Δέκα ποιήματα του Λεωνίδα Κοσκινά

Δέκα ποιήματα του Λεωνίδα Κοσκινά

Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον ποιητή Λεωνίδα Κοσκινά. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε στην Κέρκυρα και μετά από μια περίοδο διαμονής στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, επανήλθε στη γενέτειρα. Σπούδασε στο Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή και έχει συμμετάσχει σε ένα ημερολόγιο ποίησης. Η ποίησή του είναι λυρική, βιωματική, υπαρξιακή. Γράφει συχνά σε α' ενικό πρόσωπο δίνοντας στις αφηγήσεις του έναν τόνο εξομολογητικό. Ο λόγος του είναι πολύχρωμος, γλαφυρός, με παραστατικές εικόνες, ισχυρό συναίσθημα και κινηματογραφική πλοκή. Ο έρωτας, η απώλεια, το όνειρο, είναι άξονες κεντρικοί της θεματολογίας του. Συνομιλεί με τις αναμνήσεις και τους ήρωες της καθημερινότητάς του με μια διάθεση λατρευτική, ακόμη κι όταν οι θύμησες ματώνουν. Θα ταξιδέψουμε με δέκα πανέμορφα ποιήματά του!

Στην αγαπημένη μου Φρίντα      Ιούλιος 2013

Τελευταίες μέρες της Άνοιξης. Τέλος του Μάη. Το τέλος.
Περιμέναμε το Καλοκαίρι , τον ήλιο…
κι όμως ένα μαύρο σύννεφο , χωρίς όμοιό του να είχε υπάρξει ποτέ
έλαχε να περάσει και να μείνει από πάνω μας.
Στον δρόμο , στην άσφαλτο πέρασε το μαύρο πουλί και σε κατασπάραξε.
Μέσα στα φώτα και τη μουσική του μπαρ πιο δίπλα ,
κοντά στη θάλασσα που τόσο σου άρεσε
– ονειρευόσουν θυμάμαι μία κρουαζιέρα μακρινή -
Δεν πρόλαβες να βγάλεις ήχο , δεν πρόφτασες να πάρεις ανάσα.
Τα μαλλιά σου σγουρά και πυκνά τινάχτηκαν στον αέρα
κι έπειτα έγλειψαν την άσπρη διαχωριστική γραμμή του δρόμου
Ενός δρόμου που σε πήρε μακριά ,
Μια διαχωριστική γραμμή που μας χώρισε για πάντα.

Οι μέρες γκρίζες η μία μετά την άλλη ,
μπερδεμένες , θυμωμένες , πονεμένες γεμάτες απορία μέρες
Οι νύχτες . Αχ οι νύχτες ,
σαν σαρκοφάγο πλάσμα που τρώει και ξανά τρώει ένα μεγάλο κομμάτι της καρδιάς..
Σαν φίδι που ρίχνει το δηλητήριο και σε αφήνει αναίσθητο να σφαδάζεις από πόνο..
Σαν σφυρί που σου χτυπάει το κεφάλι τόσο δυνατά μέχρι να φτάσεις να φιλήσεις το πλακάκι.

Ένας χρόνος πέρασε χωρίς να δω το πρόσωπό σου
Χωρίς να ακούσω το γέλιο σου .
Χωρίς να μου δώσεις ένα φιλί στα μάγουλα .
Χωρίς να υπάρχεις κάπου , να έρθω να σε βρω , να σε αγγίξω λίγο
- Δεν φτάνουν τα όνειρα αγαπημένη μου –
Κοιτάζω ψηλά , όσο πιο βαθιά μέσα στον ουρανό μπορεί να εισβάλλει το μάτι. Ξέρω δεν είσαι ούτε εκεί.
Εγώ σε άφησα κάτω , χαμηλά -την τελευταία φορά που σε αντίκρισα –
εκεί που πιο χαμηλά δεν έχει ,έτσι ωχρή όπως ήσουν μα πάντα όμορφη.
Μα δεν είσαι για εκεί εσύ
Η θέση σου είναι δίπλα στο φεγγάρι τώρα πια , στο πιο όμορφο αστέρι του γαλαξία. Εκεί τώρα πια , μόνο
εκεί. Να φωτίζεις τον σκοτεινό ουρανό μου με την ομορφιά , τη λάμψη, την αγάπη και το κόκκινο πουκάμισό σου…

Ξύπνα

Είμαι σπίτι.
Κάνει κρύο. Πολύ κρύο.
Ακούω τον ήχο από το αερόθερμο
Τριβελίζει το μυαλό μου.
Μου αποσπάει την προσοχή.
Δεν με εκνευρίζει. Σκέφτομαι.
Χάνομαι στο παρελθόν.
Εμφανίζεται ο έφηβος εγώ.
Ο δύστροπος πατριός.
Η εικόνα της νεκρής μάνας.
Ξυπνάω.
Ταξιδεύω στο μέλλον.
Γαλάζια θάλασσα απέραντη, ήρεμη.
Δρόμος ανοιχτός, καθαρός.
Ουρανός ξάστερος. Φεγγάρι γεμάτο.
Ξυπνάω.
Στέκομαι για λίγο στο τώρα.
Τέσσερις τοίχοι.
Ένα κρεβάτι.
Μοναξιά. Μοναξιά. Μοναξιά.
Ξυπνάω.
Ανοίγω τα μάτια.
Κοιτάζω έξω.
Περίεργα ανθρωπόμορφα πλάσματα δεξιά κι αριστερά.
Σκυφτά κεφάλια.
Μανιασμένα αμάξια.
Τείχος. Τοίχοι.
Ξυπνάω.
Σηκώνω ψηλά το κεφάλι.
Βλέπω ουρανό.
Γκρίζα σύννεφα.
Ένα πουλί. Μόνο του.
Προς τα πού να πηγαίνει;
Θα επιβιώσει;
Σταγόνες βροχής μπερδεύονται στα βλέφαρα
Ξυπνάω.

Ταξίδι προς-γείωση

Σε κοίταζα τότε θυμάμαι,
σε κοίταζα..

Για όλες εκείνες τις μέρες και τις νύχτες
που δεν σου είπα Σ’ αγαπώ.
Για όλα εκείνα τα φιλιά,
τα βουτηγμένα στον έρωτα
που ονειρεύτηκα
αλλά δεν τόλμησα ποτέ..
Για όλες εκείνες τις στιγμές
που η γλώσσα δένονταν κόμπος..

Και ταξίδευα,
ναι, ταξίδευα
Σε κάθε άκρη του κορμιού σου
σε κάθε σημείο του,
από πάνω έως κάτω,
να μπορώ να βλέπω από κάθε οπτική γωνία ένα ένα τα κομμάτια του παζλ σου..

και το κορμί μου να πάλλεται,
να τρέμει από μια ανίκητη ηδονή
και το μυαλό μου να βυθίζεται στα απρόσιτα, στα άδυτα
και η καρδιά μου να φτερουγίζει,
σαν πουλί που με ένα μόνο φτερό
προσπαθεί να πετάξει σε ευθεία γραμμή.

Κι εγώ ταξίδευα

απογειωνόμουν
και ταξίδευα

χωρίς ζώνη ασφαλείας

χωρίς προορισμό
απλά ταξίδευα.

Η γωνίτσα του μπαλκονιού σου

Καθόμασταν στη γωνίτσα του μπαλκονιού σου
εκείνη τη νύχτα

Το φεγγάρι από πάνω ,
φώτιζε τόσο,
λες κι ήθελε να ανοίξει δρομάκι
να φτάσουμε χέρι χέρι
μαζί
στο κέντρο του
οι δυο μας,
για ένα χορό..

Με κρατούσες αγκαλιά, δεν μ’ άφηνες στιγμή
και με φιλούσες
πότε στο λαιμό πότε στα χείλη
και μου ψιθύριζες ,
συνεχώς μου ψιθύριζες..
λόγια αποθηκευμένα αιωνίως στο λαβύρινθο του αυτιού μου.

Δεν χρειαζόμουν πολλά για να καταλάβω πόσο πολύ με αγαπούσες.

Κι εγώ.
Κι εγώ ήμουν ο εαυτός μου,
για πρώτη φορά
ξεγυμνωμένος από κάθε ψέμα μου,
τυλιγμένος μέσα σου,
λες κι είχα βρει επιτέλους τη φωλιά ,
που τόσο είχα ανάγκη..

Τα μάτια σου λαμπύριζαν τόσο
που ένιωθα πως η ευτυχία θα ξεχείλιζε μέσα από αυτά,
με κύματα δακρύων
δακρύων χαράς, ασυγκράτητης χαράς.

Σε χάιδευα
Πότε στο πρόσωπο,
θέλοντας να είμαι σίγουρος
πως υπήρχες
πως ήσουν η αλήθεια μου
πως ήσουν πράγματι εκεί
πως δεν χανόμουν πάλι μέσα σ’ ένα όνειρο άπιαστο,
Και πότε στα χέρια
έως τις άκρες των δαχτύλων σου
που τόσο πολύ μου άρεσε να ενώνω
με τις δικές μου

Να ενωνόμασταν
Να γινόμασταν ένα
να μην μπορούσε κανένας να μας χωρίσει
ούτε ο ίδιος ο θεός.

