Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον λογοτέχνη Αντώνη Θ.Παπαδόπουλο. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε στη Νίκαια του Πειραιά και σπούδασε Νομική στην Αθήνα. Εργάστηκε ως δικηγόρος για πολλά χρόνια. Έχει εκδώσει δεκατρία βιβλία ποίησης και δοκιμιακού λόγου. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε τέσσερις γλώσσες. Η ποίησή του είναι προσωποκεντρική, στοχαστική, φιλοσοφική. Τα ποιήματά του είναι συνήθως μικρές ιστορίες με αρχή, μέση και τέλος κι ένα υπόγειο επιμύθιο που σφραγίζει την αφήγηση. Ο λόγος του είναι μεστός, υπαινικτικός, υποβλητικός. Τον απασχολεί πάνω απ'όλα ο άνθρωπος κι όσα αποκομίζει με την περιδιάβασή του στη ζωή, η κριτική θεώρηση του ταξιδιού του, η ανίχνευση των αξιών και των ιδεών. Θα έρθουμε σ'επαφή με δέκα υπέροχα ποιήματά του!
ΓΙΑΤΙ ΦΟΒΗΘΗΚΕ
Φαντάστηκε τη ζωή του σαν βιβλίο και χάρηκε.
Θα μπορούσε να γυρίσει άσκοπα τις σελίδες,
να πηδήξει τα δυσάρεστα κεφάλαια,
να ξαναβάλει το βιβλίο στο ράφι,
γυρεύοντας άλλο.
Χάιδεψε τα βιβλία
κι είδε τα χέρια του να γεμίζουν σκόνες.
Φαντάστηκε πάλι τη ζωή του σαν βιβλίο,
αζήτητο όμως, βουτηγμένο στη σκόνη
κι ανατρίχιασε,
νιώθοντας πως αυτό δεν τo 'χε μόνο φανταστεί.
Η ΠΕΤΡΑ
Μη μου μιλάς για τον πόλεμο,
για τα πεινασμένα παιδιά,
για τα κορίτσια που τους έκλεψαν την ηδονή,
για τα χωράφια που τους στέρησαν το σπόρο.
Εγώ την ξέρω την παλιά ιστορία του Δευκαλίωνα
--Θέλω να πω για τις πέτρες,
που έριξε πάνω από τον ώμο του
μετά τη μεγάλη καταστροφή.
Αυτές οι πέτρες είμαστε εμείς --θυμάσαι;
Βέβαια εμείς έχουμε κόκαλα,
έχουμε αίμα και σάρκα.
Όμως η πέτρα ήταν η πρώτη ύλη μας.
Έμεινε πάντοτε μέσα μας,
σφηνωμένη στη σάρκα μας και στο μυαλό μας.
(Αυτή η πέτρα πάντοτε με φόβιζε).
ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ
Μόλις νυχτώσει οχυρώνομαι.
Κλείνω τις πόρτες και σημαίνω προσκλητήριο.
Καλώ όλα τα κομμάτια μου,
-- κάθε τεμάχιο που σκόρπισα
τις ώρες που περάσαν.
(Είναι τα κομμάτια που άφησα
σε φευγαλέες χειραψίες.
Σε κλεφτά χάδια ή φιλιά.
Σε υποσχέσεις που δε θα κρατηθούν.
Σε υποχωρήσεις που στάθηκε αδύνατο ν' αποφύγω).
Πόσο θα τo 'θελα να κρατηθώ.
έτσι για λίγο να σκεφτώ μονάχος
και διαλέγοντας να δοθώ oλόκληρος
στον άξιο στόχο.
Σα σφαίρα να συγκεντρωθώ
και να πέσω απάνω του,
σαν αετός που ανακάλυψε το θήραμά του.
Κι όχι σε ώρες της νύχτας πεντάρφανες
ν'αθροίζω τ' αναρίθμητα κομμάτια μου μ' απόγνωση,
μόνο και μόνο για να βρεθώ επιτέλους ολόκληρος
σε άλλο ένα μου ποίημα.
Ο ΚΟΜΠΟΣ
Το χωριό ένας κόμπος που μ' έσφιγγε.
Δε θα γινόταν πόλη ποτέ.
Μοιάζει με νάνο που γέρασε
χωρίς να ψηλώσει.
Τώρα η πόλη πλέκει δίχτυα γύρα μου.
Σφίγγει τα πλευρά,
στενεύει τα πόδια.
Η πόλη δεν είναι το χωριό που τη ζήλευε,
μα ένας κόμπος ζορίζει πάλι το λαιμό μου.
Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ
Ήταν καλό παιδί
Τον αγαπούσαν κι ας τον πείραζαν,
μια και φοβότανε την ίδια τη σκιά του.
Όχι πως ήτανε δειλός.
Μα πάλι κάπου τον τρόμαζε
να βλέπει εκείνη τη σκιά
να σέρνεται ύπουλα πίσω του,
πατώντας στα δικά του αχνάρια.
Πως ήτανε δική του τι μ' αυτό;
Ο κίνδυνος δεν είναι πάντα οι άλλοι
ΚΙΝΟΥΜΕΝΗ ΑΜΜΟΣ
Τα πρόλαβε όλα ν' ανεβαίνουν.
Είδε το σπίτι του ψηλά,
το βαθμό και το μισθό του να ψηλώνουν,
όπως κι εκείνο τον κόμπο στο στομάχι
ν' ανεβαίνει ψηλά στο λαιμό.
Κάποια νύχτα δε μπόρεσε να γυρίσει.
Χάθηκε με τ' αυτοκίνητο βουλιάζοντας.
Γιατί παντού μπορούμε να βουλιάξουμε.
Κινούμενη άμμος εδώ το τσιμέντο και η άσφαλτος.
ΘΡΥΛΟΣ
Προχώρησαν κι οι τρεις κατά τα τείχη.
Ο πρώτος με το ραβδί έσκυψε και μπήκε.
Ο άλλος με το κοντάρι έμεινε απέξω,
ταΐζοντας τ' αγριοπούλια.
Ο τρίτος με το σουραύλι προσπέρασε,
τραγουδώντας στίχους,
σαν τούτους που τώρα σας λέω
και που τα βράδια,
σεργιανώντας πάνω στα τείχη
οι ερωτευμένοι ακόμα σιγοτραγουδούν.
Η ΣΙΔΕΡΕΝΙΑ ΜΠΑΛΑ
Δε θα 'θελε τίποτα πια να θυμάται
έρωτες, μίση
κι εκείνα τα εφηβικά όνειρα,
που καιρό τον ταλάνισαν.
Ώριμος πια θα 'θελε να κοιτάξει μπροστά,
προσγειωμένος ν' αντιμετωπίσει το μέλλον,
ξανοίγοντας το βήμα σταθερά.
Μια σιδερένια μπάλα δεμένη στο πόδι
εξασφαλίζει τη σίγουρη πορεία του στο χώμα.
Βλέποντάς τον ν'απομακρύνεται αργά
άθελά μου θυμήθηκα παλιές ταινίες του σινεμά
με τους δραπέτες να σπάνε τις αλυσίδες
στο πέρασμα του τρένου.
Να του μιλήσω τάχα για τις ταινίες αυτές,
δείχνοντάς του τις ράγες στις παρυφές της πόλης;
Κι εγώ; Τι κάνω εγώ;
Τη σιδερένια μπάλα του δικού μου ποδιού
ακόμα δεν έτρεξα να σπάσω
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Είχε υπολογίσει σωστά.
Την κρέμασε ακριβώς απέναντι,
έτσι που μόλις σηκώνοντας το κεφάλι
να βλέπει μπροστά του το κάδρο,
κρεμασμένος κι αυτός απέναντι χωρίς καρφιά
κι άλλοτε πάλι μετέωρος στο κενό
σαν τον καπνό μιας φωτιάς που σιγοκαίει.
ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ
Εμβρόντητος κρατούσε τα χειρόγραφα που του 'δειξα
κι όχι για λάθη, κάποια πεζότητα των στίχων ίσως.
Πρόσεχε μόνο τα κόκκινα γράμματα,
συστήνοντάς μου αμήχανα κανονικό μελάνι.
Στάθηκε λίγο στην υγεία των ματιών,
στον κίνδυνο των κόκκινων γραμμάτων,
αν και το βλέπαμε κι οι δυο
πόσο κενά ηχούσαν τέτοια λόγια,
καθώς κρατούσε με δέος τα χειρόγραφα
και δάκρυζαν τα μάτια του θωρώντας με ωχρό,
σάμπως να το 'χε καταλάβει ξαφνικά
πως γράφεται η ποίηση.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος γεννήθηκε στη Νίκαια του Πειραιά το 1945. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και άσκησε τη δικηγορία από το 1971. Έχει εκδώσει μέχρι σήμερα 13 βιβλία με ποίηση και δοκίμια. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, στα ισπανικά, στα σέρβικα και στα αλβανικά.