Σήμερα θα σας παρουσιάσω τον ποιητή Αντρέα Πολυκάρπου. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε στη Λευκωσία και τα τελευταία δεκαέξι χρόνια μένει στην Αθήνα. Σπούδασε στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου κι έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στις Διεθνείς Σχέσεις και τις Ευρωπαϊκές Σπουδές. Εργάζεται ως δημοσιογράφος. Έχει εκδώσει βιβλία ποίησης, πεζού λόγου και θεάτρου. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά κι έχουν δημοσιευθεί στον έντυπο κι ηλεκτρονικό τύπο. Η ποιητική του πένα εμπνέεται από την ιστορία, τη μυθολογία, τη βίβλο, την προσφυγιά, την κυπραϊκή τραγωδία. Ο λόγος του είναι πλούσιος και πυκνός σε νοήματα, με ανεξάντλητα ευρήματα κι εκπληκτικές εικόνες. Είναι το είδος της γραφής που μπορεί να σε ταξιδέψει και να σε συγκινήσει, αλλά δεν επιτυγχάνει μόνο αυτό. Η στοχαστική ματιά του δημιουργού παίρνει θέση σε όσα συμβαίνουν στη σύγχρονη πραγματικότητα και αρθρώνει στιβαρή κοινωνική και πολιτική κριτική. Θα γνωρίσουμε καλύτερα αυτή την ισχυρή λογοτεχνική φωνή μέσα από δέκα υπέροχα ποιήματα!
ΚΑΠΟΥ ΟΙ ΘΑΛΑΣΣΕΣ
Κάπου οι θάλασσες θα περιμένουν και πάλι να γίνουν πατρίδες μας.
Αποδημητικά λιοστάσια γέρνουν τη θλίψη της φυγής τους
σε όσα ονειρεύτηκαν οι γυμνοί εραστές,
σε όσα ανθρώπινα δεν άντεξαν στον πρώτο του Θανάτου
φθινοπωρινό περίπατο και σκόρπισαν σαν ξεραμένο αλάτι
μιας αλυκής που δεν ξέπλυνε ποτέ την αλμύρα της
με αγιασμένο από τα λαγόνια σου νερό.
Μόνο ο ιδρώτας των εραστών που αγκαλιάζονται γυμνοί
σε ανοιχτά παράθυρα τα βράδια του Αυγούστου
στοιβάζεται στις ρυτίδες του χώματος.
Καταμεσήμερο, κι ο ήλιος να φωτίζει,
να καίει αυτά που έσπειραν οι χειμώνες
και βυθίστηκαν βαθιά στα μάτια μας.
Τα χέρια μας σκαλώνουν στις πέτρες που άφησαν οι θεριστές.
Εκεί, στο χωράφι που χόρευαν βαλς δύο γυμνά σώματα.
Η μουδιασμένη φωνή της κίσσας
ταξιδεύει τα κύματα που έπνιξαν και φέτος
αυτούς που μέρευαν κάτω από τα στάχυα,
τα κουλουριασμένα σαν νωθρά φίδια σώματα
κάτω από ξερές και άνυδρες ρίζες.
Κάθε του Αυγούστου τέλος
ο Θάνατος θα σπέρνει σταυρούς στο χωράφι με τα στάχυα.
Κάθε του Αυγούστου τελευταίο λιόγερμα
θα προσμένει τα σώματά μας να ξαπλώσουν.
Χαράματα, με το φως από τα πυροφάνια να τρεμοσβήνει
θα βρίσκουμε το δρόμο για τους ανοιχτούς μας τάφους.
Κάπου οι θάλασσες, όμως, θα περιμένουν και πάλι
να γίνουν πατρίδες μας.
Κάθε καλοκαίρι οι θάλασσες θα γδύνουν τους τάφους μας
από το χώμα που τους σκέπασε.
Και τα κορμιά μας με τις φαγωμένες σάρκες
θα αφεθούν στα πεινασμένα των γλάρων ράμφη.
Αμφίβια σκέλεθρα που νιώθουν πατρίδα τους
εκεί που το αλμυρό τα σκεπάζει νερό.
Κάποτε μια θάλασσα
θα ξεπλύνει την κόλαση που μας όρισαν για γη
και θα πνίξει τη μάταιη που μας δόθηκε ζωή.
Μόνο από το ανοιχτό παράθυρο κάθε Αύγουστο
δυο σκέλεθρα το γλυφό θα προσμένουν να τους σκεπάσει νερό
και στην αγκυροβολημένη στα μάτια τους βάρκα
για πανί θα κρεμάσουν το δέρμα τους
μακριά από τη φθινοπωρινή να τους πάει Ισημερία.
ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ Η ΜΕΡΑ
Των ψυχών η μέρα σήμερα.
Μαζεύω στάχυα από τα βλέφαρά σου.
Μη ακόμα τα κλείνεις.
Βιάζεσαι να πεθάνεις, να χωθείς στη γη.
Αποδημητικό δεν θα γίνει η ψυχή σου πουλί.
Απ’ το χώμα κανένα να σε σηκώσει δεν θα απλωθεί χέρι.
Βιάζεσαι να πεθάνεις.
Κλείνεις τα βλέφαρά σου.
Τις τελευταίες μην δεις εικόνες.
Τον ήλιο, τη θάλασσα, τις μάσκες του θιάσου.
Του ίδιου θιάσου που χόρεψε εκστατικά
στη φλεγόμενη άμμο του Αυγούστου
καθώς σκέπαζε καβούρια και πυρωμένα όστρακα.
Κεφάλια ψαριών στους ώμους
και με λέπια τα χέρια ντυμένα
να χαϊδεύουν τους ηδονισμένους,
των γυναικών που δεν γέννησαν ζωή, κόλπους.
Κι εγώ που πίστεψα κάποτε ότι θα ρουφούσα ένα γιομάτο γάλα μαστό
σε ένα βρέθηκα της Κύπριδας νησί
με ένα άδειο από μεδούλι οστό
να κρέμεται στα χείλη μου.
Κοχλάζω στη χολή τα κόλλυβα.
Από το ανοιχτό παράθυρο
ακούω τα δόντια των νεκρών να αλέθουν
όσα τους απέμειναν όνειρα.
Σάλιο μαζεμένο στις άκρες των στομάτων
που δεν θα φιληθούν ξανά ποτέ.
Σάλιο από οξύ, από μέντα, από ροδόνερο
που λιώνει τα όνειρα
λίγο πριν τα καταπιεί ο θάνατος.
Στόματα που πεινούν.
Γλώσσες που θέλουν ένα οργασμικό να γίνουν κουβάρι.
Χαράματα μάζεψα τα στάχυα από το παρτέρι του κοιμητηρίου.
Με ρώτησαν για ποιες ψυχές τα κόλλυβα θα σκορπίσω.
Μέτρησα ψυχές. Όλες στα δάχτυλα σμιλεμένες.
Κάθε που το χέρι σκαλίζει τα μαλλιά
αυτές φυτρώνουν στο κρανίο.
Όλες στα μάτια μου θαμμένες.
Κάθε που τα βλέφαρα σφαλίζω
τις θάβω στα καλοκαιρινά που χόρτασε η ίριδά μου δειλινά.
Πλάι στο χορταριασμένο της Κύπριδας σώμα
-δωδεκάχρονο καθώς ήμουν σκέλεθρο-
λύγιζα τα θρυμματισμένα γόνατα
και ακουμπούσα δαγκάνες νεκρών καβουριών.
Στα όστρακά τους φύτεψα γιασεμί
και ξεχαρβαλωμένα ηλιοτρόπια
έσπειρα στο αλάτι των πρασινισμένων βράχων
μιας ακτογραμμής που φτάνει στις όχθες του Αχέροντα.
Το αιθέριο από το καντήλι έλαιο
ποτίζει σαν μέλι τις βρασμένες ψυχές.
Κι εσύ να μάθεις θες για το νησί μου.
Μην ανασκαλεύεις στα ριζά της ζωής μου.
Θα με βρίσκεις θαμμένο κάθε χειμώνα κάτω από τα αρμυρίκια.
Μα κάθε του Αυγούστου εσπέρα
θα με βλέπεις στην ουρά του Ποσειδώνα
να χορεύω ανάμεσα σε ημερωμένα αιλουροειδή
και σε φίδια που πλαταγίζουν τις γλώσσες τους στα στρωμένα φύκια.
- Εσύ ποιες θυμάσαι ψυχές;
- Καμιά δεν θυμάμαι ψυχή.
- Εσύ για ποιες ψυχές θα κλάψεις;
- Καμιάς ψυχής η θύμηση, δεν με θλίβει.
- Εσύ για ποιες κοχλάζεις κόλλυβα ψυχές;
- Για καμιά, δεν μάζεψα στάχυα, ψυχή.
Μόνο για σένα ψυχή μου
που ακόμα δεν χόρτασες το Αυγουστιάτικο πένθος.
Μόνο για σένα.
ΕΡΧΕΣΑΙ ΜΕ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Στην Ελένη
Έρχεσαι με τη θάλασσα.
Κάθε Αύγουστο επιστρέφεις
από το κιβούρι που σε χώσαμε
τότε που στέρεψε από τα σπλάχνα σου η ζωή
κι αφέθηκες ντυμένη νύφη στα χέρια του Θανάτου.
Φτάνεις γυμνή χωρίς το δέρμα σου.
Αφημένο στα πεύκα μοσχοβολά αγριοδυόσμο και ρίγανη
κι ανάμεσα στις πτυχώσεις του φωλιάζουν γλάροι και γερανοί.
Το νιώθω είσαι δίπλα μου
αισθάνομαι την ανάσα σου
να μυρίζει υγρή μαστίχα.
Χαράματα, δυο χέρια τη μάζεψαν
από τις ρίζες των μαστιχόδεντρων
και με τα δάχτυλά σου ακόμα νωπά
από του θανάτου τα μύρα
τη στρίμωξες στο στόμα σου.
Χαράζεις με τα νύχια σου τον κορμό των αρμυρικιών.
Το ρετσίνι τους σου βάφει τα βλέφαρα.
Αρρωστημένο κίτρινο στο φόντο του καλοκαιρινού σου ουρανού
καθώς ερωτοτροπούν του Άδη οι νυχτερίδες
με του λιογέρματος τις κουκουβάγιες.
Ανάμεσα στα δόντια σου αναμασάς
τη γύρη των ανθέων και τους καρπούς από τα κόλλυβα.
Ακούω τα βήματά σου
στην καυτή απάνω του Αυγούστου άμμο.
Φτάνεις στην αγκαλιά μου
με δυο χέρια γιομάτα στάχυα
από τα παρτέρια που φύτρωσαν γύρω από τον τάφο σου.
Παραθαλάσσιος τάφος γιομάτος ψάρια και όστρακα
λουσμένος στους αφρούς της αυγουστιάτικης θάλασσας.
Μαζεύω από τα μάτια σου το κρασί,
από τα δάχτυλά σου στάζει μυρωμένο
από τα λιόδεντρα λάδι.
Κι από πάνω ένας ήλιος ολόγιομος
γιομάτος κάκτους να καρφώνει
τα σώματά μας στο βλαστό του αγιοκλήματος.
Έρχεσαι με τη θάλασσα,
με το αρμυρό νερό και τη λευκή άμμο.
Στα μαλλιά σου αφημένα τα άνθη της μυρτιάς.
Κάθε του Αυγούστου δείλι μού απλώνεις το χέρι σου.
Τα μακριά σου δάχτυλα έχουν την υφή του ψωμιού.
Μη φύγεις γιατί ο Αύγουστος δεν θα είναι ποτέ πια ίδιος.
Στις λακκούβες που αφήνουν τα βρεγμένα πόδια σου
ακροβατεί ιδρωμένος ο Θάνατος με μια νεκροκεφαλή στα χέρια.
Δικό μου κι αυτό παιχνίδι παιδικό.
Μη φύγεις γιατί δεν θα έχω πια τίποτα να γράψω,
δεν θα έχω τίποτα να σκαλίσω στα βράχια.
Μη φύγεις. Κρατώ τον Αύγουστο μέσα μου
και ολάκερα τα πένθιμά μου καλοκαίρια σού χαρίζω.
Έρχεσαι πάντα με τη θάλασσα, με τον Αύγουστο
κι εγώ έχω δυο χέρια άδεια που αγκαλιάζουν τον ήλιο.
ΟΙ ΧΡΗΣΜΟΙ ΤΟΥ ΤΕΙΡΕΣΙΑ
Οι ραψωδίες του ποιητή
στη Νέκυια με φέρουν.
Τα προχριστιανικά σπέρνω κόλλυβα
και με κρασί μεθάω τον Τειρεσία.
Κάποιοι μού μήνυσαν για το νεκρομαντείο.
Πριν αυτό σπαρθεί με καρπούς
μια σκιά ρουφούσε τα πουλιά.
Η αιώνια αυτή κατάρα.
Ίσως, στις αχαρτογράφητες
των Πλουτωνίων σπηλιές
να ξαλαφρώσει η ψυχή μου
και της Ιθάκης το δρόμο να βρω.
Διψασμένος από το χοντρό αλάτι
των τριμμένων οστών σου
κόρεσα το μένος μου
με της Στυγός το νερό.
Κρυμμένοι στις Αργίλλες σας
στο απόκρυφο μαντείο
προσμένετε τα τάματα
μα ο Τειρεσίας σωπαίνει.
Είδε το πυρωμένο φως
της ερμαφρόδιτης ύπαρξης.
Γι’ αυτόν δεν υπήρξαν Αργοναύτες.
Αυτοί τώρα πλαγιάζουν με τις Άρπυιες.
Τα τυφλωμένα μάτια
τον ήλιο ανάστροφα βλέπουν.
Στον ετερόφωτο δίσκο
σκαλίστηκαν τα βέλη της σαπφίζουσας Θεάς.
Το χρησμό δεν ψελλίσατε σωστά.
Και να που τώρα ο βασιλιάς
επάνω σας ξεσπάει το φως του.
Ποια νύχτα θα σας σώσει;
Του Αγρίππα τα χέρια
του υλοτόμου των μύθων
Φλοίδες κάνουν τους χρησμούς σας.
Αυτό σας έλαχε.
Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Απόρησαν οι Ρωμαίοι
όταν οι Καππαδόκες
δοτό ζήτησαν βασιλέα
ανίκανοι απ’ το γένος τους να βρουν.
Τόσα χρόνια βασιλείς
της ένδοξης ιστορίας
πρέσβευαν την Κλεισθένια δημοκρατία
προτού εκστρατεύσουν στη Σικελία.
Τώρα τους δυτικόστροφους ασπάζονται
τρανούς, ρασοφόρους ηγέτες.
Η συμμαχία κατέρρευσε.
Απομεινάρια απέμειναν της Δήλου.
Στην εκκλησία του Δήμου
ενθρονίστηκε ο Αλκιβιάδης.
Μελίρρυτοι οι λόγοι του Δημοσθένη
ειπώθηκαν γι’ αυτόν.
Μαγαρισμένος, ακρωτηριασμένος ο Ερμής
κοιτάει τα ακέφαλά του αγάλματα.
Ο λιμός αυτός που ξέσπασε
θανάτωσε το Σόλωνα.
Τα μαντεία δια νόμου σώπασαν.
Οι χρησμοί της Πυθίας σίγησαν.
Προσφύγεψαν οι Θεοί
τους νόμους μας σαν είδαν.
Ο Αριοβαρζάνης, ο τελευταίος του γένους βασιλιάς,
παρέδωσε τα σκήπτρα του.
Εν μία νυχτί, η λεχώνα της δημοκρατίας
σε τυραννία μετετράπη.
ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
Για τον Αϊλάν και το Γκάλεμπ
Μαυροφορεμένοι όλοι σήμερα στην Πνύκα οι ρήτορες.
Ο Δημοσθένης άλαλος και χλωμός κοιτάει τον Ευριπίδη που πενθεί.
Αδύνατο του είναι για το χαμό αυτό να γράψει.
Ποιος θίασος θα διανοηθεί με ένα τέτοιο δράμα τους πολίτες να ψυχαγωγήσει;
Ποιος τον Οδυσσέα θα υποκριθεί;
Ποια μάσκα το πέτρινο θα καλύψει πρόσωπο;
Ποιος τα ματωμένα και ανίερα χέρια του σαν γάντια στα δάχτυλα θα φορέσει;
Ο Περικλής ντροπιασμένος κάθεται βουβός στης δημοκρατίας τον βράχο.
Το αιμάτινο στίγμα έβαψε τα Ιερά της Αθήνας.
Κάποια χέρια της ιερής ράτσας βάφτηκαν με άωρο αίμα.
Τα μαρτύρησε όλα ο τυφλός ραψωδός
μη μπορώντας άλλο το κρίμα αυτό να κουβαλά.
-Τι σόι Έλληνας κι αυτός που φανερώνει τα ματωμένα της συνείδησής μας δρώμενα,
εμείς είμαστε γένος που κρατάει απ’ τους Θεούς.
Σώπασε φωνή τυραννική που κρύβω μέσα μου.
Σώπασε για πάντα και άκου το λυγμό της Ανδρομάχης.
Γλώσσα μου εσύ σκληρή σαν μάρμαρο σεβάσου τον πόνο του άωρου νεκρού.
Σώπασε κτήνος εσύ ανίερο της άγιας φυλής μας,
εσύ που διψάς για αμόλυντο αίμα και ανόθευτη ιστορία.
Τώρα και για πάντα κατάπιε το φαρμάκι σου και ξεψύχα.
Αναμεμειγμένο του Σωκράτη το κώνειο με του Αστυάνακτα το αίμα.
-Δεν ήταν κώνειο. Θαλασσινό μοναχά νερό.
Πηκτό αλάτι για να ταριχεύσει το σώμα σου στη συνείδησή μας.
Μούδιασε η γλώσσα μου απ’ το θαλασσινό νερό που σού ξέπλυνε τη ζωή.
Δεν θέλω να κλάψω.
Φοβάμαι μη τα δάκρυά μου σε πνίξουν.
-Επάνω στα τείχη της Τροίας είδα τον πολυμήχανο.
Μην μού μιλάς γι’ αυτόν.
Δεν θέλω να ξέρω τίποτα.
-Τον είδα, τον Αστυάνακτα από το πόδι να κρατά.
Σώπα. Η φυλή μου είναι ιερή. Σώπα…
-Τον κουνούσε στον αέρα σαν λάβαρο θανάτου.
Σώπα. Εμείς δεν τα κάνουμε αυτά. Σώπα…
-Κοίτα το νεκρό του σώμα. Το απόθεσαν στην Εκκλησία του Δήμου.
Δεν βλέπω τίποτα. Δεν πιστεύω τίποτα.
-Κοίτα το Αχαιέ. Κοίτα το σου λέω.
-Της φυλής σου κατόρθωμα.
Τι να γράψω αγόρι μου για σένα;
Ένα νανούρισμα θα γράψω.
Να στο ψιθυρίζουν οι Νηρηίδες στα κύματα επάνω που κοιμάσαι.
Και οι χίλιες του Πρωτέα μορφές να σού κρατάνε συντροφιά.
Το σώμα σου θα χαράξω στα αρμυρίκια και στα ασπρισμένα βράχια.
Να μείνει για πάντα η εικόνα σου στη θάλασσα που ταξιδεύει τον πόνο σου.
Τι να γράψω αγόρι μου;
Σήμερα θα γράψω με θαλασσινό νερό επάνω στα φύκια.
Τι να γράψω όμως;
Το άψυχο σώμα σου ολόκληρη της ανθρωπότητας η ποίηση.
Κι αν η φυλή μου είναι άγια και η ράτσα μου ιερή,
σήμερα ολάκερος ο Παρθενώνας συντρίμμια έχει γίνει.
ΛΥΠΗΣΟΥ ΜΕ ΚΥΡΙΕ
Λυπήσου με Κύριε, λυπήσου με.
Τα κεριά που ανάβω χαράματα
μπροστά από το εικονοστάσι,
οι λιτανείες της κόλασης
που ψέλνω από τον τάφο μου
τη λύπησή Σου γυρεύουν.
Σπορά του Σατανά ο άνθρωπος
κι εγώ ο σπόρος που δεν φύτρωσε,
το γιασεμί που δεν αναρριχήθηκε,
η ρίζα που δεν ποτίστηκε.
Λυπήσου με Κύριε, λυπήσου με.
Σε μιαν του Σιλωάμ κολυμβήθρα
δεν βρήκα το φως μου.
Τυφλός προφήτης ανασκαλεύω το χώμα.
Φτιάχτηκα από χώμα, από πέτρα,
από βράχια κι αγκάθια.
Στεγνός από νερό, σαν μια γη που δεν θα μερέψει,
που δεν θα φυτρώσει στα σπλάχνα της ζωή.
Στις χούφτες μου φυτρώνουν αμπέλια
κι από τον καρπό τους ρέει το αίμα Σου Κύριε
στις σελίδες των άγραφων Ευαγγελίων Σου.
Κάποιοι ευαγγελίζονται τη ζωή
κι εγώ ο νεκρός γιος, ο καταραμένος καρπός
που μέσα του φυτρώνουν σκουλήκια κι ερπετά.
Λυπήσου με Κύριε, λυπήσου με.
Φως, ήλιος σε μιαν του μαρτυρίου γη.
Πατρίδα μου ο θάνατος κι εγώ ένας λεπρός τυμβωρύχος.
Ανοίγω τους τάφους που μέσα τους θέριεψαν οι αυτόχειρες.
Ψαχουλεύω τα σημάδια του σκοινιού στο λαιμό τους,
προσκυνώ τις πληγές στον καρπό
και στο τρύπιο τους κρανίο περνάω το χέρι μου.
Φλέβες αναρριχώνται στα μνήματα.
Σκεπάζουν τον καυτό ήλιο που πυρώνει τα σώματα των νεκρών.
Οι δικές μου φλέβες ανοιγμένες στράγγιξαν από το αίμα.
Λυπήσου με Κύριε, λυπήσου με.
Είμαι ο αμνός που βελάζει τα βράδια ορφανός
χωρίς ένα στήθος να βυζάξει.
Βύζαξα από τις μητρικές ρώγες αίμα. Μόνο αίμα.
Σάπιο αίμα έθρεψε τη ζωή στο στέρνο μου.
Σαπίζω στους πρόποδες του Γολγοθά.
Βρωμάνε οι πληγές μου χολή.
Κρεμασμένος πλάι στο δέντρο του Αβεσσαλώμ
ορέγομαι την ζωή που δεν γνώρισα,
την ομορφιά που δεν πρόκαμα να δω.
Αυτήν που μού υποσχέθηκαν τα δικά Σου γραφτά.
Λυπήσου με Κύριε, λυπήσου με.
Στην κόλαση που ζω μάταια το όνομά Σου ψέλνω.
ΖΩΣΙΜΟΣ Ο ΦΑΛΗΡΕΑΣ
Με αδαμιαία περιβολή του Ερμή οι ακόλουθοι
περιπλανιούνται με τη βάρκα του χάροντα στους καταρράκτες των ψυχών.
Και πίσω τους σκυφτός και σιωπηλός ακολουθεί ο Ζώσιμος ο Φαληρέας.
Κανένα δεν φέρει νόμισμα κάτω από τη γλώσσα.
Μήτε χρυσάφια έχει στα χέρια, μήτε με μετάξια έχει το σώμα του ντυμένο.
Μόνο στα χέρια του, με τα πετρωμένα και αγκυλωμένα δάχτυλα
σφικτά κρατά τους στίχους του.
Η μόνη του περιουσία που εξαργύρωση στο θάνατο ψάχνει να βρει.
Υπήρξε ποιητής μα λίγοι το γνώριζαν.
Κι όσοι έτυχε τους στίχους του να ακούσουν
έστρεφαν επιδεικτικά την πλάτη τους μη μπορώντας
και μη θέλοντας- ίσως- το νέο να ακούσουν.
Αυτός διέφθειρε έλεγαν τον Πρωτότοκο.
Αδύνατο του ήταν συγχώρεση να βρει
και το όνομά του με υστεροφημία να στολίσει.
Στην ψυχή του βαθιά φώλιαζαν τερατόμορφες όρνιθες
που έψελναν τις νεκρώσιμες ακολουθίες του Άδη.
Τον πλησίασε κάποτε απεσταλμένος από την Ιουδαία.
Ο ίδιος που λιθοβόλησε τον Άγιο Στέφανο
σε ένα του λιμανιού μπουρδέλο την ώρα που αγόραζε το λαθραίο έρωτα
στα ματωμένα σεντόνια της ιερόδουλης παρθένας.
Κι απέξω να περιμένει ένας εξόριστος πρόσφυγας
που του έλαχε να αμαρτήσει μια βραδιά
σε ένα του Πατέρα του ξωκλήσι με τη Μαγδαληνή των ονείρων.
Της παρθένας ο γιος με πόρνες πλάγιαζε πριν τον στιγματίσει ο Βαπτιστής.
-Πόσοι αλήθεια άγιοι με πόρνες θέλησαν να πλαγιάσουν;
Σαν οι Ρωμαίοι το σώμα Του θέλησαν σε δυο ξύλα να καρφώσουν
Αυτός μπαρκάρισε με τον πολυμήχανο τις Ιθάκες να βρει
μακριά από τους ευαγγελιστές και όσους άλλους τον ήθελαν ευνούχο.
Στο Φάληρο ο Ιουδαίος γνώρισε το Ζώσιμο.
Ποιητής στην πρώτη νιότη κι Αυτός ήδη για τους πιστούς νεκρός.
Κανένας δεν κατάλαβε ότι στο σταυρό ο έκπτωτος μονάχα ψυχορραγούσε.
Μόνο η παρθένα ήξερε την αλήθεια.
Μα αυτή από χρόνια αγαπούσε σαν δικό της παιδί τον Εωσφόρο.
Ο Ζώσιμος άκουσε για κάποιον Ισκαριώτη και το φρικτό του τέλος
και ήταν πια σίγουρος ότι σε κολυμβήθρες δεν ήθελε να ξεπλύνει
τα μύρα των Ελευσίνιων μυστηρίων.
Σε δώδεκα μόνο πίστευε Θεούς
γιατί λοιπόν τους δώδεκα να ακολουθήσει Αποστόλους;
Τον Ιουδαίο έκρυψε ανάμεσα στα βράχια
μα κάθε βράδυ Αυτός έφευγε με το πλοίο της γραμμής
για τις απέναντι ακτές της Δήλου.
Γυμνός όπως τον γέννησε η παρθένα
άφηνε το σώμα του στον ίσκιο των άστρων
και στα ομόφυλα χάδια των μυστών.
Ανήμπορος, λοιπόν, ο Ζώσιμος την ψυχή του από τον Άδη να σώσει.
Μόνο τα άθλιά του γραπτά κουβαλά παρηγοριά στην κόλαση να έχει.
Καταραμένε Ζώσιμε! Την ψυχή μαγάρισες του θεόπεμπτου υιού.
Άθλιε εσύ γραφιά μην ψάξεις την ψυχή σου να σώσεις.
Καμία επιτύμβια στον Κεραμεικό στήλη δεν θα ορθωθεί για σένα.
Καταραμένε Ζώσιμε! Μην ακουμπάς σε μένα τα κρίματά σου.
Αμαρτωλός είμαι πηλός και σκιάζομαι.
Σκιάζομαι Φαληρέα.
Είδα, τον Ιουδαίο Ζώσιμε.
Αυτόν που έστειλες στα σκοτάδια της σάρκας.
Τον είδα Ζώσιμε.
Ζητιανεύει σε ένα του Φαλήρου πολυσύχναστο δρόμο
και πλάι του ο Σατανάς
να του σκουπίζει το ιδρωμένο από τις αμαρτίες πρόσωπο.
Σ’ ΕΤΟΥΤΟ ΤΟΝ ΤΟΠΟ
Σ’ ετούτο τον τόπο, γη νησιωτική, με την ακτογραμμή της
να χωρίζει τους ανθρώπους από τα όνειρα.
Παιδιά δεν μεγαλώνουν στη γη αυτή.
Αυτόχειρα όλα τράβηξαν για τις βουνοκορφές του θανάτου,
αυτές τις ξασπρισμένες από τον πάγο των ψυχών κορφές
με τις νάρκες της συνείδησης να κρύβονται σαπισμένες στο υγρό χιόνι.
Σ’ αυτόν τον τόπο, στις πέτρες του φυτρώνουν γιασεμιά
και η θάλασσα μια απέραντη δακρύων έκταση
με τα βράχια κυρτωμένες των ανθρώπων να είναι ράχες.
Αγκάθια για σκουλαρίκια στολίζουν τους ανθρώπους.
Αρχαιολόγοι ανακάλυψαν στις ανασκαφές
το ανάκλιντρο του χάροντα.
Σκελετωμένος κι αυτός
κουράστηκε το δικό του να προσμένει τέλος.
-Γρήγορα, φυτέψτε το ξανά στη γη.
-Αυτά δεν αρέσουν στους τουρίστες.
-Αυτοί συνήθισαν να μεθοκοπούν στις πλατείες των εκκλησιών
των άλλοτε ψαροχωριών μας.
-Μην τους μιλάτε για το θανατικό που ξέσπασε εδώ και χρόνια τώρα.
-Θα φύγουν κι εμείς τι θα απογίνουμε μετά;
-Θα μείνουμε και πάλι με το θανατικό;
Η ξέρα αυτή μια της Αφροδίτης ερωτική κλίνη
που τώρα οι κάτοικοί της- άλλοτε πιστοί στα όργια-
μετοίκησαν εν τόπω χλοερό.
Ένας παπάς απέμεινε στο μοναστήρι του Μαχαιρά
να σπέρνει τα δόντια του ταύρου που διαμέλισε ο Άδωνης
προτού ο Παύλος με το χιτώνιο του καλόγερου
να του ντύσει τους ώμους.
Και πίσω του στρατιές νεκρών
με ξεχαρβαλωμένα τα κόκκαλα
μα έχοντας στα χέρια ακόμη
το αντίδωρο της πρωινής λειτουργίας.
Κι ας μην είχαν δόντια για να το φάνε.
- Σταμάτα. Έχουμε γίνει πια νεκρόφιλοι.
Πιστοί σε εικονίσματα και σε αγιογραφίες.
Σκέλεθρα αγίων πια προσκυνούμε και φοβόμαστε, φοβόμαστε.
- Όλο και πιο πολύ φοβόμαστε
- Δεν είδα Άγιο σε τούτον τον τόπο,
μήτε σωμάτων και ψυχών ανάσταση.
Παρά μόνο ένα κουφάρι φαγωμένο από τους κύνες
λιαζόταν στο θερινό λιοστάσι.
Κι απέναντί του η θάλασσα
πνιγμένη στα αμπέλια και στα λιόδεντρα.
- Όμορφη που είναι η θάλασσα, Αύγουστο μήνα.
Πεθύμησα τη θάλασσα.
Τη δική μου θάλασσα. Οι άλλες είναι αλλιώτικες.
Δεν έχουν το ξεθωριασμένο αυτό χρώμα της,
το πυκνό της αλάτι και τις φωνές από τα απέναντι δωμάτια
των εραστών ή των ετοιμοθάνατων.
Σ’ αυτήν που κολύμπησα τα όνειρά μου,
που λούστηκα ένα βράδυ τ’ Αυγούστου,
τότε πριν ξεσπάσει το θανατικό.
Σ’ αυτήν που κρυβόμουν στα βράχια,
που έστηνα καρτέρι στα καβούρια και με γυμνά χέρια
στρίμωχνα τα μάτια μου στις δαγκάνες τους.
- Βρωμάει ο τόπος σας πτωμαΐνη. Σας σιχάθηκα.
- Καταραμένε πλάστη των λέξεων,
επάνω μας της ψυχής σου το έρεβος
σαν σύννεφο ρίχνεις.
- Βρωμάει ο τόπος μας πτωμαΐνη. Μας σιχάθηκα.
Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΕΛΠΗΝΟΡΑ
Από τον ουρανό θέλω το μερτικό μου να αρπάξω.
Ίσως τα φώτα των δρόμων να θαμπώνουν τα μάτια μου
και κάθε του σκότους δρόμος να είναι η μόνη για μένα λύση.
Κόκκινα φώτα στο δρόμο με τις κακοβαλμένες τροτέζες
που μουλιάζουν το άχρωμο δέρμα τους στον ξινισμένο ιδρώτα
της πετρωμένης λεωφόρου που επάνω της ταξιδεύουν
τις νότες τους συφιλιασμένοι Αρίωνες.
- Μην με αφήσεις άταφο.
- Πως μπόρεσες να τον αφήσεις άταφο
μεθυσμένος από της Κίρκης τα λικνίσματα;
Τραβάω το παραπέτασμα του νεκροτομείου που κουβαλώ στην ψυχή
και αντικρίζω ημερωμένους νεκρούς.
Μέρεψαν στη νωθρότητα του ευαγγελικού παραδείσου
που τους υποσχέθηκαν
και άφησαν τη σάρκα τους βορά για τις γλώσσες των ανθρώπων.
Μια ιερόδουλη μυρώνει το νεκροκρέβατό σου
κι εσύ αφημένος στο επερχόμενο προσκυνάς αγιασμένα ξόανα.
- Γιατί με άφησες άταφο;
και το κρανίο μου θρύψαλα στον πάγκο με τα ευνουχισμένα κριάρια
των παγανιστικών ιεροτελεστιών του θεού της μέθης.
- Πώς μπόρεσες άτιμε ταξιδευτή;
Φοβήθηκα, τότε που κατέβηκα στον Άδη.
Οι νεκροί ήσαν αλλιώτικοι
απ’ ότι τους μνημόνευε ο παπάς της εκκλησίας κάθε Κυριακή
λίγο πριν μοιράσουν μαυροφορεμένες Μοίρες τα κόλλυβα.
Αυτοί ήσαν παγεροί αφημένοι στο νεκροτομείο
που τους όρισε ο Εσταυρωμένος.
Καρτερικά ανέμεναν τη λύτρωση.
- Αφού τα κατάφερε Αυτός γιατί όχι κι εμείς;
- Δεν πήρα τα αργύρια. Μ’ αυτά χρύσωσα το σταυρό στο στέρνο μου.
- Πίστεψα σ’ αυτόν μόνο όταν τον πρόδωσα.
Τότε πίστεψα ότι ήταν ένας από εμάς.
- Γιατί τον άφησες άταφο Ιθάκιε;
Μεθυσμένους χρησμούς μού ούρλιαζε ο Ιωάννης.
Μέσα στις βέβηλες σελίδες
είδα τη Μαγδαληνή να χαϊδεύει ερωτικά του Θεού τον Υιό.
Μα Αυτός δοσμένος στην ποίηση
έψαχνε το στίχο του στις ακτές της κόλασης
εκεί που η θάλασσα ξερνάει τις λέξεις
που φοβούνται οι άνθρωποι να ξεστομίσουν.
Μα εγώ τον Τειρεσία αναζητούσα.
Αυτός ο Ναζωραίος με τα περισπούδαστα θαύματα για τον αμόλυντο βίο
μού προξενούσε θλίψη για τη ζωή που δεν πρόκαμα να ζήσω.
Από καιρό πια ο Τειρεσίας
έγινε πιστός στο νάρκισσο Θεό των Ιουδαίων.
Έπαψε πια να δίνει σε πλάνητες χρησμούς και με αίμα να ξεδιψά.
Τα γυμνά του πόδια τα πλένουν οι μαιτρέσες
με τα κομποσκοίνια μπλεγμένα στα δάχτυλα.
Σώπασαν και οι ποιητές της κόλασης.
Ο Ναζωραίος τους έχρισε Ευαγγελιστές
μα δεν έχουν τι να αναγγείλουν πια.
Μετά την ανάσταση δεν υπάρχει ποίηση.
Όλα στο θάνατο εγγράφονται
κι αυτοί, δυστυχείς γραφιάδες
που δεν μπορούν να πεθάνουν ποιητικά.
Με τα χέρια μου Ελπήνορα βαθύ για σένα θα σκάψω τάφο.
Θα λούσω τα μαλλιά σου
και θα μυρώσω τις πληγές σου.
Στη μάνα σου που καρτερικά σε προσμένει στο λιμάνι
θα δώσω τα μάτια σου, σαν δυο του θανάτου χάντρες
που αντίκρισαν τον Κλειδούχο του Άδη.
Μη γυρνάς την πλάτη στους ανθρώπους Ελπήνορα.
Από τους Οδυσσείς μάταιο συμπόνια να ζητάς.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Αντρέας Πολυκάρπου γεννήθηκε στην Κύπρο το 1984 και από το 2004 ζει στην Αθήνα, δίπλα στη θάλασσα. Ασχολείται επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία, ενώ γράφει ποίηση και θέατρο. Ποιήματα και θεατρικά του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά και στα Γαλλικά. Το θεατρικό του έργο η «Απολογία του Ιησού» ανέβηκε στο θέατρο Επί Κολωνώ στο πλαίσιο του festival Off- Off Athens. Αγαπά τη θάλασσα και τις γάτες ενώ ακόμα προσπαθεί να καταλάβει τον άνθρωπο.