Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά",έχω προσκαλέσει τον ποιητή και μεταφραστή Σταύρο Γκιργκένη. Ο καλεσμένος μου διαμένει στη Θεσσαλονίκη. Είναι διδάκτορας της κλασικής φιλολογίας κι εργάζεται ως εκπαιδευτικός. Έχει εκδώσει πολλά βιβλία μεταφρασμένων έργων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και της ξένης λογοτεχνίας. Είναι συνιδρυτής του δοκιμιακού-λογοτεχνικού περιοδικού Νόημα από το 2018, ενώ διετέλεσε γενικός επιμελητής του περιοδικού Ερατώ από το 2018 έως το 2020.Είναι υπεύθυνος έκδοσης των σειρών «Νεοελληνική Λογοτεχνία» και «Λογοτεχνία» των Εκδόσεων Ζήτρος. Τον τελευταίο χρόνο είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Το 2022 κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή "YLEM: Μεταστοιχειώσεις λογοτεχνικού υδράργυρου", στην οποία συμπεριλαμβάνονται ποιήματά του που έχουν εκδοθεί τη δεκαετία 2010-2020 κι αδημοσίευτο υλικό. Η ποίησή του είναι υπαρξιακή, εσωτερική, εξομολογητική. Ο λόγος του είναι πολύχρωμος, αρμονικός, με ζωηρές εικόνες, πρωτότυπα σχήματα, ζυγισμένη έκφραση συναισθήματος. Ο δημιουργός συζητά με ειλικρίνεια με το εγώ. Καταγράφει με διεισδυτικότητα απλές σκηνές του βίου, προσωπικά οράματα, διαψεύσεις. Φωτίζει τις στενές ανθρώπινες σχέσεις. Φιλοσοφεί. Θα έρθουμε σ'επαφή με δέκα μοναδικά ποιήματά του!
Αυτό το πρωί ξημερώνει σαν χτες
Αυτό το πρωί ξημερώνει σαν χτες,
σαν προχτές,
σαν το πρωινό που η πρώτη μνήμη για σένα
αγκιστρώθηκε μέσα μου,
όπως φωλιάζει ο αετός στην άκρη του βράχου
και κοιτά βαθιά μέσα στον ήλιο του.
Ναι, είσαι πολύ λαμπερή.
Το σμήνος των σκέψεών μου περιστρέφεται γύρω σου,
ούτε κοντά, να μην καεί από μια ενδεχόμενη άρνηση,
ούτε μακριά, να μην ξεφύγει εντελώς από την τροχιά σου.
Και στο κέντρο όλων των τροχιών,
στην καρδιά όλων των σφαιρών,
μαγνήτης εγκατεστημένος με όλο το ονειρώδες φορτίο του
εσύ και η ομορφιά της ύπαρξης πάνω σου.
Κι αυτό το πρωινό θα τελειώσει όπως πρέπει.
Εσύ μακριά μου.
Εγώ μακριά σου και μακριά μου.
Στις θέσεις όπου θα έπρεπε ούτως ή άλλως να βρισκόμαστε.
Εγκαιροφλεγείς ματαιότητες
Εγκαιροφλεγείς ματαιότητες
ανάβουν ελάχιστο ίχνος ονείρου,
σαν διάττοντας που ποτέ δεν ακουμπάει στη γη
μα λοξοδρομεί στις τροχιές ανύπαρκτων υπερκόσμιων δρόμων.
Κι όμως βαθιά μέσα σου εξακολουθείς να πιστεύεις σε θαύματα.
Βαθιά μέσα σου συνεχίζεις να λες την ευχή που δικαιούσαι.
Θαρρείς και οι φυλές των ανθρώπων
έχουν ανάγκη τον ουρανό,
για να εκπληρώσουν τα γήινα.
Η κληρονομιά
Λησμονημένοι άνεμοι σε διατρέχουν
κι ό,τι ακόμη απομένει ήρεμο απ’ τις παλιές εποχές,
ένας κατοπτρισμός αρχέγονης αγάπης στο κύμα,
ένα δέντρο πιο αρχαίο κι απ’ την ίδια τη λήθη,
το ταράζουν, ψυχή μου.
Σε θυμάμαι να ιχνηλατείς το μυστήριο
ως το υπέρυθρο φως του αινίγματος,
να θέλεις να δώσεις υφή σε λόγια
που δεν επιθυμούν να σαρκωθούν
και να παραδοθούν στο άγγιγμα της ανθρώπινης φωνής.
Σε θυμάμαι να προσπαθείς ματαίως να εντοπίσεις σοφία
στο σκοτεινό διάκενο ανάμεσα στ’ άστρα
ή στην απόσταση που χωρίζει μνήμη από μνήμη,
στον μυστικό ομφάλιο λώρο που ενώνει αγάπη και μίσος
από τότε που πρωτογέννητο επωάστηκε μέσα σου το θηρίο των αισθημάτων.
