Θα σας παρουσιάσω ένα διήγημα που το 2016 πήρε το Γ' βραβείο από την Εταιρεία Τεχνών, Επιστήμης και Πολιτισμού του Δήμου Κερατσινίου. Τίτλος του "Ένα κοφίνι γεμάτο τζιτζίκια" και δημιουργός του η λογοτέχνιδα-εκπαιδευτικός Μαριάνθη Πλειώνη. Ένα ταξίδι στην παιδική ηλικία, στις ρίζες, στα καλοκαίρια των ονείρων μας!
Ένα κοφίνι γεμάτο τζιτζίκια-ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΠΛΕΙΩΝΗ
Επιστροφή σε πολύβουες αναμνήσεις χρόνων παιδικών, μελωμένες, μπλεγμένες στο γιασεμί της αυλής, στις ανεμισμένες κουρτίνες των παραθυριών, χαραγμένες σε πρόσωπα που γελούσαν, στα πλαϊνά των ματιών εκεί που βαθαίνουν οι ρυτίδες της λύπης και της χαράς.
Καλοκαίρι 2007
Όλες οι σκέψεις μου επιτακτικά, με πήγαιναν νοσταλγικά σε κάποιο δρομάκι λιθόστρωτο, στο μικρό χωριό που διάλεξε η Δίρφυς να στολίσει τ’ακροδάχτυλά της. Εκεί που στιγμές ζωής έγιναν παιδικές αναμνήσεις, πήραν χρώμα με τα πινέλα μου βουτηγμένα στις μυρωδιές και τις γεύσεις φρούτων καλοκαιρινών.
Η διαδρομή με ατέλειωτες στροφές, η ζέστη ανυπόφορη. Η λαχτάρα της επιστροφής έσπρωχνε δυνατά την καρδιά κάθε φορά που πήγαινε να δραπετεύσει και να αναβάλλει. Το μεσημέρι έσταζε στο δρόμο ιδρωμένο, πύρωνε κάθε σπιθαμή κι έπεφτε λιπόθυμο με βαθιές, κοφτές ανάσες μπροστά στις ρόδες του αυτοκινήτου, για να σηκωθεί αστραπιαία με το χαμόγελο της φωτιάς, να υψώσει το χέρι και να μου γνέψει ενθαρρυντικά:«συνέχισε, κοντοζυγώνουμε!»
Καλοκαίρι 1975
Ζέστη αβάσταχτη και τα παράθυρα του αυτοκινήτου ορθάνοιχτα. Στο ραδιόφωνο τραγούδια της Columbia.Η αδελφή μου κι εγώ στο πίσω κάθισμα με τα μάτια κλειστά, μαζεύαμε μυρωδιές της φύσης που έμπαιναν απρόσκλητες, τυλίγονταν για λίγο στα μαλλιά μας, δροσίζονταν στα χαρούμενα χαμόγελά μας και το έσκαγαν παιχνιδιάρικα να χωθούν στα κλαδιά των δέντρων και τους ηλιοκαμένους θάμνους του δρόμου. Λίγα χιλιόμετρα είχαν απομείνει μέχρι την τελευταία στροφή. Αριστερά μια ανηφόρα...«Φτάνουμε σε λίγο παιδιά, υπομονή.» Η μεγάλη συκιά στο κέντρο της αυλής, στην καλύτερή της ώρα, κατάφορτη με σύκα μαύρα, ώριμα που έγερναν στα χνουδωτά φύλλα.
Ο παππούς γελαστός, μας καλοδέχτηκε με μεγάλη χαρά, αφού ήταν η πρώτη φορά που τον επισκεπτόμασταν κι ανυπομονούσε να μας δείξει το σπίτι, τις αγαπημένες του γωνιές, ξετυλίγοντας αναμνήσεις να μας κάνει να νιώσουμε άνετα στο μικρό χωριατόσπιτο, εμείς τα παιδιά της πόλης ¨τα μαθημένα αλλιώς¨.
Μας πρόσφερε σταφύλια από την κληματαριά της αυλής που σκαρφαλωμένη στον τοίχο του σπιτιού, άπλωνε τα μακριά, γερά κλαδιά της, αγκάλιαζε το φράχτη κι ανέβαινε ως επάνω σ’ ένα ξύλινο καφασωτό, που είχε φτιάξει ο ίδιος με ξύλα σε διάφορα σχήματα. Τα είχε μαζέψει στα ατέλειωτα σεργιανίσματά του σε μέρη γνωστά του χωριού, που για κείνον ήταν ένας ολόκληρος κόσμος. Ήπιαμε νερό από το πηγάδι, γεύση παράξενη που δεν μας ξεδίψασε,ωστόσο εκείνη την ώρα ήταν το λιγότερο που μας απασχολούσε. Τα μάτια μας είχαν ανοίξει διάπλατα κοιτάζοντας τον κουβά που ανεβοκατέβαινε δεμένος μ’ένα χοντρό σχοινί κι ερχόταν από τ’ άγνωστα βάθη της γης μ’ έναν μικρό παφλασμό,γεμάτος με νερό γλυφό. Αυτή τη λέξη μας είπαν για την παράξενα αλμυρή γεύση του.
Ο αέρας μύριζε ξερά κίτρινα χόρτα κι εκείνο το μοβ λουλούδι στους θάμνους, που είδαμε στο δρόμο καθώς ερχόμασταν, το θυμάρι. Η υγρασία του μεσημεριού το έφερνε ορμητικά στα ρουθούνια μας, που λαίμαργα ανάσαιναν ετούτες τις πρωτόγνωρες μυρουδιές. Η φιγούρα του παππού ξεμάκραινε μέσα στο ζεστό χνώτο της μέρας, σαν να βάδιζε μέσα στη φωτιά κι άφηνε πίσω της τριγμούς καθώς ξεμάκραινε γοργά, μ΄ένα σφιχτοπλεγμένο κοφίνι στα χοντρά του χέρια, τρέχοντας σχεδόν για το κτήμα με τις συκιές.
Στο κελάρι
Η ξύλινη, φαγωμένη από τον χρόνο πόρτα βιαζόταν να μας αποκαλύψει τα μυστικά της, τα βαθιά κρυμμένα στο μισοσκόταδο και την υγρασία, αν κατεβαίναμε τα πέντε σκαλιά στο πίσω μέρος της αυλής. Ένας αλλιώτικος κόσμος αποκαλύφθηκε, σαν τον χαμένο θησαυρό που διαβάζαμε στα παραμύθια. Παιχνιδιάρικες αχτίδες τρύπωναν από το μικρό παράθυρο φωτίζοντας τα υπάρχοντα του παππού, που χρόνια τώρα υπεράσπιζαν τη θέση τους παραμένοντας κυρίαρχοι του χώρου, μετρώντας ανθρώπινες απουσίες.
Λάμπες πετρελαίου κρέμονταν στον τοίχο, μπακιρένια σκεύη στον πάγκο, πλεξίδες με σκόρδα κι εργαλεία. Η πινακωτή της γιαγιάς σημάδευε τον καιρό, μαρτυρώντας με την απραξία της την πρότερη οργάνωση του σπιτιού. Κοφίνια μεγάλα και μικρά, διάσπαρτα στις γωνιές, μια ψάθινη καρέκλα χλωμή, ξεθωριασμένη από την πολυκαιρία, ένα βαρελάκι με κρασί, δυο μεγάλα πιθάρια και στο βάθος στο πιο σκοτεινό κι ανήλιαγο σημείο, ξύλινα ράφια με γυάλινα βάζα τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο, παραγεμισμένα με βότανα κι αρωματικά φυτά. Σε μικρά τετράγωνα χαρτάκια μπλεγμένα ανάμεσά τους, ποτισμένα με τις ουσίες και τα χρώματά τους, ήταν γραμμένο με καλλιγραφικά γράμματα τ’ όνομά τους: Ρίγανη, σφενδάμι, θρούμπι, αψιθιά, σπαθόχορτο, λουίζα. Ο παππούς έφτιαχνε αλοιφές για δερματικές παθήσεις με συνταγές που είχε μάθει από τον δικό του πατέρα, τον γνωστό σε όλο το χωριό ως «γιατρουλάκο».
Αγγίζοντας, μυρίζοντας, κοιτάζοντας με άπληστα μάτια, φτάσαμε μπροστά στα δύο μεγάλα πιθάρια, που στέκονταν άδεια πια κάτω από τα ξύλινα ράφια με τα βοτάνια. Εκεί είδαμε τον πατέρα μας να χαμογελά πονηρά. Το πρόσωπό του πήρε την έκφραση ενός μικρού παιδιού που έχει κάνει σκανταλιά, όταν ξεκίνησε να μας διηγείται την ιστορία της μικρής αλεπούς που είχε πιάσει στα δέκα του χρόνια πάνω στο βουνό. Θέλοντας να την κρατήσει κοντά του την έκρυψε στο κελάρι, δίχως κανένας να το πάρει είδηση. Η μικρή αλεπού στην προσπάθειά της να δραπετεύσει, έτρεχε και πηδούσε απεγνωσμένα παντού. Οι ζημιές που προκάλεσε ήταν μεγάλες με αποκορύφωμα τη βουτιά της στο πιθάρι με το λάδι. Όλη την επόμενη μέρα ο πατέρας μας την πέρασε κρυμμένος στο ξέφωτο του χωριού για να γλιτώσει από τις απειλές της μεγάλης του αδελφής που φρόντιζε το σπίτι μα και τα βαριά χέρια του παππού!
Πάνω στα γέλια και τις απανωτές ερωτήσεις μας, ακούσαμε τη φωνή του. Μόλις είχε γυρίσει με το κοφίνι του γεμάτο σύκα κι έλεγε δυνατά: « Ε,νύφη, πού είναι ο Γιώργης με τα κορίτσια; Ελάτε, έφερα σύκα!»
Ανεβήκαμε τρέχοντας τα σκαλιά με λαχτάρα να γευτούμε τους γλυκούς καρπούς. Η ώρα είχε περάσει και πεινούσαμε λιγάκι. Το μυαλό μας είχε πλημμυρίσει από εικόνες τις οποίες θέλαμε να περιγράψουμε με πολλή χαρά στον παππού, για να του δείξουμε πως τώρα γνωρίζαμε τα μυστικά του. Είχε αφήσει το μεγάλο κοφίνι στο τραπέζι της αυλής, γεμάτο ως επάνω με σύκα και συκόφυλλα που έσταζαν ακόμα. Ένα βουητό περίεργο κι ακαθόριστο ερχόταν στ’αυτιά μας, καθώς τρέχαμε να φτάσουμε το κοφίνι με τα ξυπόλητα πόδια μας να χτυπάνε στο τσιμέντο της αυλής.
Απλώσαμε ταυτόχρονα τα χέρια να παραμερίσουμε τα πράσινα, χνουδωτά φύλλα που με επιμέλεια σκέπαζαν τον μυρωδάτο καρπό, όταν ένα μαινόμενο σμήνος τζιτζικιών που είχε παγιδευτεί από κάτω, πετάχτηκε μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας! Χτυπούσαν τα ασημένια, διάφανα φτερά τους, πάλευαν να ξεφύγουν, αντηχούσαν, τινάζονταν παντού απεγνωσμένα, ψάχνοντας ένα κλαδί σωτηρίας και διαφυγής. Πισωπατήσαμε τρομαγμένες, διστάζοντας ν’απλώσουμε ξανά το χέρι μας. Γέμισε ο τόπος με τα κορμιά των τραγουδιστών του καλοκαιριού, που εκείνη τη στιγμή μόνο φόβο μας προκαλούσαν. Ο παππούς λίγο παραπέρα ξεκαρδισμένος στα γέλια μας έλεγε να μη φοβόμαστε, τα τζιτζίκια δεν δαγκώνουν, καταλήγοντας τάχα απορημένα: « Νύφη, πώς κάνουν έτσι τα παιδιά; Πολύ καλομαθημένα τα έχετε...»
Επιστροφή
Η στροφή μίκραινε καθώς πλησίαζα. Μια λαβωμένη από τα σκάγια των κυνηγών πινακίδα, έδειχνε με το ξασπρισμένο βέλος της αριστερά. Η ανηφόρα που οδηγούσε στο χωριό ξεκινούσε. Μοσχοβολούσε το θυμάρι με τον ζεστό αέρα να περνάει ανάμεσα στα άνθη του, κάνοντας τις μέλισσες να χορεύουν τριγύρω μεθυσμένες. Αυτή η μυρωδιά που ήρθε χάδι από το ανοιχτό παράθυρο, ανέσυρε μνήμες και συναισθήματα που αναπαύονταν για χρόνια μέσα μου.
Μεσημέρι καλοκαιριού τυλιγμένο στην υγρασία του τόπου. Το χωριό ησύχαζε στους πρόποδες της Δίρφυος. Έρημος ο δρόμος, τα παραθυρόφυλλα των σπιτιών κλειστά. Δεξιά ακουγόταν το νερό του ποταμού, ράθυμο κι αυτό. Κυλούσε πάνω στις πέτρες, πότιζε τις ρίζες των πλατανιών, κουβαλώντας την ανάσα του θέρους στη ράχη του, σε τούτη τη γάργαρη διαδρομή ώσπου να συναντήσει τη θάλασσα!
Εκεί που το στενό γεφύρι τελείωνε διέκρινα πέντε-έξι σιδερένια, στρογγυλά τραπεζάκια, κάτω από τον αιωνόβιο πλάτανο με μια παρέα αντρών που κουβέντιαζαν έντονα. Το καφενείο...
Η κουβέντα τους σταμάτησε απότομα μόλις αντιλήφθηκαν την παρουσία μου. Στράφηκαν ερευνητικά προς το μέρος μου τη στιγμή που με φανερή ανυπομονησία στάθηκα να ρωτήσω για το σπίτι. Η ψυχρολουσία που δέχτηκα ήταν απερίγραπτη. Δεν ήξερε κανείς! Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία που κάτι γνώριζαν είχαν ¨φύγει¨ και τούτοι εδώ οι νεότεροι είχαν πλήρη άγνοια. Ετοιμαζόμουν να πάρω το δρόμο του γυρισμού με την απογοήτευση να με βαραίνει, όταν ο μεγαλύτερος από την παρέα με πλησίασε λέγοντάς μου: «Έχω κατά νου ένα σπίτι που μάλλον ανήκε στον άνθρωπο που λες, μα δεν είμαι και σίγουρος. Πουλήθηκε από τους κληρονόμους πριν αρκετά χρόνια κι αυτοί που το αγόρασαν έρχονται σπάνια στο χωριό. Ρώτα λίγο παρακάτω στα τριακόσια μέτρα, κάποιον θα βρεις, κάτι θα γνωρίζει περισσότερο. Ένα παγωμένο “ευχαριστώ” συνόδευσε τον ήχο της μηχανής. Κοίταζα μπροστά. Ψυχή πουθενά. Ποια πόρτα να χτυπήσεις τέτοια ώρα και τι να ρωτήσεις; Τριακόσια μέτρα απόλυτης απουσίας ανάμεσα σε πεύκα και πλατάνια. Απογοήτευση...
Η συνάντηση
Σκέφτηκα να γυρίσω πίσω στο καφενείο περιμένοντας να περάσει η ώρα και κατόπιν να αναζητήσω στα σπίτια με τις λουλουδιασμένες αυλές, πληροφορίες. Μπροστά σε μια λιθόστρωτη κατηφόρα, την είδα φιγούρα ξεκομμένη από τις πρασινάδες και τα δέντρα, να στέκεται στο καταμεσήμερο. Μια μελαχρινή, παχουλή γυναίκα, στην ηλικία του πατέρα μου περίπου, καθόταν σαν να με περίμενε συνεπής σ’ένα ραντεβού στο χθες, που δεν είχαμε ορίσει, για να με οδηγήσει εκεί που ήθελα να πάω.
Ποιος άραγε γνωρίζει αν οι ψυχές των αγαπημένων μας, αφήνουν κάποιες στιγμές τον παράδεισό τους κι έρχονται στη στράτα μας να μας δείξουν πως ούτε εκείνοι λησμονούν.
Η κυρα-Καλλιόπη, γειτόνισσα και παιδική φίλη του πατέρα μου την οποία έβλεπα πρώτη φορά, μετά τις πρώτες αναγνωριστικές κουβέντες, με κοίταζε γελαστή και με περιεργαζόταν διακριτικά. Κατηφορίσαμε μαζί το λιθόστρωτο δρομάκι όταν την άκουσα να μου λέει: «Με τον πατέρα σου μεγαλώσαμε μαζί, του μοιάζεις, έχεις το βλέμμα του...Ο παππούς σου είχε βαφτίσει τον μεγάλο μου αδελφό που ήταν ο καλύτερος του φίλος.» Προχωρούσαμε χωρίς να μιλάμε μπροστά από τις μικρές αυλές των σπιτιών. Ένιωθα το βλέμμα της πάνω μου κι όταν γύρισα να τη δω, « να το σπίτι παιδί μου» είπε δείχνοντας μπροστά «κι εδώ ακριβώς απέναντι είναι το δικό μου.»
Άνοιξε την πόρτα της αυλής της, τη γεμάτη από γλάστρες με βασιλικούς και με καλωσόρισε. Μου έψησε καφέ κι όση ώρα είχε την πλάτη της γυρισμένη, τα μάτια μου δεν έφευγαν από το σπίτι που αγνώριστο δέσποζε στο στενάκι. Σοβατισμένο, με καινούρια σκεπή και μοντέρνα παράθυρα, δε θύμιζε σε τίποτε το μικρό χωριατόσπιτο που είχα κρατήσει στην ψυχή μου. Οι ήχοι, οι φωνές, οι παρουσίες που ανάσαιναν κάποτε μέσα του είχαν σκορπίσει, ήτανε πια κομμάτι ξένο.
«Το σπίτι πουλήθηκε παιδί μου, έχει χρόνια τώρα αλλά κι αυτοί που το πήραν ούτε που έρχονται καθόλου, δεν είναι από δω...Χρόνια ολάκερα το βλέπω ν’αλλάζει, εγώ που δεν ξεμάκρυνα από το χωριό», εξιστορούσε η κυρα-Καλλιόπη κοιτάζοντας μια εμένα και μια το σπίτι, αφήνοντας να βγει από μέσα της ένας αναστεναγμός.
«Πώς δεν το πήρε κάποιος από σας και το αφήσατε να πέσει σε ξένα χέρια; Αλλά δεν θα το μάθατε μάλλον...» συνέχισε να μονολογεί και να με κοιτάζει στα μάτια. Το παγωμένο βλέμμα μου την έκανε να στραφεί αλλού όταν της απάντησα με θλίψη: «Δεν το μάθαμε, κυρα-Καλλιόπη. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα.» Κατέβασε το κεφάλι της ψιθυρίζοντας λόγια που δεν ήθελα ν’ακούσω. Η χαρά της συνάντησης μετατράπηκε σε κουβάρι που ξετυλίγονταν φέρνοντας στην επιφάνεια δυσάρεστα γεγονότα, που ο χρόνος μάταια κόπιασε να σβήσει.
Το μυαλό μου άρχισε να φτιάχνει το παραμύθι του. Βήματα που έφυγαν ίσα για το κελάρι του παππού, χέρια ανυπόμονα ν’ανοίξουν τη ξεχαρβαλωμένη ξύλινη πόρτα. Στη σκουριασμένη πρόκα του τοίχου κρεμόταν το κοφίνι με τον σουγιά του στον πάτο κι ό,τι είχε απομείνει από το πάλεμα των τζιτζικιών. Έκλεισα τα μάτια κι άκουσα τον ήχο από τα φτερά τους. Μου φάνηκε πως ο παππούς ερχόταν γελαστός να σφαλίσει την πόρτα. Άρπαξα χωρίς φόβο πια όσα περισσότερα σύκα μπορούσα, την ίδια στιγμή που ένα μικρό αγόρι πετάχτηκε μπροστά μου τρέχοντας να κυνηγήσει μια αλεπού. Πέρασα αθόρυβα ανάμεσά τους σαν αερικό, σκουπίζοντας στα ρούχα μου τα χέρια μου που κολλούσαν. Διψούσα.
Έτρεξα στο πηγάδι. Πρώτη φορά λαχτάρησα τόσο να πιω νερό γλυφό.
Βιογραφικό σημείωμα
Η Μαριάνθη Πλειώνη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος της Ζαριφείου Παιδαγωγικής Ακαδημίας της Αλεξανδρούπολης με μετεκπαίδευση στο Μαράσλειο Διδασκαλείο στον τομέα της Ειδικής Αγωγής. Υπηρετεί στη δημόσια εκπαίδευση σε Τμήμα Ένταξης κι έχει εργαστεί σε Ειδικό Σχολείο υποστηρίζοντας μαθητές με αναπηρία, σύνδρομο Down και αυτισμό. Άρθρα και κείμενά της δημοσιεύονται σε ιστοσελίδες στο διαδίκτυο ενώ διηγήματα και ποιήματά της έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.Το Νοέμβρη του 2020 τιμήθηκε με έπαινο από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά για την ποιητική συλλογή της για παιδιά με τίτλο «Παγωτό Βανίλια.» Έργα της ίδιας είναι η ποιητική συλλογή για παιδιά του δημοτικού με τίτλο: “ Mε τα φτερά της ελπίδας” 2018 εκδόσεις Ροές. “2Μ στους ίσκιους της αγάπης” 2019 συλλογή διηγημάτων από τις εκδόσεις 24 γράμματα. (Συλλογικό με την Μαριάνθη Παπάδη). “Λίμερικ,ποίηση με χιούμορ και φαντασία” 2020. Εκδ.24 γράμματα. (Συλλογικό με την Μαριάνθη Παπάδη). “Tο καλενδάρι της Λευκομελωτής, οι καλοί κάντζαροι” 2020. Εκδ. 24 γράμματα. (Συλλογικό με την Μαριάνθη Παπάδη.) “ Πανδημία –Ιστορίες Εγκλεισμού Άνοιξη 2020” Εκδ.24 γράμματα.(Συλλογικό).“Βοηθός Βρεφονηπιοκόμων–Απαντήσεις στην τράπεζα θεμάτων ΕΟΠΠΕΠ” 2020. Εκδ. 24 γράμματα. (Συλλογικό με την Μαριάνθη Παπάδη, Ήρα Βλάχου και Δέσποινα Λαμπρινίδου- Γούναρη). Ηλεκτρονική διεύθυνση επικοινωνίας : Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε..