Στις 5 Σεπτεμβρίου 1914, πέφτει στο πεδίο της μάχης σε ηλικία 41 ετών ο Γάλλος λογοτέχνης Σαρλ Πεγκί. Το σημαντικότερο ποιητικό του έργο λέγεται "Το Mυστήριο της Ζαν ντ'Αρκ" (1910), απ'όπου θα δούμε ένα απόσπασμα!
Αποχαιρετισμός στον Μεζ (Από το "Μυστήριο της Ζαν ντ'Αρκ") -ΣΑΡΛ ΠΕΓΚΙ
Αντίο,Μεζ, γαληνεμένε και γλυκέ μου εσύ στα παιδικά μου χρόνια,
που στα λιβάδια κατοικείς και που κυλάς ως κάτω πέρα,
Αντίο, Μεζ,να με που τώρα γι'αναχώρηση ετοιμάζομαι
σε τόπους νέους,που όμως δεν κυλάς εσύ εκεί πέρα.
Να με λοιπόν που σε καινούργιους τόπους φεύγω ευθύς,
Μάχες θα δώσω και πολλά ποτάμια θα διαβώ.
Φεύγω για νέες προσπάθειες,για μια καινούργια αποστολή,
Φεύγω ν'αρχίσω κάτου εκεί κάτι καινούργιο που μπορώ.
Κι εσύ όλο αυτό το διάστημα, Μεζ, ξένοιαστε και τόσο εσύ γλυκέ μου,
πάντα θα τρέχεις,θα κυλάς,διαβάτης ταχτικός
στην ευτυχισμένη αυτή κοιλάδα,που ζωηρό το χόρτο βγαίνει.
Ω Μεζ,,εσύ ασταμάτητε,που μου είσαι τόσο αγαπητός.
Κι εσύ θα τρέχεις πάντοτε στην κοιλάδα τούτη τη μακαρισμένη
κι όπου κυλούσες μόλις χτες, κι αύριο το ίδιο θα κυλάς
και δε θα ξέρεις συ ποτέ για μια φευγάτη βοσκοπούλα
που,σαν παιδί, διασκέδαζε, φτιάχνοντας τα χεράκια της
μικρές λακούβες μες στη γη,για να σβηστούνε ολομεριάς.
Και φεύγει η βοσκοπούλα πίσω της αφήνοντας τα πρόβατα
κι η υφάντρα φεύγει αφήνοντας τ'αδράχτι πίσω,
και να που φεύγω μακριά από τα νερά σου τα όμορφα,
να με που φεύγω, και το σπίτι μου το πατρικό θ'αφήσω.
Μεζ,που δεν ξέρεις τίποτ' από τον ανθρώπινο τον πόνο
Ω Μεζ,αιώνιε και γλυκέ,για κάθε παιδική ηλικία,
Ω συ,που από συγκίνηση σα φεύγουμε δεν ξέρεις τίποτα,
γιατί δε φεύγεις συ ποτέ,παρά διαβαίνεις μόνο,
Ω συ,που τίποτα δεν ξέρεις τι θα πει ψέμα κι υποκρισία.
Ω Μεζ, αιώνιε συ, ω Μεζ,που σ'αγάπησα...
Άραγε πότε θα ξαναγυρίσω εδώ, να στρίψω το μαλλί και πάλι,
πότε τα κύματά σου μπρος στο σπίτι μας θα ξαναδώ;
Πότε θα ξαναϊδωθούμε,αληθινά; Και θα ξαναϊδωθούμε;
Μεζ,που ακόμα τόσο σ'αγαπώ; ω Μεζ,που σ'αγαπώ.
Ω ,σπίτι του πατέρα μου, που το μαλλί στριφογυρνούσα,
που τις βραδιές τις χειμωνιάτικες δίπλα στο τζάκι με το κρύο
τα τραγούδια της παλιάς Λωραίνης άκουγα
ήρθε ο καιρός για να σου πω το αντίο.
Κάθε βραδιά θε να διαβαίνω σε καινούργια σπιτικά,
θ'ακούω τραγούδια που ούτε καν τα ξέρω.
Κάθε βραδιά μετά από τις καινούργιες μάχες μας
θα μπαίνω μες σε σπιτικά που δεν τα ξέρω.
Σπίτι από πέτρα δυνατή, που εκείνοι που αγαπώ,
μαθαίνοντας σε λίγο ότι έφυγα, μα και το ψέμα μου επίσης,
με την καρδιά βαριά πηγαίνουνε, θρηνώντας τους για μένα
γύρω απ'το τζάκι το σβηστό γονατιστοί να δεηθούν
γύρω απ'το τζάκι, κι από τόσα πράγματα εγκαταλειμμένα.
Πότε ένα βράδυ θα ' ναι μπορετό να στρίψω πάλι το μαλλί
πλάι στη φωτιά μας, ψέλνοντας τις μελωδίες τις παλιές μας,
πότε θα μου είναι μπορετό, να κοιμηθώ αφού κάνω προσευχή
μες στο πιστό και το ήσυχο το σπιτικό, απ'τις προσευχές μας.
Πότε θα ξαναϊδωθούμε,αληθινά; Και θα ξαναϊδωθούμε;
Ω σπίτι του πατέρα μου, ω σπίτι που αγαπώ!
Μετάφραση: Άγγελος Ν.Μόσχος
Πηγές: Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση",Ναυτίλος
& https://el.wikipedia.org