Δέκα ποιήματα του Μιχάλη Μελαχροινούδη

Δέκα ποιήματα του Μιχάλη Μελαχροινούδη

Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον λογοτέχνη Μιχάλη Μελαχροινούδη. Ο καλεσμένος μου σπούδασε Παιδαγωγικά και είναι κάτοχος Διδακτορικού Διπλώματος στις Επιστήμες της Αγωγής. Υπηρετεί ως διευθυντής σε δημοτικό σχολείο της Χίου. Έχει αρθρογραφήσει σε εφημερίδες και περιοδικά. Ποιήματα και διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό τύπο, καθώς και στο προσωπικό του ιστολόγιο. Έργα του έχουν φιλοξενηθεί σε ανθολογίες. Είναι μέλος της ποιητικής ομάδας "Σείστρο", που  εκδίδει το ομώνυμο περιοδικό. Η ποίησή του είναι αφηγηματική, βιωματική, κοινωνική. Η πένα του ζωντανεύει με απίστευτες λεπτομέρειες και συγκινησιακό παλμό χαρακτήρες και σκηνικά της καθημερινότητας. Συνομιλεί με το παρόν, αλλά και με τις μνήμες, καταγράφοντας στοιχεία του ρεαλιστικού σύμπαντος κι όχι φαντασιακών τοπίων. Ο λόγος του ρέει με φυσικότητα. Είναι ζωηρός, με απεικονιστική δύναμη, ευαισθησία κι ένα αυθεντικό γλυκόπικρο χιούμορ. Τον απασχολούν η επικοινωνία με τον εσωτερικό του κόσμο και τους γύρω του, οι γέφυρες με το παρελθόν, οι ελπίδες και το αποτύπωμά τους, η επαφή με τον χρόνο που φεύγει. Ο δημιουργός με προέτρεψε να διαλέξω υλικό από τον ιστότοπό του. Η επιλογή ήταν δύσκολη γιατί διάβασα καταπληκτικά πράγματα. Θα μοιραστώ μαζί σας δέκα ποιήματά του!

ωδή στο σώμα

με το αριστερό
στο πρώτο παιχνίδι
να φεύγει η μπάλα
να καρφώνεται στο γάμα
να 'χω χαθεί στις αγκαλιές των συμπαιχτών
ένα γήπεδο στο πόδι
κι εμένα ένα με 'νοιαζε
τα μάτια εσένα
αναζητούσαν

τόσοι αγώνες, τόσα τρεξίματα
στην αυλή του σχολείου
στη γειτονιά
αργότερα
στους στίβους
εκεί που τα κατάφερνες
απέναντι σε αντιπάλους
ταυτότητα αποκτούσες
αυτός είναι γρήγορος
πολύ γρήγορος
ο πιο γρήγορος
έλεγαν

στην εφηβεία
που τόσο πολύ την ήθελες
και εκείνη όχι
που τα χείλη, τα μέλη
τα παλέματα
εκείνη αφορούσαν
αλίμονο
οι χυμοί στα λευκά σεντόνια
καλλιγραφίες
άφηναν

στην θάλασσα
ρυθμίζεσαι ξανά
στη χαρά της ζωής,
στην ανάσα, στο ρυθμό
με απλωτές και με χεριές
σ’ εκείνο το κουκούλι
που έμβρυο στη μήτρα
της μητέρας
αναπαυόσουν

με πήγες σε έρωτες
και σώματα μοναδικά
νύχτες και πρωινά
του ονείρου
μαλλιά ανακατεμένα
ιδρώτες
αγκαλιάσματα και ξέπνοοι
στον ύπνο τον γλυκό να
πέφτουμε

μάρτυρας ήμουνα
που έφευγες
τα δυο σου χέρια διπλωμένα
στο στήθος
εσύ γλυκιά
μορφή που με ανέθρεψες
στεφανωμένο πρόσωπο
της Παναγιάς

και τώρα έτσι
άστοχα κι ανόητα να λέμε
«τι ηλικία έχει» και
«τι καλά που συντηρείται»
κι εκείνο να ακούει

όλα αυτά που εναντίον του
ασχημονούμε
για πόσο ακόμα
θα το κακοποιούμε κι εκείνο
εκεί να αντέχει

