Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον ποιητή Σταύρο Θεμιστοκλέους. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε στη Λάρνακα της Κύπρου, όπου ζει μέχρι σήμερα. Σπούδασε Χρηματοοικονομικά στο Μάντσεστερ κι εργάζεται σε ιδιωτική εταιρεία. Την τελευταία πενταετία παρακολουθεί τα Εργαστήρια Δημιουργικής Γραφής και Ανάγνωσης της ποιήτριας και δοκιμιογράφου Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου. Ποιητικά και πεζά κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο κι ηλεκτρονικό λογοτεχνικό τύπο κι έχουν φιλοξενηθεί σε ανθολογία. Το 2024 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ρώμη η πρώτη του ποιητική συλλογή. Τιτλοφορείται «Όρθιες στέκονται μόνο οι μαριονέτες». Η ποίησή του αφηγηματική, υπαρξιακή, εξομολογητική. Η γραφή του πηγαία, ειλικρινής, ουσιαστικά συγκινητική. Ο λογοτέχνης εκφράζεται πολλές φορές σε πρώτο ενικό πρόσωπο ζωγραφίζοντας τα σκηνικά της ζωής του, τις αντανακλάσεις του εσωτερικού του κόσμου, αλλά κι όσα κοινωνικά τον περιβάλλουν. Οι διάλογοι κι οι ρητορικές ερωτήσεις προσδίδουν ζωντάνια και θεατρικότητα στην αφήγησή του. Όσα αισθάνεται ακουμπούν τον σύγχρονο άνθρωπο, ο δημιουργός είναι ένας από μας. Συνομιλεί με το πραγματικό και το ονειρικό στοιχείο με διαυγείς εικόνες και απτό εμπνευσμένο λόγο. Θα γνωρίσουμε την πολύ ενδιαφέρουσα αυτή ποιητική φωνή μέσα από δέκα ποιήματα της πρώτης του συλλογής "Όρθιες στέκονται μόνο οι μαριονέτες"!
1.ΚΛΑΣΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΤΗΤΑΣ
2.ΣΤΗΝ ΑΧΡΩΜΗ ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ
3.ΣΑΝ ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ
4.ΤΟ ΝΟΗΜΑ
5.Η ΕΥΩΔΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ
6.ΓΡΑΦΩ
7.ΑΠΟ ΠΟΥ ΞΕΚΙΝΑ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ;
8.Η ΗΧΩ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ
9.ΦΩΤΟΦΟΒΙΑ
10.ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ ΚΑΦΚΑ
ΚΛΑΣΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΤΗΤΑΣ
1/4
Φτάνω νωρίς το πρωί όπως παλιά
στο μοναδικό σημείο που μεγάλωσα.
Ακριβό ρολόι στο δεξί.
Μια αυλή γεμάτη αγριόχορτα.
Το δάπεδο σκληρό
με ξεραμένο αίμα
απ’ τα γδαρμένα μας γόνατα.
Παράθυρα μισάνοιχτα
καταρρέουν στο έλεος του καιρού.
Η γκρεμισμένη στέγη
υποδέχεται τη βροχή σε σάπια θρανία
̶ κάποτε μάθαινα το Άλφα και το Ωμέγα ̶
Το κουδούνι ηχεί στ’ αυτιά μου
και τα μάτια μου καρφώνουν
τον γυρτό κορμό του δέντρου
που έδωσα το πρώτο φιλί.
Θα ήταν όλα υπέροχα, αν
̶ αντί για το προπατορικό αμάρτημα ̶
φιλούσα την Εύα.
2/4
Φτάνω στη μάνα μου απόγευμα.
Ξεπλένει το φλυτζάνι του καφέ
που δεν πρόλαβα να πιω.
̶ Ας μην αργούσες.
̶ Συγνώμη.
Πάντα απολογητικά γυρνάω.
Ο καφές σίγουρα θα πρόδιδε
την απογοήτευσή μου
κι ίσως γι’ αυτό δεν μ’ άφησε να πιω.
Ουρλιαχτά απόγνωσης
χοροπηδούν στο σαλόνι
αλλά το έχουμε στο αθόρυβο.
- Ακούς, μαμά;
- Μα, δεν είπες τίποτα, παιδί μου.
- Το ξέρω… Συγνώμη.
Να την, πάλι, αυτή η λέξη.
Αν μπορούσα θα την έκανα γυαλί
και θα την έσπαγα
ίσως απ’ τα φωνήεντά της
να έβγαινε η αλήθεια.
Παράξενος ο ήχος των λέξεων
όταν δεν θες να τις ακούς.
Σε παρασύρει
σε μια διαδρομή σχεδόν κωμική
όπου προορισμός της
εύχεσαι να ’ναι η αθώωση.
3/4
Φτάνω βράδυ στο σπίτι.
Μυρίζει η θαλπωρή επάνω στο τραπέζι.
Οι φωτογραφίες στους τοίχους
θυμίζουν πως είμαστε οικογένεια.
Οι φωνές γίνονται ψίθυροι
και μετά την προσευχή
καλύπτουν τα φταρνίσματα
της κρυωμένης σούπας.
Έξω τα σύννεφα έγιναν κόκκινα
και καίνε.
Βρίσκομαι σπίτι μου.
Πίνω κρασί από μαύρο αμπέλι
και χορεύω στον ρυθμό του έλικα
που σε ξηρές ηπείρους
στοχεύει καμήλες ασήμαντες.
Τα ζώα χτυπούν το κουδούνι
δεν ανοίγει κανείς
είμαστε όλοι εδώ
μέχρι να φτάσει ο καπνός.
4/4
Φτάνω εκεί με σιγουριά
αν και πάντα βρισκόμασταν στο σκοτάδι.
Τα μάτια, μυστικά επτασφράγιστα
κρυμμένα στο χώμα.
Δυο σώματα στο κρύο ενωμένα
μα το ένα δεν αναγνωρίζει το άλλο.
Η μόνη σύνδεση
η υποτιθέμενη έλλειψη επιλογής
που με τόση αφθονία μας κατάπινε
λαίμαργα.
Όπως και τότε
και τώρα
σιωπή.
ΣΤΗΝ ΑΧΡΩΜΗ ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ
Η αλήθεια
έχει χαθεί στις τόσες εκδοχές της.
Με μεταξένιο σεντόνι
στις λέξεις μέσα κρύβεται.
Κάνει κύκλους έξω απ’ τον χρόνο
δεν σταματά ποτέ.
Κολλά στον ουρανίσκο σαν καραμέλα.
Κατεβαίνει στο στομάχι σαν κόμπος.
Καταλήγει στα υπόγεια νερά της πόλης
εκεί που διψάνε τα ποντίκια.
Το ψέμα
έχει σωθεί στις τόσες εκδοχές του.
Σαν βαρύς μουσαμάς σε καλύπτει.
Εισχωρεί στους πνεύμονες
προσποιείται το οξυγόνο
σου δίνει φτερά
ενώ είσαι κλουβί.
Σκορπά υπόκωφα γέλια
στα οικογενειακά τραπέζια.
Εισπνοή, εκπνοή
μέχρι τον θάνατο.
Ακόμα μια εκδοχή του.
Η περηφάνια
ένα πολύχρωμο μαντίλι που πνίγει.
Ποιος το σφίγγει στον λαιμό ;
Ας κλείσω τα μάτια να χαθώ
χωρίς να προκαλέσω.
Ούτε λέξη δεν θα πω
ούτε μια λέξη απαλή
δεν θα ξεστομίσω.
Η αλήθεια έχει ήδη χαθεί
στις τόσες εκδοχές της.
Ψέμα είναι.
ΣΑΝ ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ
Επιτέλους την ξαναείδα.
Πλέον μόνο αυτήν κοιτώ
δεμένη με λεπτό σχοινί στο μπαλκόνι.
Το έκανε ακόμα πιο μικρό
κι όμως χωρούσαμε.
Τι πανσέληνος!
Κάτω απ’ τα πέλματά μας
κυλούσε η νύχτα κανονικά.
Στον πρώτο μύριζε χλωρίνη
στον δεύτερο φαγητό
κόσμος έκανε βόλτες στη γειτονιά
και στον τρίτο εμείς.
Μείναμε να κρατάμε το σχοινί
μην τύχει και κοπεί
λες κι εξαρτιόμασταν
απ’ το φεγγάρι.
Από τον ήλιο θα ’πρεπε
̶ ελεύθερος και αυτόφωτος ̶
κι ας καίει από μακριά
η τελειότητα.
ΤΟ ΝΟΗΜΑ
Χόρευαν με ξένους οι στιγμές μας.
Τώρα μες στις συνομιλίες των εφαρμογών
αρχειοθετούνται, αναβοσβήνουν.
Όπως πριν απ’ τον θάνατο η ελπίδα
όσο εσύ θα ρίχνεις το λιθαράκι σου
στην οικουμένη
για να τον καταργήσεις.
Αν ο θάνατος είναι αστέρι
και τον βλέπεις να πέφτει
όταν έχει ήδη συμβεί
ποιο το νόημα τότε
του κόσμου;
Η ΕΥΩΔΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ
Σήμερα μύρισα το πιο όμορφο ρόδο.
Πώς φύτρωσε στην άκρη του δρόμου;
Χωρίς δεύτερη σκέψη το έκοψα.
Το πήρα μαζί μου κι ας ήξερα.
Προς το παρόν απολαμβάνει τον ήλιο
στο νερό μαλακώνει τα αγκάθια του.
Περιμένει τα πέταλά του
να το αφήσουν κι αυτά.
Του λείπει άραγε ο δρόμος;
Η γάτα πάντως ούτε να το πλησιάσει.
Το βράδυ δεν κοιμήθηκα καλά.
Το ρόδο είχε ακόμα τη μυρωδιά του.
Η μέρα κυλούσε κανονικά
για όλο τον κόσμο.
Η γάτα έπινε απ’ το νερό του.
Κάθισα δίπλα του
για να μη μαραθεί
κανείς μας μόνος.
ΓΡΑΦΩ
Γεμίζοντας άδειες σελίδες
ψάχνω την εύκολη λύση.
Δεν διατίθεμαι να περιμένω άλλο.
Μήνες τώρα ακουμπώ σε ώμους κυρτούς.
Καλύτερα στο πάτωμα
παρά σ’ αυτήν την κλίση.
Φωνές ανισόπεδες κρύβονται
στη δροσιά του.
Σκέφτομαι έναν στίχο
τον βάζω στο στόμα
γνώριμη γεύση
δοκιμάζει τις αισθήσεις μου.
Σας ακούω με προσοχή.
Σημειώσεις στο μπλε τετράδιο.
Δεν τις θέλω, τις σκίζω
τις καίω με αναπτήρα.
[τον είχα στην τσέπη μου
ούτε θυμάμαι από πού.]
Δεν διατίθεμαι να περιμένω άλλο.
Χρόνια τώρα βήχω με τον λαιμό στεγνό.
Χωρίς ηχώ καταπίνω τον ήλιο
̶ μόνιμα αναλλοίωτος στα σκοτεινά ̶
ξεδιψώ σε κάθε βαθύ πηγάδι
που πέφτω μέσα.
Κάθε στίχος κάτι καινούργιο ξεκινά.
Πλέον σ’ αυτόν τον δρόμο περπατώ
κι ας φοβάμαι.
Κάθε αρχή έχει έναν θάνατο
κάθε θάνατος κάτι οριστικό.
Όσο κινούμαι τον αψηφώ.
Πετάω το μπλε τετράδιο.
Με βλέμμα γάτας συνηθίζω τον κάδο.
Στο χάος των σκουπιδιών
με πλαστικές σακούλες ντύνομαι
να καταλάβω προς ποια κατεύθυνση
φυσά ο αέρας.
Απομακρύνει τη βρωμιά
ή μήπως τη φέρνει
προς εμένα;
ΑΠΟ ΠΟΥ ΞΕΚΙΝΑ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ;
Η μάχη γίνεται με το χαρτί λευκό.
