Δέκα ποιήματα του Γεωργίου Πολίδη (Τσαχουρίδη)

Δέκα ποιήματα του Γεωργίου Πολίδη (Τσαχουρίδη)

Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον ποιητή Γεώργιο Πολίδη (Τσαχουρίδη). Ο φιλοξενούμενός μου γεννήθηκε στη Γερμανία κι έζησε αρκετά χρόνια στο χωριό του, τη Νέα Πέλλα. Την τελευταία τριακονταετία διαμένει μόνιμα στη Γερμανία. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή που τιτλοφορείται "Στα ίχνη της ποίησης". «Ἀκολουθώντας τὶς τρεῖς ἀδερφές, τὴν Ποίηση, τὴν Φιλοσοφία καὶ τὴν Θεολογία» ,γράφει ο λογοτέχνης συστήνοντας τη δουλειά του. Η ποίησή του είναι υπαρξιακή, φιλοσοφική, λυρική. Ο λόγος του είναι περίτεχνος, γλαφυρός, με ολοζώντανες εικόνες, έξυπνα ευρήματα και συναισθηματικό βάθος. Εμπνέεται από τον έρωτα, την εσωτερική συνομιλία, τις χαρές και τις αγωνίες του ταξιδιού της γραφής. Θ' απολαύσουμε δέκα θαυμάσια ποιήματά του!

Στὰ ἴχνη τῆς ποίησης

Στὸ σπήλαιο τῶν ἀτόφιων ψιθυρισμῶν
κρατᾶς δισκοπότηρο ξέχειλα γεμάτο
πλημμυρίδα εἶσαι, ἐσένα διψοῦν
ἀκοὲς ψηλαφητὲς ἴσαμε τοῦ ἔρωτα τὸ μουρμουρητὸ
γλαφυρὴ ἔκρηξη τρυφερῶν στοιχείων ἀφανῶν

ὡσὰν πάλκο ἐξοχῆς μὲ τὸ σπόρο
νὰ κουρδίζει τὶς χωμάτινες χορδές του
στῆς ἄνοιξης τὶς νότες τὸν ὕμνο νὰ πετύχει
καὶ δρόμους μουσικοὺς κατάλληλους
ὅλο νὰ ξεφαντώσει τὸ σκάσιμο ζωῆς.

Στὸ σπήλαιο τῶν ἀτόφιων ψιθυρισμῶν
γαλάζιο κρατήρα θεραπεύεις στοὺς ἐπισκέπτες τῆς στοργῆς
σὰ μωράκια τοὺς δέχεσαι σὰν ἀρχόντους τοὺς φιλεύεις
τὸ νέκταρ σου πιὸ χαρὰ ἀπ᾿ τοὺς φιλέορτους
πιὸ θλίψη ἀπ᾿ τὶς ὀδύνες
κι οὐρανεύεις ἡδονὲς ἀκόμη κι ὅταν στοὺς μακρυνοὺς πόλους
μαῦρα σύννεφα ξεψυχᾶνε τὸν τελευταῖο θάνατο
ζωὴ στὶς περπατημένες ὁράσεις τυφλῶν ξαναγεννημένων.

Κρατᾶς δισκοπότηρο ξέχειλα γεμάτο
μὲ χέρια ἱερὰ σ᾿ ἀχειροποίητη παστάδα νὰ προσφέρεις
τὴν ἔντιμη αἰώνια πρώτη σου στιγμὴ στὸ ἀντάμωμα
μὲ τῆς ψυχῆς σου ταιριαστὸ καλλιεργητὴ ποὺ ἐρωτευμένος
καίγεται νὰ σοῦ φορέσει ἀνθοστέφανο πλεγμένο
ἀπὸ εἰκοσιτέσσερα βοτάνια ποὺ τὴν ὕπαρξη ὑμνοῦν
καὶ μὲ τὸ λάδι τους πρὶν ξαπλώσετε
στὸ ἐρωτικὸ κρεβάτι τὸ ραντίζει.

Πλημμυρίδα εἶσαι, ἐσένα διψοῦν
φρέσκα αὐλάκια ποὺ ὁδηγοῦν στοῦ ἔρωτα τ᾿ ἀπέραντα λιβάδια
ἴδια κι ὅλη μέθη ἀνοιξιάτικης πνοῆς ποὺ ἀφοσιώνει τὴ χαρὰ
στὰ χρώματα ἀνθῶν νερῶν πουλιῶν καὶ πεταλούδων
κάτω ἀπ᾿ τὸ βλέμμα ἱεροφάντη ἥλιου ποὺ γνέφει ἔναρξη χοροῦ
σ᾿ ἀκοὲς ψηλαφητὲς ἴσαμε τοῦ ἔρωτα τὸ μουρμουρητὸ
ἴσαμε τοῦ ἔρωτα τὸ μουρμουρητὸ
στὶς ψηλαφητὲς ἀκοές μας.

Γλαφυρὴ ἔκρηξη τρυφερῶν στοιχείων ἀφανῶν
σ᾿ ἀγαπῶ! γιατὶ μοῦ δίνεις...
σ᾿ ἀγαπῶ! γιατὶ μοῦ δίνεις ταυτότητα...
σ᾿ ἀγαπῶ! γιατὶ μοῦ δίνεις ταυτότητα χωρὶς κατηγορία...
χωρὶς κατηγορία ὀξύνοων φιλοσόφων
ποῦ διακρίνουν τὶς ἐποχὲς τῶν οὐρανῶν.
(εὐτυχῶς οἱ ἀφιλοσόφητοι δὲν σὲ ἀγάπησαν)
Σ᾿ ἀγαπῶ ἐπειδὴ μ᾿ ἐλευθερώνεις
κοντά σου ἄφοβα μπορῶ νὰ εἶμαι εἰλικρινὴς
μοῦ χαρίζεις τὴν ἐλευθερία τῆς εἰλικρίνειας
ἀληθινή! ἐσύ, σὰν τὸν ἔρωτα τῶν παραμυθιῶν
καὶ τὴν ἀγαπημένη ἀφοσίωση τῶν πριγκιπισσῶν.

Ὡσὰν πάλκο ἐξοχῆς μὲ τὸ σπόρο
μεταμορφωμένο καλλιτέχνη λαξευτὴ
σὲ μιὰ γεύση ἐπανάστασης στὸ μέσο
τοῦ χωρισμένου τῶν παιδικῶν χρόνων ἀγαπημένου τόπου
σὲ κάτοικους τοῦ χωριοῦ τῆς ἄνω καὶ μετὰ τὴν ἄνω ἐποχή,
στὸ μέσο, νὰ ἐπαναστατεῖ τὴν ἄνθιση τῆς ἕνωσης
τραγουδώντας: σᾶς υἱοθετῶ τὴν ἄνοιξη νὰ γίνετε καλοκαίρι...
σᾶς υἱοθετῶ τὴν ἄνοιξη νὰ γίνητε καλοκαίρι!

Κι ὅμως! Βλέπετε! Βλέπετε! Ἕνας σπόρος...
Νὰ κουρδίζει τὶς χωμάτινες χορδές του
στῆς ἄνοιξης τὶς νότες τὸν ὕμνο νὰ πετύχει
κι ἀπορεῖτε, ποιὸν ἄραγε ὕμνο ἐμεῖς ξεχάσαμε
ποιὰ γνώση στὰ βαθειά του ποταμοῦ τῆς λήθης χάσαμε!
μήπως κάποιου ζωντανοῦ Θεοῦ τὸ ἅρμα πετάξαμε!
καὶ δὲν βρίσκουμε δρόμους μουσικοὺς κατάλληλους
μέσα του ὅλο νὰ ξεφαντώσουμε τὸ σκάσιμο ζωῆς...

Ζωή! Ζωή! Ζωή!
Ἀργὰ θὰ εἶναι ὅταν σὲ γνωρίσω καὶ μόνο αὐτὸ γνωρίζω!
Κρυμμένη στὰ ἐνδότερα ἐσὺ
μετὰ τὰ τέλη τῆς ταπεινοσύνης
καὶ στὶς ἀρχὲς τῆς ποίησης!

* * *

Οἱ συγνῶμες

Παρέα θέλησα ἀπόψε, τοὺς νυκτερινοὺς ξένους,
ἐπισκέπτες τῆς θύμησης.
Μὰ δὲν ἦταν ντυμένοι τὶς στοργὲς ποὺ χάιδευαν κάποτε
δυὸ λευκὰ περιστέρια τοῦ ἔρωτα.

Οἱ μυρουδιὲς τῆς χαρᾶς σου τὴν πρώτη μας ἄνοιξη
εἶχαν κάνει τὰ ἄνθη νὰ πάρουν τὸ χρῶμα τοῦ γέλιου σου.
μειλίχια τὸ καλοκαίρι τραγουδοῦσε ὁ ἥλιός μας
ὅταν τὸ φῶς τοῦ τὰ μάτια σου στὴν πλάση ἀστράφτανε.
καὶ σὰν ἦρθε ἡ ὥρα νὰ γδύσει ἡ ζήση τὸ κορμί μου
ἀπ᾿ τὴν πράσινη φορεσιὰ ποὺ τὰ χέρια σου πλέξαν
μ᾿ ἔντυσες μὲ τὰ καθαρά της καρδιᾶς σου κρυφὰ γιορτινά.
οἱ παγεροί του χειμώνα ἀέρηδες ποτὲ δὲν μὲ ἔκαψαν
ἀσπίδα εἶχα τῆς ἀνάσας τὴν ζέση σου καθὼς ψιθύριζαν
μέλι τὰ μάτια σου.

Ἡ ὥρα περνοῦσε μὲ τοὺς ἐπισκέπτες μου γρήγορα
ὅταν δίψασαν τὰ ποτήρια τῆς συγνώμης τοὺς γέμισα
μὲ τὸ καθαρότερο νερὸ τῆς πλάσης
ποῦ σὲ μία κάμαρα τῆς μνήμης ἐφύλαξα.
Τὰ δάκρυα τῆς Μαρίας ἐκείνης ποὺ ἕναν κόσμο
μὲ θριάμβους γέμισε.

Μιλοῦσαν κι ἔλεγαν διάφορα
οἱ ἐπισκέπτες ἀπὸ μακρυὰ
κι ἐγὼ κοιτοῦσα παράφορα
τὰ μνημεῖα μου ποὺ εἶναι πλέον πικρά.

Τὶς νοσταλγίες ποὺ θὰ κάνουν τὰ χρώματ᾿ ἀπ᾿ τ᾿ ἄνθη
μαστίγιο γι᾿ αὐτὰ ποὺ τράβηξες κοντά μου δύσκολα πάθη.
τὸ φῶς τοῦ ἥλιου μαέστρος στὸ φέγγος τῶν ἄστρων
ὅταν θὰ μοῦ λένε γιὰ πόνους τῆς ψυχῆς σου τῶν κάστρων.
κι ὅταν γεμίζουν τὰ πόδια μου χρυσοκιτρινοπράσινες
φυλλωσιές, κι ἀρχίζει νὰ βρέχει
ἐκείνη θὰ λέω κλαίει, ὁ πόνος
πάλι στὴν καρδιά της θὰ τρέχει.
ὁ χειμώνας θὰ εἶναι γυμνὸς
κι ὁ ἀέρας στὸ ἑξῆς παγερὸς
δίχως ἐσένα μάτια μου
ποὺ δὲ σὲ ζέστανα στὰ χάδια μου.

* * *

Ἀπουσίες

Μέσα στὶς χρωματιστὲς ἀνταύγειες
τοῦ οὐρανοῦ καθὼς ἡ μέρα τὴ σκυτάλη
παραδίδει στοὺς νυκτερινοὺς πόθους,
ἀναζητῶ διαφυγὴ ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς
τῆς ἀπουσίας σου. Στίφος τὰ χρώματα
ἁρμονικὰ κυλᾶνε μὲ θλίψη θυμίζοντας
τὸ θανατικό της ψυχῆς μου ποὺ ἡ ἀπουσία σου
φέρνει. Χλωμὰ τ᾿ ἀστέρια κι αὐτὰ τὴ λάμψη σου ψάχνουν.
Ὄαση τῶν συμπάντων ἡ γῆ μας, μὰ ἡ ἀνάσταση
τὸ ἄγγιγμα τῶν χειλιῶν σου στὰ χείλη μου.

-2-
Τὸ ἄλγος ἀρχέγονου φόβου ἀνεξίτηλο θύμισε
αὐτὰ ποὺ δὲν ξέρω. Τὶς νίκες σου θέλεις
ἡττώντας ἐμένα. Καὶ οἱ φόβοι; Ἐκείνους
καμιὰ ἐξιλέωση δὲν τοὺς σηκώνει. Νὰ δοκιμάσουμε τί;
Εἶναι δυνατὸν αὐτὸ ποῦ μὲ πόνο ἀρχίζει νὰ χτίσει κάτι ὡραῖο;
Ναυάγιο ποὺ ἡ τύχη ἐλπίζει ν᾿ ἀφήσει κάτι ψηλά.
Δὲν θέλω νὰ χάσω τὸν ἥλιο
μὰ χάνω τὸ φῶς μου.
Χάνω τὴ μορφὴ τὴ δική σου
σὲ κάθε ἀνάσα.

-3-
Πῶς νὰ σὲ ἀγγίξω
ποὺ ἀκόμη δὲν γεννήθηκα! Τὴν μήτρα
τῆς χαρᾶς σου ψάχνω μέσα νὰ μπῶ
τὴ μορφή σου νὰ πάρω
πρὶν μοῦ χαθεῖς καὶ χαθῶ. Ὑποφέρω, τὸ ξέρεις;
Μὴ μοῦ στερεῖς τὸ φῶς σου, πεθαίνω.
Θαλλὸς στὸ δέντρο ὁ θάνατος
καρπίζει μία γλύκα. Καὶ οἱ πεῖνες, ἄχ! αὐτὲς οἱ πεῖνες!
δοκιμαστὴ μὲ κάνουν στὸν ξεψυχημὸ τῆς μέρας,
πότε μὲ δάκρυ ἀναπαυτικὰ γλυκό,
πότε μὲ δάκρυ τῆς ἀπουσίας πικρό.

* * *

Τὸ ὄνειρο τοῦ ποιητῆ

Ἀπόψε ἀντάμωσα τυχαία τὸν χρόνο
διαβάτης, στὸν τελευταῖο δικό μας τὸ δρόμο
ἀντικρίζοντας τὸ δεντρὶ
ποὺ τὰ δικά σου χρόνια θυμίζει,
ἡ ἴδια αὐτή του χρυσοκίτρινη φυλλωσιὰ
μοῦ 'φερε στὴ μνήμη τὴ δική σου 'μορφιά
καθώς, ἐγὼ μαζὶ κι ἐσύ, στὸ δειλινὸ τ᾿ ἁπαλὸ
καρτερούσαμε τ᾿ ἀστέρια ψηλὰ στὸν οὐρανό,
τ᾿ ὄνομά σου στὴ λάμψη τους νὰ γράψω
καὶ στοῦ ὀνείρου μου βαθιὰ τὴν ψυχὴ νὰ τὸ κρύψω.

-2-
Ἐὰν κάποτε τὸ χαμόγελό σου
ἔρθει νὰ δροσίσει
τριανταφυλλένια ἀνοιξιάτικη
ὀσμὴ στὸ πέρασμά του
ἀρχὴ
τῶν παγωμένων
τοῦ ὁρίζοντα ὀνείρων.

Μὰ μὴ σταθεῖς
συννεφιασμένα φοβισμένο πρωινὸ καρτερικὸ
δειλὰ-δειλὰ
μὰ ἄνοιξε βοτάνων σου τὰ ἄνθη
σκόρπισε τὴ θέρμη
ὀνείρων μυστικὴ πνοὴ
στοῦ κόσμου ἀπάνω τὶς πληγὲς
καὶ φύγε ἄχλη πόνου, σκοτεινιὰ
ἀπ᾿ τ᾿ ὄμορφο ἐλεύθερο βλαστάρι.

* * *
Στὸν ἀδερφό

Στὸ βλογημένο στρατί,
σ᾿ ἀντάμωσα στὴν δύσκολη στενή του περασιὰ
τραχὺς ὁ Κάματος τῆς Μοναξιᾶς
μὰ ὁ δρόμος τοῦτος μᾶς ἀνήκει
οἱ πληγὲς δὲν ματώνουν, κι ἂν φέρουν
πελώριου βράχου βάρος πόνου δυνατοῦ
ἀστέρινη φορεσιὰ θὰ γίνουν τ᾿ οὐρανοῦ,
φωτιστικὰ χαμόγελα·
στὶς πιὸ στενές μας περασιὲς
τὸ λείαιμα δὲν θὰ πάψουμε,
νὰ φτάσουμε τὸ Αἰώνιο Ποθητό.

Μάγων Ἀστέρα ἐκόσμησε, πιστὸ οὐρανοδηγὸ
τὸ ταξίδι μας κοπιαστικό· χωρὶς σταματημὸ
ἔρημης αἰωνιότητος διάρκεια ἡ τῶν Δώρων προσφορὰ
ἂς προσφέρουμε μαζὶ μὲ τοὺς ποιμένες κι ἐμεῖς εὐλαβικὰ
τῶν Ἀγγέλων τὸ τραγούδι· τὸ οὐράνιο Ὡσαννά.

* * *
Χρονομηχανή

Ἀνύπαρκτα αἰσθήματα ἑνὸς παγωμένου Δεκέμβρη στὴν καταχνιὰ
τοῦ δρόμου βαδίζοντας, ἀνταμώνω, ὀμιχλώδη φαντάσματα χαμὸ-
γελαστά, γνέφουν στὴν ὕπαρξη μία καλημέρα, ζεστὰ λαμπυρίζουν
τὰ πρόσωπα σὰν στὶς βιτρίνες λαμπάκια.

Μύηση στὸν κόσμο τῶν αἰσθημάτων ἡ μουσική,
τοὺς ἀνθρώπους θέλει νὰ δέσει κάτω ἀπ᾿ τὴν ὀμπρέλα τῆς εἰρήνης.
Θαῦμα τὸ φλάουτο ἀγωνίες καὶ ἠρεμίες ρυθμίζει σὰν ἐξοχότης βασιλέως.
Ἂν ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα ἄκουγε μουσικὴ μυητικὴ στὰ αἰσθήματα
δὲν θά 'χαμε ποτὲ πολέμους.
Δὲν εἶναι ξεφάντωμα μόνο τ᾿ ἀκούσματα,
εἶναι ἐπίσης, ὁδηγὸς ἱκανὸς στῆς ψυχῆς μας τὸν κόσμο.

Κι ἔτσι κλείνω αὐτή μου τὴ νύχτα
μ᾿ ἕνα ἄκουσμα πιάνο σονάτα
νούμερο τάδε.

-2-
Πανδέκτης ἡ θέα μπροστά μου
ἐτοῦτα τ᾿ ἀθῶα τὰ δέντρα μὲ τὶς πολύχρωμες φυλλωσιὲς
ὀνειρεμένα εὐτυχισμένες στιγμὲς φέρνουν στὸ νοῦ,
ἢ στιγμὲς ποὺ χάθηκαν σ᾿ ἐρημιές, ἢ στιγμὲς ποὺ δὲν
βιώθηκαν ποτέ. Κι ὅμως τόσο γεμάτες.

Παλμοὺς ποὺ χάνω, ἄφταστους, στῆς ζέης τὸν ρόγχο.
Ἐπαίτης στὴν ἀγάπη ἢ ὀφειλέτης, ρωτῶ ἐσένα, ποὺ ὑπηρέτησες
πιστὰ τοὺς ὅρκους τῆς πίστης. Οἱ ἀνθρῶποι δὲν κατέχουν
στὴν παραφροσύνη τοὺς μέσα τὴ δική μου δὲν ἀγγίζουν.
Ἔχει ἡ μοναξιὰ στὴν ταραχή της μία γλύκα, ἴσως ὅμως, νὰ
εἶναι κι ἴδια μία γλυκιὰ ταραχή, ὅταν ἀντάμα τὸ φάντασμα
τῆς μορφῆς σου μὲ τὰ μάτια χαϊδεύω.

-3-
Μουσικὴ ποίηση, ὄμβριος ὑδάτινος πλοῦτος
τὸ ἄκουσμα τῆς φωνῆς σου, στὴν ξερὴ γῆ μου
τοὺς διψασμένους βλαστοὺς ἀναπάντεχα πότισε
λίγες στιγμὲς τ᾿ ὀξυγόνο τῆς ψυχῆς σου στὸ
καπνισμένο τοπίο τὰ κουρασμένα μου πνεμόνια.
Ζωηφόρο ξεδίψασμα ζωογόνο, τὴν ὀμορφιὰ τούτη
θέλω πάλι νὰ ζήσω ἐλπίδα παγιδευμένου ἐλαφιοῦ
ἀπὸ τὴν πυκνή του δάσους βλάστηση.

Τὸ χρῶμα τῆς φωνῆς σου θαῦμα ἀνεξήγητα
ἀνερμήνευτο. Σὰν τὴν λευκὴ ἡμερότητά του
χιονιοῦ ὅταν τὴν πλάση μὲ ἁγνότητα ντύνει.
Ζωοδότα σὰν τὴν χαρὰ τῶν παιδιῶν ποὺ
στὸ θάμα τῆς φύσης τὸ ξεφάντωμα ζοῦνε.

Ἐδῶ ὅμως κλείνω τὸ λόγο
στὸν ἐμπνεύσεων τὸν τόπο
λίγες στιγμὲς
νὰ ζήσω τὸ θάμα,
πρὶν γίνω ἄλλος βοριᾶς,
καὶ σὲ χάσω ψυχή μου,
καὶ δίχως ἐσένα
στὰ σκοτάδια χαθῶ.

* * *

Η βιάση

Βιαστικό το ταξίδι, τρέχει η αμαξοστοιχία
λες και τό 'βαλε σκοπό της, έτσι δείχνει
το τέρμα θέλει να φτάσει, να το δει, να το αγγίξει
η αγέρωχη ετούτη η βιάση

απ' όλα είναι φορτωμένη, γεμάτη είναι
κάθε λογής πραγμάτειες, ζωντανά, ανθρώπους
και σε μια γωνιά, κάπου 'κει κοντά
ένας ήχος, εσύ, σε βλέπω, δάκρυα
και η ζάλη, η ζάλη τού πόνου αντάμα,
εκεί κοντά, δεν απομακρύνεται
λες τάχα να φοβάται μη σε χάσει

αγαπά κι αυτός, πόνος είναι μα
δεν το κρύβει, το λέει, δεν έχω άλλο
να σου δώσω
εγώ είμαι ο πόνος, μα αγαπώ κι εγώ
τον ήχο αυτό τον κιθαρίσιο, δεν το βλέπεις

πότε, μα πότε θα φτάσουμε στη στάση
τα ζωντανά χρειάζονται τροφή, νερό
οι άνθρωποι λίγο αέρα σιγανό, γιατί τέτοια βιάση
κι εγώ τον ήχο, τον κιθαρίσιο ήχο
στης νοσταλγίας τον καημό, στου πόνου την αγάπη

όλα τα 'χει η αμαξοστοιχία πάνω της
κόσμος μικρός, τρέχει κι αυτός
μα έχει χάσει την στάση, την προσπέρασε
μαγεμένος μες στη βιάση, για να φτάσει
να δει και ν' αγγίξει αυτά, που και σε μια στάση
μπορεί να ζήσει.

*** *** ***

Της οδύνης

Tόσο διαρκή η χαρά τ' ανθρώπου
βοτσαλάκια πλακουτσά πολύχρωμα
παιγνίδι που κάνει στην επιφάνεια
μιας λίμνης ήμερης πριν χαθούν
βυθισμένα στη λησμονιά
και μετά όσο διαρκεί το παιγχνίδι
με χέρια και τα γέλια ψηλά
παραδομένα σε παρθένο στο στόμα φιλί.

Μη ρωτάς τι 'ναι γιορτή
στο παλκοσέλινο οι μουσικοί
γράφουν μιά νέα γλώσσα
άδειοι απ' όλους τους κυματισμούς
βγάζουν νέους ήχους, της οδύνης
κύμα θαλασσινό ήρεμο απλώσου
γίνε ως του φεγγαριού το φως
μια αχτίδα του μοναδική μία.

Γδύσε την αστροφεγγιά
να χρωματιστούν οι κάλυμνοι στο φως τους
όλα να γίνουν καινούργιο φιλί
ν' ανθίσει καινούργια ζωή, φρέσκια
της Κρήτης, πρωινό θαλασσινό νησιώτικο
μαζί να ξημερώσουμε εκείνα που τρέχουν
πιο γρήγορα και μπροστά πάντα βρίσκω
ναυάγια θαλασσοδαρμένα με αγέρα αλμυρό.

Έκανα να πετάξω ψηλά μα ξάφνου θυμήθηκα
πως τα φτερά έχασα σ' έναν πόλεμο
κάποιος σύντροφος τα χέρια, άλλος τα πόδια
μας τραγούδησα κι ανέβηκα στη φωνή
που αιωρούνταν ρυθμικά σαν πουλί
και με πήρε ψηλά, λησμόνησα τη γη
γέμισα ουρανό στα μάτια και την όσφρηση
και είπα: τούτη η οδύνη θέλει το σκοπό της!

*** *** ***

Το φόρεμα του αερικού

Τό 'ξερα πως ήσουν εκεί, άδυτο αερικό, δίχως ίχνος παρουσίας διόλου
δίχως ένα φτάνει που το έβρισκες μονάχα στα βογγητά του πόνου και της κούρασης
αγρίμι σ' ένα κόσμο που δεν γνώρισες ποτέ μα γνώριζε αυτός τ' άστρα να κεντά
και διαμάντια να γεμίζει στους δρόμους των ανθρώπων, να αστράφτουν διαμαντοφυτεμένες λάμψεις
δεξιά κι αριστερά των δρόμων κάνοντας την πορεία αναπαυτική κάτω από τους παχείς ίσκιους των λάμψεων
και φωτεινές τις κρύες νύχτες της απόγνωσης που άλλο δεν γνωρίζεις.

άδυτο αερικό ξένο, στάσου μια στιγμή στην άγκυρα του βογγητού σου χλιμιντρίσματος
και φτάνει να ζηλέψεις το φως μιας χρυσαλλίδας για ν' αρχίσει το πρώτο ροδοχάραμα.

Αλίμενο αερικό, μη τρομάζεις την χρυσαυγή που καρτερικά σου γνέφει να της φιλήσεις το πρόσωπο
ο πόθος της είναι το φόρεμα της έγνοιας που σώμα θα σου ντύσει για να μη χαθείς ξανά στο πρώτο αεράκι
και οι δείκτες επιτέλους να σημάνουν ο μικρός το μπάσιμο κι ο μεγάλος ροδαυγή, την πρώτη
νηπενθές αερικό, το φόρεμα της έγνοιας που σώμα θα σου ντύσει μην ξεσχίσεις πάλι
και γίνε η πρώτη χαραυγή στο σώμα γιατί πρέπει να επιστρέψει εκεί που ανήκει.
Και γεννήθηκε η χαραυγή η πρώτη, και φώτισε παντού χαμογελαστά χρυσάνθεμα
και ένα ντροπαλό παρθενικό κεφαλάκι στολίστηκε διαμαντοστεφανωμένα
με ροδαλά τα μαγουλάκια γιατί πόθησε την χρυσαυγή και το φόρεμά της ντύθηκε
και δεν έπαψε από τότε να ποθεί τα δικά της, της έγνοιας τα φορέματα
που δοκιμάζει κάθε τόσο στο σώμα με πάθος της ροδααυγής τα δώρα τα μονάκριβα
τα φορέματα της ροδαυγής της έγνοιας

 Χαμένες μνήμες

-1-
Τα λόγια αυτά είναι παιδιά μου. Δεν υποκρίνομαι.
Οι αγωνίες σου πριν γεννηθούν μ' έκαναν να τ' αγαπήσω.
Αν δεν σε γνώριζα δεν θα 'βρισκαν το νόημα του κόσμου.
Θα τον έδιωχναν όπως οι άγγελοι τον ασεβή, όπως η Άρτεμη
τους άστοχους κυνηγούς καθώς τρέχοντας να κρυφτεί
προσέχει πατώντας το γρασίδι, μην τυχόν πληγώσει την τρυφερή γη μου,
μόλις έπεσαν, οι πολεμιστές.
Τα λόγια αυτά είναι το φως σου. Δεν υποκρίνομαι.
Τα μάτια σου μου χάρισαν τα χρώματα της χαράς, τσάκισαν τα λέπια που έκρυβαν τα χνώτα μου.
Δεν είναι ο ήλιος που δίνει ζωή στην ψυχή του ποιητή, ούτε οι αμέτρητοι παφλασμοί
στις ακτές των κυμάτων, σε νησιά απόμακρα ήσυχα και ασφαλή.
Είναι η Αφροδίτη που θέλησε τη στεριά μας, είναι το στεφάνι που της πλέξαμε.

-2-
Άγνωστος αστέρων φωτισμός που δεν πρόλαβε τα βλέφαρα ν' αγγίξει.
Γνωρίζεις τα πράγματα που δεν μου λες; Πολλά. Τα ανακαλύπτεις κι εσύ. Τώρα.
Και με τα νέα κρίνεις τα παλιά. Να προσέχεις όμως άγνωστη ψυχή αγαπημένη,
ο ανθός που κρατάς στα χέρια σου και λαμπυρίζει σαν τον ήλιο, πέρασε
πολλές εποχές που δεν τις γνώρισες μέχρι να σου γλυκάνει την πικρία στο βλέμμα,
το διαμαντένιο που φοράς δαχτυλίδι έγραψε μία ιστορία μετατροπών πριν νιώσει
τα χρώματα της ίριδας, και που κάθε αυγή με βρίσκει να τα μοιράζω στους
διψασμένους βλαστούς των ονείρων που καρτερούσαν την καθαρή νύκτα για ν' αστράψουν.
Να αστράψουν. Τι; Την ελπίδα του πένθους των Μυροφόρων. Την κρυφή προσμονή.
Το αγλάισμα του μυστικού φωτός, όχι το αγνοημένο των αστέρων, μα εκείνο της δίκαιας αφής.
Σεισμεί την ύπαρξη, την ταρακουνάει συθέμελα μέσα από την ανάσταση φρικιαστικού πόνου,
και οι βροτοί επιστρέφουν στο Ωσαννά να προσκυνήσουν με τους μέγιστους τρεις το άγιο χέρι
που τα δώρα προσφέρει στης ταπεινής δόξας την γέννηση.

-3-
Παρθένα αγκαλιά δειλινής σκηνής σηματοδοτημένη λήξη ανθρώπινων
του κάματου παθών, έναρξη μυστικού έναστρου αιώνα, που ποθεί σε μια
γαλήνια γραμμή να κεντήσει στεφάνι στην εποχή του πέμπτου ορίζοντα.
Πού ήσουν όταν φωνηδίες αισθημάτων πύρωναν μια λαχτάρα ανταμωσιάς,
με τον χορό αθώων ανέμελων τρεχούμενων σε ψηλές κορφές νερών;
Το ζευγάρι ερωδιών λίγο πριν τρομάξει, στη ζεστή γλυκιά ανάσα σου
έχτισε τα όνειρά του. Στα γαλήνια πελάγη σου βούτηξε το πέταγμά του.
Στην ακτή της γαλαζοπράσινης λίμνης, ο αγέρας που χαϊδεύει τις καλαμιές
και κάνει τα κορμιά να αγγίζουν το ένα στο άλλο βγάζοντας έναν ήχο
που τρέχει ν' ανταμώσει την βοή του καταρράκτη, εκεί τα χρώματα της
ίριδας, κάνουν τον ήλιο να φωτίζει Μαρία, πάνω στ' άνθη που γεννούν
την εποχή του πέμπτου ορίζοντα και οι οσμές τους σχηματίζουν μια
γαλήνια γραμμή.

*** *** ***

Βιογραφικό σημείωμα

Είμαι γεννημένος στην Γερμανία τον Ιανουάριο του 1967 και έζησα από την ηλικία των επτά ετών έως τα είκοσι δύο μου στην Νέα Πέλλα, χωριό του Νομού Πέλλης, 40 χιλιόμετρα δυτικά της Θεσσαλονίκης. Από το έτος 1990 είμαι μόνιμος κάτοικος Γερμανίας. Η τελευταία μου εργασία πριν συνταξιοδοτηθώ ήταν σε εταιρεία εμπορίας ποτών και αναψυκτικών με καθήκοντα την ετοιμασία και τον έλεγχο παραγγελιών των πελατών.

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr