Ο ποιητής και μουσικός Γιάννης Σίννης μοιράζεται για ακόμη μια φορά με το ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ ανέκδοτο υλικό εννέα ποιημάτων από την επερχόμενη ποιητική του συλλογή ,που θα κυκλοφορήσει σε λίγους μήνες. Και όλα τα ποιήματα είναι υπέροχα!
Οξεία έλλειψη συναισθημάτων
Ένας τεράστιος Ιούλιος μας χαϊδεύει τα σπλάχνα
Αφήνοντάς μας στη μέση της απόστασης
μεταξύ αυτάρκειας και επιθυμίας για χλιδή
βάλαμε σημάδι ένα έλατο στο βουνό
κι ένα αλμυρίκι στη θάλασσα
όποιος φτάσει πρώτος θα εξιλεωθεί
απ' τις φθινοπωρινές αμαρτίες του
και θα κάτσει στον ήλιο να στεγνώσει το κλάμα του.
Όποιος δεν τερματίσει θα παραμείνει κλινήρης
Από οξεία έλλειψη συναισθημάτων
Στα γκρι κτίρια της συναισθηματικής απομόνωσης με τα ρώσικα μωσαϊκά
Την ποινή θα ορίσει η γενική γραμματεία γοητείας
Αφού συνεδριάσει για 6 μέρες με μόνη τους τροφή
Αμύγδαλα και λίγο νερό εκτός ψυγείου
Όταν βγει το αποτέλεσμα θα του το χτυπήσουμε τατουάζ
Για να το θυμάται όσο ζει
Ρίξτε τώρα μια ματιά στα tattoo σας
Φτερά πεταλούδας
Καλύψαμε τα μάτια μας με λεμονόφυλλα
Για να μην αγναντεύουμε τις εκστρατείες
των λόγχων ερωτικής αποξένωσης.
Κλείσαμε τα ρουθούνια μας με λάσπες
Για να μη μας γεμίσει με προπάνιο
Ο λόγος των βασανισμένων αετών
Γδάραμε τα ακροδάχτυλά μας
Για να μην αφήσουμε τα αυθεντικά μας αποτυπώματα
Στις κέρινες πλάκες των αναμνήσεων της παιδικής μας αφέλειας
Κάποιο ξεχασμένο σπουργίτι θα μας χαλάσει τη ραστώνη
Κάποιο μοτέρ θα αντικαταστήσει τους γρύλους.
Κάποιο βοριαδάκι θα σκορπά κομμάτια θάμνων
Στο μονοπάτι των περιπατητών των λόγχων
Ερωτικής αποξένωσης
Καθώς θα πλησιάζουν στη σκιά
Να ξαποστάσουν πίνοντας καημούς
Εσύ που μίλαγες στον Κρόνο
Εσύ που βάπτισες τον γιο σου Υπερίωνα
Και πίεζες τα σταφύλια για να πιεις το χυμό τους
Κέρασε με λίγο καπνό
Τύλιξέ τον με φτερά πεταλούδας
να πετάξουμε δέκα χρόνια πίσω
να αρχίσουμε απ' την εκκίνηση
να διορθώσουμε τα στραβά , τώρα που ξέρουμε
Τα νήματα
θα μαζέψουν κάποτε
όλα τα κομμένα νήματα
των παγκοσμίων εγκαινίων
και θα τα τοποθετήσουν άγγελοι θηλιές
στους λαιμούς
αυτών που κρατούσαν τα ψαλίδια
Το όνομά μου
Εκείνα τα χρόνια
Που γρήγορα πέρασαν
Πίναμε μεθούσαμε και φιλιόμασταν
Αναρίθμητες φορές
Τόσες
Που ξέρω πια
Πως αν ποτέ με κάποιον άλλον
Πιεις , μεθύσεις και φιληθείς
Θα τον φωνάξεις με το όνομά μου
Λίγη ομορφιά
Έχει απομείνει
Λίγη ομορφιά και λίγη αρμονία στο σύμπαν
Διότι υπάρχουν εκείνοι
Που προτιμούν τις Τετάρτες από τα Σάββατα
Τα μήλα από τα παγωτά
Τον Οκτώβρη από τον Ιούλιο
Το χαρτί από την οθόνη
Και εσένα από μένα
Η αναβολή
Ό,τι δεν έκανα τώρα
Το συνάντησα είκοσι χρόνια μετά
Και δεν είχα τα πρόσωπα που ήθελα για να μοιραστώ τη χαρά μου
Δεν είχα την ανάσα της δημιουργίας
Δεν κράτησε το γλέντι δυο μερόνυχτα
Δεν με χειροκρότησαν ούτε με επικρότησαν άγνωστοι
Ό,τι δεν έκανα τώρα το συνάντησα είκοσι χρόνια μετά
Και δεν μπορούσα να ξυπνήσω το πρωί ό,τι ώρα ήθελα
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ τη νύχτα ό,τι ώρα ήθελα
Είχα ξεχάσει το λόγο που το εμπνεύστηκα
Είχα ξεχάσει και την αιτία που το άφησα
Μετά από είκοσι χρόνια δεν το αναγνώριζα πια
Αστικά συμπεράσματα
Πόλη που αδειάζει τις γιορτές δεν αγαπήθηκε.
Άνθρωποι που στις γιορτές είναι μόνοι δεν αγαπήθηκαν.
Ο Έρημος ο τόπος , έρημος πάντοτε θα μένει
Διότι διώχνει εν γνώση του και για κάποιο μυστικό λόγο
Τους περαστικούς αλλά καλοπροαίρετους επισκέπτες.
Δώρα που δεν δόθηκαν με ανιδιοτέλεια
Δεν θα ανοιχτούν με χαρά
Λόγια που δεν ειπώθηκαν όταν έπρεπε
αχρηστεύτηκαν για πάντα
Η υποκρισία κέρδισε την αμηχανία στα χαρτιά και ύστερα
την μάζεψαν και την έκαψαν μαζί με όλα τα βιβλία
που περιείχαν τη λέξη ‘φιλότιμο’.
Διακρίθηκαν οι αδιάκριτοι επιδειξίες συνείδησης
και σφραγίστηκαν με κλειδαριές βαρέως τύπου
οι πόρτες της αξιοπρέπειας
Στις άδειες πόλεις τις γιορτινές με τις λιγοστές ψυχές
που περιφέρονται κάνοντας επίτηδες θόρυβο
για να διώξουν τις ερινύες.
Η ενδεχόμενη λύτρωση
Έχω βάλει στην άκρη λίγα αισθήματα για οικονομία
Έχουν ξεμυτίσει οι πρώτες συγνώμες στον κήπο μας
στο χρώμα του γιαλού το Νοέμβριο
Διστάζω να σου υπενθυμίσω
πως έχω πάψει εδώ και καιρό
να μετράω τις ημέρες
που σου μίλησα αυθόρμητα τελευταία φορά.
ένας πλανόδιος θίασος ενοχών
ψάχνει για κομπάρσους
και θα ήθελα να σε ρωτήσω αν ενδιαφέρεσαι.
Έπαψα να ποτίζω το ήπαρ μου με νοθευμένο οινόπνευμα
και φύτεψα μια μανταρινιά στο σπασμένο κομμάτι του πεζοδρομίου
που δεν θα το φτιάξουν ποτέ.
Το χαλί που έκρυβα από κάτω του τις τύψεις μου,
πετάχτηκε και πέταξε.
Γλίτωσα χιλιόμετρα αλλάζοντας δρόμο
Έσβησα το φως στο δωμάτιό μας
και βραχυκύκλωσα τον διακόπτη
Άνοιξα κλειστά σου γράμματα κατόπιν εορτής
Διόρθωσα το όνομα στο κουδούνι και έβαλα ‘κύριος’.
Ποιον θέλω δίπλα μου
Εσύ που αναπνέεις απ'τον αέρα
που γλύφει τα τριφύλλια
Που πίνεις νερό απ’ αυτό
που τρίβεται στις όχθες του Μόρνου
Εσύ που ακούς τη φωνή των σαλιγκαριών
και τη φωνή των γλάρων
Εσύ που ξέρεις την οσμή απ' τον ιδρώτα της μέλισσας
και απόλαυσες την ευωδιά από το πρώτο ρόδι.
Εσύ που είδες την νεογέννητη ακτίνα του Ήλιου
να προσπερνά τον Υμηττό
Εσύ που χάλασες δάχτυλα για να χτίσεις εστίες
Εσένα θέλω δίπλα μου και πλάι μου και μπρος μου
Να σταματάμε τρέχοντας
Ν’ αρχίζουμε πετώντας
Ν’ αντέχουμε φωνάζοντας
Να καίουμε σιωπώντας
Κι αν θα μ’αργήσεις να φανείς
εγώ θα θα περιμένω
Κι όταν θα έρθεις και σε δω
γιορτή θα είν’ η μέρα
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Γιάννης Σίννης γεννήθηκε το 1977 στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Παλαιό Φάληρο. Τελείωσε το Πάντειο Πανεπιστήμιο, δούλεψε σε τεχνικές εταιρείες στον τομέα των πωλήσεων. Παράλληλα είναι κιθαρίστας, στιχουργός, ποιητής και δισκοθέτης σε αγαπημένα μπαρ του κέντρου.Έχει κυκλοφορήσει 2 ποιητικές συλλογές, 2 δίσκους με την μπάντα Noely Rayn κι έχει συνεργαστεί με πολλούς Έλληνες καλλιτέχνες.Έχει την επιμέλεια του σεμιναρίου στιχουργικής στη σχολή Tabula Rasa από το 2016.Είναι πατέρας ενός υπέροχου παιδιού.
Έννεπε Μούσα, Ιστότοπος ποίησης και μουσικής