Σαν σήμερα,το 70 π.Χ , γεννιέται ο Ρωμαίος ποιητής Βιργίλιος. Στο έπος του "Αινειάδα", που αποτελείται από δώδεκα βιβλία ,εξιστορεί τις περιπέτειες του Αινεία, ο οποίος ταξίδεψε μετά την άλωση της Τροίας στην Ιταλία κι έγινε ο πρόγονος των Ρωμαίων. Στο πρώτο μέρος του έργου αφηγείται την περιπλάνηση του ήρωα Αινεία μέχρι να φτάσει στην Ιταλία και στο δεύτερο τον πόλεμο Λατίνων και Τρώων. Σαφέστατη η επιρροή από την Οδύσσεια και την Ιλιάδα του Ομήρου. Θα δούμε ένα απόσπασμα από το πρώτο βιβλίο, σε μετάφραση του Λορέντζου Μαβίλη.
Αινειάδα- ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ
Ἐγὼ ποῦ πρὶν μὲ τρυφερὴ φλογέρα ἐτραγουδοῦσα
καὶ ἀπὸ τὰ δάση βγαίνοντας τὰ πρόσκερα χωράφια
στένεψα καὶ 'ς ἀχόρταγον ζευγᾶ βουλὲς νὰ στρέξουν,
ἔργο ἀρεστὸ στοὺς γεωργούς, τ' ἄσπλαχνου τ' Ἄρη τώρα
τ' ἄρματα καὶ τὸν ἥρωα ψάλλω, ποῦ, ὡς τὸ 'χε ἡ Μοῖρα,
ἀπὸ τῆς Τροίας φεύγοντας τὴ γῆ, 'ς τὴν Ἰταλία,
'ς τοῦ Λαβινίου τοὺς γιαλοὺς πρωτόρθε, ἀφ' οὗ ἀπὸ θεία
συνέργει' αὐτὸς παράδειρε πολὺ στεριᾶς πελάγου,
γιὰ τὴν ἀκοίμητην ὀργὴ τῆς θυμωμένης Ἥρας, [5]
καὶ ἀφ' οὗ πολλὰ 'ς τὸν πόλεμον ὑπόφερε, ὣς νὰ χτίσῃ
τὴ χώρα καὶ 'ς τὸ Λάτιο νὰ φέρῃ τοὺς θεούς του·
ὅθε κρατοῦν οἱ Ἀλβανοὶ πατέρες, τῶν Λατίνων
τὸ γένος, τὰ τειχόκραστα τῆς δοξασμένης Ῥώμης.
Μοῦσα, σ' ἐμὲ τὲς ἀφορμὲς μελέτησε, γιὰ τίνος [10]
θελήματος ἀψήφημα, γιὰ ποιὸ δικό της ἄχτι
ἀνάγκασ' ἡ βασίλισσα τῶν ἀθανάτων ἄντρα
περίσσια θεοφοβούμενον τόσο νὰ πάθῃ, τόσο
νὰ παραδείρῃ; Τέτοια ὀργὴ χωράει στὰ οὐράνια σπλάχνα;
Ἦταν μιὰ χώρα παλαιά, ποῦ Τύριοι τὴν οἰκίσαν, [15]
'ς τὴν Ἰταλί' ἀντίκρυ, ἐμπρὸς 'ς τὸ Θύμβριο στόμα πέρα,
ἡ Καρχηδόνα πάμπλουτη σὲ δύναμες καὶ 'ς ἔργα
πολεμικὰ δεινότατη, ποῦ ἀγάπα, ὡς λέν, ἡ Ἥρα
μοναδικὰ παρ' ἄλλη γῆ, κάλλιο ἀπ' τὴν ἴδια Σάμο·
ἐκεῖ 'χε ἁμάξι, ἄρματα ἐκεῖ· 'ς αὐτὴν τὴ βασιλεία [20]
νὰ δώσῃ ἐπάνω 'ς τοὺς λαούς, ἂ θὰ ἐσυγχώρειε κἄπως
ἡ μοῖρα, ἐπάσκιζε ἡ θεὰ κ' ἐφρόντιζε ἀπὸ τότε. -
Ἀλλ' ἄκουσ' ὅτι γενεὰ θἄβγῃ ἀπὸ Τρώων αἷμα
τὰ Τύρια κάστρα ἕναν καιρὸ νὰ ρίξῃ, θἄρθῃ ἐκεῖθε
λαὸς μεγαλοκράτορας τρανὸς γιὰ τοὺς πολέμους [25]
ποῦ θἀφανίσῃ – ἔτσι ἔκλωσαν οἱ Μοῖρες – τὴ Λιβύα.
Αὐτὸ τὴν κόρη ἐφόβιζε τοῦ Κρόνου κ' ἐθυμότουν
πῶς γιὰ τ' ἀγαπημένο της Ἄργος 'ς τὴν Τροία πρώτη
πρὶν πολεμοῦσε· - οὔτ' εἶχε βγοῦν ἀκόμ' ἀπ' τὴν ψυχή της
τῆς ὄργητάς της οἱ ἀφορμὲς μηδὲ οἱ σκληρές της πίκρες· [30]
στὸ θεῖο νοῦ της φυλαχτὴ τοῦ Πάρη μέν' ἡ κρίση,
τῆς καταφρονεμένης της εἰδῃς ἡ ἀτιμία,
κ' ἡ μισητὴ γενιὰ καὶ πῶς τιμήθηκε κλεμμένος
ὁ Γανυμήδης· - ἄναψε γι' αὐτὰ κ' ἐκράταε πέρα
τοὺς Τρῶες ἀπ' τὸ Λάτιο, ποῦ παραδέρναν 'ς ὅλο [35]
τὸ πέλαγ' ὅσοι ἀπ' τὴν ὀργὴ τῶν Δαναῶν γλυτῶσαν
κι' ἀπ' τὸν ἀνήμερο Ἀχιλλιᾶ· κι' αὐτοὶ πλανιῶνταν 'ς ὅλες
πολυχρονῆς τὲς θάλασσες φερμένοι ἀπὸ τὲς Μοῖρες.
Τόσα ἐχρειαστῆκαν νὰ φτειαχτῇ τὸ ἔθνος τῶν Ρωμαίων.
Μόλις ἀπὸ κατάγναντα τῆς γῆς τῆς Σικελίας [40]
πρόσχαροι ἀνοῖγαν κι' ἄσκοναν τῆς ἅρμης τὴν ἀφρίλα
μὲ τὰ χαλκωματένια τους καράβια κ' εἶπ' ἡ Ἥρα
μόνη, μ' ἀγιάτρευτη πληγὴ' ς τὸν κόρφο. «Νικημένη
ν' ἀφήσω ἐγ' ὅ,τι σκόπευα καὶ ἀπὸ τὴν Ἰταλία
τὸ βασιλέα τῶν Τευκρῶν νὰ μὴ μπορῶ νὰ διώξω; [45]
Τ' ἀρνιέται ἡ Μοῖρα· ναί! μὰ πῶς νὰ κάψῃ τῶν Ἀργείων
τὸ στόλο ἠμπόρεσε ἡ Ἀθηνᾶ βουλιάζοντάς τους μόνο
γιὰ τ' Οϊλιάδη Αἴαντα τὸ κρίμα καὶ τὴ λύσσα;
Ἡ ἴδια 'πὸ τὰ σύγνεφα τὴ γλήγορη τοῦ Δία
ρίχνοντας φλόγα ἐξέκαμε τὰ πλοῖα καὶ μ' ἀνέμους [50]
τὰ πέλαγ' ἀνακάτωσε καὶ αὐτὸν ποῦ ἀπ' τὸ σκισμένο
στῆθος του ἀνάδινε φωτιές, 'ς τὸ σίφουνα τὸν πῆρε
ψηλὰ καὶ 'ς ἕνα μυτερὸ τὸν κάρφωσε κοτρῶνι.
Κ' ἐγὼ προβαίνω τῶν θεῶν βασίλισσα, τοῦ Δία
μαζὶ γυναῖκα κι' ἀδερφὴ καὶ μ' ἕνα γένος μόνο [55]
μάχομαι τόσα χρόνια! Ποιὸς τῆς Ἥρας τὴ θεότη
πλειὰ θὰ λατρέψ' ἢ 'ς τοὺς βωμοὺς τιμὲς θὰ δώσ' ἱκέτης;»
Τέτοια κλωθόστριφε ἡ θεὰ 'ς τὸ φλογεσμένο στῆθος
μόνη καὶ 'ς τῶν ἀνεμορπῶν ἐπῆγε τὴν πατρίδα,
σὲ τόπους ποῦ νοτιὲς παντοῦ μανίζαν, 'ς τὴν Αἰολία. [60]
Ὁ βασιλέας Αἴολος σὲ μιὰ σπηλιὰ μεγάλη
κεῖ τοὺς ἀνέμους μ' ἐξουσιὰ βαρένει, ποῦ παλεύουν,
καὶ τὲς φορτοῦνες ποῦ βροντοῦν καὶ τοὺς ἀλυσοδένει
καὶ φυλακίζει τους καὶ αὐτοὶ 'ς τὰ κλείσματά τους γύρου
μὲ τρανὸ βόγγο τοῦ βουνοῦ βουΐζουν βαργομῶντας. [65]
Σὲ πύργ' ὁ Αἴολος καθιστὸς ψηλὸ κρατεῖ τὰ σκῆπτρα
καὶ μαλακόνει τὲς ψυχὲς καὶ τὲς ὀργὲς πρααίνει.
Ἂν δὲν τὸ ἔκανε στεριὲς καὶ θάλασσες θἁρπάζαν
καὶ τὸ βαθὺ στερέωμα κι' ἀλήθεια θὰ τὰ σέρναν
μὲ τοὺς ἀέριδες γοργά, μονὲ μ' αὐτὸν τὸ φόβο [70]
σὲ μαῦρα ὁ παντοδύναμος τοὺς ἔκρυψε πατέρας
σπήλια καὶ ἀπάνου τους ψηλῶν βουνῶν ἐσώριασ' ὄγκο
καὶ βασιλιᾶ τοὺς ἔδωκε, ποῦ μ' ὡρισμένο νόμο
νὰ ξέρῃ, σἄμπως διαταχτῇ, νὰ χαλινώσῃ ἀνέμους
ἢ ν' ἀπολύσῃ. Τοῦτον τότ' ἱκέτεψ' ἔτσ' ἡ Ἥρα· [75]
«Αἴολε (ὅτι τῶν θεῶν 'ς ἐσὲ 'δωκε ὁ πατέρας
καὶ τῶν ἀνθρώπων βασιλιᾶς τὸ κῦμα νὰ ἡμερόνῃς
καὶ νὰ φουσκόνῃς μ' ἄνεμο) τοὺς νικημένους φέρνει
Πενάτες καὶ τὸ Ἴλιο στὴν Ἰταλία γένος
ἐχτρό μου, ποῦ 'ς τῶν Τυρρηνῶν τὴ θάλασσ' ἁρμενίζει. [80]
Δὸς τῶν ἀνέμων δύναμη, βούλιαξε, θάψ' τὰ πλοῖα
ἢ χώρισ' τους καὶ σκόρπισε τὰ λείψανα 'ς τὸν πάτο.
Ἑφτὰ κ' τὰ μὲ διαλεχτὸ κορμὶ ποτάζω νύμφες·
τὴ Δηϊόπει', ἀπὸ εἰδὴ τὴν ὀμορφήτερή τους
σὲ γάμο ἀδιάλυτον ἐγὼ θὰ δέσω, γιὰ δική σου [85]
θὰ σ' τὴν χαρίσω, πάντοτε νὰ ζῇ μ' ἐσὲ γιὰ τούτη
τὴ χάρη κι' ὄμορφων παιδιῶν πατέρα νὰ σὲ κάμῃ.»
Ὁ Αἴολος ἀπάντησε· «Βασίλισσα, δικό σου
ἔργο νὰ βρῇς τὶ θὰ ζητᾷς, δικό μου χρέος εἶναι
θελήματα νὰ δέχωμαι· σὺ τὸ βασίλειο τοῦτο, [90]
ὅποιο καὶ ἂν εἶναι, τοῦ Διὸς τὴ χάρη, σὺ τὰ σκῆπτρα
μοῦ προβοδᾷς, σὺ δίνεις μου 'ς τοὺς θείους ν' ἀκκουμπάω
δείπνους καὶ κάνεις μὲ τρανόν 'ς ἀνεμορπὲς καὶ μπόρες.»
Αὐτὰ 'πε καὶ μ' ἀνάποδη τὴν τρίαινα τὸ κούφιο
βουνὸ βαρεῖ κατάρραχα κ' οἱ ἀνέμοι, σὰν ἀσκέρι, [95]
σιφούνι' ἀπ' τ' ἄνοιγμα χουμοῦν 'ς τὴ γῆ φυσομανῶντας·
'στὸ πέλα' ὁρμοῦν, τὰ τρίσβαθα τοῦ ἀνακατόνουν ὅλα
ὁ Νότος, ὁ Εὗρος καὶ ὁ συχνὸς 'ς ἀνεμοζάλες λίβας,
καὶ κύματα θεώρατα κυλοῦν κατὰ τὲς ξέρες.
Θρῆνος ἀντρῶν καὶ σφούριγμα ξαρτιῶν ἀκολουθάει. [100]
Ξάφνου τὰ σύγνεφα οὐρανὸ καὶ μέρ' απὸ τὴ βλέψη
τῶν Τρώων κρύβουν, τὸ γιαλὸ πλακόνει μαύρη νύχτα.
Βροντοῦν οἱ πόλοι, μὲ συχνὲς φωτιὲς ἀστράφτει ὁ αἰθέρας
καὶ θάνατ' ὅλ' ἀφεύγατον 'ς τοὺς ἄντρες φοβερίζουν.
Λυοῦνται μὲ μιᾶς τὰ ἥπατα τοῦ Αἰνεί' ἀπὸ τὸ ρῖγος· [105]
βογγάει καὶ 'ς τ' ἄστρ' ἁπλόνοντας τὲς δυὸ παλάμες τέτοια
φωνάζει· «Ὦ τρεῖς καὶ τέσσερες φορὲς μακαρισμένοι
ὅσ' ηὗραν θάνατο μπροστὰ 'ς τὰ μάτια τῶν γονέων
κάτου ἀπ' τῆς Τροίας τὰ ψηλὰ τειχιά! Νὰ μὴ μπορέσω
νὰ πέσω ἐγὼ 'ς τοῦ Ἴλιου τοὺς κάμπους καὶ νὰ χύσω [110]
τὸ αἷμα μου ἀπὸ χέρι σου, κεῖ ποῦ ἀπ' τ' Αἰακίδη
τὴ σαγιττιὰν ὁ Ἔχτορας ὁ τρομερὸς ξαπλώθη,
Τυδείδη, ὦ δυνατώτατε 'ς τὸ ἔθνος τῶν Ἀργεῖων,
κι' ὁ Σαρπηδόνας ὁ τρανός, κεῖ ποῦ ὁ Σιμόεις τόσα
σκουτάρι' ἁρπάζοντας ἀντρῶν καὶ περικεφαλαῖες [115]
καὶ τ' ἀντρειωμένα τους κορμιὰ 'ς τὰ ρέμματα κυλάει!»
Αὐτά 'λεε μὲ παράπονο καὶ τὸ παννὶ τοῦ δέρνει
ἐνάντια μπόρ' ἀπ' τὸ Βοριᾶ σφουρίζοντας κι' ὣς τ' ἄστρα
τὸ κῦμ' ἀσκόνει· τὰ κουπιὰ σποῦν· γέρνει τότ' ἡ πλώρη
καὶ 'ς τὸ γιαλὸ τὸ πλάϊ βουτᾷ· βουνὸ νεροῦ πλακόνει [120]
σωρὸς καὶ ἀπάνου τους σκορπᾷ· 'ς τὴν ἄκτη τοῦ κυμάτου
κρέμονται, ἀνοίγ' ἡ θάλασσα καὶ δείχνει τους τὸν πάτο·
μὲς τὰ νερὰ τὸ χόχλασμα τὸ βοῦρκο ἀνακατόνει.
Τρία καράβι' ἁρπάζοντας στρήφει ὁ Νοτιᾶς 'ς τὲς πέτρες,
ποῦ οἱ Ἰταλοὶ λέγουν τὲς βωμούς, καὶ φοβερή 'ναι ξέρα [125]
στὴν κορυφὴ τῆς θάλασσας κρυμμένη μὲς τὸ κῦμα·
κι' ὁ Εὗρος τρί' ἀπ' τὰ ψηλὰ νερὰ 'ς τὲς σύρτες σπρώχνει
καὶ 'ς τ' ἄβαθα, τσακίζει τα (λυπητερὴ θεωρία)
'ς τὲς ρῆχες καὶ κουλουμιαστὰ τὰ περιζώνει μ' ἄμμο.
Ἕνα ποῦ οἱ Λύκιοι ἀρμένιζαν μὲ τὸν πιστὸν Ὀρόντη [130]
ἐμπρὸς 'ς τὰ μάτια τουτουνοῦ τὸ πέλαγο 'ς τὴν πλώρη
πελώριο δέρνει το ἄνουθε· ξετιναγμένος γέρνει
πίκουπα ὁ ναύκληρος μ' ἐμπρὸς τὴν κεφαλή, μὰ ἐκεῖνο
'ς τὸν ἴδιον τόπο τρεῖς φορὲς τὸ ρέμμα τὸ γυρίζει
στριφτὰ καὶ χάφτει το γοργὴ 'ς τὸ πέλαγο ἡ ρουφήχτρα. [135]
Φαίνονται ἀριὰ μὲς τὸν πλατὺ βυθὸ κολυμπιστάδες,
ἄρματ' ἀντρῶν. σανίδια πλὲν καὶ τρωϊκὸ λογάρι
πάει! τοῦ Ἰλιονέα τὸ γερὸ καράβι καὶ τοῦ ἀντρείου
Ἀχάτη, αὐτὸ ποὺ ἀρμένιζεν ὁ Ἄβαντας, κ' ἐκεῖνο
τοῦ Ἀλήτη τοῦ πολύχρονου τὰ ἐνίκησε ἡ φουρτοῦνα. [140]
Ἀπ' τὲς σκανταλισμένες τους κλείδωσες δέχοντ' ὅλα
τὸ ἐχτρικὸ ρέμμα χάσκοντας ἀπὸ τὲς χαραμάδες.
Ὡστόσο ν' ἀναδέβεται μὲ βόγγο μέγα ὁ πάτος
καὶ νὰ ξεσπά' ἡ χειμωνιὰ καὶ ἀπ' τ' ἄκωλά τους βύθη
ν' ἀνηφοροῦν τ' ἀκίνητα νερά, βαρυαιστημένος [145]
ὁ Ποσειδῶνας ἔνοιωσε καὶ 'ς τὸ γιαλὸ κυττῶντας
ἔβγαλε ἀπάνου ἀπ' τὸν ἀφρὸ τὸ γαληνὸ κεφάλι·
σκόρπιον παντοῦ 'ς τὰ πέλαγα τὸ στόλο εἶδε τοῦ Αἰνεία,
ζάλη καὶ οὐράνιος χαλασμὸς τοὺς Τρῶες νὰ πλακόνῃ.
Καὶ τοῦ ἀδερφοῦ δὲν ξέφυγαν δόλοι κι' ὀργὲς τῆς Ἥρας. [150]
Τὸν Εὗρο καὶ τὸ Ζέφυρο κράζει κι' αὐτὰ τοὺς λέει·
«Ἔχετε τόσα θάρρητα 'ς τὸ γένος τὸ δικό σας;
Καὶ ἀποκοτᾶτε οὐρανό, γῆς ἀθέλητά μου, ἀνέμοι,
νὰ σμίξετε σηκόνοντας τόσο μεγάλους ὄγκους;
Θὰ σᾶς – μὰ κάλλιο τὰ νερὰ νὰ στρώσω τ' ἀφρισμένα· [155]
στερνὰ μ' ἀνήκουστη ποινὴ τὸ κρῖμα θὰ πλερῶστε.
Γλήγωρα φύγετε καὶ αὐτὰ τοῦ βασιλιᾶ σας πέστε·
μέν' ἀπ' τὴν Τύχη, ὄχι ἐκεινοῦ τῆς θάλασσας ἐδόθη
ἡ βασιλεία κ ἡ φοβερὴ τρίαινα· μεγάλους βράχους
κατέχει αὐτός, τὰ σπίτια σας, Εὗρε, 'ς αὐτὰ ἂς καυχιέται [160]
ὁ Αἴολος τὰ μέγαρα καὶ μέσα 'ς τῶν ἀνέμων
τὲς σφαλισμένες φυλακὲς ἂς εἶναι βασιλέας.»
Ἔτσ' εἶπε καὶ ἀπ' τὸ λόγο του πλιὸ γλήγωρα εἰρηνεύει
τὰ φουσκωμένα πέλαγα, διώχνει τὰ μαζωμένα
σύγνεφα ξαναφέρνοντας τὸν ἥλιο· ἡ Κυμοθόη [165]
ἀντάμα μὲ τὸν Τρίτωνα μὲ κόπο τὰ καράβια
ἀπὸ τὲς ξέρες ξεκολλοῦν τὲς μυτερές· σηκόνει
ὁ ἴδιος μὲ τὴν τρίαινα τὲς τριςμεγάλες σύρτες
καὶ ἀνοίγει τες πραένοντας τὸ πέλαο καὶ γλυστράει
μὲ τοὺς ἀνάλαφρους τροχοὺς 'ς τὴν ἄκρη τῶν κυμάτων. [170]
Καὶ ὡς σὲ λαοῦ πλῆθος πολύ, σὰν ἡ ἀνταρσία ξανάψῃ
καὶ 'ς τὲς ψυχὲς ἡ πρόστυχη φρενιάσῃ ὀχλαγωγία,
πέτρες, δαυλιὰ πετοῦν κ' ἡ ὀρφὴ τἄρματα κιόλας βρίσκει
τότε ἂν ἐμπρός τους ἄντρα ἰδοῦν ἄξιον καὶ τιμημένον
σιγοῦν καὶ στέκονται μ' αὐτιὰ προσεχτικὰ κ' ἐκεῖνος [175]
τὸ νοῦ μιλῶντας κυβερνᾷ καὶ τὲς καρδιὲς γλυκαίνει:
ἔτσι ἔπεσε ὅλη μονομιᾶς κ' ἡ ἀντάρα τοῦ πελάγου
ἀφ' οὗ ὁ γονιὸς προβάλλοντας ἐτήραξε κ' ἐβγῆκε
μὲς τὸν ξεσκέπαστο οὐρανὸ καὶ τ' ἄλογα ὁδηγῶντας
πετᾷ, ἀπολνῶντας τὰ λουριά, 'ς τἀσπέδιστό του ἁμάξι. [180]
Παίρνοντας δρόμο βιαστικὰ κατάκοποι οἱ Αἰνειάδες
ζητοῦν στὰ πλιὸ σιμωτινὰ νὰ φτάσουν ἀκρογιάλια
καὶ πλώρη κατὰ τὲς στεριὲς ἐβάλαν τῆς Λιβύας.
Εἶναι ἕνας τόπος ξέχωρα πολύ· λιμάνι φτιάνει
τὲς ἄκρες του ἀντικρύζοντας ὅπου σπᾷ κάθε κῦμα [185]
ἀπ' τ' ἀνοιχτὰ καὶ κόβεται σὲ κύκλους ποῦ σμικραίνουν.
Ἐδῶ κ' ἐκεῖ βράχοι τρανοὶ κ' ἕνα ζευγάρι πρώνια
ψηλόνουν ὣς τὸν οὐρανό, ποῦ κάτου ἀπ' τὴν κορφή τους
τὸ πέλαο ἀκίντυνο σιγᾷ πλατύ.
Μετάφραση: Λορέντζος Μαβίλης
Πηγές: https://el.wikisource.org
& https://el.wikipedia.org