείο κι εισάγεται στο πανεπιστήμιο, για να το παρατήσει έναν χρόνο μετά, όταν πέθανε η μητέρα του. Είχε συνηθίσει να βλέπει τη μητρική φιγούρα ως πηγή ασφάλειας κι ερωτισμού και την πατρική ως σύμβολο αντιπαλότητας. «τι ήθελες να κάνω; Η μαμά βρήκε να πεθάνει ένα χρόνο μετά που μπήκα στο πανεπιστήμιο. Ας μην έφευγε, να τελείωνα…Μην κοιτάς εσύ που βολεύτηκες σ’ένα δημόσιο κι όλα μια χαρά». (σελ.17)
    Ο Βαγγέλης ακολουθεί ένα μοτίβο αποτυχημένων επαγγελματικών εγχειρημάτων που εξανεμίζουν κάθε οικονομικό τους πόρο. Ανοίγει σταδιακά τρεις επιχειρήσεις και πολύ γρήγορα τις κλείνει. Έπειτα δουλεύοντας περιστασιακά ως ντελιβεράς παθαίνει ένα τροχαίο ατύχημα ,με το οποίο ακρωτηριάζεται μέρος και των δυο του χεριών. Βρίσκεται λοιπόν αντιμέτωπος με έναν πατέρα που συχνά τσακώνεται μαζί του,αλλά τον βοηθά ουσιαστικά στις πιο βασικές του ανάγκες.
    Ο Γκλεν δείχνει ν’ αδιαφορεί για το πώς νιώθει το μοναδικό του στήριγμα και δε συνεργάζεται μαζί του για να καλυτερέψει τις συνθήκες διαβίωσής τους. Δεν πάει καν στα ραντεβού στις ιατρικές επιτροπές για να εξασφαλίσει ένα επίδομα αναπηρίας. «Εγώ να στέκομαι στις ουρές και να λύνω τις εκκρεμότητες και αυτός να χάνει ακόμα και τα ραντεβού και να μην εμφανίζεται στις επιτροπές για τα μάτια της τσούλας…αν είναι δυνατόν!» (σελ.24)
     Όλη του η ζωή περιορίζεται σε γνωριμίες με γυναίκες πληρωμένου έρωτα, διαδικτυακές επαφές και την αρρωστημένη φαντασίωση της μάνας που όσο ζούσε ενθάρρυνε μια οιδιπόδεια σχέση. «Η μάνα του αιτία όλων των κακών. Πίσω από το φουστάνι της από το πρώτο βήμα κι αυτό το συνήθειο δεν το έκοψε ποτέ. Και εγώ στην άκρη…» (σελ.24) «Το σερφάρισμα στα διάφορα σάιτ γνωριμιών, η αναζήτηση και επιδίωξη συνομιλιών με καινούργιες υποψήφιες γνωριμίες είχαν μετατραπεί σε βασική του ενασχόληση. (σελ.29)
     Ως διέξοδο στον εφιάλτη που ζουν ο Γκλεν σχεδιάζει τη δημιουργία μας διαδικτυακής κοινότητας συσπείρωσης ατόμων με αναπηρία,από την οποία προσδοκά να βγάζει και τα προς το ζην. « Η δική του ιντερνετική σελίδα,όπως οραματιζόταν τη λειτουργία της,θα μπορούσε να του λύσει το πρόβλημα βιοπορισμού και,γιατί όχι,να του εξασφαλίσει κάποια οικονομική άνεση». (σελ.29)
     Ο πατέρας του βυθίζεται στην κατάθλιψη, για τα κενά της προηγούμενης ζωής του ,τη μιζέρια της καθημερινότητας και την αβεβαιότητα του μέλλοντος. Αρχικά σκέφτεται να σκοτώσει τον γιο του για να τον απαλλάξει από τα βάσανά του, αλλά στη συνέχεια αυτοκτονεί. «…πώς να το κάνω για να ησυχάσει από τη ζωή που τον περιμένει,μια ζωή κόλαση…».(142)  «Το μόνο που μπορώ να πάρω παιδί μου τώρα είναι μια μικρή στροφή. Να στρέψω προς την πόρτα,να πάω μέχρι το μπαλκόνι ή καλύτερα να πάρω φόρα από δω μέσα και να πέσω και να γίνω κομμάτια στο τσιμέντο. Μια και καλή». (σελ.56)
      Από κείνη τη στιγμή ο Γκλεν παλεύει να μαζέψει τα κομμάτια του. Η εικόνα της λατρεμένης του μητέρας ξεπέφτει στα μάτια του σε αμφιλεγόμενη μορφή. Η σχεδόν αντιπαθητική παρουσία του πατέρα του καλύπτεται από τα μαύρα τούλια των τύψεων και των αναπάντητων ερωτηματικών.Οι άλλοτε αγαπημένες σεξουαλικές του συντροφιές σταδιακά τον αφήνουν αδιάφορο. Ο ένας και μοναδικός του φίλος κατακρημνίζεται στη συνείδησή του. Οι συγγενείς του πατέρα του αρχικά σπεύδουν να τον βοηθήσουν,αλλά σύντομα τους απομακρύνει ο ηδονιστικός και παραιτημένος κύκλος ζωής του.
    Η συγγραφέας Μάχη Τζαβέλλα αποτυπώνει αριστοτεχνικά τις ψυχολογικές μεταπτώσεις του βασικού της ήρωα, που ισορροπεί μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, λογικής και παράνοιας. Ζωγραφίζει ένα μεγάλο παιδί, κακομαθημένο κι ανεύθυνο που καλείται στα τριάντα πέντε του με βίαιο τρόπο να ενηλικιωθεί και να πάρει στα σακατεμένα του χέρια τα ηνία της ζωής του. Πρώτα όμως πρέπει ν’αναμετρηθεί με τις σκιές του πρότερου βίου του για να ρίξει φως στα εσωτερικά του σκοτάδια.
      Πολύ ενδιαφέρουσα είναι κι η κλιμάκωση της συμπεριφοράς των δευτερευόντων χαρακτήρων κι η εξελικτική τους πορεία. Ο φίλος Χριστάκος που σιγοντάριζε κάθε τρέλα του Γκλεν και μετά την αυτοχειρία του πατέρα του τον κρίνει. Η θεία κι η ξαδέρφη που πρώτα συντρέχουν τον νέο και μετά τον απορρίπτουν και χάνονται.Η παθητική αλλοδαπή ερωμένη Άντριαν που στην αρχή υπέκυπτε σε κάθε καπρίτσιο του εγωκεντρικού Γκλεν και σταδιακά αποδεσμεύεται.
       Το τέλος του έργου γράφεται με αποσιωπητικά. Βλέπουμε τον Γκλεν να σπάει τη φωτογραφία της μητέρας του στο νεκροταφείο και να αισθάνεται απόγνωση για τα χαμένα χρόνια με τον πατέρα του. «Φώναζε χαρακτηρίζοντάς την σιχαμένη και ξεδιάντροπη,πατώντας με μανία τη φωτογραφία της». (σελ.165) «Αν κάτι τον πλήγωνε περισσότερο ήταν το γεγονός ότι δεν είχε πια κανένα περιθώριο να διορθώσει τη σχέση του με τον πατέρα του. Και ας πίστευαν όλοι ότι όφειλε να είχε καταλάβει ή τουλάχιστον να έχει διαισθανθεί την αλλαγή του, τα σχέδιά του για αυτοκτονία και να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για να τον αποτρέψει». (σελ.164)
      Ο ήρωας σκοτώνει τα είδωλα του παρελθόντος και μια αχτίδα φωτός διαφαίνεται στον ορίζοντα. «Περπατώντας προς την έξοδο και αφήνοντας πίσω του τα μνήματα,παγωμένος,απροστάτευτος,μόνος,ύψωσε το βλέμμα του προς τον ουρανό και διέκρινε μερικά αστέρια να έχουν ήδη ξεμυτίσει εδώ και εκεί, μικρές κουκκίδες φωτός στο απέραντο μαύρο». (σελ.165)
     Η λογοτέχνιδα επιτυγχάνει να καταπιαστεί με θέματα όπως η αναπηρία, οι ενδοοικογενειακές σχέσεις, η ψυχική υγεία, η κοινωνική κι η οικονομική περιθωριοποίηση, η πολλαπλή ανθρωπιστική κρίση, χωρίς να λυγίσει από το βάρος τους και δίχως να πέσει στην παγίδα του μελοδραματισμού. Καταφέρνει να συνθέσει χαρακτήρες στέρεους και δυναμικά εξελισσόμενους. Εναλλάσσει μαστόρικα τα πρόσωπα της αφήγησης από τρίτο σε πρώτο κάνοντας την αφήγηση πολύχρωμη. Κάνει επιτυχημένα φλας μπακ , συγκινητικούς κι εναργείς εσωτερικούς μονολόγους, ζωντανούς διαλόγους. Αξιοποιεί ευρήματα που φορτίζουν έντονα την αφήγηση και προκαλούν συγκίνηση στον αναγνώστη, όπως παράδειγμα τον πατέρα που νιαουρίζει ως σύμπτωμα απελπισίας,τον γιο που διαβάζει ανεπίδοτα γράμματα του αυτόχειρα πατέρα. Ο λόγος της είναι τολμηρός, αφτιασίδωτος, συμβατός με τις άγριες συνθήκες που τοποθετείται, τις κόκκινες γραμμές που αγγίζουν οι ήρωες και το λεξιλόγιο της σύγχρονης εποχής. Δίνει στον αναγνώστη ένα σκληρά ρεαλιστικό, αλλά ταυτόχρονα ένα συνταρακτικό κι αφυπνιστικό βιβλίο. Θα ευχηθώ στη συγγραφέα  δημιουργική συνέχεια και στο βιβλίο πολλά ακόμα ΤΑΞΙΔΙΑ!

Βιογραφικό σημείωμα συγγραφέα Μάχης Τζαβέλλα


Γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1968 στο Μαντείο Δωδώνης. Zει στην Αθήνα. Βιβλία της: "Κόκκινος Αύγουστος", 2015 εκδόσεις γραφομηχανή, "Φτερά παγωνιού", 2017 εκδόσεις Γκοβόστη, “ήρεμα φεύγω”, 2020 εκδόσεις Γκοβόστη.Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικά έργα: "Οδός Δημιουργικής Γραφής" αρ. 2, 2013 εκδόσεις Οσελότος, "Ανθολογία Σύντομου Διηγήματος", 2014 εκδόσεις γραφομηχανή και σε λογοτεχνικά διαδικτυακά περιοδικά.

Βρείτε τη νουβέλα της Μάχης Τζαβέλλα "ήρεμα φεύγω" στον παρακάτω σύνδεσμο:


https://www.govostis.gr

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;