Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον λογοτέχνη Γιώργο Δ. Μπίμη. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε στον Άγιο Γεώργιο Βοιωτίας και ζει στη Λιβαδειά. Η ειδικότητά του είναι Τεχνολόγος Μηχανολόγος Μηχανικός. Εργάστηκε στην εκπαίδευση, απ' όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Ασχολείται με τη μελέτη και τη συγγραφή ποίησης από την εφηβεία του. Παράλληλα έχει ασχοληθεί με τη στιχουργική, το θεατρικό κείμενο, το δοκίμιο, το διήγημα και το μυθιστόρημα. Δημοσιεύει έργα του στον λογοτεχνικό τύπο και είναι τακτικός συνεργάτης έγκριτων ιστοσελίδων. Έχει τιμηθεί σε πολλούς Πανελλαδικούς και Παγκόσμιους Ποιητικούς Διαγωνισμούς. Στίχους του έχουν μελοποιήσει καταξιωμένοι συνθέτες. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές, ένα θεατρικό έργο, ένα μυθιστόρημα κι ένα βιβλίο δοκιμιακού λόγου. Γράφει ικανότατα τόσο σε ελεύθερη γραφή, όσο και σε παραδοσιακό ομοιοκατάληκτο στίχο. Η ποίησή του είναι αφηγηματική, λυρική, κοινωνιοκεντρική. Ο λόγος του είναι σμιλεμένος, γλαφυρός, ανεξάντλητα ευρηματικός, ζωντανός, καίριος. Η πένα του ζωγραφίζει τα δεινά του κόσμου, εμπνέεται από τα κοινωνικά αιτήματα και τις πανανθρώπινες αξίες. Άλλοτε πάλι υμνεί τον έρωτα και την ομορφιά της ζωής. Θα περιηγηθούμε στον κόσμο της σκέψης του μέσα από οκτώ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ποιήματά του!
Ερωτικό
Μέλι στα ανθισμένα κρίνα κύλησε από τα κοραλλένια χείλη σου
που είναι κόκκινα σαν το αίμα κι ένθερμα σαν το κάμα του καλοκαιριού.
Εγώ σε ακολουθώ ακάματα κι εσύ, σαν το κρυσταλλένιο νερό
που αναδύεται από τα έγκατα της γης,
με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, εγκωμιάζεις μιαν πρωτόβγαλτη και ανεξάσκητη άνοιξη.
Ένα λουλούδι άνθισε στη δροσεράδα του κήπου μου
κι ανήγγειλε τον εξάγγελο της εξεγερμένης νιότης σου.
Κι είναι πλέον απόλυτα κατανοητό και αναγνωρίσιμο:
στην ακαθόριστη κίνηση των γεγονότων,
στο χρόνο που κυλά με τον ίδιο ρυθμό προς μια μοναδική κατεύθυνση,
ό,τι κι αν παρακμάσει στο σώμα μου
μπορεί κάλλιστα να απογίνει πύρινη λαίλαπα στην ψυχή μου!
Θα υπογραμμίσω τα γράμματα, τις λέξεις και τα νοήματα,
για να εκθειάσω την τελειομανία της πλάσης που σμίλεψε
τα ακριβά σου μάτια!
Και θα 'μαι πάντα σε ετοιμότητα να εντοπίσω
ό,τι πιο ευεργετικό και γόνιμο θα φανερωθεί
στη μαγεία που εκπέμπει το γλαυκό σου βλέμμα.
Στο βαθύ ωκεανό του θεϊκού σου κάλλους θα κατοπτεύσω
τα μαργαριτοφόρα στρείδια, τα άδολα αγαθά της άμεμπτης
και της άπλετης ελευθερίας σου, τα αρίφνητα πλούτη
της ψυχής σου!
Όταν χαμογελάς, χαμογελούν μαζί και οι ανοιχτοί ορίζοντες
με κείνη την εξεζητημένη ηδύτητα, με τη ζωτικότητα
και με τη θελκτική δύναμη που ξεπερνά κάθε εμπειρική γνώση.
Που αλλάζει εμπεριστατωμένα και αποτελεσματικά
την κοινωνική ολότητα, το χαρακτήρα και τη μορφή
των ομοφρόνων ζηλωτών, την ηθική συνείδηση των ενάρετων ανθρώπων
που έχουν αφιερωθεί στη δική σου δόξα!
Σε κοιτώ στα μάτια!
Η θλίψη μου αθωώνεται κι ένα παράφορο σαγήνευμα διεισδύει
απολέμητο στο άλικο αίμα της καρδιάς μου.
Τώρα πια γνωρίζω καλά που θα βρω τον εξαγνισμό,
τη λύτρωση και την απελευθέρωση,
αφού έχω εντοπίσει το υπέρλαμπρο άστρο σου
στον περιαυγή και στον ευοίωνο ουρανό μου...
Προσμονή…
Στην αυταπάτη που ξυπνά στη χέρσα γη,
τυφλοί προφήτες στην ομίχλη προχωράνε
κι έχουν στα στήθια τους μι’ αλύτρωτη πληγή
κι οι άδειες ώρες στον καημό τους δε χωράνε…
Κι εκεί που ο χρόνος την οδύνη συναντά
κι απλώνει ο πόνος το βαρύθυμο το χέρι,
τη γη ξεχνάω κι η ηχώ σου μου απαντά,
τη γη θυμάμαι και μου γνέφει ένα αστέρι.
Νύχτα Σαββάτου ξημερώνει Κυριακή
κι όλα συγκλίνουν στην αγέλαστη την πόλη,
μα εγώ συντρόφισσα κι απόψε θα 'μαι εκεί
αφού δεν έχει ο καιρός αραξοβόλι.
Με κάτι όνειρα σβησμένα και μισά,
στ’ άγριο πλήθος μιαν υπόσχεση γυρεύω,
τραχύς ο άνεμος, σαν τύραννος φυσά
κι εγώ ανένδοτος, μες στη βροχή χορεύω.
Στην άγρια νύχτα οι προφήτες θα χαθούν,
στο αμετάκλητο και στο καθορισμένο,
πλήθος ενέδρες στα κατώφλια θα στηθούν
κι εγώ τυφλός, σε ξένη γη σε περιμένω…
Παραμόρφωση
Στην άγονη νύχτα, σαλπίσματα, φωνές, ομοβροντίες…
Το ήξερες πως έφτασε η ώρα της φριχτής περιπέτειας…
Με το φανέρωμα του ήλιου,
οι δήμιοι, με τη σκληρή επιβαλλόμενη ευγένεια,
σου έδωσαν το μαύρο μαντίλι για να δέσεις τα μάτια σου,…
μα εσύ δεν το δέχτηκες, γιατί δεν ήθελες
να παραδεχτείς την ήττα!
Το ήξερες,
ωστόσο πήγες με σίγουρο βήμα και στάθηκες
μπροστά στον γκρεμισμένο μαντρότοιχο,
με τα χέρια πρησμένα από τις χειροπέδες…
Σ’ ένα χρόνο επάλληλο, μπροστά στο έξαλλο πλήθος,
κοίταξες με αθόλωτο μάτι την απαράβλητη ομορφιά του κόσμου
που αυγάζει κάθε ξημέρωμα και νικά τη φρόνηση.
Επιστροφή στο κενό, στα πιο ακριβά ενθύμια,
στη μάνα σου, στα αδέρφια σου,
στους απλούς ανθρώπους της γης
που χάνονται ανυποψίαστοι μέσα
στη σκοτεινή αβεβαιότητα της καινούριας μας οδύνης.
Το ήξερες,
ότι η άγρια αναμέτρηση θα έφτανε στο τέλος της.
Κι όταν θα βροντούσαν οι κάνες των όπλων
θα πρόφταινες μονάχα να δεις τη μικρή σπίθα της φωτιάς
που ενώνει τη ζωή και το θάνατο…
Το ήξερες,
πως θα έσβηνε για πάντα το λιγνεμένο φως
του άδολου πρωινού
και το σκοτάδι θα ξεδιπλωνόταν μέσα στα χαλάσματα,
την ύστατη στιγμή που το αίμα σου θα άχνιζε πάνω
στο στοιχειωμένο χώμα.
