Σήμερα θα σας παρουσιάσω την ανθολογία δεκαεφτά ποιημάτων "Νεφελώματα και συννεφάκια" της Φώφης Κανελλοπούλου. Υπέροχη σύγχρονη ποίηση! Οι φωτογραφίες που κοσμούν τη μικρή συλλογή ανήκουν επίσης στη δημιουργό.
Μικρή ανθολογία ποιημάτων με τίτλο Νεφελώματα και συννεφάκια
Εγκάρσιο τόξο
Λίγο μετά το χάραμα
όταν άρχισε ο ορίζοντας ν’ αχνοφαίνεται
νυσταγμένα πίσω απ’ τα βουνά ξεπρόβαλαν
τα χρώματα της Ίριδας.
Σύννεφο γκρι, ευθεία γραμμή
απ’ το Μοριά στη Ρούμελη
των όγκων των βουνίσιων ένωσε
τις κορυφογραμμές.
Μια εναέρια μπαμπακένια γέφυρα
πάνω από τα σκούρα νερά του κόλπου.
Αγκύρια αόρατα την συγκρατούν
τρίγωνο αμβλυγώνιο, με βάση
το τσιμεντένιο κατάστρωμα μιας άλλης
Γέφυρας, φέρουσας γιγάντιες αστραφτερές
άρπες πάνω στη ράχη της.
Σεντόνι που στροβιλίζεται γύρω
από τον άξονά του
σαν κούνια αυτοσχέδια
που το βλέμμα αιχμαλωτίζει.
Στημένη τόσο απρόσμενα
τόσο επιβλητικά εκεί ψηλά
σαν πινελιά του Μικελάντζελο
που ακόμα κι εκείνος ο φουτουριστής
ο Μαγιακόφσκι, θα ήθελε να έχει υμνήσει.
Πάλη αέναη
Νεφέλη μισοφέγγαρη
Μορφή στρογγυλεμένης εσοχής
Σμιλεμένου στερεώματος
Στου ήλιου τη θωριά βάζει φραγμό
Με αλαζονεία ξεπερνά
Του γαλανού την αίγλη
Θαμπώνει της λεπίδας ο καθρέφτης
Με γληγοράδα το σχήμα της αλλάζει
Γίνεται δίχρωμη καρδιά
Άξονας μια λιμνούλα
Της ύπαρξης ο πυρήνας πάλλεται
Μπόρας προμήνυμα ορίζει
Και η παλέτα γίνεται αυστηρή
Κατακτητής το γκρίζο
Του ουράνιου θόλου ο κουρσάρος
Μωσαϊκό που πρέπει
Ψηλά τα μάτια να υψώσεις
Για να εκπλαγείς
Από Ανώτερης ομορφιάς τη δόξα
Ενδοσκόπηση
Φώτα θαμπά μες την ομίχλη
Στροβιλίζοντα ίχνη ριγοπίνελου
Είδωλο παραμορφωμένο
από κουνημένη φωτογραφία
Σκιά μοναχική
που σέρνεται δουλοπρεπώς πίσω μου
Ωστικό κύμα με βίαιη ορμή
Μούδιασμα
Ανατριχίλα που φτάνει
μέχρι της κόμης τις ρίζες
Σφύριγμα
τελευταίου νυχτερινού τρένου
Δίνη αιφνίδιας ζάλης
Αλμυρό αποτύπωμα
αφηνιασμένης θάλασσας
πάνω στο τζάμι
Σείεται το άβατο της λήθης
Δόλια αβανιά
Αλαφροχέρης βουτηχτής της ελπίδας
Ατμόσφαιρα μισοκαθάρια
αλλά κρύα
Θολοπράσινα φύλλα
μοσχοβολάτου ευκάλυπτου
δαρμένα από την ορμή του Αιόλου
Λάβα αποδυναμωμένη
στης ψυχής τα παγωμένα άδυτα
Γυαλένια ψευδαίσθηση
πεμπτουσίας άγγιγμα
Φωτεινό αποτύπωμα άνθρακα
αεροπλάνου που ρυπαίνει τον ουρανό
Ερεβώδης πλάνη
ή της αλήθειας γκριζόμαυρη απόχρωση;
Αδιέξοδο
Αγωνιώδες βλέμμα
πονά για ευοίωνα σημάδια
Αστραπή τον γαλαξία κατακερματίζει
Ξεπλένεται εξαγνιστικά η γη
Χέρια σε στάση έκτασης
την κάθαρση
και του τελευταίου κύτταρου αποζητούν
Χαμογέλασμα αίσιο
Ανάμνησης ουλές
Ζαλούρα από της θύμησης τον κυκλώνα
Ταλάντευση ανάμεσα στις στοές της πεθυμιάς
Ασθμαίνουσα σκέψη
Από λησμονημένους πόθους
Αναπνέω το φως σου
Αγγίζω τη μυρωδιά σου
Γεύομαι την πράσινη ματιά σου
Των ακροδαχτύλων σου
Το βελούδο οσμίζομαι
Κισσός αναρριχόμενος η ανάκληση
Μακρινά οδοιπορικά
Στο παρελθόν με σεργιανάνε
Άλλοτε δροσοσταλιά
Από ευωδιαστό λεμονανθό
Κι άλλοτε ξεροβόρι του Φλεβάρη
Που τις κλειδώσεις μου
Ματώνουν
Πορφυρών μαλλιών ψηλάφισμα
Κάτω απ’ το πυρόγιομο φεγγάρι
Σφραγίζω τα βλέφαρα
Και η θωριά σου παίρνει μορφή
Τα δάχτυλά μου χάνονται
Μέσα σε άγγιγμα αδειανό
Και μένει μόνο
Αύρα γλυφή στα χείλη
Ασπασμός της Φύσης
Σύννεφο ξαπλωμένο
στου βουνού τη ράχη
κούρνιασε να ξαποστάσει
αποκαμωμένο απ’ την εναέρια αδοιπορία.
Στα δυο τη γρανιτένια μάζα χωρίζει
του νεφελώματος η ασημόσκονη.
Όριο μη διακριτό
ανάμεσα σε φυσική
και φαντασία.
Νηφάλιο πια παρατηρεί
της Φύσης τις περιστροφές.
Ανταριασμένη η θάλασσα
με στρώσεις βρώμικου γαλάζιου
έχει εμποτιστεί.
Παράτολμοι ασημόγλαροι
την άξενη παραλία εξερευνούν.
Δέντρα λυγερόκορμα
έρμαια στου αγέρα τη φορά.
Υδάτινα κρυσταλλάκια κολλημένα
στις σταχτοπράσινες φυλλωσιές.
Άφαντο το κυανόγλαυκο του ουρανού.
Νέφαλα πυκνά τον έχουν πλαισιώσει
όμως δεν είναι ζοφερά.
Κρυφτούλι παίζουν
με του φωτός τον ομφαλό.
Ακόμα και η νοτισμένη γη
ακτινοβόλα όψη παίρνει.
Κι άξαφνα συνωμοτικά
κλείνει το μάτι στο μπαΐρι.
Αισθητικού νεύρου ερέθισμα.
Προοπτική, τάξη, αρμονία
ορίζουν τον ρυθμό.
Σιωπηρή συμφωνία
με της τέχνης τα εργαλεία
που την προάγουν
σε αρχαιοελληνική θρησκεία.
