Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" θα σας παρουσιάσω τον ποιητή Ηλία Στόφυλα. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε στις Σπέτσες,όπου έμεινε μέχρι και την αποφοίτησή του από το Λύκειο. Σπούδασε Φιλολογία κι ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στον τομέα της Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ. Σήμερα είναι Υποψήφιος Διδάκτωρ της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο. Εργάζεται ως Φιλόλογος στην Ιδιωτική Εκπαίδευση.Γνωρίζει την αγγλική γλώσσα. Με την ποίηση ασχολείται ενεργά την τελευταία πενταετία. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή, η οποία τιτλοφορείται "Μεταθανασία".Ποιήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες κι έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό λογοτεχνικό τύπο. Έχει βραβευθεί πολλές φορές σε ποιητικούς διαγωνισμούς. Η ποίησή του κινείται στα μονοπάτια της υπερρεαλιστικής γραφής. Ο λόγος του είναι περίτεχνος,τολμηρός,υπαινικτικός,με εντυπωσιακές εικόνες και βαθύ συναίσθημα. Τον απασχολούν τα υπαρξιακά ερωτήματα,η παρουσία του ανθρώπου στην αφιλόξενη κοινωνία, η πάλη του με όσα τον συντρίβουν,η προσπάθειά του να υψωθεί. Το δίπολο έρωτας-θάνατος είναι κυρίαρχο στις αναζητήσεις του νου του. Η γόνιμη κριτική ματιά απέναντι σε κάθε είδους εξουσία χαρακτηρίζουν την πένα του. Θα δούμε δέκα καταπληκτικά ποίηματά του από την πρώτη του ποιητική συλλογή "Μεταθανασία". Περιμένουμε με ανυπομονησία τα επόμενα βήματά του!
ΔΕΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΘΕΙΣΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΜΟΥ ΣΥΛΛΟΓΗ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΜΕΤΑΘΑΝΑΣΙΑ (εκδ. 24Γράμματα, Ιούνιος 2020)
Α. Τα ποιήματα
Ατίθασος νεκρός
Ξεφόρτωσαν το εμπόρευμα με κρύο αίμα.
Κατόπιν, γέμισαν τα ψυγεία με τα αναγκαία:
κατεψυγμένα σώματα,
σφραγισμένα χείλη,
θυμωμένες αναμνήσεις.
Πήραν τα λεφτά και ήσυχοι γύρισαν στο σπίτι.
Ένας ατίθασος νεκρός, πρώην δειλός και νυν γενναίος,
το ’σκασε με μιαν ανάσα ξένη, απ’ αυτές των χιλιάδων χρόνων.
Με παγωμένο το σβέρκο,
λες και του ’χαν ρίξει χιόνι μες στην πλάτη,
πήρε τα βήματα τ’ αμέτρητα
κι έφτασε σημειωτόν στο πιο οικείο άγνωστο.
Τρόμαξε.
Είδε πεταμένα κορμιά στα κρεβάτια της θάλασσας
τυλιγμένα με ενοχοποιητικά σεντόνια.
Και πάνω πάνω τους βυθούς με στραβωμένα στόματα,
να διαμαρτύρονται για τη δυσπεψία του αισθήματος.
Έτρεξε με τις θάλασσες να πνίξει τις στεριές τις στείρες
κι όσα επιπλέουν στην επιφάνεια των ανθρώπων.
Τη φρικτή όψη ενός μακιγιαρισμένου ψύχους.
Αποφασισμένος να ζήσει μετά θάνατον,
όπως εκείνοι που πιστεύουν στο μεγάλο έργο,
άνοιξε τρύπες με τα δόντια του στο βουλωμένο του λαρύγγι.
Σήκωσε τις λέξεις
και τράβηξε για το όριο των απανταχού απόντων.
Το φάντασμα του μισοεκτρωμένου έρωτα, του ’δειξε τον δρόμο:
να ενδίδει στα ανεπίδοτα
και να γράφει το τέλος με τα δικά του χέρια.
Έτσι, έκανε.
Ξεκρέμασε τα φτερά απ’ το μπαλκόνι κι έπεσε με φόρα
στον πάτο ενός αδέσποτου ορόφου.
Τού οφειλόταν ένα τέτοιο άλμα.
Ακόμη και στην παράταση.
Διαφεύγον πρόσωπο
Το πρόσωπο της φωτογραφίας
δεν το αναγνωρίζω,
κρύφτηκε στα ίχνη του παρελθόντος,
στα χαλάσματα της οριστικής σιωπής,
στα διαφεύγοντα νοήματα,
στα αναβαλλόμενα αισθήματα.
Κρύφτηκε στα τιθασευμένα βλέμματα των διλημμάτων,
στους ακρωτηριασμένους διχασμούς.
Το πρόσωπο της φωτογραφίας
δεν είμαι εγώ.
Λείπουν τα εκρηξιγενή βλέφαρα,
τα τρεμάμενα ματόφυλλα,
τα πέταλα της εσωτερικής μου ανεμώνας.
Λείπει κι εκείνη η εξαίσια ορμή,
η αχρωμάτιστη φυγή μέσα στο θάμπος,
η μαχαιριά που σαρώνει τις ρυτίδες·
ο λεκές που στάζει στο σαγόνι,
λίγο πιο κάτω από τη μνήμη.
Το πρόσωπο της φωτογραφίας
δε μου μοιάζει.
Δε φορά την υπέργεια ζώνη φωτός,
που νικά κάθε Άδη,
ούτε και το αίμα του πρώτου μου ναυαγίου.
Το Υπόγειο
Ψάχνοντας στη σκόνη του υπογείου,
βρήκα το όνομά μου.
Αυτό που δε μου χρειάστηκε ποτέ.
Χωρίς το αρχικό μου,
χωρίς τη συμφωνία των συμφώνων,
χωρίς εμένα.
Το όνομα που γλίστρησε στις παροπλισμένες μου επιθυμίες,
που απέδρασε απ’ το κελί των αστραπών μου,
που βούλιαξε στο ενυδρείο των υποσχέσεων.
Το όνομά μου, δεν το έμαθα ακόμη.
Δεν το συλλάβισα.
Το είδα να χαράζεται πάνω σε σκουριασμένες αλυσίδες,
να γίνεται δέρμα ευυπόληπτων πτωμάτων,
σπηλαιώδης φωνή κάθε καταποντισμένου.
Το είδα να τρέμει στους κρίκους του παρ’ ολίγον εαυτού·
στην ενέδρα των αιώνων.
Το όνομα του υπογείου, έσπασε μπροστά μου.
Για να βρω στα θρύψαλά του, την ορθογραφία μου.
Τον αναγραμματισμό της συντριβής μου.
Τραυματισμένος άγγελος
Οι εντεταλμένοι
μού επέβαλαν την εσχάτη των πληγών.
Καθισμένος στο εδώλιο του αδικημένου τράβηξα τη σκανδάλη.
Αμέσως, βρέθηκα στον όμιλο των τραυματισμένων αγγέλων.
Παρίας, φυγόκοσμος κι ένθεος μαζί.
Οι χορηγοί των άστρων
μου ζήτησαν να ξεμπλέξω το όνειρο από τον ιστό της παραίτησης,
να ράψω στο τοξωτό μου βέλος την τοπογραφία της ψυχής,
να μη δειλιάσω μπροστά στην αγχόνη του εύθραυστου.
Μέσα στην έδρα των λαβωμένων
ξεκίνησα την ανακομιδή των ερειπίων μου.
Πέταξα όλο το περιττό φορτίο της ύπαρξης,
τα μεταξωτά κουρέλια του προκαθορισμένου είναι,
την πληρότητα της έλλειψης.
Λίγο πριν πάρω τη θέση μου στο ανάκλιντρο του νικημένου,
βάδισα στη λεωφόρο των αθετημένων πυρών.
Εκεί που αιμορραγούν οι υποσχέσεις,
εκεί που νυχτώνει το μαζί,
εκεί που δε ζητάς πια, αλλά δίνεσαι.
Πρόξενος ζωής
Μέσα στον ωκεανό του άδειου σπιτιού,
ναυάγησα με τους βυθισμένους.
Παρών σε μία ανεξάντλητη απουσία,
μάζεψα τα πρόσωπα που κατάπιαν οι κορνίζες.
Τους άρριζους,
τους σφαγιασθέντες,
τα γερασμένα βρέφη.
Έκλεισα την κουρτίνα
και οργάνωσα τη γαμήλια δεξίωση των ηττημένων.
Γεμάτος πληγές και ουράνια τόξα,
ρούφηξα απ’ τους κροτάφους μου τη μνήμη.
Ήξερα πια πως μόνο τα ανολοκλήρωτα νικούν.
Μισός παιδί, μισός άλογο,
έχτισα μέσα μου το πριγκιπάτο των απόκοσμων.
Καθώς έχανα όλα τα κατηγορήματα της ύπαρξης,
έγινα ξαφνικά
αυτός που λυγίζει ολόισια,
όπως οι ανυπότακτοι.
Ο πρόξενος ζωής,
ο ανερμήνευτος,
ο πυρακτωμένος.
Αυτός που συνεχίζει
κι ας του χρωστούν ακόμα οι εαυτοί
την ιθαγένεια.
Η συντέλεια του νόστου
Μετά τον θάνατό μου,
φίλησα στο στόμα τους φονιάδες μου.
Πήρα απ’ το χέρι τον γκρεμό
κι έφθασα
ως τη συντέλεια του νόστου.
Στο μέρος που συνοικούν
όλα τα μαζί τα επικηρυγμένα,
τα μετάρσια εγώ,
ο αντιπερισπασμός του ξεχασμού.
Κόλλησα στο στήθος τα βήματα της ερημιάς μου
και περπάτησα
μέχρι να βρω το αίμα των αγίων.
Το τέλειο αντίδωρο.
Με ένα δριμύ συνηγορώ στον έρωτα
και με το όνειρο να συσπάται μέσα μου,
βρήκα τη νέα μου κατοικία.
Ανάμεσα στους ερυθρόλευκους ανθώνες
και τις ασημένιες πεταλούδες.
Έκλεισα το φως
και ξάπλωσα πάνω στο πτώμα μου.
Είχα, πια, έναν ολόκληρο θάνατο μπροστά μου,
να διαμαρτύρομαι,
που πεθαίνω με τέτοια λεπτομέρεια.
Ετών Μηδέν
Όταν έγινα ετών μηδέν,
μετακόμισα στον παράδεισο.
Διέσχισα σαν σπαθί τον έρωτα
και μπήκα στο νέο μου σπίτι.
Σ’ αυτό που κατοικούσαν κάποτε οι ηλιοβαμμένοι,
οι άκοποι απ’ τον θεό.
Έσπασα αμέσως τους καθρέφτες
και χώρεσα στα τζάμια τους όλους μου τους ξένους,
τους σωσίες που σφήνωσαν στο δέρμα μου.
Αργά τη νύχτα,
περνώντας από το λειμώνα
με τους άγριους κρίνους και τις ματωμένες παπαρούνες,
έφθασα με καθυστέρηση στο απόδειπνο των αγίων.
Τους εξήγησα πως το ρολόι των ηττημένων
δε δείχνει ποτέ την ώρα ακριβώς.
Κανείς τους δε με συγχώρεσε.
Φόρεσα τον κεραυνό
και επέστρεψα στην οικία μου.
Χωρίς δεύτερη σκέψη,
μουντζούρωσα στις γρίλιες της
το αίμα της αγάπης,
την ταπεινωμένη μου τιμιότητα.
Είχε έρθει η στιγμή
να γίνω ο ίδιος
ο σφυγμός
του σκοτωμένου μου θανάτου.
Για να πεθάνω με ακρίβεια,
όπως μου ζητήθηκε.
Άλλωστε,
δεν είχα να πληρώσω το ενοίκιο
για έναν τόσο μεγάλο θάνατο.
Ο Προκαθήμενος των Πληγών
Εκείνο το σπίτι, δε με χώρεσε ποτέ με όλον μου το θάνατο.
Με καταδίκασε να σηκώνω το αίμα κάποιου άλλου,
να ζω τη διορθωμένη του ζωή.
Αντέδρασα.
Μια μέρα κάθισα πάνω στα μαχαίρια.
Έγινα ο Προκαθήμενος των Πληγών
και έστειλα το είναι μου αιμόφυρτο
πίσω στην οικία.
Να δουν όλοι τις κυνηγημένες μου φυγές,
το όνειρο το τίμιο που μου ’πεσε κάποτε από τα χέρια,
τις τρικυμίες που διψούσαν να βρουν γαληνεμό.
Στο νέο πιστοποιητικό θανάτου,
δεν έβαλα τη φωτογραφία του προσώπου μου.
Κόλλησα στο χαρτί το φως των ερειπίων μου
και υπέγραψα ως αυτός που πραγματικά ήμουν:
ένας πρόσφατα αποθεραπευθείς,
κάποιος που στάθηκε στο ύψος του γκρεμού του,
κάποιος που είχε πάντα μέσα του την αστραπή.
Λόγια από χώμα
Στο δέντρο της αυλής μας
μεγάλωναν οι ρίζες μου.
Τα βράδια του έριχνα κρυφά νερό
ανακατεμένο με λόγια από χώμα.
Για να ακούω τις σιωπές μου να αναπνέουν
και να έχουν τα παιδιά μου έναν όρκο να πιστέψουν.
Για να γίνουν τα κλαδιά του
οι λόγχες που θα μου κέντριζαν το αίμα.
Εκείνο το δέντρο δεν το στόλισαν ποτέ.
Δεν του κρέμασαν κανέναν θάνατο,
κανένα σαπισμένο όνειρο.
Κι όμως δεν ήξεραν πως έμενα εκεί.
Ότι αυτό ήταν το δικό μου σπίτι.
Ούτε αυτοί, ούτε κι εκείνη η θάλασσα
που μου ’ριξαν κάποτε στα μάτια,
για να σκορπίσουν όλες μου τις στάχτες.
Άυπνα όνειρα
Πάντοτε ζούσα για έναν αιφνιδιασμό,
όπως όλοι οι χαμένοι.
Ήλπιζα στα όνειρα τα άυπνα
και ήθελα να χρωστώ τα πάντα
σε ένα θηριώδες ελάχιστο.
Να μπαίνω στο νερό
και να αναποδογυρίζω μαζί του
το προετοιμασμένο μου μέλλον.
Να εξαφανίζομαι μέσα στο έξω,
μακριά από τη μονοτονία του καθολικού.
Ήλπιζα ακόμη,
μέχρι που είδα
εκείνες τις έφιππες αράχνες,
να κουβαλάνε τη σορό μου.
Τη σορό που όλο και μεγάλωνε.
Μια μέρα γονάτισε μπροστά μου
και με ικέτεψε για μία ακόμη αναβολή.
Της χάιδεψα την πλάτη
και της είπα όλη την αλήθεια:
«Το παρελθόν δεν μπορεί να περιμένει».
Της φόρεσα το πιο όμορφο σάβανο
και την άφησα μόνη
στη μέση της αγάπης.
Μόνη με έναν θάνατο που δε λέει να ενηλικιωθεί.
Βιογραφικό σημείωμα
Γεννήθηκα στις Σπέτσες στις 20 Ιουνίου του 1986. Αποφοίτησα από το Ενιαίο Λύκειο Σπετσών τον Ιούνιο του 2004. Ζω στο κέντρο της Αθήνας και εργάζομαι ως Φιλόλογος στην Ιδιωτική Εκπαίδευση. Τελείωσα το τμήμα Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ολοκλήρωσα τις μεταπτυχιακές μου σπουδές με Άριστα στον τομέα της Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ. Σήμερα, είμαι Υποψήφιος Διδάκτωρ της Νεοελληνικής Φιλολογίας του ίδιου Πανεπιστημίου. Μιλάω Αγγλικά. Ασχολούμαι με την ποίηση από τον Μάιο του 2017. Έχω λάβει μέρος σε αρκετούς ποιητικούς διαγωνισμούς και έχω βραβευτεί πολλές φορές. Ενδεικτικά, αναφέρω το Γ’ Βραβείο Ποίησης στους 34ους Δελφικούς Ποιητικούς Αγώνες της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών, το Α’ Βραβείο στον Πανελλήνιο Ποιητικό Διαγωνισμό του Συλλόγου Λόγου, Μουσικής και Τέχνης «Λίνος». Έχω συμμετάσχει με ποιήματά μου σε ανθολογίες ποίησης. Ποιήματά μου έχουν δημοσιευτεί στο διαδίκτυο και σε λογοτεχνικά περιοδικά, όπως η «Πνευματική Ζωή», ο «Μανδραγόρας», το «Κελαινώ». Τον Ιούνιο του 2020 εξέδωσα την πρώτη μου ποιητική συλλογή με τίτλο: «Μεταθανασία» από τις εκδόσεις 24Γράμματα.