Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει έναν πολύ ταλαντούχο νεαρό ποιητή, τον Ηρακλή Μίγδο. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, ενώ η καταγωγή είναι από την Άρτα. Σπουδάζει Οικονομικές Επιστήμες και Δημοσιογραφία , ενώ έχει παρακολουθήσει μαθήματα Πολιτιστικής Διπλωματίας. Αρθρογραφεί στον ηλεκτρονικό τύπο. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή, που τιτλοφορείται "Έπεα Πτερόεντα". Τα ποιήματά του είναι μικρές ιστορίες με αρχή, μέση και τέλος, ενίοτε και μ' ένα υπόγειο επιμύθιο. Ο λόγος του σμιλεμένος, γλαφυρός, συγκινητικός. Την πένα του απασχολούν οι σκηνές της σύγχρονης καθημερινότητας, μα και τα καρέ του παρελθόντος, τα όνειρα κι όλα τα ανθρώπινα. Με την ευαίσθητη ματιά του τα απλά γίνονται σημαντικά κι αποκρυσταλλώνονται σε όμορφα ποιήματα. Θα γνωρίσουμε πέντε απ' αυτά!
Το Σχόλασμα
Έφτασε επιτέλους η ώρα.
Πετάει τη χαρτούρα όλη μες στο χαρτοφύλακά του,
χαιρετάει και κατεβαίνει τα σκαλιά σούρνοντας τα πόδια του.
Σχόλασε! Πάει προς το λιμάνι, και βαριεστημένα
κοιτάει τις βάρκες που σαν ανθρώπινες ψυχές τις τρώει η σκουριά.
Κάθεται αρκετή ώρα.
Σχόλασε! Γυρίζει σπίτι του,
βάζει ένα ποτήρι ουίσκι, κάθεται στο γραφείο του και γράφει:
"Έφτασε επιτέλους η ώρα να σχολάσω..."
Αυτοθέλητος Ζητιάνος
Μου 'δωσαν να βάλω τα ρούχα του γείτονα.
Μου 'ταν πολύ φαρδιά.
Μου 'δωσαν ενός άλλου, πολύ στενά.
Άρχισαν να μου λεν πως έχω άτσαλο σουλούπι,
πως μόνο για κουρέλια είμαι.
Μα σαν φόραγα τα… κουρέλια μου, μόνο με ζητιάνος δεν έμοιαζα.
Ήταν σα να 'χαν φτιαχτεί για 'μενα,
μα στην πραγματικότητα εγώ τα 'χα φτιάξει.
Αναμονή
Η πολυθρόνα ξεθώριασε πια,
τα μαξιλάρια βαθούλωσαν
κ' οι κλωστές θυμίζουν
παμπάλαιο πουλόβερ.
Κάθομαι και συλλογιέμαι διαβάζοντας εφημερίδα κι ανάβοντας τσιγάρο.
Γυρίζω το κεφάλι μου προς την κουζίνα έτοιμος να φωνάξω
"Αργεί αυτός ο καφές;"
Ας αργήσει θεούλη μου,
ας αργήσει.
Αρκεί να τον φέρεις εσύ
ή έστω αρκεί να μ' απαντήσεις
"Σήκω φτιάξτον μόνος σου"
Η Βεράντα Της Νιότης Μας
Θυμάμαι εκείνη τη βεράντα στο χωριό.
Με τις τριανταφυλλιές και την κληματαριά
που κρέμονταν σαν θηλιές τα σταφύλια πάνω απ’ τα κεφάλια μας.
Εκεί κάθε απόγευμα μου διάβαζες ποιήματα
και ταξιδεύαμε δίχως αποσκευές και δίχως προορισμό.
Όμως ήρθε η στιγμή που η ξέμπαρκη ψυχή μας
έπρεπε να μπει σε καλούπια.
Οι τριανταφυλλιές να γίνουν ανθοδέσμες,
τα σταφύλια κρασί και τα ποιήματα να μπούνε στο συρτάρι.
Έπρεπε η ζωή μας να μπει σε μια "σειρά"...
Ο Μπάρμπα Γιώργης
Στην άκρη εκεί του καφενέ
κάθεται ο μπάρμπα Γιώργης.
Μια μισοσκισμένη φωτογραφία κοιτά
-απ' ό,τι μου λεν- της όμορφής του κόρης.
Καπνίζει το τσιμπούκι του,
τραβάει τα μαλλιά του,
χαμογελάει απ' όξω του
μα τρώει τα σωθικά του...
Δεν τον ακούσαμε ποτέ να λέει καλημέρα,
μα κάθε βράδυ στο φευγιό του μουρμουράει
"Πάει και τούτη η μέρα".
Τι περιμένει ο δύσμοιρος;
Την κόρη να ξανάβρει;
Ή πότε θα 'ρθει η στιγμή
να πάει κι αυτός στον Άδη;
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ:
Ο Ηρακλής Μίγδος γεννήθηκε στην Αθήνα το 2005 όπου και μεγάλωσε ενώ κατάγεται από ένα ορεινό χωριό της Άρτας. Είναι φοιτητής Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, σπουδαστής Δημοσιογραφίας στο ΙΕΚ Άλφα ενώ έχει παρακολουθήσει και μαθήματα Πολιτιστικής Διπλωματίας στο Ελληνικό Ινστιτούτο Πολιτιστικής Διπλωματίας. Παράλληλα ασχολείται ενεργά με την αρθρογραφία και έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή με τίτλο "Έπεα Πτερόεντα".