Λουσιάδες (Άσμα πέμπτο)- ΛΟΥΙΣ ΝΤΕ ΚΑΜΟΕΝΣ

Λουσιάδες (Άσμα πέμπτο)- ΛΟΥΙΣ ΝΤΕ ΚΑΜΟΕΝΣ

Σαν σήμερα, στις 10 Ιουνίου 1580 φεύγει ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της Πορτογαλίας, ο Λουίς Βας Ντε Καμόενς. Θα δούμε το Άσμα πέμπτο από το κορυφαίο του έργο, τους "Λουσιάδες".

Λουσιάδες- ΛΟΥΙΣ ΒΑΣ ΝΤΕ ΚΑΜΟΕΝΣ (Άσμα πέμπτο)

Μέρες επλέαμε πέντε σε πελάη
Όπου άνθρωπος δεν πήγε πιο μπροστά μας .
ο αέρας τα πανιά απαλά φυσάει.
Μια νύχτα, που στην πλώρη τη μακριά μας
αγρυπνημένοι εμέναμε, κινάει
αλαργινά και φτάνει απανωτά μας
ένα μεγάλο νέφος, που από στέρνα
μαύρα αστραπές και αστροπελέκια εξέρνα.

Μας φτάνει πυκνό τόσο και όλο σκότη,
που τρόμος μάς επηρε φρικαλέος .
ο πόντος πίσω εμούγκριζε και εκρότει,
σα να' δερνε βράχο άσειστο ματαίως.
Θεέ Παντοδύναμε, έκραξα απ’ την πρώτη
στιγμή, ποιος ο χαμός αυτός ο νέος;
Ποια οργή; Ποιων φοβερών σημείων πλήθη
από τα ταραγμένα θα’ βγουν βύθη;

Δεν έσωσα και βλέπομε ένα φάσμα
γιγάντιο, τρομερή και οικτρή μια γέννα,
όλο φοβέρα ανάερα• σε χάσμα
διπλό τα μάτια τα’χε γουβιασμένα-
της γης είχε το χρώμα αυτό το πλάσμα-
η κόμη του όλη ιλύ και μπερδεμένα
τα γένια- από το στόμα, που ανοιγόνταν
το μαύρο, δόντια κίτρινα δειχνόνταν.

Έτσι τεράστιο ήτανε σε θέα,
που για τον Κολοσσό θα το περνούσες,
το ένα από τα θαύματα τα αρχαία.
Και με φωνή, που σαν την αγρικούσες,
πως των ωκεανών τ’ αβυσσαλέα
τα σπλάχνα την ανάδιναν θαρρούσες,
ο γίγαντας την τρίχα ορθώνοντάς μας
και το αίμα των φλεβών παγώνοντάς μας:

«Ω ράτσα πλέον απόκοτη, μας κράζει,
από κάθε άλλη που ύψωσε την πλάση,
που μάχη εσέ καμιά δε σε τρομάζει
και την ηρωικιά σου ποτέ τάση
για ανάπαψη και ειρήνη δεν την γνοιάζει,
συ που’χες τ’ άκρα σύνορα περάσει
και πλες εκεί όπου άγρυπνος σε ξένο
καράβι ή γείτονά μου φραγμός μένω,

αφού ’ρχεσαι να ιδείς τα κρύφια τόσο
της φύσης μυστικά και αυτά τα πλάτη
τα υγρά, που ουδέποτέ του θνητός, όσο
και αν πήρε δόξα αθάνατη, τα εκράτει,
αυτά που ο Πλάστης θέλησεν ωστόσο
να κρύβει συνετά από θνητών μάτι,
το τι σε ωκεανούς έχει να πάθεις
και τόπους, όπου πας, άκου να μάθεις.

Άκου• το κάθε πλοίο, που θα τολμήσει
τα ίδια με σας, θα βρει φριχτή τη μπόρα
εδώ• και ο πρώτος στόλος, που θα σκίσει
τα αδάμαστα αυτά κύματα, την ώρα
εκείνη, τόσο μαύρη θ’ αντικρίσει
και αιφνίδια τιμωρία, που για την ώρα
με δυσκολία γλιτώνοντας, τα βάθη
ολέθρου μεγαλύτερου θα μάθει.

Μην ημπορώντας, τέρας, φριχτή φτιάση,
να τη γοητέψω (ποια τη φλόγα νιώθει
του άσκημου εραστή;) είχα σχεδιάσει
να την αρπάξω . αυτό στη Δώρη ειπώθη•
της τόπε αυτή΄ κ’ εκείνη είχε γελάσει
(ποιος ξέρει σε τι σκέψεις αγκιστρώθη)
και απάντησε: «Για σκέψου έρωτα λαύρο
μιας Νύμφης μ’ ένα Γίγα τόσο μαύρο!

Για να μην έμπει αμάχη καταλύτρα
στους ωκεανούς, η θεά κάτι σοφίστη:
για να σε βλέπει μου είπεν η μεσίτρα,
χωρίς να την ευρεί βλάβη ελαχίστη.
Τυφλή των εραστών ειπώθη η φύτρα.
Σ’ απαντοχή η ψυχή γλυκά εβυθίσθη,
πώς θ’ άλλαζε το πάθος το τρανό μου
αυτήν που αποστρεφόταν τον καημό μου.

Είχα άναντρα τους Γίγαντες αφήσει,
τ’ αδέρφια, να χτυπούν στη μάχη μόνοι.
Ίσως, αν ήμουν κει... Για ένα μεθύσι
τρελού έρωτα τι επάθαμε σε μόνη
μια ημέρα!... Η Δώρη είχε την ώρα ορίσει.
Να η Θέτη! Τρέχω κει. Η νυχτιά πλακώνει.
Φιλώ λευκό λαιμό, γλυκό, μάτια βελούδα,
μάγουλα αβρά φιλώ, ξανθιά πλεξούδα.

Ω, πώς να το Ιστορήσω! Ενώ θαρρούσα
πώς είχα την αγνή τη Νύμφη σφίξει,
που κυβερνά το πέλαγο, να! Γρικούσα
πως βράχο τερατώδη είχα τυλίξει,
ένα βουνό, που, αλλόφρονος, περνούσα
για Θέτη΄ η μουγκαμάρα μ’ είχε πνίξει.
Και πέτρωσα σαν βράχος, πλάι στημένος
σε βράχο, από τη μοίρα εκεί ριγμένος.

Α, ψεύτρα εσύ, μα αγαπημένη ακόμα,
δεν άφηνες αυτόν που σε λατρεύει
με το γλυκό όνειρό του. Άτυχο σώμα,
την ευτυχία δε βρίσκει, αν τη γυρεύει
μονάχα σε όνειρό του; Έφυγα πτώμα,
τρελός από τη λύσσα και τη χλεύη,
σε μέρη μακρινά, για να βογγάω
χωρίς απ’ άλλον γέλια να γρικάω!

Στο μεταξύ τ’ αδέρφια μου είχαν πέσει
κεραυνωμένα΄ ο Ζεύς τα σώματά τους
κάτω από το βουνό τάχει όλα θέσει,
που σειούν με φοβερά κουνήματά τους.
Ματαίως για την πικρή τους βόγγαα θέση.
Και αφού κανείς τους νόμους τους υπάτους
δε φεύγει, άκουσα κει στη μόνωσή μου
την εκδικήτραν ώρα να αντηχεί μου.

Είδα σε γη να αλλάζει τον κορμό μου.
Τα κόκκαλα σ’ αυτό το καταβράχι
να γίνουν τούτοι οι σκόπελοι τα δυο μου
τα μέλη τα όλο δύναμη και τάχη.
Τέλος, οι θεοί από το σύνολό μου
κάμαν τον κάβο τούτο, που, για νάχει
διπλή ποινή, θεν, με το κύμα η Θέτη,
κυκλώνοντάς με πάντα, να προσθέτει.

Καημό σε άλλον καημό, δάκρυ σε δάκρυ».
Αφού είπε τούτα ο Γίγας της αβύσσου.
λυγμό έπνιξε, που επήγεν άκρη σ’ άκρη
του όρους΄ ηχώ του απάντησεν εξίσου.
Τα μάτια μου στα ουράνια ύψωσα μάκρη,
ζητώντας του Κυρίου να κάμει πίσου
αυτά που του Αδαμάστορος η γνώμη
σε μέλλον είπε αλάργα μας ακόμη.

Ο Φλέγων, ο Πυρόεις και οι γοργοί του
οι αδερφοί, τα ολογλήγορα άτια,
του Ήλιου το άρμα σέρνοντας μαζί τους
τ’ ολόλαμπρον, αφήναν τα παλάτια
της Νύχτας τα αυστηρά, σαν αντικρύ τους
το μαύρο κάβο απόχασαν τα μάτια.

Μετάφραση: Χρήστος Τσαπαλάς
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση", Εκδόσεις Ναυτίλος, 1995

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr