Λευκή σελίδα-ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΠΛΕΙΩΝΗ

Λευκή σελίδα-ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΠΛΕΙΩΝΗ

Θα γνωρίσουμε ένα διήγημα που το 2017,στον 8ο παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ έλαβε το Γ' βραβείο. Είναι η "Λευκή σελίδα" της  λογοτέχνιδας-εκπαιδευτικού Μαριάνθης Πλειώνη. Ένα διήγημα για την υποκρισία και τα κοινωνικά ταμπού που φωλιάζουν στις ζωές των ανθρώπων και τις σκοτώνουν...

Λευκή σελίδα-ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΠΛΕΙΩΝΗ

Τα λόγια ήτανε καλά
καλά  και τιμημένα
μαλαματένιος ο σταυρός
χωρίς καδένα...!

      Η επιγραφή μεγάλη, φωτεινή, δέσποζε στη γωνία της πλατείας. «Εμποροραφείον Κοσμάς Μπάκος» το μεγαλύτερο και ακριβότερο στην πόλη ραφτάδικο για τους άντρες που είχαν τον τρόπο τους και ήθελαν να ράβονται, φορώντας τα πιο κομψά και καλοραμμένα κοστούμια. Ο Κοσμάς, ψηλός, μελαχρινός, όμορφος άντρας και λεπτολόγος στη δουλειά του, είχε γίνει πασίγνωστος για τα ακριβά και φινετσάτα υφάσματα που έφερνε από την Αθήνα, μα και για τα χέρια του τα χρυσά που έπιαναν το άψυχο κομμάτι υφάσματος του έδιναν μορφή, σχήμα, ανάλογα με τις ανάγκες και την επιθυμία του πελάτη κι έφτιαχναν ρούχο  που “μιλούσε” ακόμα και στο πιο κακοσχηματισμένο κορμί. Η φήμη του απλώθηκε στις γύρω επαρχιακές πόλεις και η επιχείρηση πήγαινε από το καλό στο καλύτερο. Είχε πατήσει τα τριάντα εφτά γαμπρός περιζήτητος εδώ και χρόνια  για τα κορίτσια των καλών οικογενειών, με μέλλον λαμπρό και υποσχέσεις για μια ζωή χωρίς δυσκολίες. Με λίγα λόγια η γυναίκα που θα έπαιρνε θα ζούσε στο πλευρό του κυρά κι αρχόντισσα δίχως έννοιες.
   Η Φιλίτσα μπήκε στο μαγαζί  ως μαθητευόμενη μοδίστρα μόλις έκλεισε τα δεκαοχτώ της χρόνια. Κορίτσι  όμορφο από  φτωχή οικογένεια της πόλης, την έστειλαν να μάθει την τέχνη αφού το χέρι της “έπιανε” κι ήταν σβέλτη κι εργατική. Μαύρα μάτια σπιρτόζικα, κορμί λυγερό, νιάτα δροσερά, σεμνή και λιγομίλητη έγινε αμέσως αγαπητή στον πατέρα του Κοσμά που είχε ακόμα τον γενικό έλεγχο του μαγαζιού -άντρας κοτσονάτος, έξυπνος που ξεκίνησε από το μηδέν κι έκανε μεγάλο όνομα- που σιγά σιγά σκόπευε να παραδώσει  στον μοναχογιό του ευελπιστώντας να εξελιχθεί και να προκόψει ακόμα περισσότερο.
   Δεν είχαν κλείσει έξι μήνες  όταν ο κύριος Παντελής, πατέρας του Κοσμά, έστειλε προξενιό στον πατέρα της Φιλιώς, διότι είχε εκτιμήσει δεόντως τις χάρες και την εργατικότητα του κοριτσιού, τη σεμνότητα και το ήθος της κι ως εκ τούτου μία τέτοια κοπέλα ήταν η καταλληλότερη να σταθεί στο πλευρό του λεβέντη του,κορίτσι για σπίτι και οικογένεια. Ο Κοσμάς αν και πολύφερνος γαμπρός δεν είχε ακουστεί στην πόλη ούτε για το παραμικρό φλερτ ή έστω κάποια αντρική παρασπονδία. Σπίτι, δουλειά και ταξίδια στην Αθήνα ή και στο εξωτερικό για την προμήθεια υφασμάτων και ενημέρωση για τη δουλειά του. Είχε μεγάλα όνειρα ο Κοσμάς  κι  έναν αέρα διαφορετικό που τον έκανε να ξεχωρίζει  αλλά και να ασφυκτιά πολλές φορές με την συντηρητική νοοτροπία ετούτης της μικρής επαρχιακής πόλης.
