Σήμερα θα σας παρουσιάσω τον λογοτέχνη από την Κύπρο Χρίστο Ρ.Τσιαήλη. Ο δημιουργός μας είναι καθηγητής αγγλικών και υποψήφιος για μεταπτυχιακό στη θεατρολογία. Έχει εκδώσει τρία βιβλία πεζού λόγου και μια ποιητική συλλογή. Στις αρχές του 2021 θα κυκλοφορήσει το νέο του ποιητικό βιβλίο που τιτλοφορείται Συμπτώματα. Ποιήματα και διηγήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες κι έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά. Ασχολείται ακόμη με τη μετάφραση λογοτεχνίας, με την αρθρογραφία, με το θέατρο σε θέση δραματουργού και βοηθού σκηνοθέτη. Έχει συμμετάσχει σε φεστιβάλ λογοτεχνίας στο εξωτερικό κι έχει υπάρξει κριτής σε αγώνες συγγραφής και ποίησης . Είναι ιδρυτικό μέλος της ομάδας συγγραφέων "Διαβάσεις"και οργανωτικός συντελεστής στον Λογοτεχνικό Όμιλο Δήμου Στροβόλου. Η ποίησή του είναι επηρεασμένη πρωτίστως από το ρεύμα του υπερρεαλισμού και ενίοτε του συμβολισμού. Τα υποκείμενα αφήγησής του κινούνται σε φανταστικά τοπία. Ο ποιητής αντλεί έμπνευση από τους θησαυρούς της μυθολογίας, της ιστορίας ,της βίβλου και των τεχνών.Τα πρόσωπα και τα πράγματα όμως που αξιοποιεί, παίρνουν καινούργιους ρόλους κι αλλάζουν όψεις. Ο λόγος του είναι πλούσιος,περίτεχνος και χειμαρρώδης, με ανεξάντλητα σχήματα κι ευρήματα. Έντονη στα γραπτά του είναι η ατμόσφαιρα μυστηρίου , που υποβάλλει και κεντρίζει τα αισθητήρια του αναγνώστη. Είναι μια γραφή μεθυστική και σίγουρα πολλαπλών αναγνώσεων. Θ'απολαύσουμε δέκα εξαιρετικά ποιήματά του!
Κασσάνδρες 2101 μ.Χ.
Στη Via Dolorosa πια
δεν μοιρολογούν της Θλίψης Πριντζιπέσσες
δεν χορεύουν οι νύμφες με αλεγκρία
αοιδοί αρχαίοι στα λευκά σωπαίνουν,
το σινιάλο περιμένουν με αγωνία.
Στη Via Dolorosa πια
παιδιά δεν θα 'βρεις
ούτε γεράκους στη γωνιά
ζώα άγρια δεν θα’ βρεις
ούτε παγώνια πλουμιστά
μον’ ένα μαύρο άτι
να προχωράει όπως προχωράς
να καλπάζει όταν φορτσάρεις
όταν κοιμάσαι να πεζεύει.
Στη Via Dolorosa πια
θα βρεις κι εμάς,
-στο μέσο-
όταν φτάσεις,
η αρχηγός μας να κρατάει την πεταλούδα,
να της φυσάμε να κτυπήσει τα φτερά
να δείξει τα μέλλοντα πιο σκοτεινά,
που απ’ την αρχή του Χρόνου
ευχόμασταν –έτσι- να γίνουν,
να σε κοιτάμε στα κλεφτά
κι όλες με μια χεριά
με ψιθύρους και οιωνούς
να αγκαλιάζουμε έναν νέγκρο πάσσαλο
λυγισμένο προς την Ανατολή,
στης ταραντέλας τον χορό
αλαφιασμένες.
Στη Via Dolorosa πια
στο βλέμμα σου, στο βάθος
πλήθος εμείς,
γυρνάμε ζαλισμένες,
κι ο Πάσσαλος,
ο Πάσσαλος αυτός που αγαπάς,
χωρίς λαμπτήρες
χωρίς καλώδια
χωρίς κορφή,
στου απειροστικού λογισμού
θα είναι περικάρπιο ολκής,
κι εμείς, ανέτοιμες
και λυπημένες που
μας κλείσανε το στόμα
τα κλικ στα πληκτρολόγια
μιας ανθρωπότητας
που προχωράει καθιστή
και λυπημένες που
-ατυχώς- δεν βλέπουμε
πως ο Πάσσαλος
έχει δώσει ήδη τον γύρο του Ισημερινού
και έχει κλείσει τον δακτύλιο επί γης
κι απ’ τη Δύση μας γνέφει
-με νόημα-
Κι ειν’ το σινιάλο του ετούτο
αμυδρό
κι αν δεν το δεις
θα σε κυνηγάει καλπάζοντας το μαύρο ζώο
μία ζωή
και μια ημέρα μετά,
μπορετά, Άντρωπέ μου, να γροικάς
κι άμα τα καταφέρεις,
στη μάχη αν σε κάλεσαν
-μην πας-
Στη Via Dolorosa πια
θα βρεις εμάς,
-Κασσάνδρες-
του εικοστού δευτέρου αιώνα,
να μεμψιμοιρούμε,
να φοβόμαστε εσέ και την οργή σου,
να κλαίμε γοερά
για τους πολέμους
που προβλέψαμε
και δεν έγιναν
να κλαίμε απελπισμένα
που ψεύτρες βγήκαμε,
επειδή ίσως
εκείνη η πεταλούδα
έχει -επιτέλους- εκπαιδευτεί
και τ’ άτι αυτό
μας έστρεψε
την πλάτη.
ξέρω τι άδειασε τον Νείλο.
μία μικρή γωνιά απομένει
μία λακκούβα με ίλη
ο τελευταίος άνθρωπος να πίνει
να λούζεται
να δροσίζεται
να βλέπει ευτυχισμένος
πώς αντικατοπτρίζεται
στη γλασερή επιφάνεια
η τελευταία όρθια πυραμίδα.
Μαζί του ερωτευμένη εκείνη
με νάζι στην αντικατοπτριζόμενη της όψη τον παρακαλεί
το χαμένο του χαρτί να προβάλλει.
Πόσο αναπάντεχο ανάμεσά τους η γωνία
να είναι και να μην είναι
στις είκοσι μοίρες
[πώς ολοένα
χαμηλότερος ετούτος,
η πυραμίδα μαγεμένη
τον ακολουθεί
στην πτώση
βυθιζόμενη αέναα
εν ρυθμώ]
Εν κλαυθμώ
αλλού σ' άλλα μέρη
ρωγμές σε αποξηραμένα έλη
κιτρινισμένοι κροκοδείλων σκελετοί
και τρυπημένοι της Σφίγγας
οι θελκτικοί γλουτοί.
Ήταν απρόσμενο ετούτο το μαντάτο
μα το δεχτήκαν στωικά
κι ήπιανε χωρίς καμιά διαμαρτυρία
από μια γουλιά.
Ήταν πολλοί, πάρα πολλοί
οι δυσαρεστημένοι
που μαζεύτηκαν
για τον ύστατο αποχαιρετισμό
και ήταν αρκετοί
για να στερέψει ο Νείλος
και να τελειώσει
η γύρω από τον Ήλιο
πορεία του φωτός.
Ήρθε
χωρίς
πυρήνα
χωρίς
ροπή
χωρίς
αέρα
χωρίς
το
χωρίς
και
χωρίς
τις έννοιες
το
σκοτάδι
επί
γης
Κι αν έχεις ήδη φανταστεί
κόκκαλα λευκά
πλάι στων κροκοδείλων
την άγρια θωριά,
-να είσαι σίγουρος-
εις εξ αυτών
ποτέ δεν θα γενείς
και θα υψώνονται για σένα
πάντα πυραμίδες
σ' όποια γη
κι αν τελικά θελήσεις
τη γουλιά αυτή την ιερή
να πιεις.
Τερηδόνα
Η διατρύπηση
κι η διατύπωση
συγχέονται
στα σαλόνια των Στωικών
καθώς
μια λέξη
μια πρόταση
και μια παράγραφος
καταπίνονται τελετουργικά
από ένα μικρόβιο ρηξικέλευθο,
ένα μικρόβιο αιώνιο,
μικρόβιο πονηρό.
«Διατρύπηση ή Διατύπωση»;
«Διατύπωση ή Διατρύπηση»;
το δίλημμα που αντηχεί στις υπόγειες Στοές
Ξέρεις, Σοφέ αγαπημένε, ο λόγος εκφέρεται
ο λόγος διαχέεται
είναι ήχος,
είναι εικόνα,
συνάντηση αναθυμιάζουσας ύλης
και πετρωμένων ιδεών
-απαιτείται δόντι-
απαιτείται γείωση
απαιτείται σκληρότης
για να λεχθεί το συλληφθέν νόημα
αναρωτήθηκες ποτέ γιατί η μασέλα;
αναρωτήθηκες ποτέ γιατί το σφράγισμα;
η μάχη των τριάντα δύο λευκών αξιωματικών;
Τι φρουρείτε ρε;
Τι εισέρχεται ή τι θα εξέλθει;
Από νεογιλά εκπαιδεύεστε καλά
- εκεί είν' όλοι -
παππούδες, γιαγιάδες
γονείς και δάσκαλοι παντός είδους
και οδοντόβουρτσες χαριτωμένες
και εύγεστες κρέμες,
καθρέφτες,
βρύσες,
όλα να είναι στη σειρά.
Τι φρουρείτε ρε;
Πείτε! - Τι ρέει ή τι απορρέει;
Αχ, Τερηδόνα σοφή,
Τερηδόνα έγκαιρη,
Τερηδόνα πολυμήχανη
της λαιμαργίας φρουρέ
της επιφάνειας αμφισβητούσα,
συ που τη νοηματική ατασθαλία πολεμάς
διατρυπώντας το εύμορφο σμάλτο
Συ που υπενθυμίζεις στους υπνωτισμένους
ότι μια σκέψη χτίζει μια λέξη στεγανά
και οι προτάσεις σύμπαντα στεγνά
όταν τα αδαμάντινα φράγματα
φυλάσσουν μόνο τα έξω μην μπουν
κι αφήνουν ανεξέλεγκτο
έναν οχετό να περιχέεται στην Πόλη
[κι έρχονται ύστερα οι Σωκρατικοί και οι Αριστοτελικοί
και οι Μέλανες και όλοι αυτοί
να σου θυμίσουν πώς έτρεχαν τα λύματα
παλιά εις τη Γλασκώβη
όταν απαρχής ικανώς εκπαιδευμένοι
Έλληνες και Ρωμαίοι
Οθωμανοί και Φράγκοι
ήξεραν πώς να κρύβουν οχετούς
στα έγκατα ανείδωτα
μην και χαλάσει η μόστρα]
Ο Δούρειος των Πέντε (σύνθετο με χαϊκού)
το κάθε νησί
η κάθε υγρή φυλή
βαριανασαίνουν
με χώμα νωπό
σε στείρο πράο βουνό
χαροπαλεύουν
είναι το κάρμα
που ελλοχεύει βουβά
και δις απειλεί
είναι κατάρα
να έχεις κράτος βοράς
χωρίς μηχανή
πέντε άλογα
τραβάνε δώθε αργά
άμαξα μαύρη
πεζεύουν μαθές
δίχα μανιέρα γραπτή
το φως μαβί
τυφλοί οι φρουροί
κωφών στρατηγών πάθη
πύλη ανοίγουν
παράδοξο πια
να ψάχνεις σώμα στρατού
πόλις εάλω
χώρα μην είδες
γοργό σύνορο φαύλο
καμτσίκι τρελό
γοητευμένος
δούρειος εισέρχεται
ελαίων φυλή
ελάτε ξανά
ελαύνει φάρα μεστή
ξανά μπορετή
πολίτες -ώρα-
λάβετε θέση τώρα
ευθείς ουλαμοί
η άμαξα πια
μαζεύει πασαπόρτα
να περισώσει
όσους ξεμείναν
ξένοι στην άγια τη γη
ξεμπάρκαροι πια
ω! Κλυταιμνήστρα
Αγαμέμνονα δούλε
βιαστήκατε
αγνοήσατε
των αοιδών φήμες
αραδιασμένες
το κάθε νησί
η κάθε υγρή φυλή
θα επανέλθουν
Τα [εμένα]
χρόνια τώρα έχεις ξεχωρίσει
τα [εμένα] απ'τα [εγώ]
κι έγινε η αιτιατική η χαρά σου
κι η ονομαστική σάβανο κολοβό,
με μία τρύπα να σε αποβάλλει
το πρωί,
ν' ανοίγει για να σε ρουφάει
το βράδυ,
κι όποτε θες
να ξεγλυστράς
πάνοπλος
να προτάσσεις τα [εμένα]
με ρήματα και προθέσεις
κίνησης και δοτικότητας
-όλα δικά σου εσσαεί-
Και στις ώρες της συναναστροφής,
να χαρακώνεσαι δόλια στο έτερο,
να αντλείς
απ' τις αδιάφορες αντωνυμίες,
να τις ξεγελάς,
να σε αφορούνε μόνο -εκείνα-
-εκείνα- τα θεσπέσια [εμένα]
που κρύβουν τόσο επιμελώς
το κλαψιάρικο βρέφος μέσα σου,
και με τον πλάγιο επιτακτικό
σε κάνουν να μοιάζεις
με ξύλο ώριμο,
έτοιμο
να σκαλιστείς
σε ένα ωραίο,
ταπεινό
φέρετρο
των (εμάς).
Αρόσιμο Κενοδιάστημα
Το μολύβι είναι γεωργός
ανάμεσα στα γράμματα,
μες το κενό εκεί
υπάρχει χώμα
γη καλλιεργήσιμη
γη πολύσημη,
υπάρχουν σπόροι
υπάρχει νερό.
Ποιος γνωρίζει
να σκαλίζει
να φυτεύει
τακτά να λειτουργεί
το ποτιστικό;
Το μολύβι άροτρο είναι ταπεινό
με ένα υνί που τρώγεται
όσο τα γράμματα διεκδικούν τον χώρο
μα ξέρει και στο εκμυστηρεύεται πως
"τα κενά είναι αρόσιμα"
- δεν ακούς -
ακούς μόνο τη σκέψη σου
και δεν ακούς την παύση
βασίζεσαι στο ορατό
και αγνοείς το έρμα
που κρύβεται στο έρεισμα
που κρύβεται στο σύριγμα
του μολυβιού όταν τρέχει.
Ίσως μια μέρα πιστέψεις πως σε ενός [α]
το ολοστρόγγυλο παρτέρι
κρύβεται η ψυχή μιας σκέψης
που δεν σού πέρασε
ποτέ, ούτ’ απ' τον νου
μηδέ απ’ τον παρά-νου.
Οι Χαρταετοί Είναι Αρκετά Έξυπνοι Ευτυχώς
Θα μπορούσε να κρατήσει το ενδιαφέρον
και να πείθει το χέρι για χρόνια να τον ευ-ανεμίζει.
Θα μπορούσε να έμενε ψηλά στο στερέωμα και να βασιλεύει,
εξουσιάζοντας τις μάζες των άνω θρῳσκούντων,
να μαγεύει με μια έξυπνη ουρά τους χαμηλά ρεμβάζοντας,
σχηματίζοντας με νόημα σύμβολα καινούρια,
θα μπορούσε και να μίλαγε για την αμφισβήτηση της μετεώρισης
στους άλλους ρόμβους και στα έγχρωμα εξάγωνα
κάτω στο έδαφος και ψηλά,
πιο ψηλά από το τελευταίο γαλάζιο.
Μα προτίμησε να τη βγάζει ινκόγκνιτο,
κρυμμένος στις παρυφές των εφήμερων ονείρων,
των ονείρων που τάσσονται υπέρ της εθνικής εορτής,
των ονείρων που τάσσονται υπέρ της παρέλασης
των ονείρων που τάσσονται υπέρ της επανάληψης.
-οι Χαρταετοί είναι αρκετά έξυπνοι ευτυχώς-
και του κληροδότησαν την ευφυία ετούτη,
σε ένα σκοινί να δεθεί,
να γίνει επίπεδος,
ανάλαφρος να φαίνεται,
να μοιάζει καταδεκτικός
με τα χρώματα που ορίζει η εκάστοτε μόδα,
αμήχανα να χορεύει στον άνεμο
και ποτέ να μη ζητάει πτήσεις υπερβολικές.
Τις μέρες που στους ουρανούς πετάνε
τα παραφουσκωμένα μπαλόνια και τα επιθετικά πουλιά
ελαφρά το σώμα να πάλλεται
και ανεπαίσθητα να προσγειώνεται ξανά
πάντα λίγο μακρύτερα από τον Χειριστή,
πάντα δεμένος στο σκοινί που όλο τεντώνει.
Άριαν Βελανίλοβιτς, Αν Υπήρχες
Ακολουθάς το βλέμμα μου στις ενενήντα έξι μοίρες
κι όλο γυρίζω να σε βρω και θαρρετά να αντικρύσω
εσένα που έφτιαξες βελούδινο αντίσκηνο στον κατηφή μου ώμο --
ζαλίζομαι στην κίνηση, σκοντάφτω, σκάμνοι ανύπαρκτοι,
σε τοίχους κουτουλάω που λόγω διαφωνίας δεν χτίστηκαν,
κολλάει το βλέμμα μου -- φωτογραφίες καλλιτεχνών ποτέ που δεν υπήρξαν
μειδιάζοντας να γδέρνουνε τα δημιουργήματά τους.
Άριαν Βελανίλοβιτς, αφού δεν υπάρχεις,
αφού σε έψαξα στα επίσημα αρχεία των χωρών και στον κυβερνοχώρο,
αφού ερώτησα όλους τους ειδικούς και τους ερμηνευτές του χρόνου,
μα που καθόλου δεν απήντησαν, μον’ έτρεχαν τρομαγμένοι,
κι οι μάντισσες πώς δάκρυσαν αλήθεια, αφού δεν σε γνωρίζαν,
αφού αληθινά εισ' ανύπαρκτος, πες μου έστω με ένα νεύμα σου,
γιατί με παρρησία να τηρείς τους άγραφους νόμους του υπερφυσικού,
να δίνεις ίχνος ύπαρξης σε κάποιου τη φαντασία;
Κάποτε σε φαντάζομαι ζωγράφο της Αναγέννησης τρανό,
κι άλλοτε σε άριες μακρινές σε ακούω κρυμμένος να χειροκροτείς,
Άριαν, -- αν υπήρχες -- θα σε δεχόμουνα στο πλάι μου να στέκεσαι,
μην ντρέπεσαι, εμφανίσου, δώσε στο νόημα νόημα, δώσε στο νεύμα έρεισμα,
αν έχεις φωνή ψιθύρισε -- κι εγώ θα υπακούσω.
Άριαν Βελανίλοβιτς, -- αν υπήρχες -- θα ήσουν βρώμικος,
σιχαμερός θα ήσουνα και θα βωμολοχούσες
τους πάντες κοροϊδεύοντας για τα πλαστά τους κέρματα και τις στιλπνές γραβάτες,
τόσο αυτή την αθυροστομία σου θα θαύμαζα που θα σε έδειχνα στους φίλους,
διπλά περήφανος θα ήμουνα για σένα,
για την επιλογή σου να κρυφτείς,
να είσαι εκεί να φτιάχνεις τη γωνιά εκείνη της απαξίωσης,
να την απαραχνιάζεις στο σημείο που δεν θα κοιτάξει ποτέ κανείς,
εκεί που δεν έπρεπε κάποιος να κοιτάει ποτέ,
εκεί που ποτέ κανείς δεν έριξε την παραμικρή ματιά.
Γι 'αυτό, με σιγουριά σου λέω, Άριαν Βελανίλοβιτς,
-- αν υπήρχες -- δεν θα υπήρχα εγώ.
Η Πείνα Μέσα στο Σπίτι
Είναι ένα σπίτι στο κέντρο της Πόλης
Η πόρτα του ανοίγει Σάββατο
Για να εξέλθει ένας κύριος με καπέλο
Στο καλντερίμι τον περιμένει ο Διασώστης
«Να έρθω τώρα»;
«Όχι ακόμη»
Ο κύριος επισκέπτεται τη λαϊκή αγορά
Κλειστή τις άλλες μέρες
Βγάζει το καπέλο μόνο στην πίσω σειρά
με τα κιόσκια: «Παλαιά βιβλία! Πολύτιμα βιβλία!»
Τα μετακινεί προσεκτικά, αλλάζει τις στοίβες
Δεν παίρνει ποτέ ένα που ήδη έχει
γρουσουζιά θέλει να πει στον πωλητή
Ποτέ δεν του μιλά
Δίνει το γρόσι και φεύγει.
Έξω από το σπίτι ο Διασώστης κρατάει τα εργαλεία
«Είστε έτοιμος»;
«Θα περιμένετε κι άλλο»
Κλείνει την πόρτα πίσω του για μια εβδομάδα ακόμη.
Στον καλόγηρο το καπέλο
Κάθεται στην πολυθρόνα
Διαβάζει τριάντα σελίδες
Κάθε φορά που ανοίγει ένα βιβλίο
Διαβάζει τριάντα σελίδες
Πάει στην κουζίνα και το τοποθετεί στο τελευταίο άδειο ντουλάπι.
Μετανιώνει.
Ανοίγει πάλι το βιβλίο που μόλις αγόρασε.
Εκατό Χρόνια Μοναξιάς αντηχεί στο μυαλό του ο τίτλος
καθώς διαβάζει τις επόμενες τριάντα σελίδες
αντηχεί ο τίτλος σε κάθε γραμμή που αλλάζει.
Το βιβλίο στη θέση του.
Το ντουλάπι κλειδώνει.
Ο κύριος διαβάζει τριάντα σελίδες στην τουαλέτα,
1984
Ανοίγει όλα τα ντουλάπια, πέφτουν στο πάτωμα χιλιάδες βιβλία
Τρέχει στα δωμάτια
Ρίχνει χάμω τις βιβλιοθήκες και τα ερμάρια
Σωροί παντού, μια ανάμεικτη μυρωδιά από κόλλα, μούχλα κι αλεύρι
Ο ήχος τους που πέφτουν, ο ήχος των εξωφύλλων που τσακίζονται
Ο ήχος των τοίχων που ραγίζουν, γυμνοί πια από το στήριγμά τους.
Ο Διασώστης ανασηκώνεται κτυπάει την πόρτα
Κοιτάζει τριγύρω μέσα από τις ρωγμές
Φωνάζει από κάθε γωνιά σε πανικό από αίσθημα ευθύνης:
«Είστε έτοιμος; Να εισέλθω; Μιλήστε μου!»
Δεν θα πάρει απάντηση.
Ο κύριος έχει ξεκινήσει το κτίσιμο με τα βιβλία.
Είναι ένα σπίτι μέσα στο σπίτι
«Να εισέλθω»; Μέσα ησυχία.
Ο κύριος είναι στο νέο καθιστικό,
διαβάζει τις τελευταίες τριάντα σελίδες από
Τον Άγγελο Της Πείνας της Χέρτα Μιούλερ
Κι όταν κάποτε ξανά Σάββατο επιθυμήσει νέο βιβλίο παλιό
Η αγορά θα είναι μέσα
Ο παλαιοπώλης θα είναι μέσα να περιμένει το γρόσι
Και δεν θα χρειάζεται πια να απαντάει σε ερωτήσεις παράξενες.
Το Καλοκαίρι Που Έρχεται
Δεν ήταν μεγάλες οι προτάσεις
που ανταλλάξαμε μ΄ εκείνον
από την ώρα που πληρώσαμε
το προκαθορισμένο τέλος.
Άφησε εμάς να κουμαντάρουμε
κι ήδη με το πρώτο ξημέρωμα
συμφωνήσαμε όλοι
πως κανείς δεν γνώριζε την πορεία
έτσι δεν χαθήκαμε ποτέ.
Το βράδυ με το αστέρι της Βηθλεέμ οδηγό
πλησιάζαμε όλο και περισσότερο στη γη Χαναάν
τη μέρα απογοητευόμασταν
που τα σύννεφα κρύβαν τον ήλιο
για μια στιγμή φαντάστηκα πως ήμουνα μόνος
χωρίς τις κραυγές και τον θρήνο.
Δεν ξέρω τι είναι το ήμαρ
και πώς να το πω νόστιμον
(αέρας επιτέλους)
το κατάρτι αργό
δεν σηκώνεται τραβάω
δεν σηκώνεται
τραβάω
φουρτούνα
φουντώνει το χειμωνιάτικο χαλί
μου κάψανε τα καλοκαιρινά
πρόσφατα οι καλοθελητές
καθαρό θέρος ίσως δεν ξαναδώ
το κατάρτι νεκρό
η εξωλέμβια βήχει απεγνωσμένα
με την τελευταία βενζίνη
και τα καλώδια κομμένα
καρβουνάκι για το μωρό
φωνάζει μια άγνωστη
τι να κατάπιε που είχε δηλητήριο
είσαι απάτρις μού λέει ο ψηλός στην κουπαστή
είσαι αρπάχτης φωνάζει ο λιμενικός
στο φαγητό θα αναφερόταν
που πια το τελειώσαμε κι αυτό
κι ήταν ό,τι μας κράταγε εδώ πάνω
είμαι στο νερό
χαϊδεύω το χαλί
με χαϊδεύει κι αυτό
θα σκεπαστώ
με αγκαλιά το μωρό
σαν θα του ψιθυρίζω
για το καλοκαίρι που έρχεται.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Χρίστος Ρ. Τσιαήλης είναι καθηγητής αγγλικών και υποψήφιος για μεταπτυχιακό στη Θεατρολογία. Η πρώτη του συλλογή διηγημάτων εκδόθηκε το 2010. Στο ενεργητικό του έχει 4 βιβλία, εκ των οποίων το βιβλίο ΨΩΜΙ, το 2017. Στις αρχές του 2021 αναμένεται η νέα του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Συμπτώματα». Ποιήματα και διηγήματά του έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί σε διάφορες γλώσσες για λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες σε χώρες όπως Η.Π.Α., Ην. Βασίλειο, Αυστραλία, Συρία, Ην. Αραβικά Εμιράτα, Μεξικό, και πολλές άλλες. Ο συγγραφέας μεταφράζει λογοτεχνία, αρθρογραφεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και υπηρετεί το θέατρο στη θέση του δραματουργού και του βοηθού σκηνοθέτη. Λαμβάνει μέρος σε φεστιβάλ λογοτεχνίας σε διάφορα μέρη του κόσμου όπως Κένυα, Ελ Σαλβαδόρ, Ινδία, κλπ. Έχει συμμετάσχει επί σειρά ετών ως κριτής λογοτεχνικών διαγωνισμών και διεθνών διαγωνισμών poetry slam. Είναι ιδρυτικό μέλος της ομάδας συγγραφέων "Διαβάσεις" η οποία φιλοξενεί και παρουσιάζει στην Κύπρο συγγραφείς από το εξωτερικό, και διοργανώνει μαθήματα δημιουργικής γραφής. Ο συγγραφέας είναι οργανωτικός συντελεστής στον Λογοτεχνικό Όμιλο Δήμου Στροβόλου.