Το έγκλημα θα συντελεστεί,…
Και μια ελπίδα θα χαθεί, δίχως θρηνωδίες και κραυγές,
για να ξεχωρίσουν οι γενναίοι από τους δειλούς,
για να γίνει η θυσία σου μια ακόμα ένοχη σιωπή
στο αγέρα της γης που δε λέει να κοπάσει…
Πάει πολύς καιρός σύντροφε που λείπεις…
Στην ερημιά των δρόμων που η ζωή σκορπίζεται,
θυμάμαι πάντα μια ημερομηνία,
μια εύχυμη νιότη που δε πρόφτασε να ανθίσει
κι ένα ανθρώπινο όνομα που μιλούσε πάντα απροσποίητα
για την ειρήνη και για τη δικαιοσύνη της γης,
σ’ όλες εκείνες τις ανθρώπινες καρδιές που βιώνουν
το φρικτό μαρτύριο στο χώμα,…
Το όνομά σου…
Το όνομά σου στην άμμο το χάραξα,
ένα κύμα μακριά να το πάει
κι άμα χάθηκες μέσα μου σπάραξα
κι ένα άλγος στη γη με σκορπάει…
Της αγάπης τα λόγια σου χάθηκαν
στα πικρά και στα δίσεχτα χρόνια,
σα λουλούδια στη μπόρα μαράθηκαν
μα στο νου μου θα ζήσουν αιώνια.
Ο καημός της αγάπης δε γέρασε
-άγιο φως που σαγήνεψε τ’ άστρα-
ένα όραμα ήσουν που πέρασε,
μια βροχή που νοτίζει τα κάστρα.
Προσευχή μου θα κάνω τα χέρια σου,
για τον έρωτα ύμνους θα γράψω,
στα σεμνά και λιτά καλοκαίρια σου
μια φωτιά στην κορφή σου θ’ ανάψω.
Στην καρδιά ένα σύννεφο ζύγωσε
κι ο καιρός βιαστικά περπατάει,
το ρωτάω γι’ αυτό που σε πλήγωσε
κι η πικρή του σιωπή μου απαντάει…
Τσιγγάνος, ο εξόριστος γιος της γης
‘’Ο κύκλος της ζωής μου παραμένει πάντα ευθύς και ανεπιτήδευτος
σαν την απλότητα και την αμεσότητα της αγιασμένης πλάσης…’’
Με τους δειλινούς ήχους ντύνω την ολόγυμνη ψυχή μου,
με τα χρώματα και με τα σχήματα του ζεστού μεσημεριού
κοσμώ το ηλιοκαμένο μου κορμί, έχοντας πλήρη επίγνωση
πως είμαι ο ανόθευτος γιος της γης αφού συμπορεύομαι
με τα αρχέγονα πρότυπα, αφού ενδημώ και ανασαίνω μόνο
για τη δική της ανυπέρβλητη ελευθερία.
Εύληπτος και συγκρατημένος ο κόσμος των ουρανίων πνευμάτων,
λιτή και απέριττη κι η διαβατάρικη ζωή…
Και εγώ, το αυθεντικό τέκνο της δημιουργίας,
αναγεννιέμαι σαν την άνοιξη στο πρόσφορο έδαφος της ουτοπίας
κι ύστερα,
μέσα στου αποχείμωνου τα δάκρυα και τα αναφιλητά,
σαν τη σταλαγματιά στο χώμα αφήνω την τελευταία μου πνοή…
Όχι, δε με συγκινούν τα κάστρα, οι πολεμίστρες και τα παλάτια σας,
μονάχα μια αχτίδα του σελασφόρου ήλιου λιμπίζομαι
για να ζεστάνω τις χορταριασμένες στράτες της πεζοπορίας
κάτω από τα γυμνά μου πέλματα.
Τα καυτά μεσημέρια της σχόλης σιγοτραγουδώ
μαζί με τα τζιτζίκια, με τα πουλιά και με τα μαϊστράλια,
κι όταν νυχτώνει, από αλλοπαρμένο πάθος γίνομαι στάχτη
δίπλα στη συντρόφισσα φωτιά που καίει αγέρωχη τα ξύλα της.
Ξυπόλητη και εγκρατής και ακαλλώπιστη η ζωή μου
αλλά καθ’ όλα εύθυμη, ακόρεστη και ευδιάθετη
κάτω από το ευεργετικό φως της ασυννέφιαστης μέρας.
Δεν έχω πρόσβαση στη γραφή, μόνο γήινο ένστικτο διαθέτω
κι ο οίστρος και ο ενθουσιασμός που κατακλύζουν το είναι μου
με παρακινούν να αψηφήσω την ανούσια παιδεία
και την ατελέσφορη γνώση σας.
Αρνούμαι σθεναρά και απαξιώ την χειραγωγημένη κοινωνία σας
που δεν οργίζεται μήτε εναντιώνεται
σε τούτη την αλόγιστη αλαζονεία που αφανίζει και αποδεκατίζει
ό,τι σπουδαίο και ιδεώδες μπορεί να θρέψει μια ανθρώπινη καρδιά.
Ο ατίθασος χαρακτήρας μου που 'ναι ζυμωμένος με τον πηλό της γης
ξεχειλίζει από βίαια πάθη, από κριματισμένους έρωτες
και από χειραφετημένες και ανυποθήκευτες λαχτάρες.
Με το αγύμναστο πνεύμα μου πασχίζω να βιώσω το παρόν,
να βρω την πρόφαση, να γευτώ το εκχύλισμα της αληθινής ζωής
για να αποδιώξω τούτη την άφατη θλίψη του θανάτου
από το βλέμμα μου.
Κι οδοιπορώ αέναα στο χιόνι και στον άνεμο, στην ξερολιθιά,
στη μπόρα και στη λάσπη γυρεύοντας εναγώνια το ριζικό μου...
Οι μυστικές φωνές της πλάσης με καλούν
κι εγώ, ο σημαδεμένος από το πεπρωμένο μου, ακολουθώ
τους κύκλους του φεγγαριού, αναμετρώντας
την αισθησιακή χίμαιρα των ετερόφωτων άστρων στο φωτεινό διάστημα,
κρύβοντας επιμελώς ένα σβόλο χρυσάφι μέσα βαθιά
στα μύχια της καρδιάς μου!
Κι είναι συνηθισμένο και απλό το ξέσπασμα της χαράς μου
σαν το ανοιξιάτικο λουλούδιασμα της γης! Ωστόσο,
δεν επιθυμώ συνάνθρωποι να σας επιπλήξω, να σας αφορίσω
ή να σας καταδικάσω:
Εσείς μοχθείτε να θεμελιώσετε τον πλούτο και τη χλιδή
πάνω σε τούτη την αμμώδη ακτή κι εγώ λιμπίζομαι να ζήσω
την αιωνιότητα της εύθραυστης στιγμής, τη ριπή του χρόνου
που διαβαίνει γοργά και χάνεται μαζί με τον αγέρα…
Αφουγκραστείτε αδέρφια μου τη γλυκύφωνη κτίση
που μας καλεί στην εύθυμη γιορτή του εραστή θεού Απρίλη!
Κι αφήστε με ακηδεμόνευτο να πορεύομαι
εκστασιασμένος και μακάριος
στα ατέρμονα μονοπάτια των άστρων και των φεγγαριών,
υμνωδώντας ως τη συντέλεια του κόσμου για το ιερό πάθος
και για τον καθοσιωμένο έρωτα της γης,
γιατί εμένα τον ανειρήνευτο και τον αδιάλλακτο αντάρτη,
κανένα επιβλητικό παλάτι και καμιά περιφραγμένη αυλή
δε μπορούν να με ξελογιάσουν και να με κρατήσουν έγκλειστο
στο μονότονο, άχρωμο και πληκτικό υποσκίασμά τους!
Η Ιθάκη των φτωχών
Μ’ ένα μπλε βαθύ στα μάτια
μιαν αυγή ξυπνήσαμε
μα τη γη την πήραν άλλοι
και γι’ αλλού κινήσαμε.
Μ’ ένα φλάμπουρο στην πλώρη,
πέλαγα περάσαμε,
στο λιοπύρι και στο κύμα,
πρόωρα γεράσαμε.
Στους φτωχούς τους καφενέδες
πια κανείς δε νοιάστηκε,
με ρακί και με αμανέδες
μια γενιά ξεχάστηκε.
Στην πολύδωρη Ιθάκη,
νηστικός κοιμήθηκα,
κι όπως έκαιγε το τζάκι,
πάλι σε θυμήθηκα…
Μια μέρα, μια αιωνιότητα
Θάλασσα, πέτρα κι ουρανός,
ελιές και κυπαρίσσια,
φωτιά που καίει και καπνός
και μυρουδιά σπιτίσια.
Κινούν πρωί με την αυγή,
ξωμάχοι κι αγωγιάτες,
μα μια μητέρα νοσταλγεί
κι όλο κοιτά τις στράτες.
Θάλασσα, πέτρα κι ουρανός
κι ο ήλιος καραούλι,
βουνά κι ορίζοντας μικρός,
απ' το Μοριά ως το Σούλι.
Στην τύχη τούτης της χρονιάς
ελπίζανε οι φαντάροι,
μα πλάκωσε βαρύς χιονιάς
στα μέσα του Γενάρη.
Άνοιξη μοσχομύρισε
κι η μάχη δεν τελειώνει
κι ούτε ένας γιος δε γύρισε,
στ’ αφρόντιστο τ’ αλώνι.
…
Δυο στάχυα μέστωσαν στη γη,
ποιο χέρι θα τα κόψει,
ποιος θα μας γιάνει την πληγή,
τον πόνο ποιος θα διώξει;
Ψέματα
Στις συναθροίσεις, μας ζητούν επίμονα να δηλώσουμε
την πίστη ή την ανοχή μας στo υστερικό τους δόγμα.
Στην ιδεολογία που προάγει τεχνολογίες και επιτεύγματα
αλλά στερεί το ψωμί…
Καταπίεση, εκμετάλλευση, πόλεμος, υπεραξία, κέρδος!
Σ’ αυτό τον πολιορκημένο κόσμο,
ένας σάπιος, πηχτός αγέρας ανασαίνει και σβήνεται
κάτω από ένα μολυβένιο ουρανό
που στάζει θειάφι και φώσφορο στην πλάση…
Ερείπια, στάχτες κι απροσπέλαστη ύφεση παντού!
Τα εφιαλτικά κελιά, οι εκτελέσεις, οι ομαδικοί τάφοι,
το συρματόπλεγμα, οι φυλακισμένοι απεργοί, οι μισθοφόροι,
οι πρόσφυγες, τα αμούστακα παιδιά που βάφουν με αίμα
την ψυχή τους στον όλεθρο της μάχης, είναι εδώ…
Εδώ είναι κι οι πολιτικοί προφήτες και οι διανοούμενοι
που αναμασούν παμπάλαιους χρησμούς κι υπόσχονται
ένα μέλλον ασυνεχές, δυσνόητο και ανεκπλήρωτο,
με ιδεολογίες και με αρχές που δεν κυοφορούν
καμιά καθολική αξία, καμιά ανατρεπτική πρακτική…
Μα εγώ κρατάω ακέραιη στη μνήμη μου
την ιδέα Σου για τη ζωή και το θάνατο του εργάτη.
Το πρόσταγμα που έδειξε την άλλη εκδοχή
της αταξικής προοπτικής γι’ αυτούς που έχασαν
το σεβασμό των άλλων και ζουν ως αγέλη,
παραβλέποντας συνειδητά τα προνόμια της πλουτοκρατίας,
τις ύποπτες συναλλαγές, τις προμήθειες, την έκπτωση,
την εκποίηση, την απληστία, το ψέμα.
Υποκρισία και δολιότητα, υποτέλεια και προδοσία,
χωρίς καμιά προοπτική για το κοινωνικό γίγνεσθαι,
οικτρά ναυάγια σ’ ένα λεηλατημένο κόσμο
που καμιά θυσία και καμιά εξέγερση
δεν μπόρεσε να τον ανατρέψει.
Ωστόσο το ζήτημα τίθεται πάλι επιτακτικά:
Το πεπρωμένο της ζωής μπορεί ν’ αλλάξει
μόνο με τη ζωντανή πίστη του ανθρώπου
για την αναντικατάστατη αξία της ψυχής του!
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Γιώργος Δ. Μπίμης γεννήθηκε στον Άγιο Γεώργιο Βοιωτίας και ζει στη Λιβαδειά. Είναι Τεχνολόγος Μηχανολόγος Μηχανικός κι έχει φοιτήσει στην Παιδαγωγική Σχολή της ΣΕΛΕΤΕ. Είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός. Διαβάζει, μελετάει και γράφει ποίηση από την εφηβική του ηλικία. Εκτός από την ποίηση ασχολείται με τη στιχουργική, με το θεατρικό λόγο, με το διήγημα, με το δοκίμιο και με το μυθιστόρημα… Δημοσιεύει ποίηση και στίχους στον τοπικό τύπο ‘’Διάβημα’’ και σε φιλολογικά περιοδικά όπως: ΄΄Βρυσούλες Γνώσης΄΄ στο Σύδνεϋ της Αυστραλίας, ΄΄homo universalis΄΄, ΄΄αιολικά γράμματα΄΄, ΄΄ατέχνως,’’ ‘’βιβλιοnet,’’ ‘’fractal,’’ ‘’Αποστακτήριο,’’ ΄΄Κατιούσα,΄΄ Αlt.gr κ.α΄΄… Έχει διακριθεί σε πολλούς Πανελλαδικούς και σε Παγκόσμιους Ποιητικούς Διαγωνισμούς. Στίχους του έχουν μελοποιήσει: Ο συνθέτης και τραγουδιστής Παντελής Θαλασσινός, η σολίστ κλασσικής κιθάρας Εύα Φάμπα, ο συνθέτης και τραγουδιστής Αλέξανδρος Χατζηνικολιδάκης, ο συνθέτης Στέφανος Ψαραδάκος, ο συνθέτης Θοδωρής Καρέλλας, ο συνθέτης Τάσος Παπαθανασίου, ο συνθέτης Γιώργος Κοφινάς και ο συνθέτης και τραγουδιστής Ονούφριος Παντής… Ο Γιώργος Δ. Μπίμης έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές: 1. "Μνήμες της πέτρας και της Σιωπής’’, ΄΄Τα Λυρικά΄΄, ΄΄Ο Χρόνος κι οι Πληγές΄΄ και ‘’Το χώμα και το αίμα.’’ Το θεατρικό του έργο που έχει τίτλο: ΄΄Σωκράτης, η ιδέα που νικά το θάνατο’’ βραβεύτηκε σε Πανελλαδικό Διαγωνισμό της ‘’Ασημένιας Σελίδας’’ και εκδόθηκε από τις Εκδόσεις ‘’Εντύποις’’. Από τις Εκδόσεις Εντύποις εκδόθηκε και το 6ο βιβλίο του, ένα μυθιστόρημα που έχει τίτλο ‘’Στα μονοπάτια της Μνήμης.’’ Επίσης έχουν εκδοθεί δύο ακόμα έργα του. Μια ποιητική συλλογή με τίτλο: ‘’Πρωινό άστρο και άλλα ποιήματα’’ κι ένα βιβλίο με έξι δοκίμια που έχει τίτλο: ‘’Έξι τύψεις της Γης.’’ Ο Σύλλογος των Συνταξιούχων του Δημοσίου Ν. Βοιωτίας έχει απονείμει τιμητική πλακέτα στον ποιητή για την προσφορά του στα Γράμματα και στην Τέχνη… Ο Γιώργος Δ. Μπίμης είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών, αλλά και της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Είναι τακτικός συνεργάτης στις ιστοσελίδες: ‘’Κατιούσα’’ και ‘’Αλτ.γρ.’’ Περισσότερες πληροφορίες στο facebook (ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΙΜΗΣ) και στο Διαδίκτυο.…