Σαν σήμερα, στις 4 Σεπτεμβρίου 1809 γεννήθηκε ο Πολωνός ποιητής Γιούλιους Σλοβάτσκι. Ας δούμε ένα απόσπασμα από το μακροσκελές ποίημά του "Ο τάφος του Αγαμέμνονα".
Ο τάφος του Αγαμέμνονα- ΓΙΟΥΛΙΟΥΣ ΣΛΟΒΑΤΣΚΙ (απόσπασμα)
Φανταστικά συγκερασμένο το λαγούτο,
Ας συνοδεύει τον πικρό και μαύρο λογισμό
Ότι να, μπήκα στου Αγαμέμνονα τον τάφο,
Και στον υπόγειο θόλο, από τον Ατρειδών
Το τρομερό το αίμα ραντισμένον, στέκω σιωπηλός.
Αποκοιμήθηκε η καρδιά, μα ονειρεύεται. Μαράζι που ‘χω εντός μου!
Ω! μακρινά π’ ακούγεται τούτη η άρπα η χρυσή,
Που μόνο τον παντοτινό αχό της αγροικάω!
Είναι σπηλιά των δρυϊδών από μεγάλα βράχια,
Οπού ‘ρχεται στ’ ανοίγματα ο αέρας να στενάξει
Και της Ηλέκτρας έχει τη λαλιά – λευκαίνει
ετούτη το πανί κι από τις δάφνες αποκρίνεται: Μαράζι που ‘χω εντός μου!
Εδώ πάνω στις πέτρες, με την εργατική Αράχνη
Καυγαδίζει το αγέρι και της τσακίζει τον ιστό’
Εδώ μοσκοβολάνε μες στις καμένες ράχες τα θυμάρια λυπημένα’
Εδώ ο άνεμος το σταχτερό σωρό των ερειπίων μόλις ζώσει,
Τους σπόρους κυνηγάει των λουλουδιών – κι αυτά τα χνούδια
Παν και μες στον τάφο σάμπως ψυχές πλανιούνται.
Εδώ ανάμεσα στις πέτρες τα τζιτζίκια των αγρών,
Κρυμμέν’ από τον ήλιο που στους τάφους πάνω στέκει,
Σα να ‘θελαν σιωπή να μου επιβάλουν,
Τερετίζουν. Της Ραψωδίας η φρικαλέα η επωδός
Είν’ το τερέτισμα αυτό, που ακούγεται στους
τάφους – Είν’ αποκάλυψη, είναι ύμνος, τραγούδι της σιωπής.
Ω! είμαι σιωπηλός, όπως εσείς Ατρείδες,
Που η στάχτη σας κοιμάται φυλαγμένη απ’ τα τζιτζίκια.
Ούτε η μικροσύνη μου εμένα τώρα με ντροπιάζει,
Μήτε οι λογισμοί σαν τους αητούς ζυγιάζονται.
Βαθιά είμαι ταπεινός και σιωπηλός
‘δω, στο μνημείο αυτό, της δόξας, του φονικού, της ξιπασιάς.
Στου τάφου απάνω το θυρί, στο γείσο του γρανίτη
Μες στο λιθένιο τρίγωνο βγαίνει μικρή βαλανιδιά,
Τη φύτεψαν σπουργίτια ή περιστέρια,
Και με τα μαύρα φυλλαράκια πρασινίζει,
Και στο μνημείο το σκοτεινό τον ήλιο να ‘μπει δεν αφήνει’
Έκοψα από το μαύρο θάμνο ένα φύλλο.
Δεν τον προστάτεψε πνεύμα κανένα μήτε ξωτικό,
Κι ούτε μες στα κλωνιά γόγγυσε κάποια οπτασία’
Μόνο του ήλιου φάρδυνε το πέρασμα,
Και πρόστρεξε χρυσός στα πόδια μου να πέσει.
Νόμισα στην αρχή πως τούτη οπού περνά
Η λάμψη, ήταν χορδή από του Ομήρου την Άρπα,
Και άπλωσα το χέρι στα σκοτάδια,
Να την αδράξω, να την τεντώσω και όπως τρέμει
Να τήνε κάνω να βουρκώσει, να τραγουδήσει, να κακιώσει
Πάνω στο μέγα τίποτα των τάφων και στο βουβό
Σωρό της τέφρας: όμως μέσα στο χέρι μου
Τούτη η χορδή τρεμόπαιξε κι έσπασε δίχως βόγκο ...
μετάφραση: Δημήτρης Χουλιαράκης, Γαβριηλίδης, 2006
Πηγές: https://argolikivivliothiki.gr
Ο τάφος του Αγαμέμνονα- ΓΙΟΥΛΙΟΥΣ ΣΛΟΒΑΤΣΚΙ (απόσπασμα)
Φανταστικά συγκερασμένο το λαγούτο,
Ας συνοδεύει τον πικρό και μαύρο λογισμό
Ότι να, μπήκα στου Αγαμέμνονα τον τάφο,
Και στον υπόγειο θόλο, από τον Ατρειδών
Το τρομερό το αίμα ραντισμένον, στέκω σιωπηλός.
Αποκοιμήθηκε η καρδιά, μα ονειρεύεται. Μαράζι που ‘χω εντός μου!
Ω! μακρινά π’ ακούγεται τούτη η άρπα η χρυσή,
Που μόνο τον παντοτινό αχό της αγροικάω!
Είναι σπηλιά των δρυϊδών από μεγάλα βράχια,
Οπού ‘ρχεται στ’ ανοίγματα ο αέρας να στενάξει
Και της Ηλέκτρας έχει τη λαλιά – λευκαίνει
ετούτη το πανί κι από τις δάφνες αποκρίνεται: Μαράζι που ‘χω εντός μου!
Εδώ πάνω στις πέτρες, με την εργατική Αράχνη
Καυγαδίζει το αγέρι και της τσακίζει τον ιστό’
Εδώ μοσκοβολάνε μες στις καμένες ράχες τα θυμάρια λυπημένα’
Εδώ ο άνεμος το σταχτερό σωρό των ερειπίων μόλις ζώσει,
Τους σπόρους κυνηγάει των λουλουδιών – κι αυτά τα χνούδια
Παν και μες στον τάφο σάμπως ψυχές πλανιούνται.
Εδώ ανάμεσα στις πέτρες τα τζιτζίκια των αγρών,
Κρυμμέν’ από τον ήλιο που στους τάφους πάνω στέκει,
Σα να ‘θελαν σιωπή να μου επιβάλουν,
Τερετίζουν. Της Ραψωδίας η φρικαλέα η επωδός
Είν’ το τερέτισμα αυτό, που ακούγεται στους
τάφους – Είν’ αποκάλυψη, είναι ύμνος, τραγούδι της σιωπής.
Ω! είμαι σιωπηλός, όπως εσείς Ατρείδες,
Που η στάχτη σας κοιμάται φυλαγμένη απ’ τα τζιτζίκια.
Ούτε η μικροσύνη μου εμένα τώρα με ντροπιάζει,
Μήτε οι λογισμοί σαν τους αητούς ζυγιάζονται.
Βαθιά είμαι ταπεινός και σιωπηλός
‘δω, στο μνημείο αυτό, της δόξας, του φονικού, της ξιπασιάς.
Στου τάφου απάνω το θυρί, στο γείσο του γρανίτη
Μες στο λιθένιο τρίγωνο βγαίνει μικρή βαλανιδιά,
Τη φύτεψαν σπουργίτια ή περιστέρια,
Και με τα μαύρα φυλλαράκια πρασινίζει,
Και στο μνημείο το σκοτεινό τον ήλιο να ‘μπει δεν αφήνει’
Έκοψα από το μαύρο θάμνο ένα φύλλο.
Δεν τον προστάτεψε πνεύμα κανένα μήτε ξωτικό,
Κι ούτε μες στα κλωνιά γόγγυσε κάποια οπτασία’
Μόνο του ήλιου φάρδυνε το πέρασμα,
Και πρόστρεξε χρυσός στα πόδια μου να πέσει.
Νόμισα στην αρχή πως τούτη οπού περνά
Η λάμψη, ήταν χορδή από του Ομήρου την Άρπα,
Και άπλωσα το χέρι στα σκοτάδια,
Να την αδράξω, να την τεντώσω και όπως τρέμει
Να τήνε κάνω να βουρκώσει, να τραγουδήσει, να κακιώσει
Πάνω στο μέγα τίποτα των τάφων και στο βουβό
Σωρό της τέφρας: όμως μέσα στο χέρι μου
Τούτη η χορδή τρεμόπαιξε κι έσπασε δίχως βόγκο ...
μετάφραση: Δημήτρης Χουλιαράκης, Γαβριηλίδης, 2006
Πηγές: https://argolikivivliothiki.gr