Εύτακτο σύμπαν
Πειθαρχημένη σκέψη
Σε μονοπάτια ασφαλή
Μπορεί και ανιαρά
Ατίθασο πνεύμα εγκλωβισμένο
Ανάμεσα σε νόρμες τυπικές
Γλυκόπικρη γεύση αναμεσίς
Στα «θέλω» και τα «πρέπει»
Σέρνεται καρδιά από μολύβι
Υπό το βάρος της υποταγής
Αν και στιγμιαία φτερουγίζει
Σε όνειρα απαγορευμένα
Μα ευτυχώς (στοχάζεται χαμογελαστά)
Στα κανονικά
Απότομα επανέρχεται
Παραδομένος άνευ όρων
Στων άλλων τα σοβαροφανή
Καλούπια
Άβουλος κι άδειος προχωρά
Με μιας ψευτοευδαιμονίας
Το μειδίαμα
Για να ταιριάξει με τους ισχυρούς
Ευκοινώνητος πρέπει να γενεί
Ακολουθητής στερεοτύπων
Που χλεύαζε μικρός
Μα να όμως
Που μέσα στην παγίδα τους έχει πέσει
Και πιότερο τα εδραιώνει
Αντί να τα καταπολεμά
Με τον πατέρα του όμοιος
Κατάντησε
Τι κρίμα που αυτός δε ζει
Για να τον καμαρώσει
Τι καλά που δεν έχει καθρέφτη
Μπροστά του
Το είδωλό του με απέχθεια να φτύσει
Αρκετά όμως με την αυτοανάλυση
Με τον κύριο βουλευτή
Απόψε θα δειπνήσει
Οποία τιμή για εκείνον
Ωσάν παγώνι αυτάρεσκα κορδώνεται
Πολλοί θα τον ζηλέψουν συλλογάται
Αψίδα ξέγνοιαστη
Πέταλο του ορίζοντα
με απαλόσαρκες γραμμές
πλεγμένου βαμπακιού
Λεύτερα κι ανέμελα
περιστροφές γύρω από τον εαυτό του
επιτυγχάνει
Νοερό περίφραγμα
αγροτεμαχίου γαλανού
Του ουράνιου στερεώματος
μονοπάτι λυγερό
Στο διάβα του αφήνει
πορεία σταθερή
χωρίς περίγραμμα έντονο
Απομεινάρι παιχνιδιού
φλογίτσας που ζεσταίνει
μα δίχως να καίει τη ματιά
Του ήλιου την αξέφυγη τροχιά
με επιδεξιότητα
σε απόσταση κρατάει
Κι αυτός με τη σειρά του
γενναιόδωρα αφήνεται
στης νεαρής συννεφούλας
το στρατήγημα
Από συμπάθεια περσότερο
παρά από ανοχή
Συνένοχος στη διασκέδαση
ακούσια μαριονέτα γένεται
Στην καθαρότητα της απειρίας
δεκτικότητα επιδεικνύει
Στην παιδική αφέλεια
με βλέφαρα σβηστά μεροληπτεί
Και ποιος ξέρει;
Των μαγνητικών πεδίων του η ισχύς
ανανεωτικές ριπές
ενέργειας παιδικής
μπορεί να σαγηνέψουν
Από ξεκλείδωτες χαραματιές
θεραπευτική παράβαση να κάνουν
στων μεταβιβασμένων ευθυνών
της κοπιαστικής στράτας
ενός κύκλου ατέρμονου
Ρανίδες καταλύτη
Υποταγμένο βλέμμα
προσκολλημένο από έλξη
σε θέαμα αυτόκλητο
λαίλαπας υδάτινης
Σύνθλιψη επώδυνη
σταλαγματιάς βροχής
σ΄ ώχρινα κεραμίδια
Διασκορπισμένη διαφάνεια
Aπολεσθείσα ολότητα
Μικρού αυλακίου σχηματισμός
Κελάρυσμα διαυγές
που σφαλίζει
της όρασης τους αισθητήρες
Υπνωτισμός
ελάσσονος σπονδής
Εκούσια υποταγή
στης Φύσης την ιερότητα
Πειθήνια η γη κατακρατά
το μερτικό της
Κι η θέρμη της
αποστέλλει υδρατμούς
σε ουρανοδρόμιο ομιχλώδες
Με την ευχή
υετός και πάλι να γενούν
αέναο μήνυμα
του άπειρου αιθέρα
Σκιάδιον οινωπόν
Άλικο παρασόλι ανοιχτό
να θρυψαλιάσει καταφέρνει
σταχτόχρωμου αντικρίσματος
την πληκτική προοπτική
Ξελογιαστής το πορφυρό
της λησμοσύνης στοχευτής
Δέλεαρ πλανευτικό
κίνητρο για προστασία τάχα
Όμως αποδεικνύεται
του ήλιου σου σφετεριστής
Λαβής κράτημα σφιχτό
δήλωση αποδοχής
Τσίτινο πλέγμα διαχωριστικό
αναμεσίς
σε ρουμπινί παραπλάνηση
και σε ζωή εκκωφαντική
Χαλάρωση δεσμών
πόθο για ασύνορη θωριά
υποδουλώνει
Η ομπρέλα αφήνεται
στου καβαλιέρου της
τον ανεμπόδιστο ρυθμό
Βαλσάρει σε σάλα
κάτω από πολυελαίους
εκθαμβωτικούς
Κι ο άνεμος αδρός συνοδευτής
με απαλές κινήσεις
την ντάμα του
από τη μέση στροβιλίζει
Με οδηγό του ρολογιού
τη ρυθμική φορά
μέχρι που η παρτενέρ του
αιμάτινος κόκκος γίνεται
στου πρότερου δέσμιού της
τη ματιά
που πλέον απρόσκοπτα
βγαίνει στο φως
διψώντας για άγνωρα ταξίδια
Θηρευτής ή θήρα;
Προγραμματίστηκα να ζω
με τη σκιά μου
Κραυγαλέα δυσφορία
της προσκόλλησης το τίμημα
Θορυβώδης εγώ
ύπουλα σιωπηρή εκείνη
Παίγνιο αφελές
και δη κουραστικό
Ξεκάθαρα δεν τέθηκε ποτέ
ηγήτορας αν ήμουνα
ή δούλος
Λόγια χωρίς περιστροφές
να καταφέρω λαχταρούσα
Η απόδραση σε αδιέξοδο
κρίθηκε ουτοπική
Μα κάποτε καρτέρι
με δόλο στήθηκε
Με όλα μου τα κύτταρα ανοιχτά
στον στρόβιλο του ανέμου
παραδόθηκα
Κι εκείνη -επιτέλους-
από πάνω μου αποσπάστηκε
Της δίνης του αγέρα
υποχείριο γένηκε
Με λύσσα σφύριζε
του ανεμομέτρου ο έλικας
Δοκιμασία επώδυνη
βίαιος συνετισμός
Τα δέντρα από φόβο
μέριαζαν
Μήπως και πέσουν
στου θυμού μου
τον κυκλώνα
Διάλεξαν ρόλο ουδέτερο
Θέση σοφή
μα ουχί γενναία
Σα μανιασμένος δήμιος
πρόβαλλα τη δρεπάνη
Κυριαρχία αλαζονική
προγονικών ενστίκτων
Ώσπου η Δρυάς
ανέλαβε ρόλο μεσολαβητή
Ψυχρός βοριάς
τη φόρα μούδιασε
Η λάμα χλόμιασε
Μήτε τα δάκρυά μου
δεν ήταν άξια
να θερίσει
Σε πέτρινη αρένα
κρότος από μέταλλο
στρίγγλισε
Σκιαγμένος
το είδωλό μου τήραξα
σε λάκκο παγωμένο
Δίπλα μου
(κι όχι πίσω μου)
στεκότανε εκείνη
Τα πόδια μου σίδηρος στη γη
με ήλους καρφωμένα
Ανατριχίλα που έφτανε
στις ρίζες του αυχένα
Άχνα δεν έβγαλε
η σκοτεινιά μου
Μάτια συμπονετικά
του τρόμου μου
ίαση
Εικόνα ανέφελη
Δυο κύκλοι ομόκεντροι
που τέμνονται
και καταλήγουν ένας
Προβληματίστηκα
αυτοκαταστροφικός αν είμαι
Μπας και την πνοή μου
έχω ήδη απωλέσει
και μέσα από ψευδαίσθηση αναδύομαι
Ενόρασης μήνυμα απτό
ίσως και διαύγειας οιωνός
Μήτε ψυχή ασώματη
μήτε σώμα άψυχο
δεν δύνανται αυτόφωτα
να πορευτούν
Της άνοιξής μου εγώ είμαι ο κατασκευαστής
Πράσινου τούνελ
στέγαστρο αυτοφυές
Θάμνου αειθαλούς
φυλλώματα
με σταυροβελονιά πλεγμένα
Χαλί οι μενεξέδες οι μαβιοί
με τις πιτσίλες
στου κίτρου τη χροιά
Αμπελουργός μαντατοφόρος
εκκολαπτόμενου έαρος
Ψαλίδες και προνύμφες
λεία αυτοπροσφοράς
στον κιτρινόμαυρο ντελάλη
Του ήλιου το χρυσάφισμα
στην κάμαρη δε φτάνει
Στον κουτσοφλέβαρο
ο ημεροδείκτης προσαρμόστηκε
Απάνω σε τζάμια σφαλιστά
το είδωλο
ψυχρόμορφης σιλουέτας
Σεντόνια νοτισμένα
από αύρα ανήλιαγη
Στην ξυλιασμένη ραχοκοκαλιά
απανωτά τα ρίγη
Διάγγελος
ακμής μαραζωμένης
Βλέμμα πυκνό
δυσκίνητο μολύβι
Από πύλες υάλινες
δραπέτευση αποτολμά
η ματιά
Το παρεθύρι τροχοπέδη
Ματόφυλλα ανυψώνονται
πιότερο από μεθύσι πεθυμιάς
παρά από ευρωστίας σφρίγος
Κριγμός αρθρώσεων
ωσάν βουλοκέρι
που αποσφραγίζεται
ίριδας ρωγμές ελκύει
Θνητή μορφή
διόπτρα νυκτερινής όρασης
γραπώνει
Και σαν εικόνα μαγική
αποκαλύπτεται
ένας μπαξές γιομάτος
ανήμερα λουλούδια
Ιώδεις μολόχες ριγωτές
Ασφόδελοι με ρόδινες νευρώσεις
Λαλάδες πυροκόκκινοι
Φλογάτες παπαρούνες
Όλος αυτός ο οργασμός
εγκλωβισμένος
Κάτω από στάλες διάφανες
κρύσταλλου παγωμένου
Γιατί η φιγούρα
προσταγή ρητή
είχε μηνύσει
Στο καταφύγιό της η άνοιξη
καλοδεχούμενη δεν ήταν
Όμως
βαρυστομάχιασε την ερημιά
Σφοδρά ματαεπιθύμησε
το μέρισμά της στη ζωή
Έστω και με νυστέρι
σε τραπέζι ιατροδικαστή
τη γύρη που της αναλογεί
θα διεκδικήσει
Με τόλμη ας κοπιάσει
της γονιμότητας ο Απρίλης
Ο ήλιος ας του κόψει
τη λαλιά
Ας πιεί τα χρώματα
Τα αρώματα ας ακούσει
Μήτε στον εαυτό του
ξανά θα επιτρέψει
την άνοιξή του να του κλέψει
Χρωστική ζωντάνιας
γκριζόμαυρες σκιές
θα εξαλείψει
Αγκάθια και ζιζάνια
από τη ρίζα
θα εξολοθρεύσει
Κατάκοπος πια
σε μεθύσι ολόγλυκου μοσχάτου
θα αφεθεί
Κι η ποίηση
με τιτιβίσματα
και λόγια εραστών
τον ουρανό
θα ασπαστεί
Διάφανη προσμονή
Αχνάδα ζεστή
Το παγωμένο κρύσταλλο θαμπώνει
Την απουσία
Να θερμάνει δεν μπορεί
Βλέμμα θολό
Ηδονικά παρατηρεί
Της φύσης τους κρυμμένους οιωνούς
Αροκάριας αιχμή
Που θρυμματίζει
Τ’ ουρανού το γκρίζο κέλυφος
Κι αυτός βρυχάται
Σαν Λέαινα πληγωμένη
Το σκούρο βάρος
Χύνεται λυτρωτικά στη γη
Νερό καθάριο
Την αντάρα εξανεμίζει
Και τότε αποκαλύπτεται
Παλαίστρα γαλανή
Τα μάτια δακρύζουν
Τα βλέφαρα σμίγουν
Το κεφάλι από δέος χαμηλώνει
Η καρδιά γεμίζει φως
Που διαπερνά τ’ ανθρώπινα
Ελπίδας μήνυμα ανείπωτο
Για ό,τι θε να 'ρθεί
Η σκέψη είναι πάγος
Πάντα στέκομαι σκεφτική μπροστά στο Θάνατο
από φόβο, ίσως και από περιέργεια.
Αλλόκοτο να περιμένω ένα σώμα άκαμπτο
για να αναλογιστώ της ζωής τις καθαρές αξίες.
Και τότε σαν σπασμένοι σταλακτίτες οι μνήμες
με τεμαχίζουν σαν κοφτερό γυαλί.
Τα αόρατα επίπεδα του ουρανού κατεβαίνουν και με τυλίγουν
παγωμένα κομφετί τα θρύψαλα της αγωνίας μου, που
πάνω μου στίγματα θα αφήσουνε.
Ζωγραφιά με μισοτελειωμένο δείλι, οι αναμνήσεις πορτοκαλί
ξυλομπογιές, τον χρόνο δεν μπορούν να φυλακίσουν.
Κάθε ώρα εκκινεί μια νέα ιστορία.
Κι εγώ απλός ακολουθητής του ρου της σκέψης είμαι.
Τον ύπνο της ύπαρξής μου θα πρέπει να διακόψω
και με αγωνία αρχέγονη ν΄ αναλογιστώ
αν όσα ζω είναι αληθινά, αν είναι déjà vu, ή
μήπως φαντασία. Τέτοιες στιγμές χάνω τον εαυτό μου
τρελαίνομαι θαρρώ, μπορεί και να ζω σε έκσταση.
Αναζητώ το «εκείνο», το «εγώ» και το «υπερεγώ» μου.
Μηχανικά την νεκρική πομπή ακολουθώ,
γυρεύοντας κάποιους οιωνούς.
Για την ατέλεια της θνητότητας,
για τα μηνύματα της αιώνιας ζωής,
για το φως μέσα στο σκοτάδι.
Λουσιφερίνη στην κοιλιά μιας κανιβαλίζουσας πυγολαμπίδας
που με το φως της προσελκύει το επόμενο υποψήφιο θύμα της.
Περιορισμένο φάσμα
Χαμένος ταξιδιώτης σε καράβι τυχαίο ανέβηκε
χωρίς προορισμό.
Ρότα άγνωστη χάραξε, ορίζοντα αχνογραμμή.
Διάλεξε να μην αριβάρει σε κανένα λιμάνι.
Αφού πάντα τον ίδιο ήλιο έβλεπε πάνω του.
Μοιάζει να μην πηγαίνει πουθενά
αλλά αέναους κύκλους
γύρω από τον εαυτό να επιτελεί.
Λαχταράει από το κάρμα του να λυτρωθεί
αλλά σέρνει ξοπίσω του μια σιδερένια μπάλα.
Δέσμιος της μοίρας ή των επιλογών του;
Ανακούφιση μα συνάμα και τρόμο νιώθει
αναλογιζόμενος αυτήν την μηχανική κίνηση
που τελειωμό δεν έχει.
Μαγνητικά πεδία τον στροβιλίζουν
σαν παγίδα
γύρω από έναν αόρατο άξονα.
Αγεωγράφητη σκέψη, μονοπάτι
που δεν έχει ακόμα χαραχτεί.
Άφιξη και αναχώρηση
έχουν τυλιχτεί σ΄ ένα κουβάρι.
Δεν είναι όμως ο μίτος της Αριάδνης
και ο Λαβύρινθος είναι μεγάλος και σκοτεινός.
Φοβάται…
Κακοτράχαλες αναζητήσεις
Ποίηση. Τηλεσκόπιο της ψυχής
Φύλλο που φέρνει ο άνεμος, μια μέρα που είχε έκλειψη ο ήλιος.
Σταγόνες υδρορροής μπορεί και χείμαρρος
οι Λέξεις.
Μουσική με στίχους κόκκινους και ασυνάρτητους
Ίχνη πληγών που ακροβατούν ανάμεσα σε σκιές
Κάποτε ξεδιάντροπη και αναιδής σαν πόρνη.
Αλλά όχι φονιάς των φόβων σου
Αυτούς μόνο εσύ μπορείς να απαλύνεις.
Εκείνη θα σου πει να μην κρατάς κρυφά
ένστικτα κι απωθημένα που σε τρώνε
όπως η θάλασσα που γλείφει τον βράχο.
Μη βάζεις τη ζωή σου σ΄ αυτόματο πιλότο.
Εκτός κι αν πόθο έχεις με «ασφαλείς» επιλογές να ζήσεις
(Βίον άνοστον).
Και τι σημαίνει αρετή; Σωματικές στερήσεις;
Ή πυρετό ανημέρωτο; Ποιος ξέρει;
Ο έρωτας ίσως προσφέρει μια δύναμη εξαγνιστική.
Άστον να γίνει ο εθισμός σου.
Γιατί χρειάζεσαι την έγκριση των άλλων;
Άλλη πνοή σου μην τους αφήνεις να σου πάρουν.
Φτιάξε ένα χάρτη και ταξίδεψε με ωτοστόπ. Μαζί με σένα.
Δρασκέλισε τον κόσμο απ’ άκρη σ΄ άκρη.
Κι όταν έχεις πλέον βυθιστεί στα σκοτεινά άδυτα της λαχτάρας σου
ανέβα πάλι ψηλά κι αντίκρυσε τους φόβους σου στα μάτια.
Βγες έξω και με χείλη πυρωμένα τα όνειρά σου φίλησε.
Γέλασε, κλάψε, ρίσκαρε, μέθυσε με εικόνες
αλήτεψε τους πόνους σου,
Τη γεύση της τρέλας σου απόλαυσε.
Γέψη αλατισμένης καραμέλας που τη γλώσσα σου ερεθίζει.
Δύο καβαφογενή ποιήματα
Μαχλοσύνη
Εις το δωμάτιoν το κρυφόν
από ματιές ψευδείς και αδιάκριτες,
tableau νεαρού εικοσιπέντε ετών
εμπήκα να τιμήσω, μόνη πάλι απόψε εδώ,
υπό το φως της λάμπας πετρελαίου. 5
Πρασινωπά τα μάτια του, φιλήδονα τα χείλη,
αρρενωπόν κορμί με σφρίγος κι αρμονία
αγάλματος ελληνικού κι απείρου κάλλους.
Θυμούμαι το χαμάμ στην Πόλιν, 'κει που τον εγνώρισα.
Ώραν πολλήν τον κοίταζα μες στον ατμό και τον ιδρώτα 10
μετά παραδοθήκαμε σ’ ορμές ηδυπαθείς.
Για πέντε μήνες αγαπιόμασταν εις έρωταν
αισθητικόν, με βλέφαρα σβηστά σε κλίνην εξαισίαν.
Εικόνα πρόστυχη γι’ ανθρώπους κοινοτύπους.
Τες απολαύσεις μας ποσώς εχάλαγεν η γνώμη τους. 15
Οι μέρες όμως πέρασαν, σαφώς ετέλεψε ο έρωτας.
Ο πίνακας ενθύμιον από της νιότης μου το πέρασμα.
Με τρώγει το παράπονον γνωρίζοντας πως έφυγε.
Αλίμονον στο γήρας το σκληρόν,
χωρίς ακμήν σωματικήν, την πτώσιν φέρνει, 20
στερήσεις πόθων κι απουσίαν ερώτων.
Η κάμαρη αυτή βωμός στους από μνήμης εραστές.
Αντάμωσις
Απ' το ξημέρωμα ποθεί, να πέσει το σκοτάδι,
για να βρεθεί σ' υπόγειο καφενέ,
στη γειτονιά που μόνο εταίροι του συχνάζουν.
Μες στον καπνό φιγούρα του γνωστή.
Κορμί στητό, ώμοι φαρδείς, εβένινα μαλλιά. 5
Κι όταν γυρίζει στην μεριά του,
δυο μάτια λάμπουν φανερά μες στο σκοτάδι.
Νωπές ακόμα θύμησες από προχθές το βράδυ.
Όταν πλαγιάσανε μαζί κι ενώθηκαν με πάθος.
Καρδιά σαν πόρνη, το κορμί παράδεισος, 10
που περιμένει να γευτεί το μήλον τ' απαγορευμένο.
Χωρίς σταματημό κοφτές ανάσες,
ζεστήν η σάρκα από ηδονή, γυρεύει λύτρωσιν.
Η φόρτισις ερωτική, μ' αγγίγματα λατρείας.
Η μυρωδιά της ηδονής δε φεύγει με σαπούνι 15
Άρωμα είναι ακριβό που για πολύ θα μείνει.