Σε θυμάμαι να θέλεις ν’ αφήσεις πίσω σου χαράγματα πάνω στα δέντρα,
γραφές ανεξίτηλες στον πόνο ή τη χαρά,
γλυπτά μνημειώδη στις κορυφές βουνών
που να δοξάζουν ό,τι ένιωσες και σκέφτηκες,
καθώς σε οδηγούσε τυφλός σαν γέρος ποιητής ο χρόνος.
Και στο τέλος να αντιλαμβάνεσαι πικρά το αυτονόητο,
πως η φωτιά είναι για να τη σβήνει η απρόσμενη βροχή,
ο ήλιος για να χορταίνει την πείνα της η ύαινα της νύχτας
και πως οι θησαυροί υπάρχουν
για να καταχωνιάζονται βαθιά στη γη
και όχι για να επιδεικνύονται σαν εύρημα στο φως της μέρας.
Ό,τι τελικά απομένεις
είναι ό,τι άφησες κληρονομιά, ψυχή μου, στον άνεμο.
Όνομα
Δεν το περίμενες πως τελικά θα ερχόταν και σ’ εσένα η θάλασσα;
Κοιτάς επίμονα των γλάρων το αμίλητο φτερούγισμα
και περιμένεις πως θ’ ακούσεις το χαμένο σου όνομα.
Δικό σου ήτανε ή κάποιου άλλου;
Τι σημασία έχει εδώ,
όπου θολώνουνε τα όρια και σβήνει η μορφή μ’ αφρούς,
εναγκαλίζεται τους βράχους κι αφήνεται στ’ ατέρμονο τρικύμισμα,
μία ρυτίδα χρόνου στο λειασμένο της ανυπαρξίας πρόσωπο.
Κοιτάς σε βάθος το είναι σου και προσκαλείς το παρελθόν,
αν και γνωρίζεις πως εκείνο είναι ήδη εξαντλημένο
σε λέξεις, σε περιπαθείς προτάσεις που έσπασαν στα βράχια
και θρυμματίστηκαν σε συλλαβές και ήχους ανερμάτιστους.
Άλλωστε τι άλλο είναι οι στιγμές οι περασμένες,
αν όχι χρόνος ξοδεμένος για ένα μέλλον
που όταν έρχεται στο τέλος το απορρίπτεις;
Άλλος είναι αυτός που ξεκινά
και άλλος αυτός που τελειώνει το ταξίδι σου.
Κι εσύ μένεις να ιχνηλατείς πορείες που ποτέ δεν πήρες
ή πορείες που πήρες, αλλά έχασες το δρόμο σου,
ονόματα λησμονημένα σε μια διαδρομή φωνών,
διερευνώντας δήθεν με γνώση το λαβύρινθο,
πηγαίνοντας από άνθρωπο σε άνθρωπο,
από τη στίξη στην αντίστιξη,
από όρθρο λύπης σ’ εσπερινό χαράς,
απ’ τη δροσιά του πρωινού στην παγωνιά της νύχτας,
ψάχνοντας το χαμένο σου μισό,
την ποθητή, ιδανική σου όψη στον απέναντι καθρέφτη,
μια όψη που η μοίρα δεν την χάραξε ποτέ στο σώμα άλλου ανθρώπου,
αλλάζοντας το Εγώ σε Εσύ και το Εσύ σ’ Εγώ,
αλχημιστής που ξέχασε τη μυστική του τέχνη.
Γιατί σ’ αυτόν τον κόσμο δεν ξεχνάς μονάχα εσύ,
ξεχνούν και οι άλλοι.
Ακόμη κι αν σε ψάχνουνε απελπισμένα
μες στις ρωγμές και στα ορύγματα που κρύβεσαι.
Κάθε περιπλανώμενος ερημίτης αναζητά τον άλλο ερημίτη,
να σβήσουνε τη μοναξιά με μοναξιά.
Κι εσύ στο ακρογιάλι περιμένεις να ’ρθει το χαμένο σου όνομα.
Δικό σου ή κάποιου άλλου.
Τι σημασία έχει πια, σαν σμίγουν οι φωνές
για ν’ ακυρώσουν τον ίδιο τον αντίλαλό τους;
Τι άλλο είναι η σιωπή από σκέψεις που δεν ακούν η μια την άλλη,
μα συνεχίζουν να συμπορεύονται άσκοπα;
Εδώ στο χείλος της στεριάς και του νερού προσμένεις
μήπως και ακουστεί μια τελευταία φορά το χαμένο σου όνομα.
Ώσπου να έρθει να σε βρει το κύμα.
