Στις 9 Οκτωβρίου 1906, γεννήθηκε ο Σενεγαλέζος λυρικός ποιητής Λεοπόλντ Σεντάρ Σενγκόρ. Υπήρξε Πρόεδρος της Δημοκρατίας στη χώρα του για δυο δεκαετίες. Η καθημερινότητα και τα προβλήματα της φυλής του, περνούν συχνά στο έργο του. Ένα ταξίδι στην αμερικανική μεγαλούπολη, είναι το ποίημά του "Νέα Υόρκη", που θα δούμε σήμερα!
Νέα Υόρκη - ΛΕΟΠΟΛΝΤ ΣΕΝΤΑΡ ΣΕΝΓΚΟΡ
Νέα Υόρκη! Πρώτη φορά με ζάλισε η ομορφιά σου, αυτά τα μεγάλα
κορίτσια με τα χρυσωμένα μακριά πόδια.
Τόσο διστακτικός πρώτη φορά μπροστά στα γαλανά μεταλλικά σου
μάτια,το παγωμένο σου χαμόγελο
Τόσο διστακτικός. Κ' η αγωνία στα βάθη των δρόμων με τους ουρανοξύστες
Ανυψώνοντας μάτια σκεπασμένα με σάλιο στην ηλιακή έκλειψη.
Θειούχο το φως σου κ' οι πύργοι πελιδνοί με κορφές που
κεραυνώνουν τον ουρανό
Οι ουρανοξύστες που αψηφούν τις θύελλες με ατσαλένια μπράτσα και
δέρμα λουστραρισμένο.
Όμως δυο βδομάδες στα γυμνά πεζοδρόμια του Μανχάταν
-Στο τέλος της τρίτης βδομάδας ο πυρετός σ'αρπάζει
μ'εφόρμηση λιόπαρδης
Δυο βδομάδες δίχως ποτάμια και αγρούς, όλα τα πετεινά του ουρανού
Να πέφτουν άξαφνα νεκρά στην ψηλή στάχτη των στεγών.
Κανένα παιδικό χαμόγελο δεν ανθίζει, το χέρι του δροσίστηκε
ξανά στο χέρι μου,
Κανένα μητρικό βυζί, μόνο νάυλον κνήμες. Κνήμες και στήθη
δίχως γλύκα, δίχως μυρουδιά.
Καμιά τρυφερή λέξη, γιατί δεν υπάρχουν χείλια, μόνο τεχνητές καρδιές
πληρωμένες τοις μετρητοίς
Κι ούτε βιβλίο να διαβάσεις τη σοφία. Η ζωγραφική παλέττα λάμπει
με κρύσταλλα από κοράλλι.
Νύχτες της αϋπνίας ω νύχτες του Μανχάτταν! Τόσο ανήσυχος
από τρεμουλιασμένα φώτα, ενώ κόρνες ουρλιάζουν για άδειες ώρες
Κ' ενώ σκούρα νερά σκορπίζουν υγιεινούς έρωτες, όπως ποτάμια
πλημμυρισμένα από πτώματα παιδιών.
Τώρα είναι η ώρα των σημείων και των λογαριασμών
Νέα Υόρκη! Τώρα είναι η ώρα του μάννα και της μέντας.
Πρέπει ν'ακούσεις μόνο τα τρομπόνια του Θεού, ας την καρδιά σου
να χτυπήσει με το ρυθμό του αίματος, του δικού σου αίματος.
Είδα στο Χάρλεμ ένα τριβέλισμα όλο θόρυβο με χρώματα φανταχτερά
και μυρωδιές χρωματισμένες
- Ήταν η ώρα του τσαγιού στο σπίτι του πωλητή φαρμακευτικών
προϊόντων-
Τους είδα να στήνουν τη βραδινή γιορτή δραπετεύοντας απ' τη μέρα.
Ανακηρύσσω τη νύχτα πιο αληθινή κι απ'τη μέρα.
Ήταν η αγνή ώρα όταν στους δρόμους ο Θεός ζυμώνει τη ζωή
που πηγαίνει πίσω χρόνια πολλά για ν'αναβλύσει
Όλα τ'αμφίβια στοιχεία λαμπρά σαν ήλιους.
Χάρλεμ Χάρλεμ! Είδα τώρα το Χάρλεμ! Μια πράσινη αύρα
καλαμποκιού πηδά απ' τα πεζοδρόμια οργωμένη
απ' τα γυμνά πόδια των χορευτών
Βαθιά μεταξένια κύματα και ξυραφένια στήθη, μπαλέτα από νούφαρο
και μάσκες μυθικές.
Απ' τα χαμόσπιτα καλούν τα μάνγκο του έρωτα στα πόδια
των αστυνομικών αλόγων.
Κ' είδα στα πεζοδρόμια ρυάκια από άσπρο ρούμι, ρυάκια
από μαύρο γάλα και γαλανή ομίχλη από πούρα.
Είδα τον ουρανό στα βραδινά άνθη του μπαμπακιού και
τα φτερά των σεραφείμ και τα λοφία των μάγων.
Άκουσε Νέα Υόρκη! Ω άκουσε την αρσενική μπρούντζινη φωνή σου
δονούμενη από οξύαυλους, την αγωνία πνιγμένη στα δάκρυα
να πέφτει με αιμάτινους θρόμβους μεγάλους.
Άκουσε το μακρινό χτύπημα της βραδινής σου καρδιάς, ρυθμός
και αίμα του τομ-τομ, τομ-τομ αίμα και τομ-τομ.
Νέα Υόρκη! σου λέγω: Νέα Υόρκη άσε το μαύρο αίμα
να κυλήσει στο αίμα σου
Που μπορεί να τρίψει στη σκουριά των ατσαλένιων σου αρμών,
σα λάδι της ζωής,
Μπορεί να δύσει στις γέφυρές σου την κλίση των γλουτών
και την ευκαμψία των ερπετών.
Τώρα γυρίζουν τα πιο παλιά χρόνια, η αρμονία δόθηκε πάλι,
η συμφιλίωση του Λιονταριού του Ταύρου και του Δέντρου
Η σκέψη δέθηκε με πράξη, το αυτί με την καρδιά, το σημάδι
με το νόημα.
Να τα ποτάμια σου που μουρμουρίζουν με αρωματισμένους
κροκοδείλους κι αντικατοπτρισμένα μάτια θηλαστικών.
Δε χρειάζεται να επινοήσουμε τις Σειρήνες.
Φτάνει ν'ανοίξεις τα μάτια στο ουράνιο τόξο τ' Απρίλη
Και τ' αυτιά, πάνω απ' όλα τ' αυτιά, στο Θεό που έξω απ'το γέλιο
ενός σαξόφωνου έφτιαξε τον ουρανό και τη γη σ'έξι μέρες.
Και την έβδομη κοιμήθηκε το μεγάλο ύπνο του Νέγρου.
Μετάφραση: Αλέξης Τραϊανός
Πηγές: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση", Εκδόσεις Ναυτίλος,1995
& https://el.wikipedia.org