Δέκα ποιήματα του Νίκου Ι. Μουρίκη

Δέκα ποιήματα του Νίκου Ι. Μουρίκη

Σήμερα, στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον ποιητή Νίκο Ι. Μουρίκη. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε μηχανική διεργασιών στη Γερμανία. Αργότερα τα ενδιαφέροντά του τον οδήγησαν ν' ασχοληθεί με την καλλιτεχνική φωτογραφία, την αισθητική και την εσωτερική φιλοσοφία, όπου παρακολούθησε μαθήματα. Ακόμη σπούδασε ανάλυση ονείρων, συνθετική συμβουλευτική και συστημική ψυχοθεραπεία. Σήμερα εργάζεται ως σύμβουλος ψυχικής υγείας και ψυχοθεραπευτής στην Αθήνα. Μέχρι στιγμής έχει δημοσιεύσει τέσσερις ποιητικές συλλογές, πέντε βιβλία, ενώ έχει συμμετάσχει σε μια συλλογική έκδοση. Η ποίησή του είναι υπαρξιακή, φιλοσοφική, στοχαστική. Ο λόγος του είναι πλούσιος, περίτεχνος, στιβαρός, με διαυγείς εικόνες και ηχηρά συναισθήματα. Η υποβλητική γραφή του φωτίζει εσωτερικές διαδρομές κι ανασκαλεύει συμπαντικά μυστικά. Θα έρθουμε σ' επαφή με δέκα πολύ ξεχωριστά ποιήματά του απ' όλες τις συλλογές του!

ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΣΜΑΤΟΣ 

Γαβριηλίδης, 2017 

ΣΑΝ Ο ΘΕΟΣ ΑΠΟΛΛΥΤΑΙ 

Τα πέντε στάδια της ψυχολογικής αντίδρασης έναντι του επικείμενου θανάτου 
άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη και αποδοχή.
 

Elizabeth Kuebler Ross, “On Death and Dying” 

α’ Άρνηση 

Αποκομμένος απ’ όλους κ’ απ’ όλα σε μαγεμένη τροχιά 

Νικόλας Άσιμος 

Υφίσταμαι. Υπό τίνος; 

Είμαι αρχή και τέλος, πεπερασμένος κύκλος γήινος. Τίποτε έξω από τη σκέψη μου δεν ζει, όλα εγώ τα δημιουργώ, όνομα νόημα προορισμό τους δίνω. Τίποτε δεν υπήρξε πριν ούτε θα υπάρξει, γιατί χρόνος δεν νοείται στης φαντασίας το νεφέλωμα. 

Ονειρεύτηκα τον Δία να δαμάζει την Ευρώπη, την κόμπρα γύρω απ’ του Βούδα την κεφαλή. Ο Χριστός τον ληστή δεν συγχώρησε, απλώς αφαίρεσε τον πεσσό. 

Έλαβα διάφορες όψεις με το νου, Descartes Russel Berkeley Wittgenstein. Έγινα θεός στη θέση του Θεού. 

Με μια ανάσας ριπή η αυλαία θα πέσει, η σκέψη σαν σφουγγάρι θα σβήσει του ίχνους μου την κιμωλία. 

β’ Θυμός 

…Ο θυμός εκφοβίζει, επηρεάζει τους άλλους να κάνουν κάτι που θέλουμε, ενεργοποιεί ένα άτομο για επίθεση ή άμυνα… 

Robert Plutchik, The Nature of Emotions 

Άναρχε Θεέ, επί τέλους φανερώσου. 

Πες μας γιατί κατέστρεψες γένος χρυσό αργυρό χάλκινο, γιατί οι φλέβες μας από σίδηρο είναι. Το δημιούργημά σου ελαττωματικό. Δεν κορέστηκες αίμα; Ποιαν ανώτερη ανάγκη υπηρετείς. Είσαι μονάχος, ανδρόγυνε; Επαλήθευση χρειάζεσαι; Φτιάξε έναν αλγόριθμο, Γεωμέτρη και Κυβερνήτη. 

Φοβάσαι τη νέα δομή που θα γεννηθεί μακράν της ισορροπίας. 

Όμως αν του χάους την τάξη εσύ δεν εμπιστεύεσαι, την Αναρχία, πώς να εξοικειωθώ εγώ με τον ου τόπο που πατώ σε μισό μέτρο γης. Πώς ν’ αγαπήσω, δίχως μέτρο, δίχως υπολογισμό, εγώ που μ’ έμαθες να μετρώ την αξία με το νόμισμα, τον άνθρωπο με το κιλό να ζυγίζω, να κόβω το ψωμί στον πόντο

Πώς; 

γ’ Διαπραγμάτευση 

Το πενθόν άτομο αναρωτιέται πώς θα μπορούσε να είχε αποτρέψει την απώλεια του αγαπημένου προσώπου. Ο θυμός εσωστρέφεται, δημιουργώντας ως αντίδραση ενοχές... 

Μαρίνα Μόσχα 

Γεννιέμαι∙ 

Τοτέμ φριχτά υψώνω, λαιμούς παίρνω παιδικούς, ξορκίζω τα κακό. Η άνιμά μου, όφεως οφθαλμός, διάχυτη σε δέντρα ζώα και βράχια. Μανιτάρια εξακοντίζω στα ρουθούνια μου, της πέτρας χορεύω στο ρυθμό που πελεκάω, εκστασιάζομαι, με τα πνεύματα ενώνομαι. 

Εξελίσσομαι∙ 

Ύβρις Ερινύες αναδύονται Αιδώς, η Ιφιγένεια με ελαφιού μορφή, της Κλυταιμνήστρας το αίμα με τρέπει σε φυγή. Στο σώμα την ψυχή ενθυλακώνω, φτιάχνω θεούς κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση, αγάλματα σμιλεύω ανθρώπων νοητών. 

Τραγωδώ. Το πρώτο στοιχείο λογίζομαι, μετρώ τον Ουρανό. Την Πόλιν κοσμώ, σεισάχθειες εισηγούμαι, συγκρίνω πολιτεύματα. Αμύνομαι περί Πάτρης, εκπολιτίζω εκπολιτίζομαι. Το Αγαθόν ερώμαι, ανάγω το πολλαπλό στην Μονάδα, ρέω στους κόλπους του άρρητου Ενός. 

Εκφυλίζομαι∙ 

Βουτώ στην ενοχή οι προφήτες οργισμένους θεούς αναγγέλλοντας πληγές κατακλυσμούς. 

Την παρέκκλιση  την αμαρτία φοβούμαι ο πόθος μου δαιμονικός η αμφιβολία ρίχνεται στην πυρά. Σωτηρία καμιά με το μαστίγιο μετανοώντας. Πιστεύω απεγνωσμένα, σταυρωτά προσεύχομαι, τον φτωχό ταΐζω απ’ το περίσσευμα της μακροθυμίας μου. Πώς να ημερέψω τον θυμό; 

Λαμπάδες στο μπόι ανθρώπου ανάβω, χτίζω ναούς ουρανοξύστες. Ελπίζω. 

δ’ Κατάθλιψη 

…Ούτως ότι χλιαρός ειμί και ούτε ζεστός ούτε ψυχρός μέλλεις με εμέσαι εκ του στόματός σου… 

Αποκάλυψις Ιωάννου 3, 14 

Της ψυχής μου το μελάνι σαν μηχανής εξάρτημα στεγνό. Τη δυστοπία ως σωτηρία αποδέχτηκα. 

Ζώ για να εργάζομαι, εργάζομαι επιβιώνω δίχως νόημα, υπεκφεύγω, την σκέψη αποδιώχνω μην αισθανόμενος

Η προσευχή δεν εισακούεται, ο δέκτης βουλοκέρι σφραγιστό. Αναριγώ. Αποσύρομαι στο κενοτάφιο της απιστίας μου, στην πίστη της απόγνωσης βολεύομαι. Τον θάνατο προσκαλώ. 

Πάσχει από αρθριτικά η αισθητική μου, η χρόνια εκπαίδευση απέδωσε. 

Πέφτω σ΄ αδιέξοδο, εσχατολογώ. Ελπίζω στους σεισμούς που θα ’ρθουν, σε μια ανθρωπότητα πιο βάρβαρη από μένα, τα πράγματα προς τα κει εξωθώντας.

 Αυτοκαταστρέφομαι. 

ε’ Αποδοχή 

Το παρά το ον ουκ ον× το ουκ ον ουδέν× εν άρα το ον. 

Θεόφραστος 

Φουκουσίμα Τσερνομπύλ, λεπτά απ’ την καταστροφή αιθέρας τοξικός κάποιος με ρωτά αν ζω ή με τους θανόντες κατοικώντας. 

Απορώ. Αν όλα στην σκέψη μου ανεμίζοντας πώς θα εδυνάμην για μένα να μιλώ. 

Πράγματι, κάπου εκεί, στα χαλάσματα του νου τον Ταξιάρχη με λυγμούς ανταμώνω που μ’ αγκάλιασε σαν επίγνωσης αγέρι. 

Ελάχιστος κόκκος άμμου στην έρημο ενός πλανήτη κουκκίδα στο διάστημα. Κι όμως ο νους συλλαμβάνει τον Νου, το άπειρο μετρά, η ψυχή τις ιδέες του Κόσμου κοινωνώντας, το σώμα δίκτυο νευραλγικό στον εγκέφαλο του Σύμπαντος περιθάλπει το Ον. 

Είμαι ο χτύπος της καρδιάς του Θεού, ο θρήνος του στην Παλαιστίνη, τη Βαγδάτη τη Δαμασκό το Χαρτούμ, ο αδελφός του ανοίκειου. Αρχή μου το Ανώτερο Εγώ. 

Ακτίνα Εκείνου είμαι.

 ΕΝΑΓΩΝΙΩΣ ΑΓΧΙΒΑΤΩΝΤΑΣ 

Γκοβόστης, 2019 

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ 

Υπάρχει μια σχέση ανάμεσα στο Εσύ και το εγώ

Και αυτή η σχέση είναι ταυτότητα 

Heinz von Foerster 

Με τα εσώτερά μου πια πελεκημένα κίονας για του θεού τ’ ανάκτορο τραβώ εκεί όπου πέτρα πεντελική κι εσύ μου βαστάς την κεφαλή μήπως αναπτερωθούν τα λόγια και φύγουν άλλα για τους Υπερβόρειους και άλλα για την χαμένη ήπειρο. 

Καρυάτιδα πώς εύχομαι η έλευση της μέρας ενωμένους να μας εύρει με δέος στον ου τόπο αντίκρυ των αχράντων λέξεων επιστρέφοντας μην και δεν πύρωσε ο ηλέκτωρ τον τρίτο παράγοντα που το σύμπαν αναμφίβολα ορίζει, την ψυχή. 

Του λειψού κορμιού μας η συνύπαρξη κάθε λογής σολιψισμούς καταργεί. Στου εποπτεύοντος άστρου τον καθρέφτη εμείς είδωλα αντεστραμμένα ποτέ αφ’ εαυτού μας δεν υπήρξαμε, την πρόοδο μονάσαμε στης μοίρας μας τον πόρο, κρατώντας στο χέρι ένα σκοινάκι σχέσης που γίνηκε ταυτότητα. 

ΕΡΩΤΑΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 

Τώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει 

Οδυσσέας Ελύτης 

Παίρνει καιρό να συνηθίσουμε την απουσία. 

Με βογγητά νυχτερινά συστήθηκε ο θάνατος τερμίτες έσκαβαν την φωλιά το σπίτι σκίστηκε στα δύο το πάθος βαρύ ιώδιο. Μια πόρτα έκλεινε τις πληγές. 

Η ζωή κυλούσε από συνήθεια απορώντας η αρρώστια πώς αντέχεται πώς χάνεται η δύναμη; Ή μήπως δεν χάνεται, είναι μια άλλη στο μέρος της καρδιάς με απαντοχή τη μοίρα που αποδέχεται εύχεται της νέας μέρας το χρέος να εκπληρώσει; 

Κανείς ορίζει μονάχος του το χρέος του και το εξοφλεί με τη ζωή του. 

Τον βαρκάρη προσμένοντας εκείνος ήδη είχε κρεμάσει στον λαιμό του τη χρυσή του Ορφέα πινακίδα, «Γης παις ειμί και ουρανού αστερόεντος× αυτάρ εμόν γένος ουράνιον». 

Όπως το συναίσθημα ανέγγιχτο κάθε τι εύφορο καίει ο νους σπανίως αντιστέκεται στην παρόρμηση την πρώτη, στης μοίρας το νεύμα. Αστοχούμε οι νίκες εφήμερες πορφύρεον εις μάτην ραντίζει τους προμαχώνες. 

Αν πάψει η ψυχή να βιάζεται θα καταρρεύσει. Τι το όμορφο με άμυνες πρωτόγονες να ζούμε; Τα τελευταία λόγια σαν πυροβολισμός στ’ όνειρο κροτίζουν, το παιδί πρέπει... 

Έτσι της απουσίας η άρνηση γίνεται άρνηση του εαυτού και η αγάπη για τη ζωή έρωτας του θανάτου. 

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΘΕΟΦΙΛΟ ΚΑΙΡΗ 

Στον Ηλία Γκρή 

Υπάρχει, ναι υπάρχει αιώνιος δικαιοσύνη 

Θεόφιλος Καΐρης 

Αλγύνομαι γέροντα× του Προμηθέα το φανάρι που ύψωσες φλάμπουρο του Εικοσιένα στης Άνδρου τον βοριά έσπασε απ’ του σκεπαρνιού τη βία. Κι όμως σαν φλόγα μεταλάβαμε την Θεοσέβεια ευθυτενείς και με τον Νου ισότιμοι σπουδάσαμε την Ύλη ορφανοί κι εμείς από προκρίτους 

Σεμνύνομαι γέροντα δικαιωμένος απ’ τη θυσία σου κι ελεύθερος× μέχρι την σήμερον το πνεύμα σου ανασαίνω προσκυνώντας στην εμπασιά της πόλης την ομώνυμη βιβλιοθήκη σαν μνήμα 

Δέομαι γέροντα× δεν ήταν έσχατος ο αφορισμός σου στου σκότους τον αιώνα κ’ ας μην ομολογήσαμε. Εσύ Φιλικός τράβηξες με το καριοφύλλι  για τον Όλυμπο. Αντί για το Χρυσό του Όθωνα Σταυρό τιμήθηκες απ’ το τρικέφαλο της τυραννίας τέρας σ’ ένα υγρό κελί 

Αισχύνομαι γέροντα× συνοδεία χωροφυλάκων σε παράχωσαν στο λοιμοκαθαρτήριο της Σύρου, την επαύριον μικροί το φρόνημα δράκοντες δύσχειμοι τεμάχισαν την σωρό σου και την κατέκαψαν μ’ ασβέστη 

Μακαρίζομαί σε γέροντα πως κέρδισες τον θάνατό σου με μια ζωή άφοβη άξια των ηρώων του Αγώνα× κι αν απέκτειναν το σώμα το πνεύμα δεν εδύναντο να βλάψουν, στο ψυχοφτερούγισμα η πένα αταλάντευτη σημείωσε 

«Θάνατος αθανασίας εστί αρχά και τοις θεοσεβέσι αϊδίου μακαριότητος πρόξενος» 

ΠΑΡΑΜΕΘΟΡΙΟΣ 

Γκοβόστης, 2021 

ΠΑΡΑΜΕΘΟΡΙΟΣ 

Ίχνη τοπίων που άλλοτε. 

ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ 

Κ’ αν λοξοδρόμησα δεν μετανιώνω

αύριο θα σεργιανώ με τις πατούσες του Τιτάνα
ένα αηδόνι στο ταγάρι μου
νούμερο γερμανικό
στα ναρκοπέδια της μνήμης
και των απάτριδων τα χιονισμένα ίχνη 

Οι χαμένες ώρες οι ανείπωτες λέξεις
μ’ έσπρωξαν στα τοπία των γραμμών
και των χρωμάτων
όπου ο τρόμος διαλύεται στο φως
του πρώτου ύπνου
του ύστατου φιλιού
της γενεσιουργού ανάγκης 

Τώρα που το ποίημα εκρήγνυται
με φτερά κομμένα θα ίπταμαι
επόπτης στο πιο ψηλό σκαλί
ανάμεσα σε δυο κορίτσια
που τροχίζουν το μαχαίρι τους
κ’ οι αμυγδαλιές θ’ ανθίζουν όψιμα 

ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ 

Χειμώνας γύρω
στην ερημιά της σκόνης
φεγγάρια καθρεφτίζονται

φρούρια που οι λέξεις εκπορθούν 

σαν τροβαδούρος
ρίξε τη γέφυρα
ο χρόνος παρηγοριά
απομένοντας
σε εκείνον που έρως ανίκατε
συλλάβισε 

Στο αιώνιο παρόν η ζωή γεννά ζωή
τα αστέρια θάνατο
ώσπου ως φόρεμα φιδιού 

την οικειότητα της συντριβής
ν’ απαρνηθείς 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ IV 

Θεέ που ξενυχτάς
στο προσκεφάλι των φυλακισμένων
βρέξε χάπια να περάσει η νύχτα,
τα αστέρια ως τον αστράγαλο κατέβηκαν
η σιωπή τόξο στη ραχοκοκαλιά ανάβει
μέχρι ουρλιαχτό να γίνει 

Ο μαύρος άγγελος πλησιάζει
κρατώντας στο χέρι την υφήλιο σαν ζάρι
η τσόχα ξέφτισε
κ’ από κάτω ξεπροβάλλουν
οι κοιλιές των πεινασμένων γκαστρωμένες 

Κομμάτια παζλ που δεν ταιριάζουν η ζωή
τρέχω να βρω τη λύση
στους υπονόμους με τα ληγμένα φάρμακα
των ποντικών τα μάτια φωσφορίζουν
κάθε κίνηση κατασκοπεύοντας 

Επιθυμώ ν’ ακουστεί
για μια φορά το όνομά μας καθάριο
το ουρλιαχτό να φτάσει μέχρι εκεί πάνω
μήπως και γεννηθεί ο νέος λυτρωτής
που τούτη τη φορά όρκο παίρνω
πως δεν θα διαμελίσουμε 

ΘΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΩΣΗ 

Κουκκίδα 2024 

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 

α’ 

Άπελπις της μοίρας εσυλλάβισα
την πρώτη λέξη
ίτε
το πλήθος τράβηξε χειρόφρενο
τι πια απέμεινε να χάσουμε 

Του αυτοσεβασμού εσφίχθη ο χαλινός
ώς την αυτοχειρία 

Άγνωστος των νεκρών ο αριθμός. 

β’ 

Θρύψαλα το μπουκάλι με το δηλητήριο
έτσι κ’ αλλιώς κάθε στιγμή πεθαίνω
του χρόνου δεσμώτης
στον χώρο που φρουρώ της ιστορίας 

Ίτε 

Ελεύθερος το πρώτο ρίχνω βόλι 

ΚΟΣΜΟΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟΣ 

Στη Μαρλέν 

Σε πόλεις ζω αλλόφρονες,
γκρίζων κτηρίων τρικυμία,
και μηχανών που σαν σφαίρες κρότου λάμψης
με κυκλώνουν 

Από το στέρνο μου που ‘ναι στα δυο σκισμένο,
ότι βράχια τα σπίτια γίναν,
αίμα δεν στάζει .
εκεί μια λεμονιά μονάχη φυλά τις πύλες 

Δεν ήθελα προξενιό ούτε
γνωριμίες μ’ ευκατάστατους πολίτες
κάλλιο σ’ ένα μπορντέλο πόρνη της Αθήνας 

Της γάτας οικειοποιήθηκα τα μάτια
στους δρόμους πλάνης 

όλος ο κόσμος δικός μας
μια κάμαρη στενή
μ’ ορθάνοιχτα παράθυρα 

ΑΗ ΔΗΜΗΤΡΗΣ 

Στο μπόι σου παίρνει μέτρο η ανθρωπιά και η τέχνη 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ 

Ο Άη Δημήτρης στεφανωμένος τον πλάτανο του Στέφωση
σε άπλωμα με αρμέριες και ξύλινα καθίσματα
γεφύρι ψάχνει το νερό με πράσινα στολίδια
στα πόδια σου πεδία μαγνητικά
ο ουρανός τόσο κοντά σαν αίγα να αρμέξεις 

Πριν από χρόνια ήσουν πάλι εκεί.
Ένας Άλλος. 

Φώτιση ξάφνου, χτύπημα αστραπής σε μαύρο καθαρό,
μην λησμονείς τι είσαι ικανός
το μέτρο αψηφώντας! 

Του ανθρώπου μέτρο ας είναι το σώμα του θεού 

Τώρα με πόδια στιβαρά την υπόσταση ορίζεις∙
όλα όσα αγάπησες είναι εδώ
η ουσία που ακτινοβολείς σε καλοδέχεται 

Τόπος γαλήνιος με αργούς ρυθμούς
οι γάτες να ζητιανεύουν έπαψαν
στη φλόγα σιγοψήνεται ο καφές τι να τις δώσεις
πάρεξ στο βλέμμα μια γραμμή αριστερά
γαλάζια κίτρινη που τρεμοπαίζει αναμεσίς των φυλλωμάτων

 

Βιογραφικό σημείωμα

Ο Νίκος Ι. Μουρίκης γεννήθηκε στην Αθήνα.
Αρχικά σπούδασε μηχανική διεργασιών στη Γερμανία.
Επιστρέφοντας παρακολούθησε μαθήματα καλλιτεχνικής φωτογραφίας και αισθητικής καθώς και εσωτερικής φιλοσοφίας. Στη συνέχεια σπούδασε ανάλυση ονείρων, συνθετική συμβουλευτική και συστημική ψυχοθεραπεία.
Έκτοτε εργάζεται ως σύμβουλος ψυχικής υγείας και ψυχοθεραπευτής. 

Εργoγραφία:

Από την εξορία των Ινεπολιτών, αφήγηση Κυριάκου Δεληγιαννίδη (1999)
5 Ποιητές στην Αγορά (Αθήνα 2008, συλλογικό),
Γενεαλογία του Πείσματος (Γαβριηλίδης 2017),
Εναγωνίως Αγχιβατώντας  (Γκοβόστης 2019),
Παραμεθόριος (Γκοβόστης 2021),
Θυσίας Δικαίωση (Κουκκίδα 2024).

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr