Δέκα ποιήματα του Χρήστου Κάρτα

Δέκα ποιήματα του Χρήστου Κάρτα

Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον ποιητή Χρήστο Κάρτα. Ο φιλοξενούμενός μου γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη.Έχει ολοκληρώσει μεταπτυχιακές σπουδές στο Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος με εξειδίκευση στη Βιοτεχνολογία, τη Φυσιολογία και την Επιγενετική Φυτών. Δεν έχει εκδώσει ακόμη κάποια ποιητική συλλογή,όμως ποιήματά του δημοσιεύονται στον ηλεκτρονικό λογοτεχνικό τύπο.Η ποίησή του κινείται στους δρόμους της υπερρεαλιστικής έκφρασης. Ο λόγος του είναι φρέσκος, τολμηρός, ζωηρός, με εμπνευσμένα σχήματα και εντυπωσιακές εικόνες. Η γραφή του είναι φιλοσοφική, βαθιά ανθρωποκεντρική και φυσιολατρική. Τον απασχολούν τα υπαρξιακά ερωτήματα,η εσωτερική συνομιλία,οι διαπροσωπικές σχέσεις. Θα ταξιδέψουμε με δέκα υπέροχα ποιήματά του!

ΣΑΛΠΑΡΙΣΜΑ

Στην πλώρη της ανατολής
σβήνω το φόβο με ετερόφωτες πληγές
που ηλεκτροδοτούνται στο αέναο
απ’ την αυτοπυρπόλησή μου
με την Κακή Φωτιά του Παλαμά

στην πλώρη της ανατολής
η μοναξιά του ποιητή
είναι ο θόρυβος απ’ τα χειροκροτήματα
μετά το τέλος της απαγγελίας

             (τι ηδονικός τραυματισμός η υπέρβαση του φόβου!
             τι φωτεινό παλάτι η μοναξιά του ποιητή!)

θαλάσσιες ανεμώνες
περιφρουρούν την υφαλμύρωση του φύλου σου
καθώς αρνείσαι να υποκύψεις στα τοπία

μέσα στο πέλαγο
το σώμα σου λυγμός του ανέμου που μοιράζεται αεικίνητα
στη λαιμαργία της αρμύρας

μέσα στο πέλαγο
τα στήθη σου δυο εγκαταλειμμένα πετρελαιοφόρα
που φέρνουν τον εαυτό τους αντιμέτωπο
με τη θηλυκότητα της γης και του θανάτου

           (πόσο ερωτικά ψυχορραγεί το καλοκαίρι στην αγκαλιά του Σεπτεμβρίου!)

δεν έχω να σου γράψω άλλα ποιήματα
τώρα οι ιστορίες του πελάγου θα μνημονεύονται με δάκρυα

           (πόσο ερωτικά ψυχορραγεί το καλοκαίρι στην αγκαλιά του Σεπτεμβρίου!)

στην πλώρη της ανατολής
ο ήλιος είναι το ανίατο σκοτάδι των ματιών σου

ΦΑΡΟΣ

Οι μούσες παραιτήθηκαν
στο κατώφλι ενός παμπάλαιου οδόσημου

όμως

τα χείλη μου παρέμειναν
ένα υπέροχο ναυάγιο στον πάτο των μαλλιών σου

έτσι στα ποιήματα που γράφω
πρωταγωνιστεί η μουσική

ή μάλλον

για να 'μαστε πιο ακριβείς
μου τα υπαγορεύει.

ΝΑΥΑΓΙΟ

Στέκομαι διάτρητος απ’ τα θεμέλια του ποιήματος
το βλέμμα μου είναι στάσιμο
και κρύβεται στους διαμπερείς τραυματισμούς
οι πελεκάνοι του αναθέτουν να ετοιμάσει την αποδημία
για τους απογόνους
η ακτή δεν νιώθει οίκτο για τους ζωντανούς

δεν είμαι πειρατής

απλά η θάλασσα ερωτεύτηκε την επικράτεια της σιωπής μου
κύματα με λευκές φωνές γλείφουν από τις φτέρνες μου
τους ασπασμούς του αλατιού από τη ρότα που σκουριάζει
την εξάντληση
παρατηρώ επίμονα τα θραύσματα μιας αγκαλιάς που έγιναν νησιά

δεν έχει άγκυρες η πλώρη της ανατολής

απλά η θάλασσα στο πλάι της αποκαλύπτει τις κραυγές αυτών
που μίσησαν το σώμα τους τότε που πιάσανε λιμάνι
αναπηδάνε οι κραυγές και στροβιλίζονται έξω και μέσα απ’ τα νερά
σαν μαγικά δελφίνια που πυρπολούν το λυκαυγές
σαν χορογράφοι του θανάτου των ερωτευμένων που αναπαύονται
στους διαμπερείς τραυματισμούς

δεν είμαι πειρατής
δεν έχει άγκυρες η πλώρη της ανατολής

μονάχα μια γυναίκα
που πασχίζει να διαβρώσει τα θεμέλια του ποιήματος
μέσα στα ρείθρα του οργασμού της

ΣΤΗΝ ΠΛΩΡΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ

Ήμασταν συνένοχοι στην αφωνία
όμως κανείς δεν είχε αντιληφθεί το πάθος μου
να γίνω μουσικός

σε λίγο θα ξημέρωνε
κι έκρυβα κάτω από το στρώμα
το κλειδί του σολ
για να φυλάξω ανέπαφη την αϋπνία της κλοπής
κράτησα μόνο το φιαλίδιο με την άμμο
για να μπορώ να αποφεύγω τις παγίδες
και ακολούθησα τα βήματα
που με είχαν προσπεράσει βιαστικά
μέχρι που έχασα τα ίχνη μου
σε μια παραθαλάσσια συγχορδία

μία γυναίκα στεκόταν μόνη
στην πλώρη της ανατολής
το βλέμμα της φυλάκιζε σε υδάτινα κλουβιά
όλες τις νότες που περνούσαν
η θάλασσα ερχόταν και της έβρεχε τα πόδια
ζωγράφιζε πάνω στις πέτρες σκόρπια γράμματα
απ’ τη ζωή εκείνου που δεν ήμουν
σήκωσα ένα κοχύλι και το έβαλα στ’ αυτί
αμέσως μου ήρθε στο μυαλό
ο ήχος των χελιδονιών
καθώς πετούν προς τον Βορρά

τότε η θάλασσα
ενώθηκε με την άλλη θάλασσα
που αγρίευε ανάμεσα στους μηρούς της γυναίκας

η αρμύρα ψαλίδισε το σώμα μου
το σκόρπισε
σαν κομμάτια ψηφιδωτού
μέσα στις δύο θάλασσες

η μέρα φόρεσε τη σάρκα της γυναίκας
έγινα λαθρεπιβάτης στο λευκό της άλογο
και τ’ όνομά μου ήταν Χίθκλιφ 1

1: χαρακτήρας από το μυθιστόρημα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» της Έμιλι Μπροντέ.

ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ ΑΥΤΑΠΑΡΝΗΣΗΣ

Μύλοι «Αλλατίνη»

Έλα να περπατήσουμε ξυπόλητοι
πάνω στα σόλο του Chick Corea
απόψε που η μουσική βαριανασαίνει

έχω μεταφέρει το παλιό μου πιάνο
στην αυλή του εγκαταλειμμένου εργοστασίου
εκεί που ο χρόνος ήτανε από χαρτί
και τον πληγώσαμε με τ’ αναμμένα μας τσιγάρα
η υπερωρία της σκουριάς
δεν τόλμησε ν’ αγγίξει τις χορδές
πάνω στα πλήκτρα του κοιμούνται ταραγμένα
όλα τα πόδια που αφήσαμε
στις ατραπούς των μισοτελειωμένων χορογραφιών
οι οκτάβες πιο σιωπηλές από ποτέ
σαν ακτινογραφίες που αγρυπνούνε πάνω τους
αποθανόντες εαυτοί –
παιδιά που κρύφτηκαν στη θέα επισκέπτη

έλα ν’ ανέβουμε ξανά στην οροφή του κεντρικού κτιρίου

να είσαι όπως τότε
βγαλμένη απ’ το πορτραίτο του χειμώνα
βάλε το πράσινο παλτό
και βάψε τα μαλλιά μελαχρινά
μπέρδεψε τα δικά μου με απρόσεχτα δάχτυλα
ξεδίπλωσε πάνω μου ό,τι περίσσεψε
απ’ τη φωνή σου
σαν κουΐντα από αμετάκλητο χιόνι
άφησε την πνοή μου να προσβάλει
τη δυσκολία σου στα δάκρυα

έλα να επιστρέψουμε με σώματα από βροχή
εκεί που οι ερωτικές κραυγές μας
θα 'ναι το πιο αξιόπιστο σκοτάδι

τότε θα γίνω πρωταγωνιστής
σ’ ένα μονόπρακτο αυταπάρνησης
καθώς ο θάνατός μου ξημερώνει απ’ τις πληγές
που ανοίξανε τα δόντια σου στις νότες

ΑΝΕΜΟΕΣΣΑ

Σήκω ανεμόεσσα απ’ την αιώρα του καλοκαιρού
και χόρεψε στα ξεβρασμένα φύκια
γίνε κοχύλι ασπαίρον να υποσκάψεις
το βυθό της θερινής ραστώνης

εκεί που το φιλί μου καταλάγιασε
μεσίστια τρικυμία στα μαλλιά σου
άλλο από την πρόνευση
δεν θα με λύτρωνε παυσίπονο

όπως τα στήθη σου κυμάτιζαν βράχοι απόκρημνοι
όμως ανέγγιχτοι απ’ του Ναυπλίου τις φωτιές
όλες οι άγκυρες απέτυχαν
ν’ ακινητήσουν τις προπέλες του πελάγου

σήκω ανεμόεσσα απ’ την αιώρα του καλοκαιριού
στόλισε το λαιμό σου
με λειασμένα από τη θάλασσα γυαλιά
να πάρουν μπρος οι φυσητήρες των χρωμάτων

ΕΚΔΡΟΜΗ

Έμοιαζε πάμφωτος παιδότοπος,
μα ήταν η γενιά μου που φυσούσε τ’ αποφάγια των ξυπνητηριών.
Γέλιο μπαλόνι αναρριχιόταν στο τραγούδι του συναγερμού
να υπερβεί την ερημιά της τελευταίας αποβάθρας.

Μπροστά μόνο παρόπλιση εγκαταλελειμμένου βαγονιού.

ΣΤΑ ΠΡΟΣΩ ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΩΝ ΟΦΘΑΛΜΩΝ…

Στα πρόσω δακρυσμένων οφθαλμών
ανέτειλε το υπερπόντιο πεζούλι του βυθού
παχύ σαν θερινή ανάμνηση•
ούρια κραυγή επιλαχόντος ήρωα
σημάδευαν τις όψεις των ανθρώπων
οι προβολείς της ασφυξίας
ανήλικες φωνές
εκσπερματώναν μια ουρανομήκη φρυκτωρία
όμως μαρμάρινη βροχή κάθε πυράκτωση
όσο αντηχεί στις αλεξίσφαιρες παλάμες του θανάτου.
Μόνη ασπίδα που μου απέμεινε
ένα λιμάνι στασιαστής ανελκυστήρας
που τ’ άλγος της πορείας του δεν έλιωσε
τους αεραγωγούς των μαχαιριών.

ΠΡΟΣΔΕΘΗΚΑ ΣΤΗ ΣΑΡΚΟΒΟΡΑ ΟΙΜΩΓΗ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΗΡΩΝ…

Προσδέθηκα στη σαρκοβόρα οιμωγή των κινητήρων
του πιο ηλεκτροφόρου σαλαχιού
για να νικήσω κατά κράτος την ταχύτητα της πνιγμονής
ποτέ μου δεν συνάντησα κουφάρι καραβιού
που να μη νιώθει οίκτο για τα κύματα που φρικιούν μέσα στ’ αμπάρια του
είναι που οι κλεμμένοι θησαυροί
γελοιοποιούν την έξαψη των πειρατών
που απασφαλίζει εντούτοις τη χειρολαβή της ιστορίας

σήματα μορς χρεοκοπούν τις αντοχές των σωστικών φωτοβολίδων

…---…

……..

αφού η παραβίαση των σημαδούρων του χαμού
μια αγκαλιά χωρίς ρυμοτομία
πώς διαφορετικά μπορούσα να ασπαστώ τ’ αρμόνια των υφάλων
χωρίς εσένα ω ποίηση μοναδικό πηδάλιο;

ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ ΦΥΓΗΣ

Ποτέ δεν σ’ έχω δει να κλαις εκεί που νοσταλγείς το καλοκαίρι
μόνο απ’ τα μάτια σου να στάζουνε κοιτάσματα φυγής
όπως τα σκούρα χρώματα αθέλητα στρωμένα σε κάποια παιδική μου ζωγραφιά

ποτέ δεν σ’ έχω δει να κλαις πίσω απ’ το παράθυρο ενός λεωφορείου
εκεί που ο δρόμος κούρδισε τον αποχωρισμό
μόνο με χείλη μισοφέγγαρες πληγές έχω φιλήσει το τραγούδι
που σου άναβε την όραση
τις ώρες που μια πόλη ναυαγούσε αθόρυβα στα ηλεκτρικά της φώτα

οι πόλεις όταν ναυαγούν δεν στέλνουν σήματα κινδύνου
η θάλασσα είναι κόκκινη στην πλώρη της ανατολής

τα χέρια σου δυο αχινοί στα θερινά μου πέλματα
υπονομεύουν την απόσταση ως την οριστική μου διαφυγή απ’ το ατύχημα
τι θα θυμούνται τα αίματα από αυτή την διαδρομή
τι θα εμπιστευτεί στον άνεμο η στάχτη που θα την παρασύρει ως τη λήθη
της φωτιάς

εκεί που νοσταλγείς το καλοκαίρι σε κλείνει μια αγκαλιά
από ξερές πευκοβελόνες
η σήψη της αναζητά πάνω στο δέρμα σου λίγη απ’ τη νυχτερινή δροσιά
μετά διστάζει και αποτραβιέται στη σιωπή σαν μουσικός
που πέθανε σε νέα ηλικία

εκεί που αναχωρείς πίσω απ’ το παράθυρο ενός λεωφορείου
σπατάλησα κάθε δικαίωμα στη θάλασσα

που είναι κόκκινη στην πλώρη της ανατολής

θάβοντας κάτω απ’ τα μαλλιά σου την απολυταρχία των πληγών μου

Βιογραφικό σημείωμα

Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη το 1993 στην οποία και ζω. Είμαι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος σπουδών του Τμήματος Δασολογίας & Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ με εξειδίκευση στη Βιοτεχνολογία, τη Φυσιολογία και την Επιγενετική Φυτών. Δεν έχω ακόμη εκδώσει κάποια ποιητική συλλογή, ωστόσο ανέκδοτα ποιήματά μου έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά.

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr