Στις αρχές του 2024 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Έναστρον η δεύτερη ποιητική συλλογή της Αφροδίτης Κατσαδούρη. Τιτλοφορείται "Η σάρκα στάζει στο μπαλκόνι" κι απαρτίζεται από ογδόντα εφτά ποιήματα. Η ματιά της δημιουργού γνήσια στοχαστική. Ακουμπάει στα κοινωνικά αδιέξοδα και τις μικροχαρές του σύγχρονου ανθρώπου, έχει ταξική ευαισθησία και ξεκάθαρες θέσεις. Η φτώχεια, η πεζότητα του καθημερινού βίου, η έπαρση της εξουσίας, η επαγγελματική εξαθλίωση, τα ματωμένα όνειρα, η καταδυνάστευση της γυναίκας και των αδύναμων, η μετανάστευση είναι κάποια από τα θέματα που καταπιάνεται. Δε λείπουν από το βιβλίο και τα ποιήματα με παρόντα και μάχιμο τον έρωτα. Οι μορφές της αρχαιοελληνικής μυθολογίας, τα ιστορικά υπαρκτά πρόσωπα ζουν άλλες ζωές και περιδιαβαίνουν στο σήμερα. Ο λόγος της ποιήτριας χυμώδης, αφτιασίδωτος και συγκινητικός. Ο τόνος του δηκτικός, άφοβος, τολμηρός. Η οργή κι η λύπη γίνονται καταγγελτικές ιαχές, παιδικά γέλια και παράπονα. Το ρεαλιστικό στοιχείο συνομιλεί συναρπαστικά με το παράδοξο. Θα δούμε δέκα υπέροχα ποιήματα! Εύχομαι το βιβλίο να γνωρίσει πολλές αναγνώσεις!
Μήτρα ταχύτητας
Γιατί δεν κάνεις λένε ένα παιδί
να σε πηγαίνει στις δημόσιες υπηρεσίες σα μεγαλώσεις
να βγαίνετε στις φιλήσυχες γειτονιές μαζί
να το μαλώνεις και να το δέρνεις
να του αγορεύεις
να του υπαγορεύεις
να του απαγορεύεις
γιατί δεν κάνεις λένε ένα παιδί
να το αποκοιμίζεις
με παραμύθια για μια καλύτερη ζωή
να το ξυπνάς για να προλάβει
την πρώτη ώρα μαθηματικά
να μάθει να υπολογίζει τους ανθρώπους
όταν θα ξαπλώνει με τα ένσημα μισά στο διπλό κρεβάτι
να μην γελάνε στα ψυχιατρεία
και στα δελτία συνειδήσεων μαζί του
γιατί δεν κάνεις λένε ένα παιδί
αλλά δεν ξέρουν
για το νόθο άγχος που μου φύτεψαν
συλλογικά
κάποιο ύποπτο φεγγάρι
οι εργατοώρες
και τώρα να
τριών χρονών
το νανουρίζω σαν δικό μου τερατάκι
το βγάζω βόλτα στην Ομόνοια κρυφά
του αγοράζω σιντριβάνι κοκοράκι
άβυσσο απ’ την πλατεία Βάθη
και στα μεγάλα κέφια
το πουλάω με τη μήτρα μου φθηνά
για ένα τσιγάρο μετά τη βραδινή δουλειά
γιατί δεν κάνεις λένε ένα παιδί
αλλά δεν ξέρουν πως η Ομόνοια
είναι η μεγαλύτερη μήτρα του κόσμου
μια ανοξείδωτη μήτρα ταχύτητας
στις υγραέριες αποβάθρες της
–όχι στα ευαγγέλια–
σφυρίζει
μαγειρεύεται
καραμελώνεται
η πιο άδολη γέννηση του κόσμου
Κυρ Σωτήρης
Οι αισθήσεις μου
υπολειτουργούν στο αθόρυβο
η φωνή
δε βγαίνει μετά τις δώδεκα
το ψυγείο
δε γουργουρίζει
το στομάχι
άδειασε από συντηρητικά αποθέματα αγάπης
η καρδιά μου
δε φορτίζει
η προσμονή μου
δε χτυπάει
η αφή στο κινητό μου
ξόφλησε
το δάχτυλά μου
χάδικαν
το μηχανάκι μου
αισθάνεται αδιάθετο
το σώμα μου
δεν παίρνει μπρος
τα χέρια μου
μαυρίσανε απ’ την υπερπροσπάθεια
ο άσπρος γάτος
προσπαθεί να με επισκευάσει
τα μάτια μου
χαλάσανε και δεν σε περικλείουν
το φως στο δωμάτιό σου
με καίει αδιάκοπα
η απόσταση που διατηρούμε στη στεριά
με πνίγει
η τέντα στον ακάλυπτό σου
με σκεπάζει μεσοπέλαγα
το δίχρονο αγοράκι της Ρουμάνισσας γειτόνισσας
παίρνει όλη την ευθύνη για το κλάμα μου
«Πανέτοιμη...»
φωνάζει από μακριά ο συνεργειατζής.
Ανεξάντλητοι
Γύρισαν οι ναυαγοσώστες απ’ τα
νησιά
κατέσφαξαν τα βόδια του ήλιου
κι επιστρέψανε
με αχινούς στις τσέπες – χωρίς
δαχτυλήθρες
ωκεανούς στις χούφτες και
πλημμύρες
χειμώνους επικίνδυνους
σταγόνες με σημάδι τον λευκό σου
σβέρκο και μαγνήτες
Εμάς ακροάζονται τις νύχτες
δεν εξετάζουν τα ψυγεία
σκοπιά φυλάνε τώρα στους φωταγωγούς
βλέπουν πόσο άδοξα καίμε
τα δάχτυλά μας στις ανοιχτές εστίες
Γιατί εσύ κι εγώ
αντί να ξοδευτούμε αλόγιστοι
σε δρόμους και πλατείες
γιατί εσύ κι εγώ
πνιγόμαστε ανεξάντλητοι στις μεσοτοιχίες.
Fontana di Trevi
Εκείνος θέλει πάντα πάγο
στην ιδρωμένη αμφιβολία του
εκείνη τρώει τις αστικές περιπλανήσεις με το κουτάλι
εκείνος κόβει από τη ρίζα κάθε ανάμνηση
εκείνη ζητάει πάντοτε ένα δεύτερο πιρούνι
εκείνος την τρώει με τα δάχτυλα
εκείνη οργώνει μέσα της συθέμελα τη θάλασσα
εκείνος δεν σε κοιτάζει ποτέ μες στα μάτια
εκείνη εξετάζει με αφειδώλευτη απρέπεια
τις σιαγόνες σου
εκείνος πάντοτε ζηλεύει το κρουστό σου καρδιοχτύπι
όταν τη μυρίζεις
εκείνη περιμένει μέχρι τέλος την καντάδα σου
εκείνος επιμένει να ζητάει πάντοτε
ένα καθαρότερο ποτήρι
εκείνη διαρκώς μεταλαβαίνει
σώμα κι αίμα σκοτωμένου σερβιτόρου
εκείνος καρφώνει το μαχαίρι στο λαγόνι σου
εκείνη σου ζητάει συγγνώμη
εκείνος δεν αφήνει ποτέ φιλοδώρημα
εκείνη σου χαμογελάει
εκείνος σκοτεινιάζει
εκείνη σου ανοίγει διάπλατα το στόμα της
χάθηκαν μέσα εκεί
τα νομίσματα και οι αντωνυμίες
του πολύ προσωπικού
γυμνώθηκε η Fontana di Trevi
εκείνος της πετάει ένα σεντόνι
Και περνάει η ζωή
Μαρία
μαθαίνοντας απέξω
τις συνήθειες αγνώστων – και τις δικές σου όχι.
Το κάπνισμα σκοτώνει
Ο νεοφιλελευθερισμός σκοτώνει
η μαγεία της αγοράς
η συρρίκνωση της αποθυμιάς
η επιστροφή στο παιδικό δωμάτιο
ο βομβαρδισμός στο παιδικό δωμάτιο
η ασύδοτη κολυμβήθρα του Αιγαίου
οι κακοήθεις καρυάτιδες στα κεφάλια των αγαπημένων
η γύρω γύρω μπλε ευνομία
και στη μέση ένα κόκκινο παιδί
η μισοφέγγαρη ανθρωπότητα
στους στρογγυλούς φακούς
του Βάλτερ Μπένγιαμιν
τα φαλακρά απόνερα του Άουσβιτς
η ξεραμένη μυρωδιά στο μαξιλάρι σου
ο πένθιμος ήχος της καμπάνας
τις Κυριακές που δεν σε βλέπω
το στοπ στη Μαυρομιχάλη
αλλά εκείνος ο αμετάπειστος γραφίστας τού Καρέλια
επιμένει να τα βάζει με το κάπνισμα
Ενήλικα ισόγεια
Όταν μεγαλώσω
θα γίνω απορυθμισμένη μετανάστρια
από τη σαββατιάτικη έξοδο στη γειτονιά
θα μαγειρεύω τα έθνικ φαγητά μου
θα βλέπω τηλεόραση στα δυνατά
θα γελάω με τις κοντόσωμες φιλενάδες μου συνωμοτικά
θα φτιάχνουμε
καταπατώντας τις ώρες κοινής ησυχίας
τα υδραυλικά
θα μεταφράζω με συνέπεια στη γλώσσα μου
τις ιστορίες χωρισμού
αγάπης κι έρωτα που θα περιμαζεύω
με τα μάτια μου τα σχιστά
στα στενά
θα μιλάω δέκα η ώρα φασαριόζικα το βράδυ
στα φυτά
θα καπνίζω κάτω απ’ τον απορροφητήρα μου
στα δυνατά
κι όταν περνάς απέξω
θα σε κοιτάζω
μ’ ένα βλέμμα κατευθείαν στην καρδιά
σαν κοντοστέκεσαι
στα ισόγειά μου για να δεις
πού κρύβεται στην πόλη η χαρά.
Αξονική τομογραφία
Κατασπαράξτε το φεγγάρι
φωνάζει από μακριά
ο τελευταίος υπάλληλος της βάρδιας
γιατί θα σβήσουμε
ΦΩΝΑΖΕΙ
περιμένοντας
το ασθενοφόρο
Λάβετε
φάγετε
όσο ήλιο
προλαβαίνετε
σκυλιάζει
η πιο πρωινή υπάλληλος καθαριότητας
γιατί θα σβήσουμε
ΦΩΝΑΖΕΙ
διψώντας για
ασθενοφόρο
Χιμήξτε
καταπράσινοι
στα κόκκινα φανάρια
ζωγραφίζει απρόσεκτα
ο πιο κατασφαγμένος ντελιβεράς
γιατί θα σβήσουμε
ΦΩΝΑΖΕΙ
παραγγέλνοντας απ’ το e-food
ασθενοφόρο
Αυτός είναι ο περιούσιος κωδικός
του πολύ προσωπικού
μας ψιθυρίζει στα κρυφά
η αλληλέγγυα Αλβανή νοσηλεύτρια
και μας φυγαδεύει
σαν πρόσφυγες
στο ασανσέρ
με προορισμό τη χώρα του αξονικού τομογράφου
με το κεφάλι ανοιγμένο απ’ το πέσιμο
και το ένα μάτι
να έχει μείνει εκεί
να την ευγνωμονεί
για πάντα.
Πολύφημε
τα μάτια σου
διάολε
δεκατέσσερα
σφυρίζει ολόκωφος απ’ τις σειρήνες
ο Οδυσσέας.
Χαλασμένη σερπαντίνα
Στον ίσκιο που κρατάει αναμμένο τον Δεκέμβρη
αναστενάζει
την άνοιξη
πίσω απ’ τους χειμέριους ήλιους της
μοιρολογάει
τις μνήμες της
–χωρίς την κοσμική ντροπή–
ισιάζει
τις κνήμες της
τεντώνει
δεν τις λογαριάζει
σπασμένη
στέκεται στα ποδάρια της
γλείφει τη γύρη από ένα αυτοκίνητο
που την πατάει
και σε κατάσταση αμόκ
σκίζει την κοιλιά της μάνας της
που αγαπάει
χρόνια τώρα υποφέρει από τις αλλεργίες της αγάπης
χωρίς φραγμό
χωρίς γιατρό
ύστερα ξεριζώνει τον ομφάλιο λώρο
τον φοράει
τον στερεώνει γύρω από τον λαιμό της
τον ακουμπάει
προσεύχεται στο εικονοστάσι της γιαγιάς της
το βλογάει
σαν χαλασμένη σερπαντίνα τις απόκριες
το ξεφυσάει.
Δούρειος χτύπος
Υπόκωφη
σεμνή μες στο σκοτάδι σου και λάγνα
ζηλεύει η μεγάλη Άρκτος την ηλεκτρική
λιγούρα που σε περιβάλλει
πότε είσαι κίτρινη
μεταξωτή
υποψία ερωτική και παρανάλωμα
κι άλλοτε μια φιγούρα σκοτεινή
«η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα»
Ελένη σε φωνάζανε μικροί
ή Πηνελόπη τάχα
–ένα τσιγάρο δρόμος η ενοχή απ’ την ανοχή στη συντριβή
ή μήπως Κοιμωμένη
όταν σε νανουρίσανε παιδί στα σιντριβάνια
της πλατείας Εκμαγείας
άνθρωπος είσαι ή πεταλούδα και βυζαίνεις
το καμένο στήθος Μαλτέζου πειρατή
ή του Παλιοκώστα το φιλί και δραπετεύεις
μες στο θάμβος αγχωμένη
να κατεβείς απαλλαγμένη και γυμνή
από τ’ αβυσσαλέα βάθη του πλανήτη
Υπεραξία στον πλάτανο των παιδικών σου κλωναριών
όπως σε γέννησε η μάνα.
Αντιδαρβίνος
Και αν τελικά γεράσουμε
ξεπεσμένοι προλετάριοι
χαροπαλεύοντας στις κλινικές των κλεφτών
διαλειμμάτων για τσιγάρο
το χαλασμένο σώμα μου
θα ορέγεται
τη σκοτωμένη νιότη σου
βρίσκοντας τρόπους να σε κλέβει από το σφαγείο το
δωδεκάωρο.
Βρείτε την ποιητική συλλογή της Αφροδίτης Κατσαδούρη " Η σάρκα στάζει στο μπαλκόνι" στον παρακάτω σύνδεσμο:
https://enastron.com.gr