Σαν σήμερα,στις 2 Δεκεμβρίου 1944,φεύγει ο μεγάλος Ιταλός ποιητής Φιλίπο Τομάζο Μαρινέτι. Θα ταξιδέψουμε με το ποίημά του "Τα δώματα του έρωτα"!
Τα δώματα του έρωτα- ΦΙΛΙΠΟ ΤΟΜΑΖΟ ΜΑΡΙΝΕΤΙ
Και η ψυχή μου αχόρταγη θα ποτιστεί από χαρά,
μες στη χυμώδη ρόδινη δροσιά τής
βλάστησης,
ψηλά πολύ,στο εναέριο δώμα,κάθετα
προς την πόλη που διογκώνεται απ'τη σκιά της κι εκπέμπει φωτεινούς
σπινθήρες,
και στο μεγάλο λιμάνι με τις ανάκατες αρματωσιές των πλοίων,
όμοιες με ομιχλώδη μάχη σκελετών!
Για χάρη μας το δώμα μεταμορφώθηκε σε μια στέρνα
γαλάζια,
άυλη δεξαμενή όπου το παρθένο νερό τού βραδινού
μυστηριωδώς, μαζεύονταν ολόγυρα, συλλογισμένο...
Και η ψυχή μου αχόρταγη θα ποτιστεί από χαρά
στα στηθαία, ψηλά, ανάμεσα στην ορμή των φιλιών μας,
και στη μεθυστική ονειροπόληση των γαλανών ματιών σου
καιρό φυλακισμένα στους κλίβανους της Ημέρας,
των τεράστιων έξαλλων ματιών σου που ισορροπούν
στο διάστημα, όταν η νύχτα πέφτει σαν μολύβι!
Ω! πώς ν’ αλυσοδέσω τις δυο καρδιές μας,
μεθυσμένες ν’ ακολουθήσουν θέλουν το ήρεμο καραβάνι
των νομάδων των Άστρων και τον ακτινοβόλο καλπασμό τους
στις κατηφόρες τ'ουρανού και τις λεπτές ακτίνες τους
που αναπηδούν και κουδουνίζουν
στο λυκόφως,σαν να ηχούν χρυσά κουδούνια
πάνω στην έρημο των θαλασσών;
Ω!πώς ν’ αλυσοδέσω τις καρδιές μας.
μεθυσμένες να ζήσουν θέλουν ειρηνικά ανάμεσα στις σκόρπιες φωτιές
των Άστρων που μαζεύονται σαν τις ορδές των βαρβάρων
στις μακρινές κορφές!
Σε θυμάμαι,ω πρόσωπο ασημοφώτιστο
μετά τον εξατμισμό των δακρύων,ω όμορφε κύκνε σαν ανοίγεις
στα φριχτά υπόγεια της θλίψης μου,
ενώ κατά διαστήματα η γαλάζια πνοή του απείρου
κυμάτιζε στο μίσχο του ιδανικού σώματός σου!
Αλίμονο! Σ'άλλες αγκάλες,σ’ άλλους κόρφους ανεξερεύνητους,
να που η βαριά καρδιά μου αφήνεται ακόμα
μεθυσμένη
στη στιβαρή αιώρα του έρωτα,
που κάποτε λίκνιζε τις ψυχές μας με απάθεια
και βία, πέρα δώθε...
Παρά τη μονοτονία των ακτών,
σαν τις πλευρίζει η πλήξη ενός αιώνιου ταξιδιού...
παρά την ιδιότητα των χειλιών στον έρωτα,
σ’ άλλες αγκάλες,σ’ άλλους κόρφους ανεξερεύνητους,
να που η βαριά καρδιά μου βυθίζεται και ξαναβυθίζεται
σαν τότε, σαν τότε στην κουρασμένη σάρκα,
να κομματιάζει τη δύναμή της σε φθονερές εφόδους,
να ψάχνει για τη λήθη μες στη λαγνεία,που τα βάθη της
πήζουν από λάβα, να καταστρέφει την αλαζονεία των στοχασμών
και των αισχρών δαιμόνιων,τη ράχη να λυγίζει
καθώς ο σκλάβος μπρος στο μαστίγιο του Θανάτου.
Ω! το ίδιο πηγαινέλα της παλίρροιας
που ξεσήκωνε θαυμασμό και έκσταση,
οι καρδιές μας λιωμένες από παραφορά,
βυθίζονταν με ηδονή και ξανά αναδύονταν στον πικρό αφρό,
καθώς όταν κολυμβητής
χιμάει στην ενέργεια των κυμάτων που αιωρούνται
στο ρυθμό των διαττόντων αστέρων
κατά τη σιωπηρή αποδημία τους,τα μεγάλα βράδια του καλοκαιριού.
Τα μεγάλα βράδια του καλοκαιριού,ερεθισμένα από αστραπές
βουβές κι αρώματα πικρά,
να που η μαύρη καρδιά του σκιρτά ορμητικά
σαν τότε,αν τότε μακριά απ'την αγκαλιά σου,
πέρα απ'τα εναέρια μπαλκόνια
κωπηλάτες στην ξαστεριά...
Σκιρτά η καρδιά μου,δείχνει τ'αρπαχτικά της νύχια
σαν το σκυλί,γαβγίζοντας τη λύσσα του
να δαγκώσει εκεί κάτω το σώμα των σύννεφων.
-Αναπαύσου!Αναπαύσου!...Μονάχα ο ύπνος
είναι γλυκός...
Όχι!...όχι,η ζωή πρέπει να καίγεται καθώς
ένα δεμάτι άχυρα.
Πρέπει να καταπίνεται με μια μπουκιά,με θάρρος
καθώς εκείνοι που τρώνε τις φωτιές στα πανηγύρια και με το άγγιγμα της
γλώσσας βυθίζουν στο στομάχι τους
το θάνατο.
Ποιμένες βυθισμένοι στις ομίχλες του βραδινού!
Φλάουτα που θρηνούν, φλάουτα που δακρύζουν,
τραγούδια ξεψυχισμένα σε λάγνες καντέντσες,
που θλιβερά νανουρίζετε
αυτό το τραχύ πυρετικό τοπίο των Άστρων,
όπως νανουρίζετε ένα μωρό
στην κοιλιά διαφανών αιθέριων επιδέσμων,
οι νοσταλγικές σας μελωδίες στολισμένες
με γαλάζιους κροσσούς!
Ποιμένες βυθισμένοι στις ομίχλες του βραδινού!
Α!Α!θα κομματιάσω τα πειστικά σας φλάουτα...
μα τι θα κάνω τα κομμάτια τους;
Να:εμπρός!εμπρός!...να θρέψετε τις ροδαλές φλόγες
της μεγάλης βραδινής μου φωτιάς!..Μη γελάτε.
Μετάφραση:Μαρία Στεφανοπούλου
Πηγή:Ξένη ποίηση του 20ού αιώνα,Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα,2007