Θα γνωρίσουμε ένα πολύ ωραίο ποίημα ,το οποίο τιμήθηκε με το 3ο βραβείο στον 1ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ποίησης που διοργάνωσε η Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Αιγιαλείας και η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών. Πρόκειται για το "Ήθελα “μικρός” να γίνω κτίστης" του Απόστολου Παπαδημητρίου. Πολύ συγκινητική και η σχέση με τον κτίστη θείο του,που περιγράφει ο δημιουργός στο εισαγωγικό σημείωμα. Για να το απολαύσουμε!
ΑΝΤΙ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ
Ο θειός μου ήταν χτίστης.
Φτούσε τα χέρια του, έπιανε το μυστρί,
έβαζε την αγάπη του στο πηλοφόρι,
κι ένα βολαράκι χώμα
κι έφκιαχνε κάμαρες να ξαπλώνουν
οι άνθρωποι να ονειρεύονται
και γεφύρια να ενώνει δρόμους,
οι άνθρωποι να αγκαλιάζονται.
Στον καφενέ του, που κάθονταν
τον άκουγα να λέει,
για το μυστήριο τ’ ουρανού, τον ηλιάτορα,
που μεστώνει την κληματόβεργα
κι ρόγες της σε κάνουν να σαλεύεις,
και για το μυστήριο της γης, το σκούληκα,
που πολεμάει με ψυχορμή, να γίνει πεταλούδα.
Ο θειός μου ο χτίστης,
μου έλεγε με λόγια λαγαρά
-«ψηλά το νου και το θεό ΄φχαρίστα»
και μια μέρα με μύησε στα μυστήρια και μένα.
Με κέρασε!
Από την άλλη κιόλας, άρχισα και γω να χτίζω!
ΛΕΕΙ ΛΟΙΠΟΝ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Ήθελα “μικρός” να γίνω κτίστης
Πατέρα θα γίνω χτίστης, να βοηθάω το θειό.
Να του φκιάχνω λάσπη, να του κουβαλώ τις πέτρες
κι αυτός να ορδινιάζει τ’ αγκωνάρια.
Να φκιάσουμε μια κάμαρα χωρίς παράθυρα,
να μπαίνουν σύγνεφα μαζί και κλώνια, να μαζεύω
στάλες και μπουμπούκια στις ποδιές των κοριτσιών.
Κάν’ τη μου θείε μυγδαλιά.
*~*~*~*~*
Να φκιάσουμε κι ένα σπίτι χωρίς στέγη,
να θησαυρίζω απ’ το χρυσάφι τ’ ουρανού στο λιόγερμα,
να γεμίζω απλωμένες φούχτες αγοριών.
Κι έναν κήπο χωρίς φράχτη, μονάχα φτέρες
και στάχυα να σιούνται, να μαζεύω τα πεσμένα
αγκωνάρια για να γίνουν καρβέλια, φαγητό.
Κάν’ τον μου θείε ένα τσουκάλι.
*~*~*~*~*
Κτίστης θα γίνω Πατέρα, να βοηθάω το Θεό.
Να Του ανακατέβω τον ασβέστη, να Του πηγαίνω
στη ράχη μου λιθάρια κι Αυτός να αρμολοεί τον κόσμο.
Να φκιάσουμε έναν άνθρωπο αγκίνιαστο, να αγαπά το μαύρο
το κίτρινο και το λευκό, να ξέρει να βάνει βοτάνια στις πληγές
και να ελεημονεί βγαλμένος από παραβολή.
Κάν' τον Θεέ μου Σαμαρείτη.
*~*~*~*~*
Και μια πατρίδα χωρίς συρματοπλέγματα, να ’ρχεται
και να φεύγει ένα μελίσσι και γω να τρυγάω
βασιλικό πολτό, για να γλυκάνω ετούτο το ψυχολόι.
Εμπρός λοιπόν παιδί μου! Ανακάτεψε τον ασβέστη,
δώσ’ Του το μυστρί, κάντε ένα κόσμο αλλιώτικο, τρανό.
Να μη χωράει, να δίνεται, να περισσεύει,
να γνοιάζεται, όπως γνοιάζομαι και γω για τούτο το ποίημα.
Κάν ’ το Θεέ μου ένα Βαγγέλιο
3ο βραβείο στον 1ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ποίησης Δημοτικής Κοινωφελούς Επιχείρησης Αιγιαλείας και της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών