Η σημερινή μου καλεσμένη, η λογοτέχνιδα Ειρήνη Μπόμπολη, είναι φιλόλογος που τα τελευταία χρόνια μένει στην Πάτρα. Έχει εκδώσει ένα μυθιστόρημα και τέσσερις ποιητικές συλλογές, ενώ άρθρα της έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Μέσα από την εργασία της στη Μέση Εκπαίδευση, παροτρύνει τους μαθητές να εκφραστούν μέσω της λογοτεχνικής γραφής. Θα δούμε δεκαπέντε ποιήματά της και θ'ακούσουμε τη μελοποίηση του ποιήματός της "Μαύρος ωκεανός" από τον τραγουδοποιό Γιάννη Λιόλιο. Στα ποιήματά της συνάντησα πλούτο ,αφηγηματική μαεστρία, πολυχρωμία στοχασμών και συναισθημάτων. Χαίρομαι απίστευτα που τα μοιράζομαι μαζί σας!
ΑΠ’ΤΗΝ ΑΡΧΗ
Σ’ αυτό το ταξίδι η γη
δε θα έχει μνήμες.
Οι σκιές των δένδρων
θα είναι απείραχτες
από στρατοκόπους.
Ο αέρας θα φυσάει παρθένους
καημούς, και το χάδι του
πρώτη φορά θ’ αγγίζει
ανθρώπινες λέξεις.
Οι σιωπές θα τορνεύουν λαμπρά
τους αθώρητους βράχους
σκαλίζοντας στους αιώνες
τη λήθη του χρόνου.
Σ’ αυτό το ταξίδι η γη
δε θα έχει μνήμες και φωνές.
Ούτε δάκρυα
από αλλότρια συναισθήματα.
Το χώμα ολόφρεσκο
θα χαμογελά
και τα πόδια μας θα χορεύουν πάνω του
ρυθμούς ασχημάτιστους.
Σε αυτή τη γη,
καθώς θα χαράζει άλλος καιρός,
θα φυτέψουμε νέους θεούς
και θα ριζώσουμε άφατες προφητείες,
παραχαράσσοντας την ιστορική αφήγηση
που θέλει μνήμες για να ζει,
βήματα για να στέκει.
Ακόμα και ο έρωτας θέλει
καινούργια γέννα.
Έρχεται κάποτε η στιγμή που ο θάνατος σε έλκει
κι ο έρωτας καραδοκεί να πιάσει τη στιγμή
και ν’ ανθοφορήσει.
Σπέρμα και μήτρα για να ζει
ο θάνατος του πλέκει.
Σ' αυτό το ταξίδι η γη δε θα έχει μνήμες.
«Με την αφή», εκδ. Σαιξπηρικόν, 2020
ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ
Τα σπίτια στη θάλασσα είναι
σιωπηλά. Μερικά ψιθυρίζουν λέξεις
μέσα από τις σφιγμένες γρίλιες τους.
Άλλα μυρίζουν πεύκο και άλλα αρμυρίκι.
Τα σπίτια στη θάλασσα έχουν τη μελαγχολία
των ιστοριών που έμειναν κάπου στη μέση.
Είναι απαρηγόρητα.
Κι ας τα παραμυθεί η θάλασσα
με τα δικά της πάθη.
Είναι η παγωμένη μνήμη του καλοκαιριού.
Είναι η νοσταλγία του ασύδοτου δέους
καθώς ο χρόνος συμμαχεί
με την αθανασία.
(ΑΝΕΚΔΟΤΟ)
«ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΟΥ ΜΕΝΕΤΟΙ»
Έρχονται κάποτε καιροί
Που επιτάσσουν
Να ξεδιαλύνει η ήρα από το στάρι
Το κόκκινο απ’ το μπλαβί
Το πορτοκάλι από το γιούζου
Έρχονται οι καιροί
Και απαιτούν να ξεχωρίσουν
Τα ξηρά απ’ τα χλωρά
Τα θέρη απ’ τους χειμώνες
Δύσκολοι καιροί, «οὐ μενετοί».
Να ξεχωρίσουν πρέπει κι οι Ποιητές
Απ’ τον συρφετό και από τη σκόνη
Να λάμψουν πρέπει οι Ποιητές στο ύψος τους
Δύσκολοι καιροί
Κι αμετάκλητοι.
