Δέκα ποιήματα του Κωνσταντίνου Γεωργίου

Δέκα ποιήματα του Κωνσταντίνου Γεωργίου

Σήμερα, στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον ποιητή Κωνσταντίνο Γεωργίου. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε και διαμένει στο Αγρίνιο. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή κι εργάζεται ως φιλόλογος στο Λύκειο Γαβαλούς του δήμου Αγρινίου. Την άνοιξη του 2020 κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή, που τιτλοφορείται "Σε πρώτο πληθυντικό". Η ποίησή του είναι λυρική, προσωποκεντρική και στοχαστική. Ο λόγος του είναι πλούσιος, περίτεχνος, μεθυστικός, με εμπνευσμένα ευρήματα, ζωντανές εικόνες και βαθιά νοήματα. Τον ενδιαφέρουν υπαρξιακά και μεταφυσικά ερωτήματα, οι αληθινές σχέσεις,ο έρωτας, η συνομιλία με τις ουσιαστικές επιθυμίες. Συχνά χρησιμοποιεί το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο στις αφηγήσεις του,θυμίζοντάς μας τον τίτλο του βιβλίου του. Η επιλογή αυτή σίγουρα δεν είναι τυχαία. Η πένα του δημιουργού ανιχνεύει πανανθρώπινα ζητήματα, που απασχολούν κάθε μέλος της κοινωνίας. Σπάει τα στενά όρια του ατομικού προβληματισμού και της προσωπικής έκθεσης συναισθημάτων και το κέντρο βάρους μετατοπίζεται από το εγώ στο σύνολο. Θ'απολαύσουμε δέκα εκπληκτικά ποιήματά του!

ΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ

Ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ παραλάβει ἡ ανθρωπότης τὶς καινούργιες ἐντολές.
Οἱ ἄλλες οἱ παλιὲς -ἐκεῖνες τοῦ Μωυσῆ ἐννοῶ- ἀπέτυχαν οἰκτρῶς.
Ἄλλωστε, οἱ πλάκες σκούριασαν ἀπὸ τὶς βροχές.
Οἱ θεόπνευστες γραφὲς σκόρπισαν ἀπὸ τοὺς ἀέρηδες ἐδῶ κι ἐκεῖ
καὶ περιφέρονται ὀρφανὲς θρηνώντας τὸν ἀβάσταχτο πόνο τους.
Απόμειναν μόνο κάτι λιθάρια ὡς ἀναλώσιμο οἰκοδομικὸ ὑλικὸ
νὰ χτίσουμε τὸ τρόπαιον τῆς ἥττας μας·
γιὰ νὰ μὴν ξεχάσουμε ὅτι κάποτε βαδίζαμε στὰ σκοτεινὰ
σκυφτοὶ καὶ τιμωρημένοι βλέποντας κατάματα κι ἐνοχικὰ τὴν γῆ,
ποὺ γέννησε ἐμᾶς, τοὺς ἐκπεπτωκότας τοῦ Παραδείσου,
γιὰ νὰ μὴν ξεχάσουμε ὅτι πιὸ παλιὰ μπουσουλούσαμε στὰ τέσσερα οἱ νήπιοι,
γιὰ νὰ μὴν ξεχάσουμε ποτὲ τὸ βάρος τῶν ἐντολῶν στοὺς ἀδύναμους ὤμους μας.
Πόση ἄρνηση νὰ γνωρίσει τὸ ἀνθρώπινο σῶμα;
Πόση τιμωρία ν’ ἀντέξει ἡ ἀνθρώπινη ψυχή;
Πόση προσταγὴ νὰ σηκώσει τὸ ἀνυπότακτο πνεῦμα;
Δυστυχῶς, πλανηθήκαμε ἀπὸ ἕνα κομμένο φτερὸ ἀγγέλου,
ἀπὸ μιὰ ἐπίχρυση προσωπίδα πρωτόπλαστων ποὺ μᾶς τὴν πούλησαν ἀκριβὰ
σ’ ἕνα φθηνὸ παλαιοπωλεῖο ἐκεῖ κοντὰ στὴν πλατεία Ἀβησσυνίας.
Ξεθεμελιώσαμε τὸ συναίσθημά μας γιὰ νὰ θεμελιώσουμε ἕναν ναό.
Θεμελιώσαμε μιὰ πίστη γιὰ νὰ ξεθεμελιώσουμε τὴν γνώση.
Χάθηκαν τόσοι ἄνθρωποι, χάθηκαν τόσα χρόνια.
Χάσαμε τὸν ἑαυτό μας προσπαθώντας νὰ βροῦμε τὸν Θεό.
Βλέπετε, δὲν πήραμε εἴδηση ἐγκαίρως ὅτι Θεὸς δὲν ὑπῆρχε,
ἀλλὰ ὅτι ὑπῆρχε μόνο ὁ γυμνὸς ἄνθρωπος καὶ ὁ Λόγος του, ἡ Ποίησις-
ἡ ἀπαστράπτουσα μονογενὴς Κόρη τῆς παρθενίας μας,
ἡ δηλούσα τὸ γνήσιον τῆς ἁμαρτάνουσας ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως,
ἕνα εἰδώλιο Ἀφροδίτης ἀνάμεσα στὰ σπαρμένα ἀφρογέννητα βότσαλα,
κεντήματα τῆς θάλασσας καὶ τοῦ ἀνέμου
πάνω στὴν κυρτὴ ράχη τῆς ἀμμουδιᾶς ἑλληνικοῦ καλοκαιριοῦ,
δυὸ ὀρθωμένα πέτρινα ἐλάτια στὴν κορυφὴ τοῦ Ὀλύμπου τὸ σούρουπο,
ἀλεξικέραυνα τῆς θλίψης καὶ τοῦ πόνου,
χαρούμενο τίναγμα τοῦ ἐλάχιστου στὴν οὐράνια θάλασσα τοῦ ἄχρονου ἀτελεύτητου
συρίζοντας τὸν αὐλό τοῦ Πανὸς μὲ τὸ πρῶτο βέλασμα τῶν ἀμνῶν
καὶ τὸ ἄγριο χρεμέτισμα τῶν ἀχαλίνωτων ἀλόγων.

Ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ παραλάβουμε τὶς καινούργιες ἐντολές.
Ὤ, ναί, ἦρθε ὁ καιρὸς . . .
Ὑψώνουμε τὰ χέρια μας στὸν οὐρανὸ καὶ κόβουμε μιὰν ἀχτίδα ἣλιου
γιὰ νὰ γράψουμε στὸ σῶμα τῆς θαλάσσης
τὸν φωτερὸ ἀναλλοίωτο Νόμο τῆς παντοδυναμίας τοῦ ἀνθρώπου,
γιὰ νὰ ὁρίσουμε τὸ βασίλειο τῶν καθαγιασμένων αἰσθήσεων ἐπὶ τῆς γῆς,
γιὰ νὰ καταλύσουμε τὸ κράτος τοῦ φόβου καὶ τοῦ θανάτου
ἐγκαθιδρύοντας τὴν αὐτοκρατορία τῆς ἄνοιξης.

Μέ τὴν χάριν τῆς Ποιήσεως παραδίδεται τῷ ἀνθρώπῳ ὁ καινούργιος δεκάλογος
πρὸς ἀντικατάστασιν τοῦ παλαιοῦ.

Ἐντολή 1η: Ἡ πιὸ ὡραία πρόθεσις εἶναι ἡ πρόθεσις
σὺν
Ἐντολή 2η: Τὸ πιὸ ὡραῖο ἐπίρρημα εἶναι τὸ ἐπίρρημα
μαζὶ
Ἐντολή 3η: Τὸ πιὸ ὡραῖο οὐσιαστικὸ εἶναι τὸ οὐσιαστικὸ
ὄνειρο - τὸ ἄλλο ὄνομα τῆς ὀμορφιᾶς-
Ἐντολή 4η: Τὸ πιὸ ὡραῖο ἐπιφώνημα εἶναι τὸ ἐπιφώνημα
μάτια μου!
Ἐντολή 5η: Ἡ πιὸ ὡραία ἀντωνυμία εἶναι ἡ ἀντωνυμία
ἐσὺ
Ἐντολή 6η: Τὸ πιὸ ὡραῖο ἐπίθετο εἶναι τὸ ἐπίθετο
ἐρωτικὸς
Ἐντολή 7η: Τὸ πιὸ ὡραῖο ἄρθρο εἶναι τὸ ἄρθρο
θηλυκοῦ γένους
Ἐντολή 8η: Ὁ πιὸ ὡραῖος σύνδεσμος εἶναι ὁ σύνδεσμος
νὰ
Ἐντολή 9η: Ἡ πιὸ ὡραία μετοχή εἶναι ἡ μετοχή
ἀγαπώντας
Ἐντολή 10η: Τὸ πιὸ ὡραῖο ρῆμα εἶναι τὸ ρῆμα
ζῶ

Μ’ αὐτὲς τὶς ἀνθρωπογέννητες ἐντολὲς φτιάξαμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν ζωή μας,
συγυρίσαμε τὴν ψυχή μας καὶ τραβήξαμε μπροστὰ χέρι μὲ χέρι.
Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα γράφουμε τὸ ὄνομά μας σὲ πρῶτο πληθυντικὸ πρόσωπο.
Μυριάδες ἄνθρωποι, στρατιὲς ἀπελεύθερων πάνοπλες
μὲ τὰ τόξα τοῦ Ἔρωτα καὶ τὰ λάβαρα τῆς ἀγάπης
περπατώντας ἀκατάβλητοι στὰ ἀσημένια μονοπάτια τοῦ φεγγαριοῦ,
τραγουδώντας τὸν θρίαμβο τῆς νίκης στὶς πλατιὲς λεωφόρους τοῦ ὀνείρου.
Ὅλα ἐν σοφία ἐποίησεν ὁ Λόγος ὁ Ποιητικός.

ΩΣ ΟΝΑΡ

Θυμᾶμαι στὰ ὄνειρά μας
μοῦ 'δινες τὸ χέρι σου καὶ περπατούσαμε μαζί.
Τὸ ἑπτάφωτο ἀστέρι ποὺ κουβαλοῦσες στὰ μαλλιά σου
εἶχε τὸ πρόσωπο ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ ποὺ χαμογελοῦσε τρυφερά.
Περιπατητὲς μιᾶς ἄγνωστης ἠπείρου,
διαβάτες τῶν στίχων ποὺ σημαδεύουν τὸ ἀνέφικτο
ποὺ ἴσως, τελικά, νὰ δίνει κάποιο νόημα στὴν ζωή μας.
Θυμᾶμαι,
τὴν ὥρα ποὺ οἱ ἄνθρωποι τῆς πολιτείας καθισμένα σακιὰ ἀπὸ τὴν κούραση
δέναν τὸ μαντήλι τοῦ ὕπνου στὸ κεφάλι τους,
ἐμεῖς παίζαμε, τραγουδούσαμε, κυνηγούσαμε τὶς σκιές μας
στοὺς μικροὺς δρόμους τῶν μεγάλων ὀνείρων.
Πίναμε ἀκόρεστα νερὸ ἀπὸ τὸ ποτήρι τοῦ χρόνου
καὶ ἔτσι σβήναμε τὴν γεμάτη φλόγα δίψα τῆς εὐτυχίας.
Τὸ τραγούδι τῆς νύχτας μὲ τὰ τιτιβίσματα τῶν γρύλων
μουσικὴ ὑπόκρουση ποὺ συνόδευε τὸν χορό μας
πάνω στὰ λευκὰ ἄνθη τῶν γιασεμιῶν
ποὺ ἔσταζαν ἄρωμα.
Θυμᾶσαι;
Ἄλλες φορὲς πάλι σκαρφαλώναμε πάνω στοὺς δεῖκτες
τοῦ παλιοῦ ρολογιοῦ πάνω στὸ τζάκι
καὶ περιμέναμε κάθε τόσο τὴν στιγμὴ νὰ συναντηθοῦν
γιὰ νὰ δείξουμε μαζὶ τὸ μέλλον.
Ἀπὸ τόσο ψηλὰ ἀγκαλιάζουμε ὁλόκληρο τὸν κόσμο
σκεπάζοντάς τον μὲ τὸ σεντόνι τῆς ἀγάπης μας,
σχηματίζουμε μὲ τὰ χέρια μας τὸν ἥλιο
ποὺ ζεσταίνει τὶς καρδιὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς
ποὺ φωτίζει τὸ πικρὸ ψωμὶ μιᾶς ταπεινῆς ζωῆς.

ΜΕΡΕΣ ΑΝΥΠΟΨΙΑΣΤΕΣ

Κι οἱ μέρες μας φοροῦν τὰ πολύχρωμα καπέλα τους
κι ἀκολουθοῦν ἀνυποψίαστες
τὸν ἴδιο δρόμο στὴν ἐπιστροφή τους, ἀλλὰ δὲν φθάνουν ποτὲ
ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου ξεκίνησαν.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ

Ἐκεῖ μέσα στὸ φτωχικὸ δωμάτιο
μὲ τὰ παλιὰ ξύλινα ἔπιπλα
ἀνάβουμε τὴν λάμπα τῆς ἀγάπης
γιὰ νὰ σβήσει ὁ ἀνθρώπινος πόνος.

ΡΑΝΤΕΒΟΥ

Κύριε, μιὰ μέρα εἶναι σίγουρο πὼς θ’ ἀναστηθοῦμε γιὰ νὰ βεβαιώσουμε τὴν
ὕπαρξή σου. Μὴ φύγεις.
Νὰ μᾶς περιμένεις.

ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ

Ὅταν ὁ κόσμος μίκρυνε κι ἀργοῦσε νὰ ξημερώσει
ἐμεῖς ἀσχολούμασταν μὲ χειροτεχνίες˙
κόβαμε σὲ χρωματιστὰ χαρτόνια σχήματα πουλιῶν,
τοὺς δίναμε πνοὴ καὶ κελαηδούσαμε μαζί τους
τὸν γλυκὸ σκοπὸ τῆς ἀνεπίστρεπτης νιότης μας.

ΠΡΟΝΟΗΤΙΚΟΤΗΤΑ

Ἐκεῖνο τὸ πρωινὸ ὁ τυφλὸς ἄνοιξε τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του καὶ βγῆκε στὸν
δρόμο κρατώντας στὰ χέρια ἕνα πήλινο δοχεῖο νὰ συνάξει λίγο ἥλιο γιατί, ὅπως
ἄκουσε, οἱ ἑπόμενες μέρες θὰ ἦταν ἀνήλιαγες καὶ θὰ ἔμενε νηστικός.

ΓΥΜΝΑ ΔΕΝΤΡΑ

Οἱ φωνές μας ἀνυπόδητες περπατοῦσαν στὰ κλαδιὰ
τῶν γυμνῶν δέντρων τῆς ἄγονης χώρας.
Ἀντηχοῦν ἀκόμη στ’ αὐτιὰ τοῦ Θεοῦ
ἀπὸ τὸ σπασμένο τζάμι τῆς μνήμης
ἐπαναλαμβάνοντας τὴν ἐντολὴ ποὺ ἔλαβαν
ἀπὸ τὶς ἀνήλιαγες πηγὲς τοῦ Ὠκεανοῦ.
Διψοῦν γιὰ μιὰ στάλα βροχῆς
μονήρης ἀναζήτηση τῶν φύλλων
ποὺ ἔπεσαν στὸ κίτρινο χῶμα.

ΞΩΘΙΑ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ

Πάντα, ὅταν σ’ ἔβλεπα νὰ χορεύεις ἀνάλαφρα
πάνω στὰ φύλλα τῶν δέντρων
θυμόμουνα τὶς νεράιδες τῶν παραμυθιῶν
ποὺ μοῦ 'λεγε ἡ γιαγιά μου πρὶν κοιμηθῶ.
Κρυστάλλινες γλῶσσες ἀνέμων,
λυγερὰ καμώματα ἄρρυθμων πνοῶν
κρούουν τὶς θύρες τῶν ματιῶν σου,
μέσα στὸ δάσος γλυκὸς ἀνασασμὸς
τῆς ἁπλωμένης ξεγνοιασιᾶς,
τῆς ἀκοίμητης εὐαισθησίας,
τῆς ξέπλεκης λευτεριᾶς,
κυνήγημα φοβισμένων δορκάδων
σὲ δαγκωμένα χείλη εὔγευστων φρούτων,
ὁπλὲς ἀτίθασων ἀλόγων δονοῦν τὴν γῆ
μὲ τὴν κίνηση ἀχαλίνωτης ὁρμῆς,
στὴν χλόη περήφανος καλπασμὸς
βαρέων σημάντρων ταλαντευόμενων
ἀνάμεσα σὲ δυὸ λόφους ἄνοιξης,
σμήνη πουλιῶν σὲ χορδὲς κίτρινων φύλλων
ξύλινων τετραδίων καθὼς κυλοῦσε
μελωδικὸ ἄκουσμα ποταμοῦ ἀνάμεσό τους
πιάνοντας μὲ τὸ ράμφος τους
ἕνα κλωναράκι νότες ἀνθισμένες.
Κι ἔτρεχες ἀνάερα γυμνὴ Ἄρτεμη
πάνω στὸ σουραύλι τοῦ Πανός,
γάργαρη μέσα στὰ ξυπόλητα βάτα,
ποὺ χάιδευαν ἄγρια τὰ δυό σου στήθη
κάτω ἀπὸ τὴν σκιερὴ βελανιδιὰ τοῦ Δία,
χιτώνας θωπείας καλλίγραμμων γοφῶν,
ἐφηβικὰ ἐσχηματισμένων μαστῶν,
ρωμαλέα μορφοποιημένων μηρῶν,
μὲ τὸ χνουδωτὸ φύσημα τοῦ ἀγέρα
στοὺς μίσχους θροϊσμάτων λυγαριᾶς
βρέχοντας τὴν ἄγουρη ὅψη
πολύκλωνης μυρμηγκοφωλιᾶς,
στὸ ξέφωτο τῶν νερῶν τῆς ἐπιθυμίας
γρικοῦσες ἐσὺ μόνη τὴν φωνὴ
τῶν φρέσκων καρπῶν
στὰ δροσάτα χέρια τῶν δέντρων
τοῦ πυκνόφυλλου σκοτεινοῦ δάσους.

2017 M. Χ.

Πῶς ἄλλαξαν τόσο πολὺ τὰ πράγματα;
Πῶς ἄλλαξαν τόσο πολὺ οἱ ἄνθρωποι;
Σὲ ποιά ἐποχὴ τελικὰ ζοῦμε;
Ἀρχίζουμε ἢ τελειώνουμε;

Ὅταν μάθουμε τὴν ἀπάντηση δὲν θὰ ὑπάρχουν δικαιολογίες πιὰ . . .

Κωνσταντῖνος Γεωργίου, Σὲ πρῶτο πληθυντικό, Ἰωλκός, 2020

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ὁ Κωνσταντῖνος Γεωργίου γεννήθηκε τὸ 1976 στὸ Ἀγρίνιο. Τὸ 1998 ἀποφοίτησε ἀπὸ τὴν Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων. Εἶναι λειτουργὸς τῆς Μέσης ἐκπαίδευσης καὶ τὰ τελευταῖα ἕντεκα χρόνια προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες του ὡς φιλόλογος στὸ Γενικὸ Λύκειο Γαβαλοῦς τοῦ δήμου Ἀγρινίoυ. Τὸ βιβλίο Σὲ πρῶτο πληθυντικὸ εἶναι ἡ πρώτη του ποιητικὴ συλλογή, ἡ ὁποία τυπώθηκε ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ἰωλκὸς τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 2020.

 

 

 

 

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;