Τον Σεπτέμβριο του 2024 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πηγή η πρώτη ποιητική συλλογή της Ελένης Καλαντζή. Τίτλος της; "Προτού μπει φως στο δωμάτιο", Φωτίζοντας το σκοτάδι με στίχους. Η δημιουργός γεννήθηκε στην Αθήνα. Ασχολήθηκε από μικρή με τη φωτογραφία. Σπούδασε στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε. Συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στη σκηνοθεσία και την κινηματογραφική παραγωγή στο Πανεπιστήμιο του Γκόλγουεϊ της Ιρλανδίας. Εργάζεται ως κινηματογραφίστρια κι έχει σκηνοθετήσει δικά της ντοκιμαντέρ και ταινίες μικρού μήκους. Γράφει ποίηση και σενάρια μυθοπλασίας για τις ταινίες που ονειρεύεται να κάνει στο μέλλον. Στο πρώτο της ποιητικό βιβλίο καταθέτει ποιήματα άκρως βιωματικά, όπως επισημαίνει και η ίδια. Ο έρωτας, οι σχέσεις, η αναμέτρηση με το όνειρο, η ελπίδα κι η ματαίωση, οι μνήμες της παιδικής κι εφηβικής ηλικίας είναι οι πιο συνηθισμένοι τόποι της γραφής της. Θα γνωρίσουμε έντεκα ποιήματα από τη συλλογή "Προτού μπει φως στο δωμάτιο" και θα ευχηθώ να είναι καλοτάξιδη!
"Προτού μπει φως στο δωμάτιο"- Φωτίζοντας το σκοτάδι με στίχους, Εκδόσεις Πηγή, Σεπτέμβριος 2024
Τ' ανείπωτα
Οι σκιές χορεύαν με τα σύννεφα
στην άκρη του γκρεμού
τα σώματα ένα με τα κύματα,
κι εσύ καθώς έβγαζες φωτογραφίες
μου φώναξες πως οι αποχρώσεις του μπλε και του κόκκινου στον ουρανό
μοιάζουν με τον αγαπημένο σου πίνακα του Βαν Γκογκ
που πάντοτε ήθελες να δεις από κοντά αλλά δεν πρόλαβες.
Κι εγώ τότε άνοιξα το στέρνο μου
για να δεις όλα τα χρώματα
που κρύβονται μέσα μου
για ν΄ αντικρίσεις το αόρατο φάσμα
για να δεις αποχρώσεις που δεν υπήρξαν
για άλλον στον πλανήτη
και να ζωγραφίσεις
όπως άλλος κανένας
δεν άγγιξε ούτε ένιωσε
το χρώμα της αγάπης μου για σένα.
Άραγε έτσι θα προλάβω να σου πω
Όλα όσα ούρλιαζα στην απόλυτη σιωπή
Στον κρότο όλων των παρελθόντων
«σ’ αγαπώ»
Έμενα στη σιωπή καθώς προσπερνούσα τα φαντάσματα
Αναμνήσεις και χαλάσματα
Μαζί σου δεν ήξερα πώς να αντιδράσω
Ξαφνικά ήχησε τόσος θόρυβος,
τόση μουσική μέσα στο στήθος μου
Κι εγώ ποτέ δεν έμαθα να διαβάζω νότες
Άκου,
Άκου
την
εσύ!
Θα προλάβω άραγε να σου πω
όλα όσα άφησα
μια ολόκληρη ζωή
στ’ ανείπωτα.
Σχοινοβάτης
Ισορροπώ μετά βίας
ρέπω προς το κενό που άφησες
στα κύματα σε αναζητώ
χαμένη στον βυθό
πλέω
βουλιάζω
πνίγομαι
Ουρλιάζω
Τα μάτια σου κοιτώ
Αναπνέω
ταλαντεύομαι
ακροβατώντας αιώνια
λατρεύοντας εφήμερα
λατρεύω τα εφήμερα
ίσως για αυτό σε αγάπησα τόσο πολύ.
Σχοινοβάτης δίχως σχοινί
Το εγώ δίχως εσύ
σε ψάχνω σε κάθε ανατολή
σ΄ έθαψα σε κάθε ουρανό
και γη που αντίκρισα
σε κάθε τοπίο που ξύπνησα
σε κάθε εικόνα που αγάπησα
με τα ίδια χέρια που σε άγγιξα
βαθιά στο χώμα σ’ έκρυψα.
Μα εσύ από τον άλλο κόσμο
πάντοτε γυρνάς
το σχοινί μου κρατάς
κι εγώ τα χέρια μου σου δίνω.
Στοιχειωμένοι
Ζωής μου ερείπια,
του χρόνου θραύσματα
μας κομματιάζουν σε κάθε βήμα
κι ενώ όλοι σταματούν, εμείς τρέχουμε.
Περπατούσαμε σε πόλεις χάρτινες με πέτρινους ανθρώπους
πήγαμε να μας ξεγελάσουμε ότι είμαστε κι εμείς σαν εκείνους,
στη θέα του κόκκινου ουρανού όμως πίσω από το ερειπωμένο σπίτι
δάκρυα έτρεξαν
και μας πρόδωσαν
και μας έπιασαν,
στη φωτιά μας έδωσαν
μας καίνε γιατί δεν μπόρεσαν ποτέ να μας καταλάβουν.
Μέσα από μας φλόγες με κοίταξες και με απόλυτη ηρεμία
μου κράτησες το χέρι και μου είπες:
«Όταν οι αναμνήσεις μας φύγουν από τον κόσμο αυτό
Ελπίζω να θυμόμαστε ο ένας τον άλλο όπως τότε
που κοιτούσαμε τον κόκκινο ουρανό
Τώρα γινόμαστε ένα με αυτόν
Το μόνο μέρος που ανήκω ήσουν εσύ
Σου υπόσχομαι σ’ αυτή και στην επόμενη ζωή
θραύσματα δεν θα ξαναβρείς.
Όταν εμείς φύγουμε από τον κόσμο αυτό
ελπίζω οι αναμνήσεις μας να βρουν η μία την άλλη
ελπίζω να μην αργήσουν και τα λάθος μέρη στοιχειώσουν.
Ελπίζω οι αναμνήσεις μας να κατοικήσουν μαζί
στο σπίτι μας που ποτέ ξανά δεν θα ερημωθεί
το μόνο μέρος που ανήκω ήσουν εσύ
σου υπόσχομαι σ’ αυτή και στην επόμενη ζωή
θραύσματά μας δεν θα ξαναβρείς!»
Στοιχειωμένη
Χιλιάδες καλοκαίρια
πάνω από το σώμα μου
πέρασαν
σαν παιδί φώναζα στη θάλασσα
νόμιζα ότι τα κύματα μου πήραν μακριά
κάτι που αγάπησα
και θύμωνα και έκλαιγα που δεν μπορούσα να ακολουθήσω
ακίνητη έστεκα στην παραλία κι ατένιζα τον απέραντο ορίζοντα
ζήλευα την ατελείωτη ελευθερία του
το τέλος του που δεν μπορούσα να αντικρίσω
μεγαλώνοντας κατάλαβα
μα να ατενίζω δεν σταμάτησα
για σένα μιλάω στα κύματα
αέναα
και μου απαντούν
χιλιάδες καλοκαίρια
πάνω από το σώμα μου πέρασαν
όλο φεύγω μακριά από τον κόσμο τούτο
απ’ όπου δεν υπάρχεις
κι απ’ όπου κάποτε υπήρξες
τώρα γίνανε ένα
και δεν έχω μέρος γνώριμο να γυρίσω
όλο φεύγω μακριά σου
κι όλο εσύ μένεις.
Κυριακή στο λούνα-παρκ
Διασχίζω τους δρόμους της πόλης
που μ’ έκρυψε μέσα της για τόσα χρόνια
Ήθελα να φύγω από τη ζωή που θα είχα
Ήθελα να βρω κάποιο μέρος που να με κάνει να μείνω
Και σε βρήκα μέσα στο πλήθος
Αμέσως σε ξεχώρισα
Και η πόλη αυτή έγινε το φόντο της ταινίας που ζω μαζί σου
Κάμερα και φώτα πάνω μας
Δεν βλέπω τίποτα άλλο πέρα από εσένα
Στο λούνα-παρκ, πάνω στη ρόδα,
Το χαμόγελό σου αντανακλάται στα χριστουγεννιάτικα φώτα
Κι εγώ να θέλω όσο τίποτα να σε αγγίξω
Αλλά είμαι τόσο μακριά σου
Φοράς τη ζακέτα μου,
φοράω το πουκάμισό σου
Φόρεσες και το γέλιο μου,
Με τόση ευκολία
Σαν να ήτανε στο νούμερό σου.
Δεν ξέρω πόσο χρόνο έχω εδώ
Δεν ξέρω πόσο θα μείνω,
Πριν θελήσω πάλι να ξεφύγω
Πριν θελήσω να χαθώ ξανά σε κάποια άλλη πόλη
που οι δρόμοι της δεν με γνωρίζουν
Νέα πρόσωπα να χρωματίσω
Κι όχι το δικό σου.
Δεν ξέρω γιατί έμαθα πάντοτε να επιθυμώ να φεύγω
Έτσι μεγάλωσα
Να τρέχω
Να προλάβω
Να ζήσω
Να σταματάω στη μέση του δρόμου
Να χάνω τον χρόνο
Να ουρλιάζω
Να κοιτάω τον ουρανό
Να αγκαλιάζω τη βροχή
Να χτυπάω τα γόνατα και τους αγκώνες μου
Να χτυπάει η καρδιά μου
Έζησα αρκετές ζωές πριν από εσένα,
Για να μάθω να σε ξεχωρίζω
Ανάμεσα σε τόσους άλλους
Αξάφνου τα φώτα του λούνα-παρκ έσβησαν,
το πλήθος σκοτείνιασε
κι υπάρχεις μόνο εσύ.
Έζησα αρκετές ζωές πριν από εσένα,
για να μάθω ν’ αναγνωρίζω το γέλιο μου
Στα μάτια σου
Κάθε φορά που με κοιτάς
Τα μάτια σου γελάνε
Κι εγώ θέλω τόσο πολύ
να μείνει η ευτυχία μου μαζί σου.
Μετενσαρκωμένες λησμονήσεις
Άραγε θυμάσαι τα καλοκαίρια μας;
Καθόμασταν στην παραλία με τις ώρες,
μετρούσαμε κύματα και τρώγαμε ροδάκινα,
μέχρι το ηλιοβασίλεμα συζητούσαμε για το πώς θα είναι
όταν ξεκινήσει η αληθινή μας ζωή,
μετά το σχολείο, τις εξετάσεις, τις υποχρεώσεις, τα φροντιστήρια,
τα διαγωνίσματα.
Νομίζαμε ότι μέχρι τότε ήταν τα δύσκολα
και μετά θα ήταν όλα απλά και αβίαστα.
Ακόμα νιώθω σαν αυτό το δεκαεξάχρονο παιδί που ήταν γεμάτο όρεξη για ζωή,
που κοιτούσε με τις ώρες τον ουρανό,
κι όπου έβλεπε σκοτάδι,
το έντυνε πάντα με κόκκινο και ροζ
που δεν έμαθε ποτέ να βάζει όρια στα λόγια και τις στιγμές
που ένιωθε τα σωθικά του να καίνε,
έπεφτε κατευθείαν στα βαθιά
κι ας ήξερε ότι μπορεί ποτέ να μη βγει ξανά.
Και κάθε φορά πέθαινε κι επιζούσε.
Ταυτόχρονα νιώθω ότι αυτό το παιδί
έχει ζήσει μια ολόκληρη ζωή,
ίσως δύο, ίσως και τρεις,
και πλέον τις κοιτάει σαν εξωτερικός παρατηρητής,
στοιχειώνει την κάθε του στιγμή
σαν τη σκιά μίας ψυχής
που περιμένει να μετενσαρκωθεί για να ξαναϋπάρξει.
Θυμάσαι άραγε τα καλοκαίρια μας;
Σου έλεγα να μην προσμένεις άλλα καλύτερα,
γιατί αυτά είναι,
μη βιαστείς και ξεχάσεις να θυμηθείς,
στάσου λίγο και κοίτα μας,
δεν θα υπάρξουμε ποτέ πιο νέοι,
πιο απόλυτα ευτυχισμένοι
και γελασμένοι από σήμερα,
Αύριο δεν ξέρω ποιος θα είμαι,
τώρα όμως σε αγαπώ,
το ξέρω ότι όλα είναι μάταια
σου έλεγα,
για αυτό απόψε μείνε εδώ
κάνεις τον κυνικό μου εαυτό να ακούγεται τόσο ανέλπιστα ρομαντικός,
τι είναι ο έρωτας πάρα μία κραυγή στο κενό,
μία ατέρμονη ηχώ
που αψηφά τη διάσταση του χωροχρόνου
για μια φευγαλέα στιγμή δεν ήμουν θνητός
μείνε σου έλεγα,
αλλά εσύ είχες ήδη φύγει
άδεια ήταν η καρέκλα δίπλα μου,
μόνο κουκούτσια είχαν μείνει από τα ροδάκινα,
κι ένα άχρωμο ηλιοβασίλεμα
βλέπεις δεν έχω πια κόκκινο και ροζ για να ζωγραφίσω,
ξεθώριασα τη μέρα που γύρισα να σε κοιτάξω
και το καλοκαίρι είχε φύγει
Πώς μπόρεσα να το αφήσω;
Κάθε φορά που
βλέπω τον ουρανό,
θυμάμαι αυτά μας τα καλοκαίρια και δακρύζω
γιατί απ’ όλα τα παιδικά μου όνειρα τα πολλά,
στην ενήλικη ζωή τελικά το μόνο που κατάφερα
ήταν να (σε) λησμονήσω.
Θυμάσαι άραγε τα καλοκαίρια μας;
πέρασαν από πάνω μου σαν κύματα
δεν κατάλαβα αν τότε μόνο έζησα
ή αν πνίγηκα
Πέρασαν από το σώμα μου
κι έγιναν μετενσαρκωμένες λησμονήσεις
σ’ αυτή τη ζωή
και σ’ όλες τις επόμενες
να μου θυμίζουν πόσο λείπεις.
Πλατφόρμα νούμερο 19
Κάθε που αφήνομαι
Φεύγω μακριά από τους θορύβους
τις σκέψεις που με βαραίνουν
Των φαντασμάτων τους ψιθύρους
του παρελθόντος τους καπνούς
που με τυλίγουν
Σβήνω
Στων βουνών τις κορυφές
Κολυμπώ και αναπνέω
Σε δάση και πεδιάδες χρωματιστές
Πετάω και διασχίζω τον αιθέρα
Είμαι πιο εγώ από ποτέ
Όταν νιώθω την ελευθερία μου απέραντη
Τον ορίζοντα άγνωστο
κι ατελείωτο
αυτή είναι η ευτυχία μου
Να μη γνωρίζω πού πλαγιάζει ο ήλιος
αυτή τη νύχτα
Να μην ξέρω πού θα αποκοιμηθούν οι σκέψεις μου
Θα βρω τον δρόμο μου
Μου χάρισε τις λέξεις μου
Δεν χάνομαι γιατί δεν είχα ποτέ προορισμό
Δεμένο πάνω μου
Δεν ξέρω γιατί είμαι εδώ
Απλά πηγαίνω
Κοιτάω το τοπίο γύρω μου να αλλάζει
Και χορεύω
με το σκοτάδι
Δεν ξέρω τι θα έρθει με το φως
Αλλά τίποτα δεν με ξαφνιάζει
Αυτή είναι η ευτυχία μου
Την κρατάω στα χέρια μου
Και δεν θα τη σκορπίσω
Στις φωτογραφίες μέσα μου θα την κρατήσω
Κάθε που αφήνομαι
Φεύγω μακριά μου
Κάθε που αφήνομαι
Πλησιάζω μέσα μου
Κάθε που αφήνομαι
Βρίσκω εμένα
Και συνειδητοποιώ πως όπου με βρίσκω
Βρίσκεσαι κι εσύ
Σε μια γωνιά
Μου χαμογελάς από μακριά
Στην πλατφόρμα νούμερο 19
στον σταθμό του τρένου
Στέκεσαι όπως τότε μπροστά μου
Και σε κοιτάζω για μια στιγμή
που χώρεσε τις 1865 μέρες
που δεν σ’ είχα δει
Και την επόμενη μπαίνω στο βαγόνι
Σβήνω την ανάμνησή σου αυτή
γιατί οι αγαπημένες φωτογραφίες μου είναι δικές σου
Μπαίνω στο τρένο μου
Κι εσύ μπαίνεις στο δικό σου
Εγώ πηγαίνω στη Δύση
Κι εσύ στην Ανατολή
Ελπίζοντας να μη συναντηθούμε
Ξανά για πρώτη φορά
Και πάλι αγαπηθούμε
Όλο φεύγω μακριά μου
Κι όλο σε βρίσκω
Όλο με ξεχνώ
Κι όλο σε θυμάμαι
Κάθε που αφήνομαι
Φοβάμαι πως
ακόμα
κι
όταν
εγώ
ολάκερη
με ξεχνάω
μόνο εσένα
θυμάμαι
ν’ αγαπάω.
Χρονοφοβία
Άδειο μπουκάλι κρασί,
βιβλία,
ανακατεμένα σεντόνια,
πεταμένα ρούχα στο πάτωμα,
καρδιές και σώματα γυμνά πάνω στο κρεβάτι.
Τα μάτια σου πάνω στα δικά μου,
το βλέμμα σου να με διαπερνά και να αφήνει σημάδια πάνω στο σώμα μου.
Να εξερευνώ ένα-ένα τα τατουάζ σου και να θέλω να γίνω ένα από αυτά
Αιώνια χαραγμένα, λόγια της στιγμής που γίνανε λόγια αιώνια
Εικόνες φευγαλέες που έγιναν αθάνατοι πίνακες ζωγραφικής
πάνω στο σώμα σου
Το πιο προσωπικό μου έργο τέχνης
Όπως οι φωτογραφίες παγώνουν τον χρόνο σε μια στιγμή ευτυχίας
Θα ήθελα η ζωή να μπορούσε να παγώσει σε αυτήν
Να μη σηκωθώ ποτέ από αυτό το κρεβάτι,
Να μην ξημερώσει ποτέ αυτή η νύχτα,
Να μη νιώσω ποτέ τη δυστυχία τού να σε χάσω,
Να μη νιώσω πόνο,
Να μην ερωτευτώ ποτέ ξανά.
Όταν εγώ θα έχω φύγει
και τα αποτυπώματά μου θα έχουν ξεθωριάσει από το σώμα σου,
θα θυμάμαι τα τατουάζ σου και θα ζηλεύω τόσο πολύ
αυτά θα συνεχίσουν να σε αγγίζουν για μια ζωή
όταν εγώ θα έχω γίνει
μία ανάμνηση απλή
μία σκέψη μακρινή
μία ξένη κοινή
μία ασπρόμαυρη φιγούρα στο βάθος του μυαλού σου
δεν έχω άλλο χρώμα να σου δώσω,
νιώθω
να
με
ξεχνάς
και
ξ ε
θ
ω
ρ ι
ά
ζ
ω.
Μεσημεριανός ύπνος
Ξύπνησα ένα μεσημέρι
κι ήταν πάλι καλοκαίρι
μύριζε θάλασσα
και καρπούζι,
ήμουνα στο νησί.
Τα τραγούδια των τζιτζικιών ακούγονταν
έξω από το ανοιχτό παράθυρο
κάτω στην κουζίνα η μητέρα μου
έφτιαχνε γλυκό του κουταλιού νεράντζι
μία γάτα κοιμόταν αμέριμνη στο περβάζι
ο πατέρας μου διάβαζε σιωπηλά την εφημερίδα του,
η γιαγιά απέναντι ξεφλούδιζε και έτρωγε σύκα,
ρούχα και μαγιό απλωμένα
η πλατεία του χωριού άδεια,
τα τραπέζια του καφενείου ερειπωμένα, ο χρόνος αξάφνου είχε παγώσει.
Μόνο η μελωδία των κυμάτων διατάρασσε την καλοκαιρινή ραστώνη,
κι εγώ να στέκομαι στο παράθυρο για να αποφύγω τον μεσημεριανό ύπνο
τον μισούσα γιατί μου έκλεβε στιγμές
σαν αυτές
που η ζωή
κυλούσε τόσο αργά
τόσο αργά
τόσο αργά
τόσο αργά
τόσο α ρ γ ά
ώστε να προλάβω επιτέλους
τη φευγαλέα ομορφιά της
να αγγίξω
από μακριά.
Ασπρόμαυρη φωτογραφία
Ενθυμήσεις πεπερασμένης ευτυχίας
γίνανε οι φωτογραφίες μας
δεν θυμάμαι πλέον
τι απέγιναν τα χρώματα
πού κρύφτηκε το γέλιο μας
πώς χάθηκαν τα λόγια μας
τα παρέσυρε όλα το ποτάμι
για ένα ταξίδι δίχως επιστροφή
όπως το δικό μας
«τα ρολόγια κλέβουν τις στιγμές μας»
μου είπες τη μέρα που σε γνώρισα
και οι δείκτες κόλλησαν
στη μικροσκοπική αυτή στιγμή,
μας φύλαξε μέσα της η ζωή
για να μην αποκαλύψουμε το μυστικό της
Κι έτσι ζήσαμε κάτι βγαλμένο από ταινία
μακριά από τον κόσμο όλο,
ζήσαμε μέσα σε μια φωτογραφία
με φόντο το πιο μωβ ηλιοβασίλεμα
ένα δροσερό δειλινό του Αυγούστου
όπου η ζωή κυλούσε αργά
κι η ευτυχία μας δεν ήταν εφήμερη
Καθόσουν στο παγκάκι δίπλα μου
και θα ορκιζόμουν στη ζωή μου
πως το γέλιο σου θ’ αντηχούσε αιώνια
Την επόμενη στιγμή
τα σπασμένα ρολόγια ξεκίνησαν ξανά
αμείλικτα
χάθηκαν όλα
αναίμακτα δεν ήταν
γυμνά βρίσκει τα σώματα
σε δωμάτια ημιφώτεινα τρυπώνει
τον έρωτα γραπώνει
ανοιχτές πληγές στη σάρκα αφήνει
ο χρόνος
καθώς φεύγει
μέρα με τη μέρα η φωτογραφία μας γίνεται ασπρόμαυρη
δεν ηχεί το γέλιο σου πια
κι εγώ γίνομαι ένα με τη σκιά
που άφησες.
Στη μνήμη εκείνου που υπήρξε
Σ’ εκείνη την κηδεία πήγα μόνη
Στάθηκα στη βροχή
Δεν υπήρχε δίπλα μου άλλος κανείς
Το χέρι να μου κρατήσει
Μαζί μου να θρηνήσει
Δεν υπήρχε άλλος τον πόνο μου να νιώσει
Μόνο εγώ ήμουν εκεί κι αυτός
που
κάποτε
υπήρξε.
Κι αναρωτήθηκα πού πήγαν όλοι;
Πώς γίνεται κανένας άλλος γι’ αυτόν να μην πονούσε;
Πώς γίνεται κανένας άλλος όσο εγώ να μην τον αγαπούσε;
Σ’ εκείνη την κηδεία έκλαψα πολύ
Φώναξα
Έτρεξα
Ούρλιαξα
Δάκρυσα
Λύγισα
Χάθηκα
Λυτρώθηκα(ν)
τα δάκρυά μου
και φύτρωσαν
στις σκιές των πεύκων.
Σ’ εκείνη την κηδεία πήγα μόνη
κι ήταν η πιο εκκωφαντική σιωπή που έχω νιώσει
Η πιο επώδυνη απώλεια που έχω επιβιώσει.
Κι όταν πλησίασα για να τον αποχαιρετήσω
και το πρόσωπό του για μία τελευταία φορά να αντικρίσω,
Αξάφνου είδα ότι το φέρετρο ήταν άδειο.
Άραγε για ποιον θρηνούσα τόσο καιρό;
Για ποιον έχασα τη φωνή μου;
Αφού η δική του καρδιά χτυπούσε ακόμα,
Η κηδεία ήταν δική μου.
Βιογραφικό σημείωμα
Η Ελένη Καλαντζή γεννήθηκε στην Αθήνα το 1995 και σπούδασε στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε. Από παιδί αγαπούσε τη φωτογραφία. Το 2020, πήρε υποτροφία για να κάνει μεταπτυχιακό σε Σκηνοθεσία και Κινηματογραφική Παραγωγή στο Πανεπιστήμιο του Γκόλγουεϊ της Ιρλανδίας. Έκτοτε εργάζεται ως κινηματογραφίστρια και έχει σκηνοθετήσει δικά της ντοκιμαντέρ και ταινίες μικρού μήκους. Στον ελεύθερο χρόνο της γράφει ποιήματα άκρως βιωματικά και σενάρια μυθοπλασίας για τις ταινίες που ονειρεύεται να κάνει στο μέλλον.