Ώσπου να σ’ αγκαλιάσει το νερό σ’ όλη τη δόξα των ονείρων του,
σ’ όλο το μεγαλείο της πληρότητας και του κενού,
με όλα τα χαμένα ονόματα μα και με τ’ όνομα του τίποτα.
Μόνο τα ύδατα κρατούν το λόγο τους ασάλευτο μες στο τρικύμισμα.
Καλά, δεν το περίμενες πως τελικά θα ερχόταν και σ’ εσένα η θάλασσα;
Όταν δεν σε κοιτάζω, υπάρχεις
Όταν σε κοιτάζω
πιστεύω στα πιο απίθανα πράγματα,
όπως -ας πούμε- σε μια σπηλιά χωρίς το βάθος της,
ένα λεπτό χωρίς τα δευτερόλεπτά του,
ένα ενδιαφέρον με νόημα.
Όταν δεν σε κοιτάζω, υπάρχεις.
Σε μια αμφίσημη κατάσταση.
Σιωπηλή πνοή που ανασαίνει αόρατη στη μνήμη μου.
Κι ύστερα εμφανίζεσαι από το πουθενά.
Σε μια γωνία ανύπαρκτη,
σε ένα χώρο ένυλο όσο και το τρεχούμενο νερό στα χέρια αγγέλου.
Υποψιάζομαι πως όταν δεν με βλέπεις, δεν υπάρχω.
Γι’ αυτό μπορώ και γράφω.
Πανσέληνος
Τι να συμβαίνει, όταν ένα φως κοιτάζει ένα άλλο φως;
Ποιες νότες ανταλλάσσονται από διόδους μυστικές
σαν τη χορδή που κιθαρίζει τη μουσική του χρόνου;
Κάποτε μεγαλώνεις κι αναζητάς τα δευτερόλεπτα που ξόδεψες
δίχως να αγοράσεις κάτι απ' την πραμάτεια των ονείρων σου.
Κι όμως ήταν εκεί, απλωμένη σαν ερωμένη που δίνεται ολάκερη,
αλλά εσύ διαλέγεις πάντα κάτι το λιγότερο,
το μισοφέγγαρο, αντί για την πανσέληνο,
το ένα χρώμα, αντί για όλο το ουράνιο τόξο.
Τι να συμβαίνει, όταν ένα φεγγάρι συναντά ένα άλλο;
Ποιοι θρύλοι να ξυπνούν σαν ξεκινάει να χτυπά η καρδιά της νύχτας;
Οι δράκοι κάποτε γερνούν κι εξημερώνονται
κι εσύ ακόμη αναζητάς το κάστρο
που δεν εκπόρθησε ποτέ ο δισταγμός κι η αναβλητικότητά σου.
Κι όμως η πύλη του ήταν ανοιχτή,
κόρη ενός ματιού που διαστέλλεται ολάκερο
για να δεχτεί το αγαπημένο σχήμα εντός του.
Αλλά εσύ διαλέγεις πάντα το μισόκλειστο παράθυρο,
τη χαραμάδα αντί για τη βαθιά ρωγμή,
το σχίσιμο στο πέπλο αντί για το γυμνό κορμί του αγάλματος.
Τι να συμβαίνει, όταν ένα φως δεν αντέχει να κοιτάζει ένα άλλο φως;
Όταν ένα βλέμμα σβήνει για να μην δει το άλλο;
Όταν το πεντάγραμμο αδειάζει από τις νότες του,
όλη αυτή η χαμένη μουσική πού να πηγαίνει;
Πάνω σε γυάλινο χαρτί
Απήλθες, χωρίς να έχεις έρθει και ποτέ.
Κάτω από δαιμονικό λαμπτήρα προσπαθώ
να λιώσω την εικόνα σου.
Σταγόνα πάνω σε γυάλινο χαρτί.
Ρέεις.
Πότε ωσάν ηλιακός χρυσός,
πότε σαν τον υδράργυρο του φεγγαριού
και πότε ωσάν τη βεβαιότητα χιονιού πως θα αγαπηθεί απ’ τον χειμώνα του.
Ρέεις.
Με την ευχέρεια που έχει ο πόνος να γλιστρά από την κρύπτη του.
Απήλθες και πήρες μαζί σου το μονάκριβο κενό μου.
Χωρίς να το αναπληρώσεις και με τίποτα.
Πήρες το κρύο και τη ζέστη,
το χτες που θα ’θελε να γίνει τμήμα μου
μα έγινε φλοίσβος σε μιαν άλλη μνήμη.
Απήλθες με την τέφρα σου στο χέρι
να τη σκορπίσεις σ’ άβατα βουνά.
Σε κάποιο μέλλον μακρινό που δεν μπορώ να φτάσω
σε μια γωνιά βιβλίου που δεν μπορώ να βρω
σε μία πολιτεία που ακόμη δεν υπάρχει
σε έναν σχήμα που οι γεωμέτρες ακόμη δεν το επινόησαν.