κι όμως
με τούτο το σώμα
που μ’ έφερε μέχρι εδώ
που αγαπήθηκε
αγκαλιάστηκε και χαϊδεύτηκε
ένας μικρός θεός

σε χέρια λατρεμένα
με τούτο
θα πορευτώ στου χρόνου την πυρά
που σώματα κι ανθρώπους
κατακαίει

μετακομίσεις *

ίσως είναι αναγκαίο να πάω
πολύ πίσω
στην πρώτη μετακόμιση
τόσα ρήματα πιο κατάλληλα
έχει η ελληνική γλώσσα
για να πουν αυτό που
στην ηλικία των 2 ετών
βρέθηκα σε άλλο τόπο από αυτόν που γεννήθηκα
σε άλλο σπίτι από αυτό που γεννήθηκα
μακριά από γονείς που στο τέλος του καλοκαιριού τους έπαιρνε το «Σαπφώ»
σε δεύτερους γονείς που όμως τόσο μ’ αγάπησαν
με ντουλάπια γεμάτα ζάχαρες και λάδια
και εκεί στην άκρη η ψωμιέρα γεμάτη ψίχουλα και ζεστασιά
τα απογεύματα του καλοκαιριού παξιμάδι ή ψωμί βρεγμένο με ζάχαρη και γλυκό τριαντάφυλλο
στα ποδόσφαιρα στη γειτονιά κασέρι, σαλάμι και μία χοντρή φέτα ψωμί να κραδαίνω
~

κι όμως δεν ήθελα να φύγω μερικά μέτρα πιο κάτω πήγα
έκλαιγα στην αρχή θυμάμαι
μέχρι που έστησα μια μπασκέτα, ένα μονόζυγο, λίγα αυτοσχέδια βάρη
τραπέζι για το διάβασμα και σίτα
για να ονειρεύομαι τον ερχομό σου
είχα προλάβει να δώσω φιλί Μ. Πέμπτη
πριν έρθεις
~

η πρώτη μετακόμιση
δεν ήταν ακριβώς σπίτι αφού ο συγκάτοικος
στην κουζίνα ήταν όλη νύχτα
το ψυγείο ακουγόταν, πώς άντεχε
μια στενόμακρη λωρίδα για γραφείο είχα
και αδυνατώ να θυμηθώ κάτι άλλο
εκτός ίσως από ένα βράδυ μεθυσμένος
σαχλαμάρες έλεγα σε μια ξανθιά και έκλαιγα
~

το απέναντι σπίτι ετοιμαζόταν
για μας για σκέψου
πόσες φορές στη ζωή τέτοια τύχη
να μπαίνεις σε καινούριο
για μένα που δεν απόκτησα ποτέ
κι όμως ολοκαίνουριο και άδειο
στην άκρη των άσπρων τοίχων
τοποθέτησα ένα κρεβάτι γιαπωνέζικο
χάμω φτιαγμένο από επιδέξιο μαραγκό
τώρα το 'χει προικιό ο γιος
και εκεί μια μέρα του καλοκαιριού
ήταν τόση η ζέστη που από το
απέναντι καλοριφέρ έβλεπα τον
εαυτό μου ξαπλωμένο
τα βράδια ξέφρενο έρωτα
και απ’ το παράθυρο την γειτονοπούλα
άγουρη ακόμα και μικρή να
χαϊδεύεται ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη
εκείνη την μέρα έγραψα το ποίημα
για την Άνοιξη
~

ήρθαν δίσεχτοι χρόνοι
έπρεπε να πάρω τη ζωή στα σοβαρά
και στον επάνω όροφο που βγήκα
εκτεθειμένος ήμουν
σε βοριάδες και κρύα
τόσο που άρρωστος μια βραδιά
παρακαλούσα να φανείς και αντ’ αυτής
νοσοκόμα μου 'στειλες μια φίλη
προσπάθησα πολύ να σε
ξεχάσω και όταν επιτέλους σε είχα
ήταν πιο εύκολο
~

σου 'χει τύχει σε χώρο μια σταλιά
κι όμως εκεί να εγκιβωτίζεσαι τόσο καλά
να είσαι τόσο συμπαγής και στέρεος
που κάθε μέρα να ψηλώνεις
εκεί μαστόρια γίναμε στο ξάπλωμα
εκεί το γράψιμο και η μελέτη πήραν άλλη τροπή
εκεί είδαμε τον πρώτο πόλεμο της ανθρωπότητας live
εκεί με είχες στήσει
τόσα και τόσα πρωινά γιατί
το αναθεματισμένο ΚΤΕΛ
ποτέ δεν έκανε στάση στην κάμαρά μου
υπήρχαν όμως και κάτι μεσημέρια
αβάσταχτα ήταν τα τετραγωνικά
έβγαινα να σε προϋπαντήσω
δήθεν στο φούρνο για ψωμί
μαθήτρια εσύ, στο συνοικιακό σουβλατζίδικο εγώ
για να σκοτώνω την πείνα μου
~

εκεί αφήσαμε κάτι στη μέση
για να το πιάσουμε λίγο αργότερα
σε δώμα με σκέπη τον ουρανό
με τον ήλιο στρατηγό από νωρίς
κι όλους τους βοριάδες να φυσοβολάνε μέσα
ήταν το μέγεθος που φόβιζε και το αλουμίνιο
πώς θα πάρει ο αέρας το καρυδότσουφλο
κι ένα τραγούδι του Σαββόπουλου
να σιγοψιθυρίζω ακόμα
«και τι ζητάω, τι ζητάω μια ευκαιρία
στον παράδεισο να πάω»
~

επιστροφή σε κάτι νέο
εντελώς καινούριο – πώς γίνεται
γίνεται όταν παίρνεις
ψυγείο κανονικό
πλυντήριο κανονικό
κουζίνα κανονική
κρεβάτι κανονικό
γραφείο κανονικό
τραπεζαρία καναπέδες χαλιά.
Γίναμε κανονικοί άνθρωποι,
κανονική οικογένεια
με ένα μωρό στην αγκαλιά
να κάθομαι στο χαλί και να διαβάζουμε βιβλία
να χορεύει στη μέση των γενεθλίων της
και γύρω γύρω φωτεινοί άνθρωποι να
προϋπαντούν μια καινούρια ζωή
-φως και χαρά, άσπρο πανάκι
~

που εξελίχτηκε σε καθημερινή εξέλιξη και αγώνα
και προσπάθεια για προκοπή και πρόοδο
και ένας χριστιανός να χτυπήσει την πόρτα
με ένα τάπερ έλεγες κι έκλαιγε έκλαιγε
ακατάπαυστα εκείνη στο πίσω κάθισμα
κάθε μεσημέρι που την έπαιρνα από τον παιδικό
οι τρεις μας να έχουμε τελειώσει το φαγητό
εσύ να λείπεις και να τρώμε BUENO
βλέποντας τον κο Χρήστο και παιδικά
στην τηλεόραση
~

μέχρι που το καράβι άλλαξε ρότα
και τον βασιλικό αφήσαμε στο περβάζι της κουζίνας
ο κος δικαστής ακόμα ποτίζει τα δέντρα
από το μπαλκόνι του ψηλά
αυτή η μετακόμιση γράφεται σε άλλο σπιτικό.

Συνέχεια τώρα ετοιμάσου
μεγάλωσε το μωρό, κοπέλα έτοιμη να φύγει.

* [τίτλος αντιγραμμένος από το ποίημα ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΕΙΣ του Αλ. Μπάρα, σελ.158, όπως περιλαμβάνεται στο βιβλίο, Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ανθολογεί, Μεταίχμιο, 2019]

«αφεντικά»

πάλι στην αγορά τριγύριζαν
και στα στενά
επαίτες, κουρελήδες, μαυροφορεμένες
ξεχασμένοι από θεό
κι από ανθρώπους
να ζητιανεύουν το ψωμί
το ελάχιστο
παλάμη και βλέμμα άδεια

μια γόπα μόνιμα κρέμεται στα χείλη
ποτέ τσιγάρο
από τα υπολείμματα ζουν
και στις γωνιές
το βιος τους όλο συναθροίζουν
μέσα σε μια τσάντα, μαύρη, πλαστική

κι όμως
εκείνο το σκυλί, το γέρικο
που στο κατόπι
πιστά ακολουθεί
αυτούς αναγνωρίζει
αφεντικά
στου κανενός το σπίτι
και στην καμιά αυλή
μια μέρα ακόμα
τούτο τον κόσμο τον σκληρό
για να γαβγίσει