(ΑΝΕΚΔΟΤΟ)
ΛΕΥΚΟ
Μείνε μακριά από το λευκό
Κράτησε τη δέουσα απόσταση
Μην σε ξεγελά μια δήθεν φωτεινότητα
Μια ιμιτασιόν διαύγεια
Αδιαπέραστο είναι, συμπαγής άρνηση
Πίσω από το κενό μηδενικό
Είναι τοίχος
Μείνε μακριά από το λευκό
Έρημoς γη και στέρφα πρόκληση
Αδίστακτη ψευδαίσθηση του ωραίου
Εκτός κι αν κάτω απ ’τις ρωγμές
Ελλοχεύει ως βρέφος
το ουράνιο τόξο
Αλλά σε κάθε περίπτωση
Κράτησε τη δέουσα απόσταση
(ΑΝΕΚΔΟΤΟ)
ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΥΜΗΤΤΟΥ
Το πρωινό φως του Υμηττού
-Που τον κάνει να μη φαίνεται,
Αλλά να υπάρχει-
Θυμίζει Οιδίποδα
Στην ώρα της ελευθερίας του!
Τότε που είπε : «Κόσμε, αίρω το βλάσφημον βάρος σου. . .»
Κι εχάθη. . .
Φως μέσα στο φως !
(ΑΝΕΚΔΟΤΟ)
ΑΠΕΡΓΙΑ
Σχεδόν όλα
τα ποιήματά μου
για σένα
Και ποτέ
Κανένα
Δεν έλαβες
Ευτυχώς
Που τα ταχυδρομεία
Απεργούν
Στην ώρα τους
«Με την αφή», εκδ. Σαιξπηρικόν, 2020
ΗΡΘΕ Ο ΚΑΙΡΟΣ
Σκέφτομαι να ταξιδέψω.
Από τότε,
θυμάσαι,
φοράω μαύρα
και σε φυλάω απ' τους ανέμους
με το στήθος μου.
Όμως ήρθε ο καιρός
να σε αφήσω στη βροχή,
στα χελιδόνια
και στο κοκκινόβροχο του Απρίλη.
«Ανιμολόγια», Εκδόσεις Πικραμένος, 2014
ΑΝΤΙΠΟΙΗΣΗ
Λείπεις κι απόψε.
Κι έκανα την ποίηση
υπόθεση
αυστηρά προσωπική.
Ούτε ένα οβολό μεταφοράς
δεν έριξα
στην αιωνιότητα των στίχων.
Μήπως και πότε πλάγιασες,
αυτοκράτορα της σκέψης μου,
θαμώνα του μυαλού μου,
φθαρτός και ιδρωμένος
μέσα στη γήινη αγκαλιά μου;
Με λέξεις μόνο
άγγιξα
τα σκοτεινά σου μέλη.
Σε ρήματα και συλλαβές
άηχα και ερμητικά
ο πόθος μου κουρνιάζει.
Η έλλειψή σου, υπόθεση
αυστηρά προσωπική, εστέφθη
αντιποίηση.
30-8-08
«Το τρίτο ημισφαίριο», εκδόσεις Πέτρα, 2010
ΑΝΙΣΗ ΠΟΡΕΙΑ
Έτσι είναι η ζωή βιαστική,
πολύ βιαστική.
Τρέχει σαν τον λαγό,
εκσφενδονίζεται.
Και εσύ ακολουθείς αργά
σαν τη χελώνα.
Ελπίζοντας τον ωκυπόδαρο λαγό
να τον προσπεράσεις στη στροφή,
κοιμώμενο και αφελή στο παχύ χορτάρι.
Ελπίζοντας
να την ξεγελάσεις τη ζωή
και πρώτος να βγεις στον μαραθώνιο
της άνισης πορείας. Μάρτιος 2015
«Εκεί που ο κύκλος», εκδόσεις το Δόντι, 2016
ΤΙΜΑΛΦΗ
Τα μάζεψα σε ένα κουτί
τα τιμαλφή του έρωτα.
Δυο, τρεις κάρτες με φιλιά
καρδούλες και υποσχέσεις.
Αποξηραμένα άνθη
-ως επί το πλείστον-
κόκκινα τριαντάφυλλα.
Τα σκουλαρίκια που φτάνουν
ως τον ώμο.
Το μπλουζάκι μαύρο, ανοιχτό
στο στήθος.
Δυο στηθόδεσμους κοφτούς
στα τρία τέταρτα
και άλλη πλούσια ηδονική ομορφιά.
Πολλά κεριά, όλα μισοκαμένα. . .
Κι ένα σωρό ακόμα μικροπράγματα
μιας μεγάλης αγάπης.
Τα μάζεψα σ’ ένα κουτί
και τα ’κλεισα στη φυλακή.
Στο πατάρι.
Πίσω απ’ τους σωρούς με τα παλιά βιβλία.
Μες το σκοτάδι.
Στο βυθό της σκέψης μου.
Στα υπόγεια μύχια μου.
Κάθε Κυριακή ανοίγω το πατάρι
να πάρουν αέρα, ν’ ανασάνουν.
Τα βράδια στα όνειρά μου
παίζω μαζί τους κουκλοθέατρο.
Μόνον αυτό.
Και καμιά φορά, όταν έχω διάθεση
ανοίγω το κουτί κρυφά
-είναι φοβεροί οι φρουροί της μοναξιάς-
κι αναπνέω βαλσαμωμένο πόθο
και το άρωμα των κορμιών πάνω
στα τριαντάφυλλα.
Κάποιες Κυριακές
ανάβω τα κεράκια ένα- ένα,
κοιτάζοντάς σε να χαμογελάς
στη φωτογραφία.
Όλοι μας έχουμε ένα μυστικό
νεκροταφείο.
«Ανιμολόγια», Εκδόσεις Πικραμένος, 2014
ΠΩΣ ΝΑ ΣΕ ΟΡΙΣΩ ΠΟΙΗΜΑ
Πώς να σε ορίσω, ποίημα;
Αρχή ή τέλος της νεροποντής;
Πάντως επακόλουθο του ανείπωτου.
Πώς να σε ορίσω, ποίημα;
Ο ορισμός αντιποιεί τα ουσιαστικά σου
κύτταρα
Κάνει το ανείπωτο να μοιάζει με συνήθεια.
29-06-08
«Το τρίτο ημισφαίριο», εκδόσεις Πέτρα, 2010
ΠΡΕΠΕΙ
Γυρίζω από ταξίδι.
Ήμουν σ’ έναν Έρωτα
κι επιστρέφω.
Είχα πολλά φτερά
μα κάηκαν
στη φωτιά του μύθου.
Μην με αγγίζετε.
Το σώμα μου γεμάτο από πληγές
κι εγκαύματα
του τελευταίου βαθμού.
Τώρα θα ρίξω αλάτι.
Θα ξαποστάσω στη σκιά
τα μάταια όνειρα.
Κι ύστερα θα πάω
στον τόπο της σφαγής.
Πρέπει.
Το αίμα μυρίζει ακόμα ζεστό μπαρούτι.
«Εκεί που ο κύκλος», εκδόσεις το Δόντι, 2016
Κάπως έτσι υποδέχτηκα τον θάνατο. Όρθια. Χωρίς φωνή, χωρίς όραση, χωρίς ακοή. Όλα γύρω μου σχεδόν μαύρα. Και το ψύχος. . .Α! Το ψύχος. Έζωνε την καρδιά μου και δεν την άφηνε να χαρεί ούτε αυτό το τέλος. . .
ΦΟΒΟΣ
Πώς με τρομάζει ο καπνός
Που έγινε αντάρα
Κι έφραξε τον ποταμό
Και φούσκωσε τη λίμνη. . .
Πώς με τρομάζει η σκοτεινιά
Που ξεμακραίνει τ’ άστρα. . .
Θόλωσαν τα μάτια μου
Και δεν θωρώ τον δρόμο. . .
«Το τρίτο ημισφαίριο», εκδόσεις Πέτρα, 2010
ΠΡΕΒΕΖΑ
« Σύμβολα εμείναμε καιρών» Κ.Κ.
Θα φτάσουμε στην Πρέβεζα απαλά
Με μια βαρκούλα ασπράδι
Θα φέγγει η πόλη θαμπερά
Σαν το χλομό υφάδι
Θα μας προσμένει ο Ποιητής
Μόνος, στην προκυμαία
Θάναι εκεί αποβραδίς
Πλάι στη μονότονη αλέα
Θα φτάσουμε καρέ -καρέ
Στου Ιούλιου το φεγγάρι
Να πιούμε ουζάκι με μεζέ
Ύπνος να μην μας πάρει
Θα ακούσουμε τον Ποιητή
Να απαγγέλει στίχους
Πώς ήρθε εκείνη η στιγμή
Να τυλιχτεί σε ήχους;
Θα φτάσουμε στην Πρέβεζα
Προσκύνημα στη μνήμη
Πως πέρασε κάποτε από εδώ
Η μούσα για να μείνει
Όχι ντυμένη γιορτινά
Μόνο με λεύκας χρίσμα
Έπλεκε ρίμες θλιβερά
Για το μοιραίο πείσμα
Στο κάστρο οι φραγκοσυκιές
Το πέρασμα θυμούνται
Τις τελευταίες του στιγμές
Αγκαθερά διηγούνται
Έχει ένα φως εφήμερο
Ο τόπος σαν ρετσίνι
Μοιάζει απομεσήμερο
Μόλις ανατείλει
Φτάσαμε στην Πρέβεζα
Όμως κανείς δεν ξέρει
Για τον Ποιητή που χάσαμε,
Για κρότους μεσημέρι
Και τα πουλιά στις στέγες τους
Τα λένε ασπροπούλια
Ήσυχες οι μέρες τους
Στους δρόμους φρέσκα γιούλια
«Τι θέτε εσείς οι Ποιητές;
Πυροβολείτε αιώνες!
Εδώ έχει μόνο ακρογιαλιές
Θάλασσα, ελαιώνες. . .»
(ΑΝΕΚΔΟΤΟ)
ΜΑΥΡΟΣ ΩΚΕΑΝΟΣ
Για αυτό εγώ προτίμησα, εσένα, άγρια θάλασσα
Ανήμερη απλωσιά του αφιλόξενου πόντου
Γι’ αυτό και πνίγομαι γλυκά στο απέραντο νερό σου
Το χωρίς ορίζοντα, φράχτες και πολιορκίες .
Για το μελάνι που κερνάς τους χαμηλούς ανέμους
Έκανα το μακρινό ταξίδι, χωρίς πυξίδα παραπλάνησης
Με μόνη αποσκευή το όμορφο κενό μου που σου μοιάζει
Μούσα της αβύσσου μου, του πόνου ανεμοζάλη.
Στα μαύρα απάτητα νερά, χορεύω τα μεσάνυχτα
Και συ με ψάχνεις σε φέγγη και σε ρεματιές
Εκεί στο τρίτο ημισφαίριο θα περιμένω την ήττα της τιμής
Κι εκείνο το μισό επινίκιο τραγούδι μιας υπόσχεσης. . .
«Το τρίτο ημισφαίριο», εκδόσεις Πέτρα, 2010
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Η Ειρήνη Μπόμπολη γεννήθηκε στο Κεντρικό Άρτας (περιοχή Τζουμέρκων). Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Φιλοσοφία (Ηθική) στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Όλα τα χρόνια της επαγγελματικής της σταδιοδρομίας εργάζεται στη μέση εκπαίδευση ως Φιλόλογος. Έχει πάρει μέρος σε συνέδρια και σεμινάρια ως ομιλήτρια και σε πολλές φιλολογικές δραστηριότητες. Επίσης έχει παρουσιάσει βιβλία συγγραφέων και ποιητών. Υπήρξε ιδρυτικό και ενεργό μέλος σε εκπολιτιστικούς και άλλους συλλόγους και άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Στα σχολεία που εργάζεται ωθεί τους μαθητές της στη λογοτεχνική γραφή και ασχολείται με τα κείμενά τους. Επίσης ασχολείται με το μαθητικό και ερασιτεχνικό θέατρο.
Έχουν εκδοθεί τα εξής βιβλία της:
«Το Πεπρωμένο μύριζε Ορχιδέα ή Πράγματα Μικρά», μυθιστόρημα, Εκδόσεις «Επιφανίου», Λευκωσία, 2007
«Το Τρίτο Ημισφαίριο». ποίηση, Εκδόσεις «Πέτρα», Αθήνα, 2010
«Ανιμολόγια», ποίηση, Εκδόσεις «Πικραμένος», Πάτρα, 2014
«Εκεί που ο Κύκλος», ποίηση. Εκδόσεις «Το Δόντι», Πάτρα, 2016
“Με την Αφή», ποίηση, Εκδόσεις Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη 2020
Τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στην Πάτρα.