Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" θα σας παρουσιάσω την ποιήτρια Κωνσταντίνα Αρχοντούλη. Η φιλοξενούμενή μου είναι 20 ετών και τριτοετής φοιτήτρια στο Τμήμα Φιλοσοφίας Αθηνών.Είναι μέλος ερασιτεχνικής θεατρικής ομάδας. Παίζει κιθάρα,ντραμς, γιουκαλίλι και τραγουδάει. Ασχολείται με την ακροβατική γυμναστική και είναι αθλήτρια εναέριων ακροβατικών. Έγραφε πάντα ποίηση και πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις 24 γράμματα η πρώτη της ποιητική συλλογή που φέρει τον αισιόδοξο τίτλο "Ζωή, σ' έχω επί λέξει ». Η ποίησή της είναι αφηγηματική, υπαρξιακή, βαθιά εξομολογητική. Χρησιμοποιεί κατά κανόνα α' ενικό ή α' πληθυντικό πρόσωπο οριοθετώντας μια γραφή εσωτερική. Ο λόγος της είναι φρέσκος, ζωηρός, τρυφερός, συνάμα και τολμηρός. Μιλά για τις ελπίδες και τις αγωνίες τις δικές της και της γενιάς της, τα σκαμπανεβάσματα των σχέσεων, τη γλυκόπικρη καθημερινότητα. Ενδοσκοπείται, αυτοσκαρκάζεται, φιλοσοφεί, γελά, σπαράζει, με ειλικρίνεια που κερδίζει τον αναγνώστη. Είναι πολύ ενθαρρυντικό να υπάρχουν νέοι άνθρωποι που γράφουν τόσο δυνατά. Περιμένουμε με ανυπομονησία τα επόμενα βήματά της. Για την ώρα θα τη γνωρίσουμε μέσα από δεκατρία μοναδικά ποιήματά της!
Από την ποιητική συλλογή «Ζωή, σ' έχω επί λέξει",Εκδόσεις 24 γράμματα,2022
Αγγελία
Μου έχω βάλει πωλητήριο.
Μήπως και καταφέρω,
κάποτε,
και επενδύσω σοβαρά.
Ποιος ξέρει.
Ίσως κερδίσω την εμπιστοσύνη του ιδιοκτήτη.
Και υπογράψω σύμβαση.
Πολύχρονη.
Ή έστω μηνιαία.
Έστω εμένα.
Μόνο έτσι θα (μ’) ακούσω,
ότι έχω αφήσει οφειλές.
Πωλείται διαμέρισμα διαιρετό.
Κι όμως αφήνει υπόλοιπα.
Δεν είναι αφή.
Είν’ τα χρωστούμενα.
Το μέσα διαμέρισμα νοικιάζεται.
Θα επικοινωνήσουμε.
Εσωτερικό
Μ’ αρέσει να στολίζω τα μαλλιά μου.
Και να τα βάφω,
ενίοτε.
Να στέκω πάνω τους πολύχρωμα λουλούδια.
Ν’ ανθοστολίζομαι,
προετοιμάζοντας έναν ακόμα θάνατο.
Μέσα μου ο χρόνος έχει ίσως εκμηδενιστεί.
Κι αυτό το ίσως με αφορά.
Έχει του πόνου την υφή.
Και γεύση ιδιόρρυθμης οικειότητας.
Ουρλιάζω,
για να ακούω ότι ζω.
Και κλαίω,
για να κρατώ τα μάτια μου ανοιχτά.
Σ’ αιώνια επιφυλακή.
Κι ας γίνηκε αγωνίας φυλακή μου.
Αφήστε με.
Φοράω λουλούδια και πενθώ.
Προετοιμάζω έναν θάνατο.
Εγκατάλειψη πρώτη
Αυτό το ποίημα δεν είναι ερωτικό.
Σε επικοινωνώ.
Αισθάνομαι τα χέρια σου να ’χουν υπόσταση βεβαιότητας.
Κι απόσταση.
Η ποιότητα των αγγιγμάτων σου
έχει κάτι το απαρηγόρητο.
Είναι που η ευτυχία μού ’θεσε τους όρους της από νωρίς.
Και τ’ αντικαταθλιπτικά στο ντουλάπι,
δεν ξέρουν ποια πόρτα να πρωτοσπάσουν.
Την του κουτιού,
της φυλακής τους;
Ή του μυαλού,
της φυλακής μου;
Έφυγες.
Κι έτσι εγώ βρίσκω την άνοιξη αλλού.
Σε αναγραμματισμούς που δεν με τρέμουν.
Που δέχονται την τάση μου να ασταθώ.
Όπου σταθώ.
Στέκομαι.
Κι ας μην μπορείς να με κρατάς.
Πήρες το χέρι σου νωρίς.
Και σ’ ενοχλεί όταν επιλέγω,
ένα εκ των δύο να τραβήξω.
Όταν τραβάω το δικό σου,
σε πνίγει.
Και όταν στέκομαι,
σε ενοχλεί η απώλεια.
Αυτό το ποίημα δεν είναι ερωτικό.
Αυτό το ποίημα γράφει τέλος.
Στον άνθρωπο
Ωδή στις θλίψεις.
Ωδή και στα θροΐσματα.
Ήδη στις θλίψεις.
Δεν βλέπεις.
Πλανάσαι ότι κλαις,
μα μέσα σου όλα αθρόιτα.
Αθροίζεις συμφορές,
για να μπορείς ν’ αμύνεσαι.
Και κάνεις πως λυπάσαι,
για να μπορείς να μένεις.
Ξεχνάς να βλέπεις, άνθρωπε.
Όσο και να κοιτάζεις.
Όσο κι αν πίνεις μέτριο τον καφέ σου,
ο κόσμος είναι εμπόλεμος.
Αιχμή
Πού πάνε οι κραυγές όταν δεν βγαίνουν απ’ το στόμα;
Ίσως να μπαίνουν από ́κει.
Και σαν ανάσα,
να ξεγελούν
ότι προσφέρουν όνειρο.
Να ξεγελούν
ό,τι προσφέρει όνειρο.
Όταν κλαίω,
η ψυχή μου σπαράζει.
Αγγιστρώνεται σε συνειδήσεις αναστεναγμών
και οικειοποιείται το σκοτάδι.
Πώς να σωπάσω εντός μου;
Και πώς να κλάψω αντάξια της ψυχικής μου οδύνης;
Θρήνος.
Γι’ αυτό που είναι.
Γι’ αυτό που θα ’πρεπε να είναι.
Και για ό,τι θα ’πρεπε κάπου να καταλήξει,
όμως αλλαξοδρόμησε.
Το όμως,
βλέπεις,
εμπεριέχεται στην λοξοδρόμηση.
Κι εγώ να τρέμω για την αντιστροφή τους.
Στοιβαγμένη σε αναστεναγμούς,
που γίνηκαν πέντε νυχτών παράσημα.
Ζωή, σ’ έχω επί λέξει
Ζωή, σ’ έχω επιλέξει.
Λέξη πολλαπλασιαστέα,
έλξη ιδιαζόντως άνευρη.
Ζωή σ’ επέλεξα.
Έπλεξα τις υφές και τις προσποιήσεις σου στεφάνι,
στην κεφαλή του κόσμου
και στο φέρετρο του «(μ)είναι».
Ζωή σε διάλεξα.
Στις διαλέξεις,
που διαιρούν τον λόγο
και τον υψώνουν σε αιτία.
Υψίφωνη λαλιά σπασμών
και ημίφωτων προβολών δυο έργα.
Προσβεβλημένη προβολή εσύ,
που τη βολή του κόσμου στρέφεις προς την ύπαρξη,
γονάτισε τις έννοιές σου τις διαιρετέες
και πρόσθεσε στου κόσμου το καμίνι,
μια δέσμη αναγκών.
Ζωή σ’ έχω δια λέξει,
χωρίς να σε κρατώ.
Μόνο που σε μοιράζομαι.
Κι είναι η τελευταία του Αυγούστου Κυριακή.
Κι η μοιρασιά της μοίρας μοιάζει αναγκαιότητα.
Και μια απόρροια λογική.
Παράφρων.
Που φθείρει τη συνείδηση του ανθρώπου που πενθεί.
Εντός. Εκτός. Και γύρω μου.
Ανέκδοτα ποιήματα
Οι άλλοι
Είμαστε άτολμοι
σε σώματα ενήλικα.
Παιδιά παγιδευμένα
σε υπερώριμες υπερβάσεις.
Ασίγαστα ερωτικοί υποστηρικτές
δυσνόητων ιαχών και προσποιήσεων.
Χαλάσματα σε κόσμο χαλασμένο.
Συναίσθημα και άτολμη ενοχή.
Ελπίδα σε απαρηγόρητο λυγμό.
Άσμα που αρμόζει
σε πένθιμες ιώσεις.
Είμαστε η γενιά
των δυστυχισμένων ποιητών.
Των ανήμπορων εραστών της αλήθειας.
Οι παρατημένοι.
Μας πήρανε το «ρα» μας.
Κι έπειτα,
κάθε ίχνος αξιοπρεπούς προτομής.
Τα άσπιλα,
που σπιλώνουν το αντισυμβατικό.
Είμαστε η παραίτηση και η ελπίδα.
Ο φόβος της εγκατάλειψης,
που ψάχνει την αγάπη του σκύλου.
Είμαστε σκυλόμορφοι άνθρωποι
και ανθρωπόμορφα σκυλιά.
Η λυσσαλέα αντίσταση αντιστροφής.
Είμαστε η ανάσα των κόκκων της άμμου,
κάθε που τα χρώματα
μπερδεύουν τους λυγμούς τους.
Είμαστε οι καπνοί, το πάρτι, το φως.
Και τα ανείπωτα λόγια που κρύψαμε σ' αυτά,
συνυποδηλώνοντας συνύπαρξη εσωτερικών νεφών.
Είμαστε αποτσίγαρα,
φτιαγμένα από νερό.
Κάλτσες με κορδόνια,
για να 'ναι όλα σφίξιμο.
Κάναμε το κασκόλ μας ζακέτα,
για να υποφέρουμε απ' το κρύο.
Είπαμε τις ζεστές μας μέρες
προτομή του Αυγούστου,
και πλέον οι χειμώνες γίναν ανυπόφοροι.
Είμαστε τα τελευταία δάχτυλα στην κάνη του όπλου.
Οι διαβαθμίσεις της αγκαλιάς και του κλάματος.
Η επιβολή κι η στήριξη.
Τρυφερότητα και παράταση υπάρξεως.
Είμαστε.
Υπαρκτικά.
Συνυποδηλωτικά.
Απρόσημα.
Πολτοποιημένα συναισθήματα,
πηχτά και νερουλά.
Λέμε γι' αγάπη
δίχως να εννοούμε.
Κι αν το εννοήσουμε,
τρέμουμε το μονόπλευρο.
Είμαστε κλάσματα αναμονής,
που είναι δευτερόλεπτα.
Ο χρόνος που τείνει να παίρνει,
όσο αφήνεται.
Η αντίφαση.
Η επιβεβλημένη σταθερότητα.
Η ανορθόγραφη βάση
και το ασταθές των μικρών θανατικών.
Εξάντληση
Τα μέλη μου όλο και διχοτομούνται.
Ο κόσμος γίνεται ξυράφι
κι εγώ με ψάχνω σ' εγκοπές.
Αισθάνομαι μια ηχομόνωση στο στήθος
και ένα πλάκωμα στους τοίχους.
Και έτσι,
δεν ακούω παλμούς.
Αισθάνομαι ένα σύρσιμο στον λαιμό,
και έναν κόμπο στα πόδια,
που έγιναν παπούτσια μου.
Το σάλιο κατεβαίνει προς τα κάτω
και δημιουργεί ψευδαίσθηση εξέλιξης.
Κι εγώ,
στη λήξη και στην έλλειψη,
ψάχνω ανυπότακτες χαρές,
χωρίς να υποτάσσεται,
σε εμένα,
η ευτυχία.
Εκείνοι
Είμαστε οι απελπισμένοι,
που δεν παύουν να ελπίζουν,
πως εκατό ευρώ αρκούν
για το μηνιαίο ενοίκιο του σπιτιού,
όταν,
καλά - καλά,
δεν μπορούμε να ξεχρεώσουμε
τον εαυτό μας.
Ζούμε στο νοίκι,
λέμε ως σπίτι μας
το σπίτι κάποιου άλλου,
κι ύστερα διακηρύττουμε,
πόσο μας φθείρει η απουσία ιδιωτικότητας.
Βρίζουμε τον καπιταλισμό,
με το ένα χέρι υψωμένο σε γροθιά,
και το άλλο να στηρίζεται στον πάγκο του μπαρ,
που θα μας δώσει ελάχιστα
και θα μας πάρει τα πολλά μας.
Είμαστε οι άθεοι,
που κάνουν τον σταυρό τους,
σε κάθε σταύρωση ζωής,
που λέγεται
διασταύρωση ενεργειών
κι απώλεια.
Φοβόμαστε τη ζωή
περισσότερο από τον θάνατο,
κι είμαστε πάντα έτοιμοι
να ακούσουμε μια είδηση θανάτου,
ως το μόνο,
κάτι,
που θα μας εκπλήξει.
Κρατάμε τα μάτια μας κλειστά,
επαναπαυόμαστε σε οράσεις,
αγνοούμε την πραγματικότητα,
που δεν μας αφορά,
και συμπεριφερόμαστε γελοία,
σε κηδείες ζωής,
που θε να συγκρατούν τα γέλια μας.
Ονειρευόμαστε κόσμους,
μέσα στους κόσμους του απονείρευτου.
Ερωτευόμαστε συμπεριφορές,
που,
ούτε λίγο,
δεν μας συναρπάζουν.
Συγχύζουμε την έννοια
αγάπης και ενδιαφέροντος,
νοιαζόμαστε για μια χαρά παροδική,
και κλαίμε για το χθες,
που δεν είναι αύριο,
που δεν έγινε τώρα,
Και που ουδέποτε
θα γίνει νοσταλγία.
Αναπλαστικοί κόσμοι
Τα χείλη μου
ψήνονται στο ψάρι.
Η πορτοκαλιά γάτα στο μπαλκόνι
καρφώνει το βλέμμα της πάνω μου,
όσο κι αν άξιζα τα νύχια της.
Ο ήλιος,
φαίνεται,
ιεραρχεί σωστά τις ακτίνες του.
Κι αφήνει χώρο,
εγώ να ιεραρχώ,
όλο πιο λανθασμένα,
τις ανάγκες μου.
Το μαξιλάρι έχει πανιάσει
από ένα ομοίωμα κεφαλιού,
που μοιάζει να μου ανήκει.
Γυρίζει το μαξιλάρι
στην κρύα επιφάνεια,
και τότε σιγουρεύομαι
πως πρόκειται για 'μένα.
Που συμβιβάζομαι
με παροδικές θερμοκρασιακές αλλαγές,
και στοιβάζομαι
σε μη υλοποιήσιμες προσμονές,
που σ' έδειξαν λυσιτελή,
Κάπως
Πρόωρα.
Εκμηδένιση
Μέσα μου,
ξυπνάω διαφορετικά.
Τα εγερτήρια του κόσμου,
προσευχές και σταύρωμα στο μαξιλάρι.
Χασμουριέσαι
και πιστεύω,
πως κάτι θέλεις να μου πεις.
Κι ενώ το ξέρω,
η ίδια
πάντα
απογοήτευση.
Για να σε γοητεύει
ανυπόφορα.
Αισθάνομαι
σαν πορτρέτο,
δίχως πρόσωπο.
Και βιώνω εσωτερική εξορία.
Πρόδωσα και παρέδωσα αισθήσεις.
Ώσπου να καταλάβω,
ότι ο κόσμος είναι
μια αποθήκη ψυχών.
Και η ζωή με χώρισε,
αντί να με χωρέσει.
Για να με πείσει,
πως
οι ρίζες είναι,
που γεννάνε τους θανάτους.
Και να μου επισημάνει,
πως,
όλο αυτό το διάστημα,
δεν έσερνα τα πόδια μου.
Απλώς,
Θαβόμουν.
Θάλαμοι
Το πετσί μου ξεχειλώνει σε φέρετρα υπάρξεως
κι εγώ μάχομαι να υψώνω
την εξάρτηση σε ανάγκη.
Το να ανάγεσαι δεν είναι δύναμη,
ούτε δυνατότητα.
Είναι συνειδητοποίηση.
Οι τοίχοι γέρνουν και μου γδέρνουν τον λαιμό.
Κι όσο κι αν υπαινίσσεσαι πως έχουνε αυτιά,
ορκίζομαι,
ακούω μέσα τους.
Και βάζω τοίχους στα αυτιά μου.
Οι τοίχοι είναι στρωμάτινοι.
Κι η τύχη μου
στρώμα κάποιου άλλου.
Μπορώ να βαράω ανώδυνα το κεφάλι μου.
Μπορώ να υποφέρω από απόπειρα ζωής,
βιώνοντας τον θάνατο.
Είστε ντυμένοι στα λευκά,
και πάνω σας το χρώμα φθίνει.
Σας ενοχλεί περισσότερο απ' το μαύρο.
Και σας υπόσχεται,
όλα όσα δεν μπορείτε να συλλάβετε.
Καθάρσεις
Αφήνομαι σε κάθε Χατζιδάκικη νότα,
που προσπάθησα να φτάσω,
αναμένοντας ένα μετρό,
επτά
λεπτών
καθυστερήσεων.
Και ενυπάρχω σε προσποιήσεις,
για να μπορώ
ν' αφήνω αόριστο τον ορισμό μου.
Απουσιάζει ο περιορισμός
και νιώθω να με ορίζει
ό,τι ιδιόρρυθμο
θέλει να αφεθεί σε αιτία.
Η Πατησίων είναι άδεια,
και λέω μιμείται την καρδιά σου.
Καλύτερο απ' την περίπτωσή μου,
μου απαντάς.
Που έχω χέρια,
να περικλείουν κενότητες,
όσο η καρδιά δείχνει παλλόμενη.
Μπαλώνεις τη χροιά σου,
τόσο,
που νιώθω να με μαλώνεις.
Αγνοείς γράμματα
και παραβλέπεις συνειρμούς.
Κι ύστερα λες να συνυπάρξω,
ενώ καλά – καλά,
δεν κατορθώνω ύπαρξη.
Βιογραφικό σημείωμα
Οι φίλοι της τη φωνάζουν Κώννα. Αγαπά τα βιβλία, το θέατρο, τη μουσική, την αγκαλιά. Γράφει πολύ και (από) πάντοτε, αποτελεί μέρος ερασιτεχνικής θεατρικής ομάδας, παίζει κιθάρα, αυτοδίδακτα, ντραμς, και γρατζουνάει επιτυχώς το γιουκαλίλι. Και τραγουδά. Αγαπά τα ρεμπέτικα, ξεχωρίζει τον Τσιτσάνη, μα ο μεγάλος της έρωτας (θα) είναι πάντα ο Χατζιδάκις. Ασχολείται με την ακροβατική γυμναστική και είναι αθλήτρια εναέριων ακροβατικών. Είναι αυτοσαρκαστική και συνειδητοποιημένη. Άλλοτε η ψυχή της παρέας, κι άλλοτε χαμένη στα ενδότερά της. Κοινωνική και, συνάμα, εσωστρεφής. Λατρεύει την αγκαλιά, την οποία θεωρεί άμεση λύτρωση. Ενίοτε, αρθρογραφεί. Ως άνθρωπος, εξαιρετικά αισιόδοξη, κι ας γράφει πεσιμιστικά. Ελπίζει και ποιεί. Μπορεί να συγκινηθεί με το οτιδήποτε. Ξεσπά σε κλάματα με το παραμικρό, σαν να ενεργοποιείται κάποιος μηχανισμός. Έχει αδυναμία στη γιαγιά και στον παππού, οι οποίοι αποτελούν ακόμα έναν λόγο συγκίνησης. Γενικά, ψάχνει λόγους. Και προσπαθεί να ελπίζει στον άνθρωπο. Αγαπά τους σκύλους, περισσότερο απ' τους ανθρώπους. Συνήθως αργεί στα ραντεβού της. Και, παρότι ενοχική, προτιμά ν' αφήσει κάποιον να περιμένει, πάρα ένα αδέσποτο αχάιδευτο. Ενοχική και διαρκώς σκεπτόμενη. Πιστεύει πως φταίει που γεννήθηκε και πως γεννήθηκε να φταίει. Λατρεύει να πίνει τον καφέ της σκέτο από ζάχαρη, αλλά, ενίοτε, γεμάτο από κανέλα. Και τείνει να εξετάζει τα πάντα ρομαντικά. Είναι 20. Κι αφήνει την ηλικία της για το τέλος. Το βιβλίο «Ζωή, σ' έχω επί λέξει » αποτελεί την πρώτη της ποιητική συλλογή.