Καθόμασταν στη γωνίτσα του μπαλκονιού σου
εκείνη τη νύχτα.
Θυμάσαι;

Με κρατούσες αγκαλιά -σφιχτά-
Θυμάσαι;

Με φιλούσες, μου ψιθύριζες
Θυμάσαι;

Σου χάιδευα τα μαλλιά σαν να ήσουν μικρό παιδί
Θυμάσαι;

Μ’ αγαπούσες.
Θυμάσαι;

Περιμένω ακόμη

Βαθύ αλόγιστο ποτάμι
Στις χαραυγές που χάθηκαν
Κι εγώ λησμονημένα λόγια
Νοστάλγησα να ακούσω
Παιδί μικρό
Με κλάμα βροντερό.
-Θάλασσα ταραγμένη-
Υγρά τα μάτια σου
Που τα αγάπησα τόσο

Σαν πουλί πετάς
Στα ύψη μακριά
Βουνά από δω βουνά από κει
Έτρεξα στο δρόμο
Να σε προφτάσω
Μα ήταν μάταιο

Μη μου κλείνεις το μάτι πονηρά
Και μη με ζαλίζεις με την ανόητη φλυαρία σου

Τρόμαξα.

Τρόμαξα μήπως χάσω την περήφανη ομορφιά των μαλλιών σου
Φοβήθηκα
Μη τυχόν και δεν αντικρίσω ξανά
Το κορμί το γεμάτο πάθος
Τα μάτια τα γεμάτα θλίψη

Κι ο φόβος με κράτησε
Δέσμιο
Της προσμονής.
Της προσμονής
Σου.

Μία μικρή στιγμή

Η ομίχλη άρχισε να βυθίζει το βουνό σε μία θολή εικόνα
Την ώρα που η θάλασσα ίσα που αχνά φαινόταν κάπου μακριά
Και το φως από έναν φάρο στριφογύριζε ξανά και ξανά
Ο αέρας δυνάμωνε και το παντζούρι του παραθύρου χτυπούσε μπρος πίσω
Ένας ήχος σαν από σήμαντρο εκκλησίας
Τότε τα μάτια μου ναυάγησαν σαν σε αντίκρισα
Στο μονοπάτι της καρδιάς μου, λίγο πιο κάτω από το σπίτι στο χωριό
Εικόνα θαμπή σαν υγρασία σε τοίχο ή σε ταβάνι
Σώμα ακίνητο κι αγέλαστο
Σαν να είχες καταπιεί το αμίλητο νερό
Μια μορφή παγωμένη
Που έκανε τις παλάμες των χεριών μου να ιδρώνουν ασταμάτητα
Έτρεξα προς το μέρος σου γρήγορα μα ήταν ήδη αργά
Μια λάμψη ουράνια σε τύλιξε, με θάμπωσε.
Σε έχασα για πάντα

Κι όμως ήταν καλοκαίρι θυμάμαι..

Χταπόδι φάντασμα

Είναι κι αυτό το αόρατο γκριζωπό χταπόδι
Που στέκεται με το έτσι θέλω ανάμεσα στα πνευμόνια
Και σιγά σιγά απλώνει τα πλοκάμια του
Προς όλες τις κατευθύνσεις
Ανενόχλητο.
Κι αν τύχει – για κακό , για καλό –
Και ρίξει λίγο από το φονικό του μαύρο υγρό
Τότε πλημμυρίζει μονομιάς με δηλητήριο
Κάθε κύτταρο του κορμιού.

Η αφετηρία πάντα το στομάχι.
Μετά από μέρες, ώρες, λεπτά
Βρίσκει σαν μόνη διέξοδο τον οισοφάγο
Αφού πρώτα τον έχει τσαλαπατήσει ανεπανόρθωτα
Τόσο που ούτε ένα πταίσμα αέρα να μην βρίσκει έστω λίγο χώρο
Έστω να στριμωχτεί κάπως μες στο άγριο τοπίο.

Έπειτα επέρχεται –συνήθως- εκ των πραγμάτων η λύτρωση, η κάθαρση
Μα για πόσο;

Ίσως ώσπου ένα άλλο παρόμοιο χταπόδι
Με ίδια αμφίεση
Μα πιθανόν με διαφορετικά παπούτσια
Κάνει και πάλι την εμφάνισή του
Και πάρει και πάλι θέση

Απόλυτης μάχης.

Στον πάτο

Έκανε μια τόσο περίεργη παγωνιά μέσα στη μικρή καλύβα
Και πέφταν σαν πέτρες οι νιφάδες του χιονιού και τη σκέπαζαν
Στεκόταν στη μέση του πουθενά
Γύρω μόνο βουνά πανύψηλα , αποπνικτικά

Ματαιόδοξα κι εγωκεντρικά κριάρια τρέχαν καλπάζοντας με ορμή
Προσπαθώντας να ανέβουν σε κάθε κορυφή εκείνης της οροσειράς
Στον ουρανό

Ο ήλιος ανυψώθηκε με αργό βηματισμό
Κι η πράσινη κουρτίνα του παραθύρου
Πήρε εκείνο το στριφνό, κάπως μισητό, κιτρινωπό χρώμα
Έχασα την αίσθηση της όρασης
Τυφλώθηκα
Κι όλα σκοτείνιασαν

Το κάδρο που άλλοτε στόλιζε τον γεμάτο ρωγμές τοίχο του δωματίου
Και που έγραφε μεταξύ άλλων «χρόνος είναι θα περάσει»
Τώρα
Στολίζει σμπαραλιασμένο σε μικρά κομμάτια το πάτωμα
Και το βλέμμα πάντα καρφωμένο εκεί
Στο πάτωμα
Στα θρύψαλα

Η πλακέτα με τα αναλγητικά χάπια άδειασε
Ολοκληρωτικό άδειασμα
Από και προς όλες τις κατευθύνσεις

Το τηλέφωνο σαν πτώμα με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά
Στέκεται χάμω, βουβό κι ασάλευτο
Χωρίς ήχο, χωρίς νεύμα. Χωρίς

Μια αφίσα από τον Πύργο του Άιφελ
Μισοσκισμένη κοσμεί τη δίφυλλη ντουλάπα
Μισό ταξίδι
Μισό όνειρο
Μισό σώμα
Όλα στο μισό τους

Η στάθμη του καφέ στο φλιτζάνι
Ολοένα και κατεβαίνει
Ολοένα και χάνεται το σκούρο καφετί χρώμα
Ολοένα και μικραίνει η απόσταση
Από το ξέφωτο ως το τέλος

Αλήθεια πως γίνεται όμως άραγε
Και πάντα μα πάντα μένει μια πολύ μικρή σχεδόν αόρατη
Σκούρα πικρή σαν δηλητήριο κουκίδα
Στον πάτο του κάθε φλιτζανιού.

Δειλός

Απόψε η γκρίζα υγρασία αυτού του σπιτιού
Πότισε τις γωνιές του εγκεφάλου μου με βρώμικο νερό
-Κι έξω απ’ το τζάμι ο άνεμος φυσούσε-
Ήχος νοσταλγίας και μακρινών ονείρων
Που σταμάτησαν δίχως δισταγμό, ακουγόταν σε κάθε άκρη της πόλης
-Κι έξω απ’ το τζάμι ο άνεμος φυσούσε-
Μακάβριο πέρασμα απ’ το παρελθόν στο μέλλον
Κι απ’ το μέλλον πάλι πίσω στο παρελθόν με βήμα γοργό
Παρόν πού;
-Κι έξω απ’ το τζάμι ο άνεμος φυσούσε δυνατά-
Τυλίχτηκα μ’ ένα πέπλο από κατακίτρινο τούλι
Πότε σαν τις αχτίδες του υπέρλαμπρου ήλιου
Και πότε σαν το ζωμό μιας δειλής κότας έτοιμης για σφαγή
-Κι έξω απ’ το τζάμι ο άνεμος φυσούσε, αλήθεια, δυνατά-
Ανασαίνω.
Κι η μυρωδιά απ’ το στόμα αναβλύζει
Σαν καταπιεσμένος οχετός, γεμάτος βρωμιά και σάπιες υποσχέσεις
Τίποτα δεν έχει να πει πια η γλώσσα
Σάλια μπερδεύονται και την καταπίνουν
Τα δόντια τρίζουν, μαυρίζουν και πέφτουν το ένα μετά το άλλο
Χωρίς ρίζες, χωρίς στήριγμα
Κρέμονται από μια κλωστή έτοιμα για τη μεγαλύτερη βουτιά στο κενό

Βγαίνω δειλά απ’ το τζάμι
Τι όμορφη θάλασσα!
Τη διασχίζω στο κέντρο της
Ίχνος νερού δεν μπορεί να μ’ ακουμπήσει
Αντιμέτωπος τώρα πια μαζί της σαν ίσος προς ίσο
-Κι όμως έξω απ’ το τζάμι ο άνεμος φυσούσε, ακόμη-

365+1

Ξύπνησα και σήμερα. Ναι.
Νωρίς το πρωί.
Βούρτσισα τα δόντια.
Η πέτρα που τα βάραινε εξαφανίστηκε. Επιφανειακά.
Κατέβασα μονομιάς έναν ελληνικό ή τούρκικο καφέ.
Σκούρο καφέ και πικρό.
Φόρεσα το παντελόνι με τα σκισίματα. Να μπαίνει αέρας. Να ανασαίνουν τα πόδια.
Πέρασα τη μπλούζα απ’ το λαιμό, απ’ τα χέρια, και την κατέβασα, να καλύψει ολόκληρη την κοιλιά.
Κοιλιά ; Μπαλόνι; Χταπόδι; Τέρας;
Δεν ξέρω.
Έφυγα.
Έβαλα το κλειδί στην κλειδαριά και το γύρισα, λες και έβαζα το δάχτυλο σ’ ένα μάτι και το στροβίλιζα ώσπου
να βγει ολόκληρο. Το μάτι.
Κλείδωσα.
Σφράγισα αυτό το τετράγωνο χαρτόκουτο με την ψεύτικη σκέπη, μη τυχόν κανένας επιτήδειος εισβάλλει και
το λεηλατήσει.
Μα είναι από χαρτί σκέφτηκα. Τι χαζός.
Χάιδεψα το φανταστικό σκυλάκι μου κάτω απ’ τη μουσούδα. Σήκωσε τα μπροστινά πόδια του κι έβγαλε τη
γλώσσα έξω. Μου έγλειψε τα χέρια, τα δάχτυλα. Κι εγώ του πέρασα το υποτιθέμενο λουράκι απ’ τον
υποτιθέμενο λαιμό του. Μ’ αυτά τα χέρια και μ ’αυτά τα δάχτυλα.
Τι ειρωνεία.
Εκείνο σάστισε. Εγώ του γύρισα την πλάτη.
Έφυγα.
Έφυγε,
Περπάτησα ως τη δουλειά. Το μαγαζί.
Επτά παράθυρα, τρεις μπαλκονόπορτες και μία πόρτα.
Πάνω η επιγραφή «έξοδος κινδύνου», με ένα πράσινο βέλος. Δείχνει την κατεύθυνση.
Είναι μονόδρομος.
Τα μάτια μου μένουν αγκυλωμένα πάνω του.
Πέρασαν ώρες.
Γυρισμός.
Το μυαλό επιστρέφει, ξανά και ξανά, τα πόδια σιγοπατούν, το στομάχι στριφογυρίζει,
τα μάτια τρεμογυρνούν.
Όλα γυρίζουν τόσο, που μου έρχεται να κλαίω εμετό.
Έξω όλα σκοτείνιασαν. Και το μόνο που ακούγεται είναι κάτι σαν χαλίκια,
να πέφτουν με ορμή πάνω στα κεραμίδια.
Κι ένα πουλί που μιλάει. Κου κου, κου κου. Και πάλι κου κου , κου κου.
Κι ύστερα τυλίγομαι σ’ ένα πάπλωμα, που ζυγίζει πάνω από εκατό κιλά.
Με πλακώνει αλλά κάπως σαν να με ζεσταίνει κιόλας.
Και τότε το ασυνείδητο αναβλύζει από τα βάθη και σκηνοθετεί μια ταινία.
Κάτι μεταξύ θρίλερ και ρομάντσου, δεν είμαι σίγουρος.
Κι όταν τελειώνει και το σινεμά, αδειάζει σκηνή και αίθουσα, τα φώτα σβήνουν. Όλα.
Τότε ξυπνάω. Ναι.
Όπως ξυπνάω τις τελευταίες τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες. Όπως ξύπνησα και σήμερα.

Βιογραφικό σημείωμα

Γεννήθηκα το 1988 στην Κέρκυρα, όπου έζησα τα παιδικά κι εφηβικά μου χρόνια. Σπούδασα στο Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Αμέσως μετά, από το 2011 ως το 2017 έζησα και εργάστηκα στην Αθήνα. Έχω γράψει μία ποιητική συλλογή με τίτλο «...χωρίς ζώνη ασφαλείας», η οποία εκδόθηκε τον Ιούλιο του 2019 από τις εκδόσεις Άπαρσις. Έχω συμμετάσχει στο Ημερολόγιο Ποίησης 2021 «Με το βλέμμα των παιδιών», με φωτογραφίες του Μάριου Λώλου, από τις εκδόσεις Άπαρσις. Πλέον ζω και εργάζομαι μόνιμα στην Κέρκυρα.

 

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr