Δέκα ποιήματα του Βαγγέλη Θ. Κακατσάκη

Σήμερα στη στήλη «Στα βαθιά» έχω προσκαλέσει τον λογοτέχνη Βαγγέλη Θ. Κακατσάκη. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε και διαμένει στα Χανιά. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία και στην Πάντειο Σχολή και μετεκπαιδεύτηκε στις Επιστήμες της Αγωγής. Εργάστηκε για πάνω από τρεις δεκαετίες στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ως δάσκαλος και διευθυντής σχολείου. Αρθρογραφεί από τα μέσα του 1970 στην εφημερίδα «Χανιώτικα Νέα». Για μεγάλο διάστημα ασχολήθηκε ενεργά με τον συνδικαλισμό. Δραστηριοποιείται εδώ και πενήντα έτη σε θέματα πολιτισμού και παράδοσης. Στο παρελθόν συνεργάστηκε σε ραδιοφωνικούς σταθμούς. Η λογοτεχνία κέρδισε το ενδιαφέρον του από τα πρώτα γυμνασιακά χρόνια. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές και μία διηγηματική συλλογή, καθώς και δυο βιβλία δημοσιογραφικής έρευνας. Ποιήματά του διακρίθηκαν σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, μελοποιήθηκαν και μεταφράστηκαν. Η ποίησή του είναι υπαρξιακή, συμβολική, προσωποκεντρική. Ο λόγος του είναι σμιλεμένος, υπαινικτικός, με χτυπητές εικόνες, εύστοχες αλληγορίες και αληθινή συγκίνηση. Τον απασχολούν τα αιτήματα της ψυχής, τα κοινωνικά δράματα, το ανθρωπιστικό όραμα. Θ ‘ απολαύσουμε δέκα διαλεχτά ποιήματά του!

Διαμαρτυρία (ΤΑ ΑΛΟΓΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ)

Αν δεν δώσετε εντολή ,
να σταματήσει το μαγγανοπήγαδο,
θα ξεγυμνώσω την ποίηση
από τα φανταχτερά φορέματα
και θα τη ντύσω
με τις κραυγές που ενεδρεύουν
στα κυκλάμινα

Μνήμη καλοκαιριού (ΚΑΖΟΒΑΡ)

Το καλοκαίρι αυτό
έμεινα μόνος
με τη ματωμένη ρίζα της άνοιξης.
Τα ερωτηματικά
αγρυπνούν τις ασέληνες νύχτες.
Κάνω τον σταυρό μου ανατολικά
και προσμένω.
Πώς κερδίζουν
ένα χαμένο παράδεισο;

Τα χέρια μου γεμάτα αίματα.
Ουρλιάζουν:
«Ο άνθρωπος αυτός
έκαμε φονικό».
Με πέρασαν για φονιά,
επειδή έχω σκοπό
να γεμίσω τη γη με λουλούδια.

Κρύβω το μυστικό μου
στις ρώγες των σταφυλιών.
Όσοι φάτε σταφύλια
αυτό το καλοκαίρι,
θα σας περιμένω
την ερχόμενη άνοιξη!

Η ησυχία μας (;) (KAZOBAΡ)

Μας είπαν,
μέχρι πού, μπορούμε
ν’ απλώσουμε τα πόδια μας τώρα,
που η γη χώρεσε την ψυχή της
σε μια στυμμένη λεμονόκουπα.
Αυτά τα μάτια, χρόνια αταξίδευτα,
που κουβαλούν τον θάνατο,
μέσα στις κόγχες τους,
πού μπορούν να στήσουν
τη σκηνή του έρωτα,
τώρα που άνθρωποι μικροί
βγάλανε τα μάτια
απ’ τις βυζαντινές μας Παναγιές;
Κι αφήσαμε και τέντωσαν
το κορμί μας σε προκρούστεια κλίνη
οι ισχυροί της μέρας,
με μόνο αντάλλαγμα, την ησυχία μας…

Δεν μπορούμε να ζούμε σε ησυχία, όμως
όταν τα δάχτυλα της καθημερινής ανάκρισης,
ματώνουν τις ουλές του κορμιού μας.
Να γιατί,
προσευχόμαστε στην πεταλούδα,
που ζήτησε απ’ το αυγινό φως
έρωτα μαζί του, να μπορέσουμε
κάποια αυγή, να προσφέρουμε εμείς
το μπουκέτο με τις ηλιαχτίδες,
στο μπούστο της μέρας.

Το σημείο στίξης μου ( ΟΤΑΝ ΓΙΝΕΙΣ ΠΟΙΗΜΑ)

Δηλώνω:
Επιφυλακτικός
μπροστά στην τελεία.
Καχύποπτος
στην εμφάνιση του κόμματος.
Ανήσυχος
στη θέα του θαυμαστικού.
Ξένος
μέσα στις παρενθέσεις.
Απροετοίμαστος
στα υπονοούμενα των αποσιωπητικών.
Ανασφαλής
στον ερχομό της παύλας.

Ερωτευμένος
με το ερωτηματικό.
Το σημείο στίξης μου.

Το μικρό αυτό άσπρο ξωκλήσι ( ΟΤΑΝ ΓΙΝΕΙΣ ΠΟΙΗΜΑ)

Κάποιες φορές,
το μικρό αυτό άσπρο ξωκλήσι
μοιάζει με κοριτσίστικο πουκάμισο,
που ξωμένει χρόνια στην ντουλάπα
κρεμασμένο, δίχως να φοριέται,
έχοντας μόνη συντροφιά,
τη μνήμη της αφής ενός σφριγηλού στήθους.

Κάποιες φορές,
το μικρό αυτό άσπρο ξωκλήσι
μοιάζει με πουκάμισο γαμπριάτικο,
κρατώντας ακόμα στις μασχάλες του
τη μυρουδιά απ’ τον ιδρώτα του ανθρώπου,
που για μια φορά, κάποτε, το φόρεσε
και δε θέλει να το λησμονήσει.

Κάποιες φορές,
το μικρό αυτό άσπρο ξωκλήσι
μοιάζει με πουκάμισο παλιομοδίτικο,
που περιμένει, κάθε φορά με αγωνία,
το άνοιγμα της γριάς ντουλάπας,
μην ξέροντας ποιος κρατάει το κλειδί
και ποιες είναι οι διαθέσεις του…

Της Υπαπαντής  (ΟΠΩΣ ΤΟ ΨΩΜΙ)

Ανύπαντρη μητέρα η Μαρία
δεκαπέντε χρονών παιδούλα
με το κοριτσάκι της στην αγκαλιά
ολομόναχη μπαίνει στην εκκλησιά,
για να τη σαραντίσει ο παπάς,
που, ωστόσο, λείπει.
Τη βλέπει απ’ την εικόνα της Υπαπαντής
η συνομήλική της Παναγιά και ντρέπεται.
Έχει έναν άνδρα
που την προστατεύει
δίπλα της αυτή
κι ανοιχτή την αγκαλιά του ιερέα Συμεών,
για να πάρει τον ακριβογιό της
και να τον βάλει στ’ Άγια των Αγίων.

«Μαρία λεν την Παναγιά, Μαρία λεν κι εσένα
κι αν αρνηθώ την Παναγιά, θα αρνηθώ κι εσένα».
Η μαντινάδα που έλεγε στη Μαρία ο δικός της…

Ενθάδε κείται (ΟΠΩΣ ΤΟ ΨΩΜΙ)

Επιμένω να ταξιδεύω
στη θάλασσα των ματιών σου
κι ας είναι (σ)κουρ(ι)ασμένη
η πυξίδα του «σ’ αγαπώ».
Επιμένω ν’ αναζητώ
ένα σινιάλο σου
για να πιάσω λιμάνι,
να δέσω επιτέλους την βάρκα μου.
Ωστόσο το ξέρω.
Ταξιδεύοντας θα 'ρθει
να με βρει ο θάνατος
μεσοπέλαγα.

Ωραίος τόπος τα μάτια σου
για το «ενθάδε κείται».

(Μελοποίηση: Σταμάτης Κραουνάκης)
https://www.youtube.com/watch?v=WqdHus7bt5o

Οι μοναχοί και τα περιστέρια   (ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ)

Συνυπάρχουν στην ίδια αυλή
οι μοναχοί με τα περιστέρια
και τελούν,
από κοινού και με ευλάβεια,
τις ιερές ακολουθίες.
Αντανακλώντας στα φτερά των
όλα τα χρώματα εκείνα,
απορροφώντας όλα τα χρώματα
στα ράσα των εκείνοι.

Λευκό ονειρεύεται τα βράδια
το ράσο του ο μοναχός.

Αναφορά στον Νίκο Καζαντζάκη  (ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ)

Πέθαινες κάθε μέρα, γεννιόσουν κάθε μέρα,
αρνιόσουν ό, τι είχες κάθε μέρα.
Δε ζύγιζες, δε μετρούσες, δε βολευόσουν,
ακολουθούσες το δικό σου χτυποκάρδι.
Κοίταζες τον φόβο κατάματα
κι αυτός φοβόταν κι έφευγε.
Παρατηρούσες τον κόσμο με κρητική ματιά
και παράγγελνες ν’ αγαπά ο άνθρωπος την ευθύνη.
Χρέος του καθενός να σώσει τη γης,
δικό του το φταίξιμο, αν δεν τη σώσει, έλεγες.

Παραπέρα,
παρακαλούσες τον Χριστό να κάμει
τις κάμπιες της καρδιάς πεταλούδες,
ενώ έλεγες ότι Θεός δεν υπάρχει,
αφού υπάρχουν παιδιά που πεινούν
και ζητούσες από την αμυγδαλιά
να σου μιλά για τον Θεό,
για να τη βλέπεις ν’ ανθίζει.

Ένθεος άθεος και άθεος ένθεος
ο Αετός της αβύσσου.

Θέλω τα χελιδόνια μου

Κατασκεύασαν σιδερένια κοράκια
και τα έστειλαν να κυνηγήσουν
τους ιούς της ατμόσφαιρας.
Οι άνθρωποι βγήκαν στις στέγες των σπιτιών
και χειροκροτούσαν για τη δεδομένη νίκη.
Όντως σε λίγο δεν υπήρχαν ιοί.
Ούτε χελιδόνια υπήρχαν, ωστόσο,
διαπίστωσαν με τρόμο οι άνθρωποι.
Θέλω τα χελιδόνια μου,
είπε κλαίγοντας ένα κορίτσι.

Ένα αγόρι μεταμόρφωσε –
ως διά μαγείας –
τα κοράκια σε περιστέρια
και τα χελιδόνια επέστρεψαν.

Βιογραφικό σημείωμα

Ο Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης γεννήθηκε στο χωριό Νίππος Χανίων από γονείς αγρότες το 1948. Είναι απόφοιτος της Μαρασλείου Παιδαγωγικής Ακαδημίας, σπούδασε στην Πάντειο Σχολή και μετεκπαιδεύτηκε στις Επιστήμες της Αγωγής. Εργάστηκε επί 3 χρόνια στα Ιδρύματα του μακαριστού μητροπολίτη Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίου Γαλανάκη και 36 ως δάσκαλος και διευθυντής σχολείου. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, είναι συνεργάτης της εφημερίδας «Χανιώτικα νέα». Έχει ασχοληθεί, για μια εικοσαετία περίπου, με τον συνδικαλισμό και εξακολουθεί ν’ ασχολείται, εδώ και 50 χρόνια, με θέματα πολιτισμού και παράδοσης. Υπήρξε συνεργάτης του ραδιοφωνικού σταθμού της Μητρόπολης Κυδωνίας και Αποκορώνου «Ράδιο Μαρτυρία» και του «Ράδιο Παρατηρητής». Η ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία άρχισε στα πρώτα γυμνασιακά του χρόνια. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, δύο βιβλία από τη δημοσιογραφική του δουλειά “ Στα πεταχτά – επιλογή από το 2012)” και “Μια στάση εδώ, μια στάση εκεί – επιλογή από το 2017”) και μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο “Πότες θα κάμει ξεστεριά…” Πολλά από τα ποιήματά του έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, έχουν μελοποιηθεί και έχουν μεταφραστεί.

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;