Απήλθες κι έκλεψες όλα τα λόγια μου.
Ναι,
άλλοι σε τραγουδούν με στίχους ξάστερους,
απλούς, όλο ουσία,
δίχως μαλάματα,
στο φως φτηνού λαμπτήρα,
καθώς είναι της μόδας.
Εγώ απλώς σ’ ακούω.
Σαλώμη
Μια στιγμή θα ξεκλέψω απ’ το Τίποτα.
Μια στιγμή που θα δώσει
ανύπαρκτους αιώνες στο μέλλον.
Στου Ναού το άδυτο βακχεύοντας,
τη δική μου Σαλώμη θα ικανοποιήσω,
προσφέροντας την κεφαλή του Χρόνου
επί πίνακι.
Σεπτό τοπίο
Σεπτό τοπίο γεμάτο στίγματα δέντρων απογυμνωμένων.
Τα συναισθήματα, σκόρπια στο έδαφος φύλλα.
Το κρύο σκεβρώνει τις λέξεις.
Ο χειμώνας ακόμη διυλίζει το αίμα μου.
Ο ήλιος μόλις που προλαβαίνει
να ματώσει μια τροχιά στον ουρανό
πριν υποκύψει στο δυτικό του βάρος.
Το μάτι μου, όμως, αρκείται σ’ αυτό το λίγο και έλκεται.
Η καμπύλη της ζωής μου μια παραβολή ανοιχτή προς το φως.
Σχήματα λόγου
Λέξεις αραχνοΰφαντες,
διάφανοι ιστοί αγάπης,
σχήματα λόγου που συνέλαβαν κάποτε τη μουσική στα μαγικά τους πλέγματα,
φιλήματα που έζησαν για μια στιγμή στα χείλη, μα δεν δόθηκαν,
μιας και πιστέψανε στην προσμονή και όχι στην εκπλήρωση,
δεκάτη από τη φαντασία ξωτικού,
τη λιχνισμένη στην πρωινή πνοή περαστικού ονείρου.
Τι ωραία που διαγράφεσαι μέσα στις σκιές η πλέον σκοτεινή σκιά!
Τι ωραία να περιμένεις τη φθορά ήδη από την άνοιξη.
Να περιμένεις πότε θα λιγοστέψουν οι διαθέσιμες στο φως στιγμές
και θα σιγήσουν οι φωνές του χρόνου πριν το σούρουπο.
Μέσα στα ανθισμένα λούλουδα λατρεύεις κιόλας τον γυμνό τους κάλυκα.
Μες στον πολύβουο δρόμο ήδη φαντάζεσαι το θρόισμα ανέμου άδειου.
Πρέπει να ξέρεις όμως
πως το φθινόπωρο που προσδοκάς
καμιά φορά δεν έρχεται,
πως έξαφνα μια μέρα
η μοίρα αδιάφορη, σαν παγωμένη αγάπη,
μπορεί να κλώσει και αλλιώς το νήμα της.
Για να ταιριάζει σε χειμώνες και μολύβδινα βουνά
χωρίς το γνώριμο άρωμα του ελάτου,
χωρίς τη φυλλοβόλο χαρά του πλατάνου
τον Σεπτέμβριο.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Σταύρος Γκιργκένης γεννήθηκε το 1972. Ζει και εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη Θεσσαλονίκη. Είναι διδάκτορας της κλασικής φιλολογίας, ποιητής και μεταφραστής. Ασχολήθηκε εντατικά με τη μετάφραση και τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και της ξένης λογοτεχνίας, έχοντας εκδώσει πολυάριθμα σχετικά βιβλία. Έχει συνεργαστεί με αρκετούς εκδοτικούς οίκους, αλλά το κύριο εκδοτικό του σπίτι είναι οι Εκδόσεις Ζήτρος. Είναι συνιδρυτής του δοκιμιακού-λογοτεχνικού περιοδικού Νόημα (έκδοση του GrDiscovery) από το 2018, ενώ παράλληλα υπήρξε γενικός επιμελητής του περιοδικού Ερατώ (Εκδόσεις Ρώμη) από το 2018 έως το 2020. Είναι υπεύθυνος έκδοσης των σειρών «Νεοελληνική Λογοτεχνία» και «Λογοτεχνία» των Εκδόσεων Ζήτρος. Από το 2022 είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Το ίδιο έτος δημοσίευσε την ποιητική συλλογή YLEM: Μεταστοιχειώσεις λογοτεχνικού υδράργυρου, στην οποία συγκεντρώνει όλη την εκδομένη ποιητική του παραγωγή της δεκαετίας 2010-2020, καθώς και αδημοσίευτα ποιήματα.