τα σχέδια

απ’ όσα σου 'χα τάξει
λίγα έγιναν,
μέτρα
απώλειες

πέρασαν κι οι μέρες του ονείρου, πάνε
τότε που ο ήλιος μας χάιδευε το πρόσωπο
έτρεχε ο χρόνος, η άμμος κυλούσε από τα χέρια
ποιος τον υπολόγιζε, θυμήσου
λαχανιασμένοι τρέχαμε στο φιλί
διψασμένοι στο γλυκό κρασί
πεινασμένοι στου έρωτα το προσφάι

και τώρα ούτε δύναμη για το μολύβι
κρέμεται κι οι λέξεις κίτρινες, ασθενικές και πονεμένες σέρνονται στο χαρτί
δίπλα σου ανήμπορος είμαι κι ας καμώνομαι τον καμπόσο,
στις μύτες σηκώνομαι αξημέρωτα να προλάβω μήπως αδράξω τη μέρα που σου 'λεγα
στα ίδια γυρνώ το μεσημέρι, κι όμως αν είσαι εσύ εκεί κουράγιο παίρνω
είναι το απόγευμα που μπαίνουν στη μέση οι αγαπητικές, η θάλασσα, η στράτα, η γραφή
το βράδυ θα ξανάρθω, σου υπόσχομαι

εκείνο το σχέδιο μόνο
ατέλειωτο μένει
τι τα θες
μας πρόδωσαν κι οι άγιοι

άλμα στα *13*

σ’ έχω δει να κάνεις τέτοιο άλμα

τότε που η ομάδα μπάσκετ του σχολείου σου
έβαλε το νικητήριο καλάθι
κι έπαιρνε το πρωτάθλημα

έξω από το εξεταστικό κέντρο
μόλις ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα
κι είχες πετύχει στις εξετάσεις της ξένης γλώσσας

σ’ εκείνη τη φωτογραφία ξέγνοιαστη
με τις φίλες σου δίπλα στο κύμα
συναγωνιζόσασταν ποια θα πετύχει την καλύτερη πόζα

όταν γύρισε και σε κοίταξε
εκείνο το αγόρι που τόσο σου άρεσε
αλλά εκείνος ο χαζός, τίποτα

κι όμως εκεί στο άλμα σου

ένας αετός να σε γραπώσει από το μακό μπλουζάκι,
το τιραντάκι σου και να σε προσγειώσει μαλακά
στην αμμουδιά

ένας κολυμβητής, ένας βουτηχτής να σου πει
τα χέρια μπροστά, σώμα κάθετο, πόδια μαζεμένα
στην τέλεια βουτιά

τώρα θα ήσουν στην παραλία
θα στέγνωνες κάτω από τον ζεστό ήλιο
θα μάζευες την πετσέτα στο σακίδιο
κινητό στο χέρι
και μαμά τι θα φάμε; έρχομαι.

(στα) σαραβαλάκια

στα κακοβαμμένα
άλλο χρώμα η πόρτα άλλο το καπό
στα γρατζουνισμένα
πόρτες – μάσκα – ποδιές
στα σκονισμένα
τόνους κουβαλούν τόσο που αγκομαχούν

κάποια έχουν γίνει άλλο
από αυτό που φτιάχτηκαν
είναι πια τσιμέντο
λαχανόκηποι
γραφεία
σκουπιδότοποι

το δικό μου
με πήγε κατά σειρά και με έφερε
στη δουλειά και τι αποστάσεις
σε νοσοκομεία, γιατρούς, απρόοπτα
σε γλέντια, χαρές, ξεφωνητά
σε πλοία, εθνικές οδούς, στενά και παρασόκακα

κι εγώ το 'χω
τρακάρει, γδάρει, παρατήσει
βρώμικο
καλοκαίρια κίτρινα
λασπωμένο
χειμώνες γκρίζους

κι όμως όλο εκεί
πάει το μάτι μου
σε κάτι σαραβαλάκια
τόσο που αν ποτέ αγοράσω άλλο
θα κλαίω αναλογιζόμενος τι ωραίο
ήταν το PEUGEOT 307

η φλέβα

παρατηρώ την κεντρική φλέβα
στο εσωτερικό του αριστερού μου χεριού
κατεβαίνει μέχρι τον καρπό
καλοσχηματισμένη και ρρέουσα
με τον δείκτη του δεξιού χεριού
πιέζω μια μικρότερη την βγάζω
για λίγο απ’ τον δρόμο της κι εκείνη
ευέλικτη και σπιρτόζα
επανέρχεται γρήγορα
για να συνεχίσει το έργο της
το έργο αυτό το τυχαίο
το αθόρυβο το ασταμάτητο
που μου δίνει και σήμερα
άλλη μια ευκαιρία

να ακούω σ’ αυτά
τα λίγα τα ελάχιστα δευτερόλεπτα
σιωπής -μέσα στους ήχους-
τη φωνή να λέει
μην ξεχνάς το θαύμα της ζωής
ν’ αγαπάς ν’ αγαπιέσαι
όσο κρατάει το θριαμβευτικό φινάλε
σε έργο του Μπετόβεν για έγχορδα
ένα βράδυ πανσέληνου Αυγούστου
με χειροκρότημα δυνατό
και τα χέρια κόκκινα ζεστά και
ζώντα.

σπουδή στην επικοινωνία

απομίμηση επικοινωνίας
από απόσταση ζωή γίνεται;
τη μορφή σου αναζητώ κι εσύ τη δική μου
υποθέτω, υποθέτεις

σου 'στειλα μήνυμα
όπως παλιά που σε περίμενα
δεν απάντησες όμως
όπως δεν ήρθες και ποτέ

κι ύστερα όταν σε είχα σχεδόν ξεχάσει
δυο λέξεις ξέπνοες έστειλες
που βιάστηκα να τις σβήσω πατώντας διαγραφή
μήπως και φωλιάσει ξανά η επιθυμία

αυτή να σου ζητώ να έρχεσαι
να στολίζομαι και να επαιτώ
λίγο αντίδωρο από τα ζεστά ψωμάκια που γύρω γύρω σπάταλα σκορπούσες
ένα Ναι από τα πολλά και συμπαγή Όχι που είχες παρατάξει

άλλη μια φορά στις τόσες
ανίδεος τον κώδικα να χειριστώ
αυτόν που κάνει τις πλάτες των αγγέλων να γυρίζουν
και τις οθόνες φατσούλες γελαστές να τις στολίζουν

κέρνα Τζορτζ

κάπου στα σημειωματάρια νεότερος
έγραφα για τα μελλούμενα που θα έρθουν
σχεδόν τα προκαλούσα
-ό,τι και να ήταν–
δροσερά κορίτσια που δεν ανταποκρίνονταν
το νοίκι του μήνα, ένας καλός μισθός,
μια αποκατάσταση, τα άλυτα προβλήματα της νιότης

και τώρα σε μια δημοσίευση
που φευγαλέα έχω δει
γνωστός γόης του κινηματογράφου
με γκρίζους κροτάφους και νεαρή γυναίκα
διαφημίζει – ποιος στο διάολο ξέρει τι –
αυτό που σου δίνει λέει
30 χρόνια ακόμα ζωή

από την πρόκληση και το άπειρο
της νιότης
στα παρακάλια και την παράταση
της μέσης·

κέρνα Τζορτζ

τα σκόρπια

το κέρδος
όταν πρόκειται για το δικό σου κέρδος
όλα δίκαια είναι και ηθικά
το δικό μου δεν υπάρχει.
ενοχλητικό είναι κι άδικο
στα κέρδη μόνος
τα αχ και βαχ σε μοιρασιά
τα σκόρπια
όταν φυσάει τρελός βοριάς
σκουπίδια παντού,
στροβιλίζονται και πετάνε
κι αν κάποιος -σπάνια- σκύψει να μαζέψει, έστω ένα
σαστίζει και δεν ξέρει πού να το αποθέσει
οι μικρές υποχρεώσεις
τα 'χουμε πει τόσες φορές
στρώνουμε το κρεβάτι ή το πρωί δεν αργούμε στη δουλειά.
φαντάσου η καθημερινή έναρξη λειτουργίας του κόσμου
να εξαρτιόταν από τη δική σου συνέπεια, τότε;
ό,τι αρχίζει με το εγώ
ακούω, κάνεις ότι ακούς
καταλαβαίνω, κάνεις ότι καταλαβαίνεις
βιώνω, κάνεις ότι συμπάσχεις
στην πραγματικότητα δεν δίνεις δεκάρα
παρά μόνο να ξεφουρνίσεις αυτό που έχεις στη γλώσσα

Βιογραφικό σημείωμα

Γεννήθηκα στη Γερμανία και μεγάλωσα στη Χίο. Αποφοίτησα από το Α’ Λύκειο Χίου για να σπουδάσω Παιδαγωγικά και να εργαστώ στο Ρέθυμνο όπου και έζησα μέχρι το 2013. Έχω Διδακτορικό στις Επιστήμες της Αγωγής με διδασκαλία, επικουρική και κύρια, στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και ως Συνεργαζόμενο Εκπαιδευτικό Προσωπικό στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Από το 2013 ζω στη Χίο και εργάζομαι στο 3ο Δημοτικό Σχολείο ως δάσκαλος και από το 2015 και μετά υπηρετώ θητεία ως διευθυντής. Είμαι παντρεμένος με την Vanda Santos και έχουμε δύο παιδιά, την Αλεξάνδρα και τον Πέτρο.

Δημοσιεύσεις-συνεργασίες-ποίηση και διηγήματα

• Πέραν των επιστημονικών δημοσιεύσεων λόγω αντικειμένου εργασίας, ήμουν συνεργάτης στο χιώτικο πολυθεματικό ψηφιακό περιοδικό εναλλακτικής ενημέρωσης, Απλωταριά, https://www.aplotaria.gr. Στα φοιτητικά/νεανικά χρόνια (1995-1997) αρθρογραφούσα στην χιώτικη εφημερίδα «Σύγχρονος Λόγος», ενώ άρθρα/κείμενα έχουν φιλοξενηθεί σποραδικά σε άλλα τοπικά και αθηναϊκά μέσα μαζικής ενημέρωσης (πιο πρόσφατο στο Περιοδικό «Κ»: https://www.kathimerini.gr
• Τον Ιανουάριο του 2018 από κοινού με την Γιούλη Τελλή συνδιοργανώσαμε με τη Φωτογραφική Λέσχη Χίου και παρουσιάσαμε στο Ομήρειο Πνευματικό Κέντρο Δήμου Χίου έκθεση με θέμα: «Φωτο-λόγος / Εν αρχή ην…» σε μία απόπειρα διαλόγου ποίησης (δικής μου) και φωτογραφίας (Γ. Τελλή) [σχόλια και κριτικές για την έκθεση στη διάθεσή σας εφόσον ζητηθούν].
• Ποιήματά μου δημοσιεύονταν παλιότερα στον ποιητικό δικτυακό τόπο, ανεμολόγιο (δεν υπάρχει πια) και πλέον στον ιστότοπο booksitting (https://booksitting.wordpress.com - πιο πρόσφατο, Αύγουστος 2020).
• Διακρίσεις: Στον 1ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποιήματος του Περιοδικού «το κοράλλι» το ποίημά μου με τίτλο «Το κατακάθι του καφέ» συμπεριλήφθηκε στα 150 βραβευμένα του εν λόγω τόμου, Αθήνα, 2020, σελ.113 ενώ πολύ πρόσφατα δύο διηγήματά μου συμπεριλήφθηκαν αντίστοιχα σε ομαδικές συλλογές. Το πρώτο με τίτλο «Σαμιαμιδάκι» στο «μέρες του 2020», εκδ. Παράξενες Μέρες, 2020, σελ.18 και το δεύτερο (μικροδιήγημα) με τίτλο «Σχεδία» στην Ανθολογία μικροδιηγήματος, εκδ. Παρατηρητής, 2020, σελ.161.
• Τέλος, είμαι ιδρυτικό μέλος της Ομάδας Φίλων Ποίησης στη Χίο (Ιανουάριος 2019) που εκδίδει το περιοδικό «Σείστρο» και βρισκόμαστε στο δρόμο για την έκδοση του ε’ τεύχους (ποιήματά μου έχουν περιληφθεί στα τέσσερα προηγούμενα τεύχη). Επίσης είμαι συνδιαχειριστής της σελίδας της Ομάδας στο: https://www.facebook.com .
• Δημοσιευμένη μου δουλειά υπάρχει στο διαδίκτυο στον προσωπικό ψηφιακό πίνακα www.scoop.it/t/aiolos (2013-2018) ενώ από τότε και μέχρι σήμερα δημοσιεύω στο προσωπικό μου ιστολόγιο: https://aiolosantartis.wordpress.com/.

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr