Θα σας παρουσιάσω το διήγημα "Ο μύλος" που τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο σε μαθητικό διαγωνισμό του 1978. Υπογράφει ο δημιουργός Κωστής Αλεξόπουλος, τότε μαθητής της Β΄τάξης Λυκείου Στυλίδας. Εκείνο το ταλαντούχο παιδί αργότερα σπούδασε Κλινική Ψυχολογία. Τώρα ζει κι εργάζεται στο Παρίσι. Έχει εκδώσει πεζογραφήματα, ενώ διηγήματά του δημοσιεύονται στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό τύπο.
Ο μύλος- ΚΩΣΤΗΣ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ
Β΄τάξη Λυκείου Στυλίδας.
Ο νερόμυλος ήταν χτισμένος στην ανατολική όχθη. Ένα σπίτι με δύο πατώματα. Στο πάνω πάτωμα έμενε η οικογένεια του μυλωνά. Στο κάτω ήταν οι μηχανές του μύλου.
Θα 'χε ενάμιση αιώνα ζωής.
Τα θεόρατα πλατάνια δεν άφηναν να περάσει ούτε αχτίδα ήλιου.
Πάντα είχε συντροφιά το βουητό του νερού και τα πουλιά που έφτιαχναν τις φωλιές τους στα κεραμίδια του.
Όλα αυτά τα χρόνια είχε δοκιμάσει την ορμή των στοιχειών της φύσης και την ορμή των ανθρώπων που έκαναν πόλεμο.
Ο μύλος είχε ζήσει τις χαρές και τις λύπες των ανθρώπων.
Μεγάλωσαν κάμποσες γενιές κάτω απ’ τη στέγη του.
Περπάτησαν πολλά ποδάρια στο πλακόστρωτο της αυλής του.
Εδώ έρχονταν, πέρα απ’ το χωριό, για να αλέσουν γεννήματα: Στάρι, καλαμπόκι, κριθάρι. Εδώ ανταμώνονταν οι άνθρωποι και συζητούσαν για τα προβλήματά τους. Έκαναν συναλλαγές. Τέλειωναν προξενιά.
Πάντα ίδιοι ήταν οι άνθρωποι, τόσα χρόνια τώρα΄ ο μύλος δεν τους έβλεπε να αλλάζουν. Ίδιοι στις συνήθειες, ίδιοι στους τρόπους, ίδιοι στα έθιμα. Καθόλου δεν άλλαξαν. Και τώρα στο μύλο ζούσαν άνθρωποι που τον συντηρούσαν για να προσφέρει τις υπηρεσίες του.
Ο μυλωνάς μέ τή γυναίκα του καί τό παιδί τους, ίσαμε πέντε χρονών.
Είχαν το νοικοκυριό τους εδώ, μια γίδα, ένα γουρούνι,καμιά δεκαπενταριά κότες, τρία σκυλιά και το μύλο κληρονομιά απ' τον πατέρα του.
Σήμερα το παιδί ξύπνησε απ’ τα γαυγίσματα των σκυλιών. Το γκάρισμα από ένα γάιδαρο ακούστηκε.
Το παιδί σηκώθηκε και πήγε κοντά στο παράθυρο. Ένας γάιδαρος φορτωμένος με δύο σακιά έφτανε απ' το μονοπάτι που'ρχόταν απ’ τό χωριό, τρία χιλιόμετρα μακριά απ’ τό μύλο.
Από πίσω ακολουθούσε ένας γέρος κουτσαίνοντας.
Ο μυλωνάς μόλις άκουσε γκάρισμα βγήκε έξω από το μύλο να τον υποδεχθεί. Το παιδί πλησίασε στο τραπέζι και πήρε ένα κομμάτι πίτα από το ταψί, που ήταν εκεί αφημένο. Πήρε και μερικά χαρτιά από εφημερίδα και τα 'βαλε στόν κόρφο του.
Έπειτα βγήκε έξω, περπάτησε το πλακόστρωτο τρώγοντας και κατέβηκε τα τρία μεγάλα σκαλιά.
Ο μυλωνάς με το γέρο ξεφόρτωναν το ζώο και συζητούσαν.
«Δέν ίφιρις καλαμπόκι, σαν άλαφρό μ’ φαίνιτι».
«Αμ’ δεν είνι καλαμπόκι, είνι κριθάρ. Κάνα δυό ούκάδις π’ μας έμκαν, το φάγαμι τσ’ μέρις π’ μας πέρασαν».
Το παιδί έφτασε στην άκρη στο ρέμα. Εκεί το νερό σχημάτιζε πλάτωμα, και ήταν σαν μια μικρή λιμνούλα.
Ο γέρος και ο μυλωνάς συζητούσαν ακόμα.
«Αλήθεια, μυλουνά, τα 'μαθεις τά νέα; Πέθανι κόσμους απ’ τ’ πείνα, στ’ προυτεύουσα. Τούπι του ράδιου».
«Ναι μ’ τάπι ου Γιώργους τ’ μπάρμπα Στέλιου ιχτές τ’ μπάρμπα Στέλιου ιχτές τ' απόγιουμα».
«Μιγάλ’ δυστυχία φέτους».
«Δόξα ναχ’ ου μιγαλουδύναμους, ιμείς καλά τα πήγαμι μέχρι τώρα».
Το παιδί τούς έβλεπε αλλά δεν καταλάβαινε τι έλεγαν, γιατί οι φωνές τους σκεπάζονταν από το βουητό του νερού.
Την προσοχή του τράβηξε μια χελώνα. Είχε ξεμυτίσει να πιει νερό στό ποτάμι. Μόλις την πλησίασε εκείνη έκρυψε το κεφάλι της στο καβούκι της φοβισμένη. Το παιδί τη σκούντησε με ένα ξύλο, να βγάλει το κεφάλι της.
Αλλά αυτή τίποτα, έκανε την ψόφια.
Το παιδί επέμενε για λίγο, μα σαν απόειδε την άφησε ήσυχη.
Ο μυλωνάς στο μεταξύ μετέφερε τα σακιά μέσα στο μύλο.
Ο γέρος αφού σιγούρεψε το ζώο μπήκε κι αυτός μέσα. Το παιδί ήταν κοντά στη λιμνούλα που σχηματιζόταν απ' το νερό.
Έβγαλε απ' τον κόρφο του τα χαρτιά που' χε φέρει μαζί του.
Τα 'παιρνε ένα-ένα, τα δίπλωνε με τέχνη και έφτιαχνε βαρκούλες. Έριχνε τις βαρκούλες στο νερό. Αυτές αρμένιζαν πέρα δώθε, το παιδί ένιωθε μεγάλη χαρά, και γελούσε, όλο γελούσε.
Παρατηρούσε σαν εφοπλιστής τα καράβια του και καμάρωνε.
Το ρεύμα του νερού τις παρέσυρε και τις έριχνε πάνω στα χαμόκλαδα και στα βάτα που ήταν φυτρωμένα στις όχθες.
Όποια βαρκούλα μπλέκονταν τό παιδί έτρεχε και τη λευτέρωνε.
Ή πόρτα του μύλου άνοιξε, ο μυλωνάς με το γέρο βγήκαν μεταφέροντας τα σακιά με το αλεύρι. Τα φόρτωσαν στο γάιδαρο.
Ο γέρος τον έβαλε μπροστά, χαιρέτησε και κούτσα-κούτσα ακολούθησε το γάιδαρό του.
Εκείνος άφησε ένα γκάρισμα παραπονιάρικο, φωνή διαμαρτυρίας, γιατί ήταν ανήφορος και το φορτίο βαρύ.
Το παιδί κοίταγε το γέρο που καλόπαιρνε το γάιδαρό του με χαϊδευτικά λόγια. Τα λόγια του τα 'φερνε πίσω ο αντίλαλος απ' τη ρεματιά.
Έτσι ο γέρος μονολογούσε για λίγη ώρα, ώσπου χάθηκε στο βάθος του μονοπατιού, και το παιδί ούτε τον άκουε, ούτε τον έβλεπε τώρα.
Άφησε τις βάρκες του και ανέβηκε στο πλακόστρωτο, εκεί ήταν άλλα παιγνίδια, μερικά κουτιά από σπίρτα.
Το παιδί έπαιζε με τα σπιρτόκουτα, τα γέμιζε με πετραδάκια.
Ξαφνικά σταμάτησε. Καμιά δεκαριά άνθρωποι έφταναν απ' το μονοπάτι που'ρχόταν απ'το χωριό.
Δεν ξανάχε δει τέτοιους ανθρώπους. Φορούσαν κάτι σκούρα πράσινα ρούχα. Μόνο ένας φορούσε ρούχα αλλιώτικα. Αυτός δεν μιλούσε την ίδια γλώσσα με τους άλλους. Εκείνοι μιλούσαν άλλη γλώσσα, δική τους, ξένη γλώσσα. Πλησίασαν στο μύλο. Ανέβηκαν τα σκαλιά. Περπάτησαν στο πλακόστρωτο και έφτασαν κοντά στό παιδί.
«Πού 'ναι ο πατέρας σου;» ρώτησε αυτός με τα πολιτικά.
«Μέσα», είπε το παιδί.
«Α! κρύφτηκε στο καβούκι της η χελωνίτσα. Ε! παιδιά πάμε μέσα», είπε εκείνος ο άνθρωπος.
Ένας απ' τους άνθρώπους έβγαλε απ’ την τσέπη του μια σοκολάτα και την έδωσε στο παιδί. Του'δωσε και μια φυσαρμόνικα.
Το παιδί την έφερε στα χείλια του και φύσηξε.
Ή φυσαρμόνικα έβγαλε έναν άπαλό, χαρούμενο ήχο.
Το παιδί χαμογέλασε, ήταν χαρούμενο καί φχαριστημένο για το δώρο που του 'κανε αυτός ο πρασινάνθρωπος.
Στο άλλο χέρι του κρατούσε τη σοκολάτα. Την ξετύλιξε και άρχισε να την τρώει.
Ήταν μισολιωμένη απ' τη ζέστη. Γέμισαν τα δάχτυλά του.
Μέσα απ' τό σπίτι ακούγονταν φωνές.
«Λέγε, πού πήγαν, τούς είδες;»
«Όχι».
«Λες ψέματα. Ξέρουμε ότι πέρασαν από δω».
«Δέν ξέρω τίποτα».
Το παιδί άκουγε τις φωνές, σαν μέσα σε όνειρο. Ήταν παραδομένο στο να γλύφει τα δάχτυλά του.
Σα μέσα σε όνειρο άκουσε τη ριπή που έσπασε τη σιωπή της ρεματιάς και έσβησε για λίγο το βουητό του νερού. Τα πουλιά πέταξαν μακριά. Το παιδί έγλυφε τα δάχτυλά του.
Οι ξένοι άνθρωποι βγήκαν απ’ το σπίτι και έφευγαν. Εκείνος που τού ’δωσε τή φυσαρμόνικα το χάιδεψε στο ξανθό του κεφάλι.
Ένας άλλος έσκυψε καί τό φίλησε. Το παιδί έφερε τη φυσαρμόνικα στα χείλια του και φύσηξε. Ακούστηκε ένας απαλός θλιβερός ήχος.
Κοίταγε τους ανθρώπους που έφευγαν τραγουδώντας ρυθμικά, και άκουε τα ανάμεσα σε λυγμούς μοιρολόγια της μάνας
του.
Ήταν μια ανοιξιάτικη μέρα.
Α΄Βραβείο Πανελλήνιου Διαγωνισμού Διηγήματος-Ποιήματος 1978
Πηγή: Βραβευμένα Έργα Πανελλήνιου Διαγωνισμού Διηγήματος-Ποιήματος 1978