Ο σημερινός μου προσκεκλημένος, είναι ο λογοτέχνης Νίκος Σουβατζής. Έχει σπουδάσει στο τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας. Στην εργογραφία του υπάρχει μια συλλογή διηγημάτων και μια ποιητική συλλογή. Ποιήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά κι έχουν μεταφραστεί σε τρεις γλώσσες. Υπήρξε συντάκτης στον έντυπο κι ηλεκτρονικό τύπο. Διατηρεί το ιστολόγιο chimerianarki.wordpress.com. Η ποίησή του είναι κοινωνική κι ανθρωπιστική. Μιλά για την αδικία,την προσφυγιά, τη φτώχεια, τον πόλεμο,τη βία, για όσα πονάνε το συνειδητοποιημένο κι ευαίσθητο άτομο. Στηλιτεύει τα κακώς κείμενα και στέκεται απέναντι στην κοσμική εξουσία. Η γλώσσα του είναι πολύχρωμη και πλούσια,αλλά έχει το χάρισμα να γίνεται κατανοητή από τον κάθε αναγνώστη. Τα λυρικά μανιφέστα του ταράσσουν και συγκινούν. Διάλεξα δέκα ποιήματα από την πρώτη του ποιητική συλλογή "Χειμερινή ισημερία" να μοιραστώ μαζί σας. Δυσκολεύτηκα πολύ να επιλέξω, αφού ήταν όλα υπέροχα!
Μετά τη λήθη
Πάνω σε μια κουκίδα του σύμπαντος
γεννήθηκε ο άνθρωπος
και μια μέρα σηκώθηκε όρθιος
για να βαδίσει προς το μέλλον
κι ύστερα ανακάλυψε τη φωτιά
για να νικήσει το σκοτάδι
και να ζεσταίνει τις νύχτες του
κι ύστερα κοίταξε τον ουρανό
κι ονειρεύτηκε καινούργιους κόσμους
κι έμαθε πως μπορεί να ζήσει μόνο με τους άλλους
κι ανακάλυψε την αγάπη
και πάνω εκεί έχτισε τον κόσμο
κι ύστερα έφτιαξε τη γλώσσα
για να υμνήσει τον ήλιο και τη θάλασσα
και τη γραφή για να νικήσει τον θάνατο
Και ύστερα ήρθαν οι θεοί και τον έμαθαν να μισεί
και η εξουσία και τον έμαθε να σκοτώνει
και χώρισε τη γη σε άνισα μέρη
και χάραξε σύνορα
κι έφτιαξε στρατούς και σημαίες
για να φοβίζει τους εχθρούς
Κάποτε θα ξανασταθεί όρθιος
για να βρει τον δρόμο προς το μέλλον
και θα θυμηθεί αυτό που πάνω του έχτισε τον κόσμο
και θα μάθει πάλι
να σφίγγει το χέρι του διπλανού του
Και θα μάθει να αγκαλιάζει τους ηττημένους
και να μοιράζεται το ψωμί και τον πόνο
Και τότε θα μοιράσει ξανά τον κόσμο απ' την αρχή:
Ένα κομμάτι ευτυχίας για τον καθένα,
λίγα δάκρυα χαράς
κι ένα αστέρι για τα μοναχικά βράδια
Και τα μόνα σύνορα θα 'ναι εκεί που τελειώνει ο ουρανός
Θα ξημερώσει μετά από αιώνες
Όταν χαθούν για πάντα στη λήθη
το κόκκινο του αίματος και της φωτιάς,
το μαύρο της δυστυχίας,
το γκρίζο της στάχτης και των ερειπίων
Όταν κανείς δεν θα μπορεί να μισήσει,
ούτε να φοβηθεί,
γιατί κανείς δεν θα του στερεί τον ήλιο
Όταν τα παιδιά δεν θα πρέπει να χτίσουν
όσα γκρέμισαν οι γονείς τους
Όταν κανείς δεν θα σκοτώνει για να ζήσει
και η ζωή θα μοιράζεται δίκαια
σε όσους διψούν να ζήσουν
Θα ξημερώσει μετά από αιώνες
Οι ονειροπόλοι και οι ποιητές
θα χρωματίσουν τον κόσμο
με τα χρώματα του ουράνιου τόξου
και θα χτίσουν τα σπίτια τους πάνω στα σύννεφα
και κανείς δεν θα τους λέει τρελούς
γιατί θα βλέπει στα μάτια τους την ευτυχία
Τις νύχτες τα αστέρια θα φυλάνε σκοπιά
στο κατώφλι των πληγωμένων
ψιθυρίζοντας πότε πότε ένα παλιό νανούρισμα
για να διώξουν τα δάκρυα και τη μοναξιά
Και οι άνθρωποι
θα πεθαίνουν ήσυχα στον ύπνο τους
χορτάτοι από ζωή κι από όνειρα
και μ' ένα χαμόγελο θα καταλύουν
το βασίλειο του θανάτου
Τριεθνές
Γεννήθηκα σε μια γκρίζα χώρα
κάπου στα σύνορα με τη θλίψη και την οργή
Βρέχεται απ' τη θάλασσα του πόνου,
παράγει απελπισία και μίσος
και δανείζεται συνεχώς
μερικές στιγμές ζωής
που τις ξεπληρώνει με αίμα
Στην καμένη και άγονη γη της
φυτρώνουν μόνο κάτι παράσιτα
που κοντεύουν να μας πνίξουν
Ο πληθυσμός της δεν έχει απογραφεί,
είναι κάτι σκιές που κινούνται
στα όρια της ζωής και του θανάτου
Έχει εκδοθεί ταξιδιωτική οδηγία
να μην την πλησιάζει κανείς
Η δυστυχία της είναι μεταδοτική
και δεν αρμόζει στον πολιτισμένο κόσμο
Τη γλώσσα της κανείς δεν την καταλαβαίνει,
είναι κάτι ακατάληπτες κραυγές
και κάτι ψίθυροι σαν πέσει το σκοτάδι
Γεννήθηκα σε μια γκρίζα χώρα
που δεν υπάρχει σε κανέναν χάρτη
μόνο στους εφιάλτες
και σε κάτι ξεχασμένες γκραβούρες
που απεικονίζουν την κόλαση
Σημάδι αναγνώρισης
Αλλάζαν όλα γύρω μου,
ένιωθα ξένος,
τότε ήταν που φοβήθηκα
μη χάσω τον εαυτό μου
Έτσι, σταμάτησα να μεγαλώνω
και όταν όλοι μιλούσαν
για πράγματα άγνωστα σε μένα
και έτρεχαν να προλάβουν τις εξελίξεις
και να προσαρμοστούν
μην τους κακοχαρακτηρίσουν
και τους περάσουν για αφελείς
που δεν έχουν πιάσει το νόημα
και αδυνατούν να κατανοήσουν
το πνεύμα της εποχής,
εγώ έκανα τη ζωή παιχνίδι
αλλά απ' αυτά τα σοβαρά παιχνίδια
που αφήνουν τα σημάδια τους
κι έχουν σκληρούς κανόνες
«Μα έλα τώρα, παιδιά είμαστε;»
όταν ακούω αυτή τη φράση
κάνω τον αδιάφορο
για να μη μ' αναγνωρίσουν,
φανερώνομαι μόνο σ' αυτούς
που μιλούν με στίχους
και παίρνουν στα σοβαρά
τα γέλια και τα δάκρυα των παιδιών
Το πιο βαρύ φορτίο
Στην αγαπημένη μνήμη της μητέρας μου
Αν ερχόμαστε στη ζωή για κάποιο σκοπό
εσύ ήρθες για να δείξεις
πως δεν υπάρχουν όρια στην αγάπη
και πως οι μεγάλες καρδιές
βρίσκονται σε μικρά σώματα
Μια κουρασμένη καλησπέρα
κι ένα πικραμένο βλέμμα
κι ένιωθες τον πόνο μου
και γινόταν δικός σου
Το πιο βαρύ φορτίο
μπορούσες να σηκώσεις
στους μικρούς σου ώμους
χωρίς ένα τόσο δα παράπονο
έφτανε μόνο να ξέρεις ότι είμαι καλά
Δυο γλυκές κουβέντες
και ηρεμούσε της ψυχής μου
η φουρτουνιασμένη θάλασσα
και φωτίζονταν
τα σκοτεινά μονοπάτια του μυαλού μου
Όταν στα χέρια μου
έπαιρνα τα δυο σου χέρια
πάνω τους έβλεπα τα σημάδια
μιας σκληρής και δύσκολης ζωής
Κι ήταν αυτή η ζωή που έδωσες για να αναστηθώ
Κι όταν κούρνιαζες σαν σπουργίτι στην αγκαλιά μου
φοβόμουν ότι μια μέρα θα πετάξεις μακριά
κι ας ήταν μικρά τα φτερά σου
Και όταν ήρθε εκείνη η μέρα
κρύφτηκαν όλα τα σύννεφα
και σταμάτησε ο αέρας να φυσάει
για να 'χεις ήρεμο ταξίδι
Δυο αθώα μάτια κι ένα παιδικό χαμόγελο
σε έναν κήπο με λευκά τριαντάφυλλα
Δυο αθώα μάτια κι ένα παιδικό χαμόγελο
που θα 'ρχονται στον ύπνο μου
όταν βλέπεις από ψηλά τα δάκρυά μου
Ένας φωτεινός ήλιος σε ένα απριλιάτικο πρωινό
να θυμίζει για πάντα το ταξίδι σου
Δυο αθώα μάτια κι ένα φωτεινό χαμόγελο
ανεξίτηλο σημάδι στην ψυχή μου
Οι απέναντι
Η ζωή σεργιανίζει στις γειτονιές
και τις πλατείες των ανθρώπων
Το τσιμέντο και η άσφαλτος αντηχούν
τους χτύπους της καρδιάς τους
Και όσοι στέκονται απέναντι,
κλεισμένοι στα γραφεία τους
προσπαθούν να δώσουν στους χτύπους
τον δικό τους ρυθμό
Κι όταν ακούσουν να μιλούν για αγώνα
χαμογελούν ειρωνικά
Τι να καταλάβουν οι φτωχοί από αγώνα;
Η ψυχή τους ένα ακόμα προϊόν στις αγορές
και τα χρηματιστήρια
Όταν φτάσουν στα αυτιά τους λέξεις όπως
ψωμί, μεροκάματο, άνθρωποι του μόχθου,
ξεσπαθώνουν κατά του λαϊκισμού,
της δημιουργίας εντυπώσεων
και της πολιτικής εκμετάλλευσης
Πού να ξέρουν πώς βγαίνει το ψωμί;
Αυτά είναι για τους πληβείους
Ξεκίνησαν με ένα ψέμα στις αποσκευές
και μια υπόκλιση που γίνεται όλο και πιο βαθιά,
ώσπου στο τέλος σέρνονται στο χώμα
Αυτό που λένε αυτοί ζωή είναι ένα άψυχο κάδρο
σαν νεκρή φύση, σαν άδειο βλέμμα,
μια ακόμα εμπορική συναλλαγή
Μάθανε πολλά τόσα χρόνια στην πιάτσα
Να σκοτώνουν την αλήθεια,
να μισούν όσους περιφρονούν τις αξίες τους,
να προσκυνούν τους δυνατούς,
να χλευάζουν τους αδύναμους,
να φοβούνται όσους δεν μπορούν να εξαγοράσουν
Το μόνο που δεν έμαθαν ποτέ,
άλλωστε πάντα απέφευγαν τις επικίνδυνες γνώσεις,
είναι να ζεσταίνουν τα χέρια τους
στη φωτιά της ψυχής τους
Γιατί τα χέρια τους τα κρύβουν
και η ψυχή τους είναι από χρόνια πουλημένη
Κι αν καμιά φορά ακούσουν μέσα τους
μια αδύναμη φωνή,
που τους θυμίζει ότι κάποτε υπήρξαν άνθρωποι,
την πνίγουν πριν προλάβει να δυναμώσει
Το πέρασμά τους απ' τον κόσμο
είναι σαν ένας δρόμος γεμάτος λασπόνερα
Δρουν πάντα στο σκοτάδι,
γιατί έτσι γίνονται οι δουλειές,
και τα αστέρια
που φωτίζουν τα βήματα
των νυχτερινών διαβατών
έχουν κρυφτεί απ' την ντροπή τους
Την έβδομη ζωή
Αν είχα εφτά ζωές
τη μία θα την ξόδευα στις θάλασσες
Αιγαίο, Μεσόγειο, Ατλαντικό και Ειρηνικό,
Μαύρη Θάλασσα
Απέραντη υγρή πατρίδα
που κάθε μέρα αλλάζει πρόσωπο
Θα 'γραφα το όνομά μου πάνω στα κύματα
και θα αντηχούσαν το τραγούδι μου στις επόμενες γενιές
Τη δεύτερη ζωή θα την ξόδευα
για να μάθω να πετάω
και να μην παίρνω πια τη ζωή στα σοβαρά
αφού όλα από ψηλά θα έμοιαζαν μικρά
Την τρίτη θα γυρνούσα σε σκοτεινά και υγρά σοκάκια,
στους κακόφημους δρόμους των λιμανιών και
σε περιφρονημένες συνοικίες,
στο πιο βαθύ σκοτάδι
με βήματα σαν της γάτας
θα εισχωρούσα απαρατήρητος
στον κόσμο των απόκληρων
για να ακούσω αυτά τα παραπονεμένα τραγούδια
που ποτέ δεν τραγουδιούνται στο φως
Η τέταρτη θα κυλούσε σε μια χώρα
που δεν γνωρίζουν τον πόνο και τη λύπη
που τίποτα δεν χωρίζει τους ανθρώπους
μόνο ζούνε και αγαπάνε κάτω απ' τον ίδιο ήλιο
Την πέμπτη ζωή θα την περνούσα γράφοντας
για αυτό τον κόμπο που έχω στο λαιμό
κι αυτό το πλάκωμα στο στήθος
και τα βράδυα που δεν μου κολλάει ύπνος
κι όλα όσα μετάνιωσα
κι όσα κρατούν την καρδιά μου φυλακισμένη
Την έκτη ζωή θα την αφιέρωνα στα όνειρα
και θα 'ταν σαν τα όνειρα που κάνουν τα παιδιά
χωρίς λογική και ρεαλισμό
μόνο μαγεία
σαν να 'χουν βγει απ' τα παραμύθια
Την έβδομη θα έβρισκα απ' όλα αυτά τα όνειρα
το πιο εξωπραγματικό
και θα προσπαθούσα να το κάνω αληθινό
Κι αν στο τέλος ό,τι κατάφερνα
έμοιαζε έστω και λίγο στο όνειρο
θα ήξερα ότι δεν πήγε χαμένη η ζωή μου
Όταν ξανάρθεις
Στη μνήμη του Αϊλάν και όλων των προσφύγων
Ξέρεις Αϊλάν υπάρχουν άνθρωποι που ξεχνούν εύκολα
κι ας κυλάει στις φλέβες τους αίμα προσφύγων
Ξέρεις Αϊλάν υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν το ψέμα
γιατί η αλήθεια για αυτούς δεν είναι βολική
Ξέρεις Αϊλάν υπάρχουν άνθρωποι που υποκρίνονται
κι όταν προσεύχονται για ειρήνη στον κόσμο
αδιαφορούν για τα θύματα του πολέμου
Ξέρεις Αϊλάν για αυτούς που μας κυβερνούν
οι ζωές μας δεν έχουν καμία αξία
Ξέρεις Αϊλάν για τους ισχυρούς
ο θάνατος και η δυστυχία
είναι δουλειές με μεγάλα κέρδη
Μα ξέρεις όλα αυτά δεν τα λέμε στα παιδιά
γιατί φοβόμαστε μην πληγωθούν
Περιμένουμε να μεγαλώσουν
για να γνωρίσουν την ασχήμια του κόσμου
Όμως εσύ δεν πρόλαβες να μεγαλώσεις
και πριν μάθεις να γράφεις το όνομά σου
έμαθες ότι η ιστορία είναι γραμμένη με αίμα
Πόσοι μικροί φαίνονται
όταν μιλούν για ελευθερία και δημοκρατία
Κούφια λόγια στο στόμα τους
κι εμείς να ντρεπόμαστε που τους ακούμε
Και τώρα Αϊλάν ποιος παράδεισος
να χωρέσει την αθωότητά σου;
Και τώρα ποια γη να σ' αγκαλιάσει
που είσαι τόσο μικρός για τέτοιο ταξίδι;
Πόσα νανουρίσματα να συντροφεύουν
τον αιώνιο ύπνο σου;
Σε ποια γωνιά του ουρανού να σ' αναζητήσω;
Πώς να σου μιλήσω για τα χρώματα
όταν γνώρισες μόνο το κόκκινο και το μαύρο;
Ξέρεις Αϊλάν αυτός ο κόσμος που τόσο σε πλήγωσε
κάποτε θα καταρρεύσει
και στα ερείπιά του θα χτίσουμε τον δικό μας
που κανείς δεν θα περισσεύει
και δεν θα υπάρχουν ντόπιοι και ξένοι
Και τότε ξέρω ότι θα ξανάρθεις
γιατί ένα κομμάτι αυτού του κόσμου σου ανήκει
Σκόνη πάνω σε παλιά βιβλία
Το ποίημα αυτό είναι απ' τα ποιήματα
που ασφυκτιούν στο χαρτί
Ονειρεύεται μια νύχτα
να δραπετεύσει
και να γνωρίσει τον κόσμο
Να περιηγηθεί εκεί που γεννιέται η ζωή,
εκεί που γράφεται η ιστορία,
εκεί που αψηφούν τον θάνατο
και τους φυσικούς νόμους,
εκεί που κερδίζουν το ψωμί,
εκεί που αλλάζει ο κόσμος,
εκεί που γκρεμίζουν τα τείχη
Να αναπνεύσει ελεύθερο,
να αγαπήσει και να μισήσει,
να μεθύσει από έρωτα,
να γίνει κτήμα όλων των ανθρώπων,
να γίνει τραγούδι
που θα τραγουδήσουν όλα τα στόματα
Να γίνει αέρας και βροχή
και η σκόνη πάνω σε παλιά βιβλία,
να γίνει θάλασσα ανταριασμένη
που θα μιλούν για αυτή οι παλιοί ναυτικοί
στα καφενεία του λιμανιού
Να εισβάλλει σε παλιά βιβλία
και ασπρόμαυρες φωτογραφίες
και να διασχίσει κάθετα την ιστορία
Απ' τον Οκτώβρη του '17
στον Ιούλιο του '36,
απ' τον Δεκέμβρη του '44
στον Νοέμβρη του '73
και στο φθινόπωρο του '77
Κι όταν πια γνωρίσει τη ζωή
απ' την καλή κι απ' την ανάποδη,
όταν στις βαθιές αυλακιές στο μέτωπό του
μπορεί κανείς να διαβάσει
ύμνους και θρήνους
για τη ζωή και τον θάνατο,
τότε να ξαναγυρίσει στο χαρτί
και κάθε λέξη του
να έχει να αφηγηθεί μια ιστορία
Μέχρι να μάθουμε να ζούμε
Πόσα χελιδόνια πέταξαν πάνω απ' τα κεφάλια μας
χωρίς να σηκώσουμε το βλέμμα στον ουρανό;
Πόσα λουλούδια άνθισαν δίπλα μας
κι εμείς ανυποψίαστοι
συνεχίζαμε τη ρουτίνα μας;
Πόσα τραγούδια της άνοιξης ακούστηκαν
μα είχαμε κλειστά τα αυτιά μας;
Πόσα χρώματα άλλαξε ο ουρανός
όσο ήμασταν κλεισμένοι στον εαυτό μας;
Πόσα ταξίδια ματαιώσαμε;
Πόσους νέους κόσμους αρνηθήκαμε να γνωρίσουμε;
Πόση ζωή ξοδέψαμε μέχρι να μάθουμε να ζούμε;
Πόσα σπουδαία πράγματα προσπεράσαμε βιαστικά;
Πόσα θαύματα αρνηθήκαμε να ζήσουμε;
Σε πόσα όνειρα κλείσαμε την πόρτα;
Γιατί τους αφήσαμε να μας πείσουν
ότι ο χειμώνας θα κρατήσει για πάντα;
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Νίκος Σουβατζής γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1977. Είναι απόφοιτος του τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει εργαστεί ως συντάκτης σε έντυπα και διαδικτυακά μέσα. Ασχολείται με την πεζογραφία και την ποίηση. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα ισπανικά, στα γαλλικά και στα αγγλικά και έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες. Έχει εκδώσει μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο Αναχώρηση και μια ποιητική συλλογή με τίτλο Χειμερινή ισημερία. Υπό έκδοση βρίσκεται η δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο Ανατολική περίπολος.