    Σαστισμένος ο κυρ Σταμάτης, ο πατέρας της Φιλιώς, στο άκουσμα της είδησης δεν ήξερε τι να απαντήσει. Εργάτης στη βιομηχανία χαρτιού στο Αίγιο, άνθρωπος μετρημένος που με δυσκολία τα ΄φερνε βόλτα στην καθημερινότητα, αυτός η γυναίκα του και οι τρεις θυγατέρες τους.
   «Μεγάλη τιμή» απάντησε στην προξενήτρα, μα να το συζητήσω και με το κορίτσι μου να δω τι θα μου πει γιατί τόσο καιρό ούτε εγώ ούτε η μάνα της είχαμε καταλάβει κάτι...
   Γυρίζοντας το βράδυ η Φιλιώ έμαθε τα νέα  προς μεγάλη της έκπληξη, αφού όλο αυτό τον καιρό τα μάτια του Κοσμά δεν την είχαν κοιτάξει παρά μόνο όταν έπρεπε να κουβεντιάσουν για τη δουλειά και πάντα παρουσία και των άλλων κοριτσιών που δούλευαν στο υπόγειο, στις μηχανές.
   «Στ΄ορκίζομαι πατέρα, τίποτε δεν υπάρχει μεταξύ μας, μάτια δεν σήκωσα να τον κοιτάξω...» έλεγε κι έκλαιγε με αναφιλητά η Φιλιώ τρομοκρατημένη από την απρόσμενη τροπή των πραγμάτων. Λόγια περίεργα ακούγονταν στην πόλη ανάμεσα στα κρυφόγελα  που  ψιθύριζαν τα κορίτσια στη δουλειά, στα μικρά τους διαλείμματα, τις λίγες στιγμές που προσπαθούσαν να ξεθαμπώσουν τα μάτια τους από τη βελόνα.
   Λόγια  πονηρά για τον Κοσμά, για τα νεαρά αγόρια και τα φανταράκια που μπαινόβγαιναν στο μαγαζί αργά το βράδυ, άραγε τι κοστούμι έραβαν οι φαντάροι τέτοιες ώρες και για πού και δώστου τα χαχανητά και τα βλέμματα όλο ειρωνεία και υπονοούμενα...αλλά πώς να ΄λεγε κάτι τέτοιο στον πατέρα της;
   «Μεγάλη τύχη  κόρη μου να σε προσέξει τέτοιο παλικάρι, με τέτοια περιουσία και όνομα. Ποιος δεν θα ΄θελε για γαμπρό του τον Κοσμά; Ζωή χαρισάμενη θα ζήσεις, όχι να βγάλεις τα ματάκια σου στη βελόνα» της έλεγε ο πατέρας της κρυφοκαμαρώνοντας κι ευγνωμονώντας το Θεό για την καλή τύχη της πρωτότοκης κόρης του. Ένας τέτοιος γάμος  θ΄άνοιγε πόρτες και για τις άλλες δυο που ακολουθούσαν, με τις γνωριμίες της οικογένειας Μπάκου. Μεγάλη τιμή.
  «Κακοήθειες ...αισχρές συκοφαντίες» της απάντησαν μ΄ ένα στόμα, μάνα και πατέρας, όταν  τόλμησε να ξεστομίσει τις φήμες που φούντωσαν από την ώρα που μαθεύτηκε το προξενιό. «Ποιος τα λέει αυτά; Αυτές που ζηλεύουνε την τύχη σου και οι άλλες που τον γλυκοκοίταζαν κι αυτός προτίμησε εσένα» της έλεγε η μάνα της για να την συνεφέρει σαν έβλεπε ν΄αντιδρά με φωνές η Φιλιώ που στόμα είχε και μιλιά δεν είχε!
  «Αχ  μάνα μου, μα δεν με διάλεξε αυτός...ο πατέρας του με διάλεξε, δεν το βλέπετε; Κι αν είναι αλήθεια;» έλεγε απεγνωσμένα η Φιλιώ κι έκλαιγε αλλά μάταια.
   Ο γάμος έγινε με δόξα και τιμή και το γλέντι κράτησε τρεις μέρες και τρεις νύχτες με  όλη την πόλη να συζητά για μέρες  μετά την αφθονία των εδεσμάτων, την ομορφιά της νύφης και την λεβεντιά του γαμπρού. Ο Κοσμάς κοιτούσε με τρυφερότητα το μικρό κορίτσι  που διάλεξε ο πατέρας του για εκείνον δίχως αυτός να προβάλλει καμιά αντίσταση. Την συμπαθούσε τη μικρή με το καλοσυνάτο βλέμμα και τα λίγα λόγια, πάντα μετρημένη και ντροπαλή. Ήταν η καλύτερη απ΄όλες τις σουσουράδες που τον περιτριγύριζαν στοχεύοντας στην περιουσία και τη μεγάλη ζωή που φαντάζονταν πως θα ζούσαν μαζί του. Χέρι δεν άπλωσε πάνω της ούτε την πρώτη νύχτα,ούτε μέρες και νύχτες αργότερα,μόνο τη φιλούσε τρυφερά στο μέτωπο κάθε πρωί  την ώρα που έφευγε για το μαγαζί. Τα βράδια που πλάγιαζαν στο διπλό καρυδένιο κρεβάτι τους,της άγγιζε το χέρι απαλά και γύριζε πλευρό αφήνοντάς την μόνη, ψιθυρίζοντας σχεδόν σαν να μονολογούσε « όποτε θέλεις εσύ Φιλιώ, όταν νιώσεις έτοιμη...» και κοιμόταν ήσυχα ως το ξημέρωμα.
  Η Φιλιώ ξαγρυπνούσε στο πλάι του, κοιτάζοντας τα σγουρά,πυκνά του μαλλιά,το ήρεμο πρόσωπό του και το στήθος του που ανεβοκατέβαινε ρυθμικά. Μετρούσε τις ανάσες του κι αναρωτιόνταν για το τι πραγματικά συνέβαινε...Βασανιστικές σκέψεις  θόλωναν το μυαλό της μέχρι να την πάρει ο ύπνος.Τον αγαπούσε; Μα δεν είχε προλάβει καλά καλά να τον γνωρίσει. Της άρεσε; Όμορφο παλικάρι ήταν, πολλές τον επιθυμούσαν κι όμως εκείνη στεφανώθηκε. Τι έπρεπε να κάνει για να τον πλησιάσει; Τι κάνουν σ΄αυτές τις περιπτώσεις τα κορίτσια ούτε που ήθελε να το σκεφτεί και κανείς δεν βρέθηκε να της μιλήσει… άλλωστε έγιναν όλα τόσο γρήγορα. Κι από ποιον περίμενε συμβουλές;  Η μάνα της κάθε φορά που την ρωτούσε κατέβαζε το κεφάλι και της έλεγε πάντα με την πλάτη γυρισμένη πως «αυτά έρχονται μόνα τους με τον καιρό κι όταν ο άντρας θέλει  εσύ να μην αντιλέγεις ούτε να του αρνείσαι!»
   Πέρασαν έτσι  οι πρώτες βδομάδες μέχρι  το  βράδυ που γύριζαν από τον  γάμο της πρώτης της ξαδέλφης στην Πάτρα. Ευδιάθετος και ιδιαίτερα  διαχυτικός ο Κοσμάς  την αγκάλιασε καθώς ανέβαιναν τις σκάλες του δίπατου σπιτιού, στις μύτες των ποδιών για να μην ξυπνήσουν τους γονείς του που κοιμόντουσαν κάτω. ‘Επεσε πάνω της  με ορμή και έγειρε ξέπνοος  δίπλα της μετά από λίγα λεπτά.  Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε το επόμενο και το μεθεπόμενο βράδυ. Στους τρεις μήνες μετά τον γάμο η Φιλιώ έμεινε έγκυος, γεγονός που έδωσε ανείπωτη χαρά σε γονείς και πεθερικά, στον κοινωνικό περίγυρο έκπληξη και τύψεις  για τα λόγια που κρυφόλεγαν μεταξύ τους στα κουτσομπολιά και στα πηγαδάκια στους καφενέδες. Μέχρι την μέρα που η Φιλίτσα «λευτερώθηκε» από το μαγαζί δεν έλειψαν τα γλυκά και τα κεράσματα σε πελάτες και προσωπικό.
   Ο γιος τους γεννήθηκε υγιέστατος και βαρύς, την ταλαιπώρησε τη Φιλιώ  που κοιλοπονούσε δυο μερόνυχτα μέχρι να τον φέρει στον κόσμο. Αλλά χαλάλι γιατί η χαρά που τους έδωσε ο ερχομός του έσβησε προς στιγμή κάθε ψίθυρο, υπόνοια και ζοφερή σκέψη.Τώρα ο κόσμος όλος γύριζε γύρω από το αγόρι τους, που σκέπασε με το κλάμα του όλους τους αναστεναγμούς  και τις αμφιβολίες.
   Ο μικρός  Παντελής  μονοπώλησε το ενδιαφέρον, τις φροντίδες και την αγάπη όλων, τον χρόνο που κύλησε. Η  Φιλιώ  ένιωθε  τώρα  μεγαλύτερη  ασφάλεια  και  κάθε πικρή σκέψη  ερχόταν  κι  έφευγε  απ΄ το μυαλό της  βιαστικά  σαν  να προσπαθούσε  να την ξορκίσει κλείνοντάς την έξω από την πόρτα της  κι από την καρδιά της. Δεν είχε  μοιραστεί  με κανέναν –ούτε με τις αδελφές της- τον καημό και την αμφιβολία που παράδερναν μέσα της, βοριάς παγωμένος που δεν βρίσκει  τόπο να απαγκιάσει.
   Ο  Κοσμάς  με  την δικαιολογία της λοχείας, βρήκε αφορμή  να απομακρυνθεί  από την συζυγική  κλίνη ώστε να αφήσει  μητέρα και βρέφος  να  βιώσουν  τις  μοναδικές  τους  στιγμές, δίχως  να  εισχωρήσει  κανένας  ανάμεσά τους. «Για  όσο  χρειαστεί  Φιλιώ μου για σένα και για το παιδί ...» της είχε πει  τρυφερά  το βράδυ  που  η μητέρα του ετοίμασε  αθόρυβα τον ξενώνα που θα τον φιλοξενούσε, επισκέπτη  μέσα  στο ίδιο του το σπίτι. Η μητέρα  του λιγομίλητη  κινούνταν διακριτικά  στο σπίτι  σαν  σκιά, που περνώντας από τα δωμάτια  έσβηνε  τα χνάρια της σιωπής  και της μοναξιάς, κλείνοντας  πίσω  της  την πόρτα  με έναν  ήχο ελαφρύ, που μέσα του φύλαγε βαριά βλέμματα, ερωτηματικά κι έναν θυμό  που φούντωνε βουβά.
  Μπουσούλαγε  ο μικρός  στο χαλάκι  της κουζίνας  παραμονή  Χριστουγέννων  που το σπίτι  πλημμύριζε  από τις μυρωδιές  των γλυκών  που ετοιμάζονταν με  περισσή φροντίδα  για το τραπέζι  της  γιορτής, όταν  ο  κύριος Παντελής  φάνηκε στην πόρτα και ζήτησε να δει για λίγο τη Φιλιώ. Ο μικρός  έφτασε με απίστευτη σβελτάδα  στα πόδια του παππού και τ΄αγκάλιασε  βαβίζοντας  ακατάληπτες λέξεις.  Ο παππούς σήκωσε τον μικρό ψηλά και τον φίλησε στα παχουλά ποδαράκια του με απέραντη τρυφερότητα. Όταν  τον  παρέδωσε  στα χέρια της  γιαγιάς του και η ματιά του διασταυρώθηκε με  την απορημένη ματιά της νύφης  του, το βλέμμα του ήταν γεμάτο μ΄ένα «αχ» που  πάλευε  να μην φανερωθεί  και γλίστρησε  στο πάτωμα, καθώς χαμήλωσε τα μάτια του λέγοντας με βαριά φωνή «έλα  πάνω κορίτσι μου που θέλω κάτι να σου πω...».
   Η  Φιλιώ κοίταξε  την πεθερά της  και  με τα μάτια συνεννοήθηκαν  για τη φροντίδα  του μικρού όση ώρα χρειαζόταν να λείψει εκείνη. Ανέβαινε  τα σκαλιά  με αγωνία  και  δισταγμό  αφήνοντας τον πεθερό της  να  προηγείται  τρία  σκαλιά  για  να δώσει  χρόνο  στον  εαυτό της  να  σκεφτεί... Ένιωσε  ρίγος  να  διαπερνάει  το κορμί της όταν πέρασε απ΄το μυαλό της  αστραπιαία μια σκέψη, μα συνέχισε  ν΄ανεβαίνει τα σκαλιά  αργοπατώντας  στις άκρες  τους  σαν  να πατούσε  σ’ ετοιμόρροπα γκρεμίσματα που από στιγμή σε στιγμή κινδύνευε να παρασυρθεί  στα χαλάσματά τους.
   Το μικρό δωμάτιο που ο πεθερός της χρησιμοποιούσε για γραφείο και δέχονταν εκεί συνεργάτες και  οποιονδήποτε  είχε σχέση με επαγγελματικές υποχρεώσεις, φωτίστηκε  με το πορτατίφ  που βρισκόταν στο τραπεζάκι  δίπλα στο παράθυρο κι όχι με το κεντρικό  φωτιστικό που δέσποζε στην οροφή, υπερβολικά μεγάλο για τον χώρο αυτό. «Κάθισε  κόρη μου», της είπε με χαμηλή φωνή και της έδειξε  τη σκαλιστή πολυθρόνα  απέναντί του, εκεί που συνήθως κάθονταν  οι  επισκέπτες του.
   Χωρίς  κανέναν πρόλογο άνοιξε το συρτάρι του ξύλινου, μασιφένιου γραφείου του και έβγαλε από μέσα ένα βιβλιάριο τράπεζας. Το έσπρωξε προς το μέρος της και  κοιτάζοντάς τη βαθιά μέσα στα μάτια της είπε  με φωνή που με κόπο προσπαθούσε να κρατήσει σταθερή: «αυτό το βιβλιάριο είναι για σένα, να το κάνεις ό,τι θέλεις, οποιαδήποτε στιγμή το θελήσεις... Υπάρχει  άλλο ένα επίσης για τον μικρό που θα το παραλάβει όταν ενηλικιωθεί, έχω συνεννοηθεί με τον δικηγόρο μου. Τα ποσά είναι αρκετά μεγάλα και στα δύο βιβλιάρια ώστε να έχεις κι εσύ και το παιδί ελευθερία και ασφάλεια να κάνετε πολλές από τις επιθυμιές σας πραγματικότητα.» Μιλούσε αργά και τόνιζε τις λέξεις μία μία ενώ δεν σταμάτησε στιγμή  να την κοιτάζει κατάματα.
   «Ξέρεις παιδί μου πόσο σ΄ εκτίμησα από την πρώτη μέρα που σε είδα να μπαίνεις στο μαγαζί μας. Σήμερα σ΄ εκτιμώ  ακόμα περισσότερο και σ΄ ευγνωμονώ  για την ευτυχία  που μου χάρισες  κι αξιώθηκα να ζήσω με την γέννηση του Παντελή μας! Σου δίνω την ευχή  μου και θέλω να ευτυχήσεις όπως σου αξίζει!» Τελειώνοντας τη φράση του με μιαν ανάσα της  ένευσε  να μην ρωτήσει τίποτε και συνέχισε λέγοντας « πήγαινε τώρα εκεί που σε χρειάζονται περισσότερο..»
   Σαν υπνωτισμένη  η Φιλιώ  άνοιξε την πόρτα  και  κατέβηκε τα σκαλιά μην μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα  που κύλησαν  αβίαστα σαν έτοιμα από καιρό, από πολύ καιρό.
   Πίσω  από την κλειστή πόρτα  η θλίψη  απέκτησε  μορφή. Σβήνοντας το φως  ο καημός  ξεχείλισε από κάθε μικρή χαραμάδα στο δωμάτιο. Όλα  φάνταζαν τεράστια στο σκοτάδι, σκιές  απειλητικές φοβέριζαν κάθε ικμάδα φωτός. Όσα  για  χρόνια ζέσταινε στον κόρφο  του  το ψέμα κι  η  υποκρισία, θέριεψαν και  ζητούσαν διέξοδο. Ποια πόρτα  θ΄άνοιγε ο καθένας  ήταν  άγνωστο...
   Παραμονή  Πρωτοχρονιάς  το  σπίτι  στολισμένο, με  τα  φώτα  όλα  αναμμένα  στο  μεγάλο  σαλόνι. Το τραπέζι  γιορτινό  με  εδέσματα λαχταριστά για  την οικογένεια  του Κοσμά  και της Φιλιώς και  λίγους  καλούς  φίλους. Γέλια, πειράγματα, ευχές, πολλές  ευχές, χαμόγελα, ποτήρια  με  κόκκινο  κρασί  που  υψώνονταν  ακατάπαυστα  μ΄έναν  κρυστάλλινο  διαπεραστικό  ήχο,  να παρεμβάλλεται  ανάμεσα  στις κουβέντες  και  να σκεπάζει  τον αναστεναγμό που στεκόταν στην άκρη των χειλιών έτοιμος  να ξεχυθεί σαν χείμαρρος  από της καρδιάς τα βάθη.
   Τα  μάτια  της Φιλιώς  κατάμαυρα σπίθιζαν περίεργα  κι άλλαζαν  χρώματα  με  γοργό  ρυθμό καθρεφτίζοντας τη λάβα που έκαιγε μέσα της. Φλεγόταν από  την επιθυμία  να σηκωθεί  εκεί  μπροστά  σε όλους και  να  φωνάξει  δυνατά το τέλος του  παιχνιδιού  που  σε  βάρος  της  στήθηκε  επιδέξια  όλον αυτόν τον καιρό. Ήθελε  να  δει  στα  μάτια  τους  το  βλέμμα  της  έκπληξης, του  φόβου, της  ντροπής  για  όλο  ετούτο το  ψέμα  που  με  τέχνη  περισσή  της παρουσίασαν ως  δώρο  ακριβό, προσφορά στην ένδεια, την άγνοια, την ανάγκη. Στο  τρίτο  ποτήρι  που  μονορούφι  κατέβασε  προκλητικά ζητιανεύοντας  την προσοχή  όλων  και κυρίως  του  Κοσμά, σηκώθηκε  όρθια  σπρώχνοντας  το κάθισμά της  απότομα  πίσω. Έκπληκτοι όλοι σταμάτησαν να μιλούν μεταξύ τους κι απόμειναν να την κοιτάζουν με απορία. Ο πατέρας του Κοσμά  έπιασε σφιχτά το χέρι της γυναίκας του που κρεμόταν μετέωρο στην άκρη της καρέκλας και την κοίταξε διακριτικά με το πλάι του ματιού, παρατηρώντας πως η όψη της είχε πάρει το χρώμα της ώχρας.
   « Για τον καινούριο χρόνο θέλω  να κάνω  μια ευχή για όλους» ξεκίνησε να λέει η Φιλιώ με φωνή δυνατή παραπάνω απ΄όσο επέβαλε η στιγμή.  «Εύχομαι ν΄αφήσει ο καθένας τα  σκοτάδια του, να βρει  το φως  που θα τον κάνει ευτυχισμένο και  να το διεκδικήσει  βαδίζοντας προς αυτό με τόλμη.  Η ευτυχία είναι  δικαίωμα, μια σελίδα λευκή κι εμείς τη βάφουμε με το χρώμα που θέλουμε.»  Πέταξε  με δύναμη  στο πάτωμα  τα άδειο της ποτήρι που έγινε χίλια κομμάτια και  πριν προλάβει να σπάσει από την συγκίνηση η φωνή της, κάθισε  στη θέση της. Βουβοί  οι υπόλοιποι σήκωσαν διστακτικά τα ποτήρια τους κοιτάζοντάς την με αγωνία. Ο Κοσμάς είχε χαμηλώσει το βλέμμα κι έκανε τάχα πως νοιαζόταν μην κόπηκε κάποιος από τα σπασμένα γυαλιά.  Αμηχανία και παγωνιά κατάπιναν τα λίγα λεπτά που είχαν απομείνει για την αλλαγή του χρόνου. Τα μάτια της Φιλιώς είχαν ξαναβρεί  το  χρώμα  τους. Σπίθιζαν  λαμπερά, καθρέφτες της λαχτάρας της για ζωή.  Ο  παλιός  χρόνος  έσβηνε  πίσω  της. Τα θαμπά του φώτα χάνονταν σ΄έναν ατέλειωτο βυθό που ρουφούσε όλες τις σκιές.  Ο  καινούριος χρόνος ερχόταν στο χρώμα του ρουμπινιού, σε καθαρό, κρυστάλλινο ποτήρι, τόσο ακριβός και τόσο πολύτιμος.

 « Οι στίχοι του τραγουδιού “άνοιξε το παράθυρο”

είναι του Ερρίκου Θαλασσινού και η μουσική του

Γιώργου Χατζηνάσιου.» 

Γ΄ βραβείο στον 8ο παγκόσμιο,λογοτεχνικό διαγωνισμό ΕΠΟΚ,2017.

Βιογραφικό σημείωμα
 
Η Μαριάνθη Πλειώνη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος της Ζαριφείου Παιδαγωγικής Ακαδημίας της Αλεξανδρούπολης με μετεκπαίδευση στο Μαράσλειο Διδασκαλείο στον τομέα της Ειδικής Αγωγής. Υπηρετεί στη δημόσια εκπαίδευση σε Τμήμα Ένταξης κι έχει εργαστεί σε Ειδικό Σχολείο υποστηρίζοντας μαθητές με αναπηρία, σύνδρομο Down και αυτισμό. Άρθρα και κείμενά της δημοσιεύονται σε ιστοσελίδες στο διαδίκτυο ενώ διηγήματα και ποιήματά της έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.Το Νοέμβρη του 2020 τιμήθηκε με έπαινο από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά για την ποιητική συλλογή της για παιδιά με τίτλο «Παγωτό Βανίλια.» Έργα της ίδιας είναι η ποιητική συλλογή για παιδιά του δημοτικού με τίτλο: “ Mε τα φτερά της ελπίδας” 2018 εκδόσεις Ροές. “2Μ στους ίσκιους της αγάπης” 2019 συλλογή διηγημάτων από τις εκδόσεις 24 γράμματα. (Συλλογικό με την Μαριάνθη Παπάδη). “Λίμερικ,ποίηση με χιούμορ και φαντασία” 2020. Εκδ.24 γράμματα. (Συλλογικό με την Μαριάνθη Παπάδη). “Tο καλενδάρι της Λευκομελωτής, οι καλοί κάντζαροι” 2020. Εκδ. 24 γράμματα. (Συλλογικό με την Μαριάνθη Παπάδη.) “ Πανδημία –Ιστορίες Εγκλεισμού Άνοιξη 2020” Εκδ.24 γράμματα.(Συλλογικό).“Βοηθός Βρεφονηπιοκόμων–Απαντήσεις στην τράπεζα θεμάτων ΕΟΠΠΕΠ” 2020. Εκδ. 24 γράμματα. (Συλλογικό με την Μαριάνθη Παπάδη, Ήρα Βλάχου και Δέσποινα Λαμπρινίδου- Γούναρη). Ηλεκτρονική διεύθυνση επικοινωνίας : Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε..

 

 

 

 

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr