Τον Μάρτιο του 2025 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις 24 γράμματα το ιστορικό μυθιστόρημα του Γιώργου Ρουσόπουλου "Ψύλλοι στ' άχυρα". Ο συγγραφέας μάς λέει δυο λόγια για το νέο του έργο που διαδραματίζεται στην εποχή του Εμφυλίου!
Γιώργος Ρουσόπουλος, Ψύλλοι στ΄άχυρα (Εκδόσεις 24 γράμματα, 2025)
Οι Ψύλλοι στ΄ άχυρα είναι ένα μυθιστόρημα που κινείται ανάμεσα στην ιστορία και τη λογοτεχνία, ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα, στον λόγο και το συναίσθημα∙ είναι ένα μυθιστόρημα του Εμφυλίου στο οποίο δεν εμπλέκονται μονάχα οι άνθρωποι του τότε (1948 στην πεδινή Θεσσαλία) αλλά και οι άνθρωποι του σήμερα, η μνήμη των οποίων πάει πίσω στα δραματικά και δύσκολα γεγονότα εκείνης της δεκαετίας. Δεν μπορούμε και δεν πρέπει να ξεχάσουμε εκείνο τον εμφύλιο σπαραγμό (Εγγονόπουλος) αλλά αντίθετα πρέπει να συμφιλιωθούμε μαζί του όσο γίνεται καλύτερα μέσω της ιστορικής έρευνας και της λογοτεχνικής δημιουργίας: αυτή η “συνάντηση” είναι που με απασχολεί στους “Ψύλλους στ’ άχυρα”.
Ο αφηγητής επιστρέφει στην πατρώα γη μετά από χρόνια απουσίας στο εξωτερικό (για σπουδές) αλλά με εμφανή τα σημάδια της απουσίας του παππού του: θέλει να ερευνήσει την ιστορία του, πώς χάθηκε, τι συνέβη, τον σκότωσαν και πώς; – ψάχνοντας για ψύλλους στ’ άχυρα. Αυτό σημαίνει ότι μπλέκεται σε ένα ταξίδι / σε μια έρευνα που τον φέρνει σε επαφή με τους ανθρώπους “που είδαν το κακό” ή άλλους που άκουσαν για αυτό, με συγγενείς, φίλους, γνωστούς και άγνωστους. Οι προφορικές μαρτυρίες τους καθώς και η προσωπική περιδιάβαση στους τόπους του εγκλήματος είναι χρήσιμο υλικό για μια τέτοια έρευνα. Οι εφημερίδες της εποχής (“Ταχυδρόμος” και “Θεσσαλία” του Βόλου) σκιαγραφούν το κοινωνικό κλίμα μες στο οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα, πριν και μετά το φονικό. Μαζί και ένα ημερολόγιο εργασίας του αφηγητή, των κινήσεων, των συνομιλιών και των σκέψεών του κατά τη διάρκεια της έρευνας που επιχειρεί δεκαετίες μετά τα ιστορικά γεγονότα. Αλλά παρόλα αυτά, οι συνδέσεις των γεγονότων είναι λειψές, παρουσιάζουν κενά, είναι ασύνδετες – για αυτό ο αφηγητής προχωράει στην “αποκατάστασή” τους: ο αφηγητής “γράφει” όχι ιστορία αλλά μυθιστόρημα, είναι το ίδιο το μυθιστόρημα που κρατάμε στα χέρια μας.
Δουλειά της λογοτεχνίας δεν είναι να μας πει πώς έγιναν τα πράγματα, πώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα, ποιοι ήταν οι ένοχοι∙ ούτε καν να υποδείξει ποιοι ήταν τα θύματα αλλά να μας πει γιατί με αυτά τα ιστορικά δεδομένα το έγκλημα ήταν αναπόφευκτο. Η ιστορία όμως «έγινε» και το ερώτημα για μας σήμερα είναι: αναστοχαζόμαστε πάνω στην ευθύνη που μας βαραίνει ή λογαριάζουμε απλώς πώς θα πάμε παρακάτω; Ακούμε τις φωνές της μνήμης, που μας υπενθυμίζουν τα δύσκολα και τα γενναία, ή ακούμε τις φωνές της λήθης, που μας χαλαρώνουν και μας παροτρύνουν να ξεχάσουμε; … Το βιβλίο σκιαγραφεί, με τον τρόπο που ταιριάζει σε ένα μυθιστόρημα, μια απάντηση σ’ αυτούς τους προβληματισμούς.