Με κόβει στα δάχτυλα.
Κι όμως συνεχίζω να πιστεύω.
Είμαι νικητής.
Συγχρονισμένα βήματα προς τον γκρεμό
και πέφτω
μετανιώνω
προσεύχομαι για ανάσταση
πεθαίνω.
Ποια η κατάληξη;
Κι αν είμαι
του πρώτου δέντρου ο καρπός
μισοφαγωμένος ωριμάζω και σαπίζω.
Κάνω κύκλους τρέχοντας
ψάχνω τις ρίζες.
Ξεκινώ να σκάβω με μανία
δεν τις βρίσκω
μα σκάβω και σκάβω και σκάβω.
Φτάνω στον φλοιό και καίγομαι.
Να σώθηκε άραγε το λευκό χαρτί
στο χέρι μου;
Έστω και τσαλακωμένο;
Η ΗΧΩ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ
Εγκλωβισμένος στο βλέμμα σου
αδυνατώ να κοιτάξω αλλού.
Μαγνητίζει το άγγιγμα
η φωτιά κρύβεται και μεγαλώνει.
Πίσω από λέξεις, νεύματα, σιωπές
δεν είναι μάταιη η αναμονή.
Περιμένω την αδιαφιλονίκητη ήττα
ή ακόμα κι εμάς
να ανακηρυχθούμε νικητές.
Ας αφήσω τα έπαθλα
για τις αναμετρήσεις.
Μετέωροι στα ενδεχόμενα
ελευθερώνουμε τη διάρκεια.
Από το τέλος
ακροβατούμε στον γκρεμό.
Κουρασμένα χέρια μάς χαιρετούν
λίγο πριν αφήσουν το σχοινί.
Κακής ποιότητας φωνές
πρόσφεραν αντίσταση στο φως
μα αρνηθήκαμε.
Χορτάτοι ή πεινασμένοι
έχουμε τη γεύση της φαντασίας.
Πώς να επιβιώσουμε
με βουτιές στα ρηχά;
Ας μην επιβιώσουμε.
Άλλωστε, μας ταπεινώνει η σάρκα.
Φθείρεται.
Ακόμα και το μυαλό θολώνει
πέφτει στην παγίδα.
Όλα είναι σκόρπια μες στον χάρτη
χωρίς ηπείρους και προορισμό
παροτρύνουν να χωρέσουμε
στο άγνωστο
να χαθούμε στο κάλεσμά του.
Ας μην επιβιώσουμε.
ΦΩΤΟΦΟΒΙΑ
Τη μάσκα τη φορώ και τώρα που μιλάμε.
Είναι κολλημένη επάνω μου δεν τη βγάζω.
Η μάσκα μου είμαι εγώ.
Βέβαια έχω κι άλλες.
Έχω πολλές, με λες και συλλέκτη.
Να φορέσω άλλη;
Δύσκολο, δεν τ' επιλέγω εγώ
Συνειδητά τουλάχιστον.
Οι μάσκες μου είναι ιερές, έχουν σκοπό.
Γίνομαι άντρας, παιδί, αδελφός, αδελφή
στον κόσμο των άλλων θεός
στον κόσμο των άλλων πιστός
γίνομαι δήμιος, κακοποιός
μετανιώνω και γίνομαι ήρωας.
Πάντα όμως ένας μασκαράς
με το κεφάλι χαμηλά και τα μάτια κάτω.
Σου είπα όχι, δεν θα βγάλω τη μάσκα.
Ούτε εγώ ο ίδιος δεν θυμάμαι
τι κρύβει από κάτω.
Δεν τη βγάζω.
Ίσως κρύβει ντροπή άρνησή μου
ίσως μου βαραίνει το χέρι.
Αυτό είναι, ντρέπομαι.
Έμαθα να μένω στην ντουλάπα.
Το πολύ, να βάλω λίγη ναφθαλίνη
να μη με φάει ο σκόρος.
Αλλά ούτε λόγος για να βγω.
Δεν είμαι για επαναστάσεις
ενάντια στο ρεύμα εγώ.
Θα μπορούσα αλλά...
Ακόμα και τώρα που μιλάμε
πολλές ντουλάπες αδειάζουν
αλλά η ντροπή ακόμα κρύβεται εκεί.
Πώς θα μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτήν;
Ποιος με ξέρει τελικά
όταν κανείς δεν με έχει δει.
Πώς να κρύψω κάτι τόσο τρομακτικό
Πίσω από προσωπείο;
Κι όμως το έκρυψα.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ ΚΑΦΚΑ
Αξιότιμε Φραντς,
Σας στέλνω το γράμμα αυτό μέσω ΕΛΤΑ.
Έχουν δικά τους μυστικά περάσματα
μέχρι την άβυσσο του ουρανού που είστε.
Διάβασα χτες τη «Μεταμόρφωση»
και μ’ έβαλε σε σκέψεις
το τεράστιο σκαθάρι σας, ο Γκρέγκορ.
Αυτή η φιγούρα η τραγική
που μεταμόρφωσε σταδιακά την οικογένειά του.
Και σας ρωτώ:
Γιατί το κάνατε στον χαρακτήρα σας αυτό;
Να ζει μία ζωή μονάχα για τους άλλους.
Αναρωτιέμαι αν είμαι και εγώ όπως αυτός.
Μήπως μεταμορφώνομαι σταδιακά
σ’ ένα σκαθάρι με τη σκληρή επίπεδη κοιλιά
και τα μικρά μου μαύρα ποδαράκια.
Μήπως σέρνομαι στο πάτωμα κι εγώ
και δεν με φτάνει πια το φως του ήλιου.
Και μήπως κιόλας εγκατασταθώ αιώνια εκεί.
Εκεί που οι άλλοι θα ρίχνουν βιαστική ματιά
και το σκοτάδι θα κάνει ηπιότερο
το αποκρουστικό.
Μα αυτό που πιο πολύ απ’ όλα με φοβίζει
είναι να συνηθίσω πια να είμαι ένα σκαθάρι.
Η απομόνωση να γίνει η οικογένειά μου.
Ό,τι με τρέφει να είναι σάπιο και μικρό.
Όσο για την Γκέτε, τη μικρή του αδελφή
̶ κάμπια που καταβρόχθιζε
εκείνα που φύτευε ο Γκρέγκορ ̶
μας τη μεταμορφώσατε σε πεταλούδα ξαφνικά.
Συλλέκτρια της γύρης των πιο ωραίων λουλουδιών
γεύμα που μοίραζε απλόχερα
το βράδυ στους δικούς της.
Ο Γκρέγκορ όμως οριστικά απών.
Αξιότιμέ μου, Φραντς, μεγάλε συγγραφέα
δεν θέλω να καταλήξω και εγώ
όπως ο ήρωάς σας.
Πέστε μου πως δεν κατάλαβα καλά
πως άλλο θέλατε να πείτε.
Πέστε μου ότι δεν είμαι ο Γκρέγκορ.
Θα περιμένω με ανυπομονησία μία απάντησή σας.
Με εκτίμηση
Ένα σκαθάρι.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ – ΣΤΑΥΡΟΣ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ
Ο Σταύρος Θεμιστοκλέους γεννήθηκε στη Λάρνακα της Κύπρου όπου και ζει. Σπούδασε στο Salford University του Manchester Χρηματοοικονομικά και εργάζεται σε ιδιωτική εταιρεία. Παρακολουθεί εδώ και πέντε χρόνια τα Εργαστήρια Δημιουργικής Γραφής και Ανάγνωσης της ποιήτριας και δοκιμιογράφου Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου. Ποιήματα και πεζά κείμενά του έχουν συμπεριληφθεί στην ανθολογία Συν(γ)ραφές, εκδόσεις «Τεχνοδρόμιον» 2018. Αντίστοιχα, πεζό κείμενο του έχει δημοσιευτεί στο κυπριακό λογοτεχνικό περιοδικό «Διόραμα». Η Συλλογή «Όρθιες στέκονται μόνο οι μαριονέτες» εκδόσεις Ρώμη είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή.