Σαν σήμερα, στις 7 Οκτωβρίου 1849 έφυγε ο Αμερικανός ποιητής Έντγκαρ Άλαν Πόε. Θα δούμε το εμβληματικό του ποίημα "Το κοράκι"!
Το κοράκι-ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ
Δώδεκα έδειχνεν η ώρα, μεσονύχτι, όπως και τώρα
Κ' ήμουν βυθισμένος ώρα σε βιβλία αλλοτινά,
Όταν μέσ' από ένα θάμπος ύπνου θα μου εφάνη, σάμπως
Κάποιος έξω από την πόρτα να χτυπούσε σιγανά.
Επισκέπτης, είπα, θα ’ναι και χτυπάει σιγανά
Τούτο θα ’ναι μοναχά.
Α, θυμάμαι, έπεφτε χιόνι και του κρύου Δεκέμβρη οι τόνοι
Σκούζαν μες στο παραγώνι και στοιχειώναν στη φωτιά.
Η νυχτιά με στενοχώρα κι άδικα έψαχνα τόση ώρα
Να ’βρω τη γλυκειά Λεωνόρα μες τ’ αρχαία μου χαρτιά,
Τη Λεωνόρα που οι αγγέλοι της κρατάνε συντροφιά
Και δικιά μας ποτέ πια.
Κάθε θρόισμα στο μετάξι της κουρτίνας είχε αλλάξει
Κι έρχονταν να με ταράξει ο άγριος φόβος που τρυπά.
Κι έλεα, για να πάρω θάρρος και να διώξω αυτό το βάρος.
–Επισκέπτης, δίχως άλλο, θα ’ναι τούτος που χτυπά.
Κάποιος νυχτοπαρωρίτης, που για να'μπει μου χτυπά .
Τούτο θα ’ναι μοναχά.
Ξάφνου ως ν'άντριωνε η ψυχή μου και παρά την ταραχή μου
–Κύριε, φώναξα, ή κυρία, συγχωρέστε με, έστω αργά.
Στα χαρτιά μου ήμουν σκυμμένος κ' ίσως μισοκοιμισμένος
Δεν σας άκουσα ορισμένως να χτυπάτε έτσι σιγά.
Με τα λόγια τούτα ανοίγω τα πορτόφυλλα γοργά.
Έξω η νύχτα μοναχά.
Το σκοτάδι αυτό τρυπώντας, έμεινα κειδά απορώντας
Κάθε τόσο ανασκιρτώντας μέσα σ’ όνειρα αλγεινά.
Κράτησε ησυχία για ώρα κι άξαφνα, απ’ τα βάθη τώρα,
Μια φωνή να λέει Λεωνόρα σα ν’ ακούστηκε βραχνά.
Εγώ φώναξα "Λεωνόρα" και τη φέρνει η ηχώ ξανά,
Έτσι θα ’ναι μοναχά.
Μπήκα στο δωμάτιο πάλι, μ’ άνω κάτω το κεφάλι,
Μα μέσα απ’ αυτή τη ζάλη, δυνατήν ακούω χτυπιά.
–Α, στο παραθύρι θα'ναι, λέω ευθύς, και με ζητάνε.
Ας ιδώ τώρα ποιοι να'ναι, φτάνει το μυστήριο πια,
Η καρδια μου δεν αντέχει, φτάνει το μυστήριο πια.
Θα ’ναι ο αγέρας μοναχά.
Τότε τα παντζούρια ανοίγω, όμως μια κραυγή μου πνίγω
Καθώς βλέπω ένα κοράκι μες στο δώμα να περνά.
Η ευγένεια δεν το νοιάζει κι ούτε που με λογαριάζει,
Μα γαντζώνει στο περβάζι της εσώπορτας στερνά.
Μα γαντζώνει και κουρνιάζει στη μαρμάρινη Αθηνά
Και κοιτάζει μοναχά.
Πως ανάπνευσα στ’ αλήθεια και γελώντας απ’ τα στήθια,
Λέω, από παλιά συνήθεια, στ’ όρνιο με τη κρύα ματιά:
–Κι αν σου κόψαν το λοφίο κι αν σ’ αφήκαν έτσι αστείο
Μαυροπούλι άλλοτε θείο, που πλανιέσαι στη νυχτιά,
ποιο είναι τάχα τ’ όνομά σου μες την άραχνη νυχτιά;
Και μου λέει: –Ποτέ πια!
Θαύμασα πολύ μου ακόμα, τ'όρνιο, που είχε ανθρώπου στόμα,
Μα τα λόγια του όλο σκώμα δε μου μάθανε πολλά.
Γιατί αλήθεια, είναι σπουδαίο και περίεργο και μοιραίο,
Αν μια νύχτα, σας το λέω, δείτε κάπου εκεί ψηλά
Κουρνιασμένο ένα κοράκι στην Παλλάδα, να μιλά
Και να λέει: Ποτέ πια!
Τ’ όνομά του θα μου κράζει, σκέφτηκα, μα τι με νοιάζει,
Ίσως πάλι να νυστάζει και τα λόγια του ξεχνά.
Όμως τούτο ούτε σαλεύει κι είναι ως κάτι να γυρεύει
Και του κρίνομαι: –Περσεύει κι άλλος τόπος εδωνά,
Την αυγή θα φύγεις πάλι σαν ελπίδα που περνά΄
Και μου λέει:- Ποτέ πια!
Τρόμαξα στ’ αλήθεια μου, όντας, μου δευτέρωσε μιλώντας,
–Δίχως άλλο, είπα σκιρτώντας, τούτο ξέρει μοναχά,
Κάποιος πρώην κύριός του, θα'κλαψε πολύ, ο καημός του
Ίσως να'γινε δικός του και για τούτο αγκομαχά
Και του απόμεινε στη σκέψη κι είναι σα να ξεψυχά
Λέγοντάς μου: –Ποτέ πια!
Και τη θλίψη μου ξεχνώντας έστρεψα σ’ αυτό γελώντας
Την καρέκλα μου τραβώντας στο κοράκι αντικρινά.
Μα στο κάθισμά μου επάνω, χίλιες τόσες σκέψεις κάνω
Και στο νου μου τώρα βάνω για ποιο λόγο αληθινά
Σα μιαν επωδή μακάβρια να μου λέει όλο ξανά
Το κοράκι: –Ποτέ πια!
Γρίφος θα'ναι ή αίνιγμά του κι ίσως μήνυμα θανάτου
Και κοιτώντας τη ματιά του που μου τρύπαε την καρδιά,
Γέρνω ωραία μου το κεφάλι, στο δικό της προσκεφάλι,
Όπου αντιφεγγούσε πάλι, σαν και τότε μια βραδιά,
Με το βιολετί βελούδο, σαν και τότε μια βραδιά
Και που δε θ’ αγγίξει πια!
Ξάφνου ως να'νιωσα μου εφάνη γύρω μου άκρατο λιβάνι
Και πλημμύρα να μου φτάνει σύννεφο η θεία του καπνιά.
–Άθλιε, φώναξα, στοχάσου, που ο Θεός στέλνει κοντά σου
Άγγελους να σου σταλάξουν νηπενθές για λησμονιά,
Πιέστο, ω, πιέστο, τη Λεωνόρα να ξεχάσεις μ’ απονιά.
Και μου λέει: –Ποτέ πια!
Α, προφήτη, κράζω, ωιμένα, κι αν πουλί'σαι ή δαιμόνου γέννα
Κι αν ο Πειρασμός σε μένα, σ’ έστειλε απ’ τη γης βαθιά,
Κι αν σε τόπο ρημαγμένο σ’ έχει ρίξει απελπισμένο
Σ’ ένα σπίτι στοιχειωμένο με σκιές και με ξωθιά,
Θα ’βρω στη Γαλαάδ, ω πες μου, θα'βρω εκεί παρηγοριά;
Και μου λέει: –Ποτέ πια!
–Α, προφήτη, ανήλιαγο όρνιο κι αν πουλί 'σαι κι αν δαιμόνιο
Απ’ το σκότος σου το αιώνιο κι απ’ την κρύα σου συννεφιά,
Πες μου, στης Εδέμ τα δάση, θα ’βρει ο νους μου ν’ αγκαλιάσει
Μια παρθένα που'χει αγιάσει κι έχει αγγέλους συντροφιά ,
Μιαν ολόλαμπρη παρθένα, που'χει αγγέλους συντροφιά;
Και μου λέει: Ποτέ πια!
Φύγε στ’ άγριά σου μέρη, όρνιο ή φάντασμα, ποιος ξέρει
Αν αυτό που σ’ έχει φέρει δε σε καταπιεί ξανά.
Κι ούτε ένα μικρό φτερό σου να μη μείνει εδώ δικό σου,
Φώναξα, και το φευγιό σου να χαθεί στα σκοτεινά.
Πάρε και το κρώξιμό σου πέρα από την Αθηνά.
Και μου λέει: –Ποτέ πια!
Κι από τότε εκεί δεμένο, το κοράκι, καθισμένο
Μένει πάντα κουρνιασμένο στη μαρμάρινη θεά.
Κι η ματιά του όπως κοιτάζει, με ματιά δαιμόνου μοιάζει
Κι η νυχτιά που το σκεπάζει του στοιχειώνει τη σκιά.
Α, η ψυχή μου δε θα φύγει μια στιγμή απ’ αυτή τη σκιά.
Δε θα φύγει ποτέ πια!
Μετάφραση: Γιάννης Β.Ιωαννίδης
Πηγή: Νέα παγκόσμια ποιητική ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά,Εκδόσεις Διόσκουροι