Δέκα ποιήματα του Άγγελου Σοφοκλέους

Δέκα ποιήματα του Άγγελου Σοφοκλέους

Ο ποιητής που θα σας παρουσιάσω σήμερα, λέγεται Άγγελος Σοφοκλέους κι έχει καταγωγή από τη Λευκωσία. Έχει πτυχίο στη Φιλοσοφία και την Ψυχολογία, μεταπτυχιακό τίτλο στη Φιλοσοφία, ενώ κάνει το διδακτορικό του στην ίδια κατεύθυνση. Έχει εκδώσει ένα βιβλίο με ποιήματα και διηγήματα και μια ποιητική συλλογή. Η ποίησή του διαπνέεται από πρωτότυπες ιδέες, έντονες εικόνες, εύστοχους συμβολισμούς και βαθύ συγκινησιακά λόγο. Είναι από τα έργα που διαβάζεις και μένουν χαραγμένα στη μνήμη σου. Οι περιπέτειες της σύγχρονης ζωής, η έννοια του θανάτου, η αρχαιοελληνική μυθολογία ,είναι τόποι που συχνά συναντάς στη γραφή του. Θ'απολαύσουμε δέκα θαυμάσια ποιήματά του!

Είπαν κάποτε πως θα βάφανε την πόλη μας

Είπαν κάποτε πως θα βάφανε την πόλη μας
και χαρήκαμε πως θα ‘παιρνε
χρώμα η ζωή μας.
Βρήκαν τους καλύτερους ελαιοχρωματιστέςˑ
«Ξένοι εμπειρογνώμονες»,
μας είπανε.
Βρήκαν τα πιο φωτεινά χρώματαˑ
«Φιλικά προς το περιβάλλον»,
μας είπανε.
Και θα 'ρχονταν με αβύθιστα καράβια,
με τους πιο επιδέξιους ναύτες.
«Με όλες τις απαιτούμενες άδειες και προδιαγραφές»,
μας είπανε.

Και τα βλέπαμε καθημερινά που 'ρχονταν.
Τη μέρα τα διακρίναμε στον ορίζοντα
και τη νύχτα βλέπαμε τα λαμπερά φώτα τους.
Τα πανηγύρια στην πόλη είχαν ήδη αρχίσει.
Περιμέναμε το μπλε καράβι να μας φέρει τη γαλήνη,
περιμέναμε το κόκκινο καράβι να μας φέρει την αγάπη,
περιμέναμε το πράσινο καράβι να χρωματίσει τη φύση μας.
Περιμέναμε και περιμέναμε…
Τα χρώματα ν’ αλλάξουν τη ζωή μας.

Μα μια νύχτα χάθηκαν τα φώτα τους
κι ήταν σαν να 'χαν σβήσει όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού.
Τα πανηγύρια σταμάτησαν.
Τα χαμόγελα εξαφανίστηκαν.

Μα «μην ανησυχείτε»,
μας είπανε.
«Είναι όλα υπό έλεγχο»,
μας είπανε.
Δεσμεύτηκαν κιόλας.
Και τους πιστέψαμε.

Το επόμενο πρωινό δεν είδαμε τα καράβια.
Μα συνεχίσαμε να τους πιστεύουμε.
Κι όταν ξαφνικά ομίχλη σκέπασε τη θάλασσα,
δυο καράβια επιβλητικά ξεπρόβαλαν από μέσα της.
Ένα μαύρο κι ένα γκρι.
«Θα πολεμήσουμε την απειλή ενωμένοι»,
μας είπανε.
Και γεμίσαμε με αισιοδοξία και πατριωτισμό.
Μα τα καράβια έφτασαν μέχρι το λιμάνι.
«Ξεφορτώστε»,
μας είπανε.
«Για το καλό της πόλης μας».
Κι εμείς τους ακούσαμε για άλλη μια φορά.

Κι έγινε έτσι η πόλη μας μαύρη σαν την καρδιά τους
και γκρι σαν την ψυχή τους.
Μα αυτό δε μας το είπανε.
Ήταν η πικρή αλήθεια.

Κι από τότε,
μπαίνουμε στα μαύρα κτήριά μας
φορώντας τα γκρι κοστούμια μας
και κρατώντας τους μαύρους χαρτοφύλακές μας,
καθόμαστε σ’ ένα γκρι γραφείο
και ρωτάμε ο ένας τον άλλο:
«Γιατί δε βάψαμε μόνοι μας την πόλη μας;»

Γήινες σκουληκότρυπες

Γήινες σκουληκότρυπες
είν’ των μετρό μας οι σταθμοί.
Από τη μία μπαίνω
κι από την άλλη ευθύς βγαίνω
και τα πάντα αλλάζουν.
Μακάρι να 'ταν κι η ζωή μας έτσι.
Μ’ ένα εισιτήριο φτηνό
ή παρμένο απ’ τα χαλασμένα μηχανήματα
στην είσοδο του τερμινάλ
που κάποιος καλός άνθρωπος θα 'χε αφήσει,
στην κοσμομόνωση να 'μπαινα
και ν’ άλλαζαν τα πάντα
στην επόμενη στάση.
Άραγε εγώ μεταφέρομαι
όταν με το μετρό ταξιδεύω
ή είν’ ο κόσμος που αλλάζει
και πάλι στον ίδιο σταθμό κατεβαίνω,
ίδιος κι απαράλλαχτος; 

Ηρακλείτειος ουρανός

Κι αν όλα γύρω ίδια μένουν,
πάντα θ’ αλλάζει ο ουρανός.
Μονότονη τη ζωή αν βρίσκεις,
ψηλά κοίταξε μονάχα.
Μια γαλάζιος, μια γκρίζος,
στο σανίδι του μεταμφιεσμένα
χορεύουν τα σύννεφα.

Τη νύχτα η παράσταση τελειώνει.
Τα φώτα σβήνουν,
μα η κουρτίνα ανοικτή παραμένει.
Έτσι, για να φαίνονται οι λαμπερές φιγούρες
της νυκτερινής παράστασης.
Πάντα ίδια,
μα πάντα μυστήρια.
Βλέποντας την παράσταση ξανά
κάποιος τους πρωταγωνιστές μαθαίνει καλύτερα
κι ακόμη περισσότερους κομπάρσους ανακαλύπτει.

Στις γκρίζες σου μέρες,
ο γαλάζιος ουρανός θα 'ναι 'κεί να σ’ εμψυχώνει.
Στις γαλάζιες σου μέρες,
ο γκρίζος ουρανός θα 'ναι 'κεί να σ’ ηρεμεί.
Κι οι μαύρες νύχτες θα 'ναι 'κεί να σου θυμίζουν
τη μεγαλειότητά σου και τη μικρότητά σου
ταυτόχρονα.

Εγώ, ο Θεός

Στα κάστρα τα ψηλά της πόλης
κάποτε μ’ ανεβάσανε
Θεό πως με νομίσανε.
Μακάρι να εξέρανε
τι βλέπω από 'δώ πάνω.
Κρυμμένη μοιάζει η χαρά.
Τρούλοι που ξεπροβάλλουνε
- τους χτίσανε για μένα.
Δεν ξέρω όμως το γιατί,
το ξέρω πως υπάρχω.
Θέση δεν έχω στη ζωή αυτών
κι έτσι εδώ πάνω έκτισα
ένα ομοίωμά μου
ολημερίς να τους κοιτά.
Αυτό συχνά κοιτάζουνε
και χάρες Του ζητάνε
κι εγώ λιγάκι παραπέρα
λιάζομαι αραχτός. 

Ιστορίας θάνατος

«Γκρέμισμα θέλει ο ναός
κι η Αθηνά εγέρασε.
Και τι είν’ αυτοί οι κίονες;
Είν’ της παλιάς σχολής.
Φέρτε υλικό να κάνουμε
τον τόπο μας μοντέρνο.
Την αγορά χαλάστε την
και από πάνω χτίστε
ένα φόρουμ παρόμοιο
στα πρότυπα των ξένων»,
είπαν κι η Ιστορία άκουσε,
όπως έκανε πάντα,
και μείναμε έτσι σήμερα
χωρίς τους Παρθενώνες.

Επιθανάτια νίκη

Κάθε φορά που κάποιος αυτοκτονεί
λυπάται και κλαίει ο Χάρος.
Φοβάται και σέβεται
τους αυτόχειρες, αλήθεια.
Αχρείαστη μοιάζει ξαφνικά
μπροστά τους η δουλειά του.
Τους παραδίδει στις πύλες της κολάσεως
όπου αιώνια είναι προορισμένοι να στέκονται
σαν προτομές νεκρών ηρώων.
Για να τους βλέπουν οι υπόλοιποι θνητοί,
που ο Χάρος νίκησε,
και να σκύβουν το κεφάλι. 

Η εκδίκηση των Μνημών

Πεθαίνουν οι μεγάλοι σας
κι ευθύς αρχίζετε ξεθάψιμο
του σεντουκιού της μνήμης.
Κι αυτό σαν ασκός του Αιόλου
ξεχύνει τα περιεχόμενά του
σε κάθε σπιθαμή της γης σας.
Και ξαφνικά,
τα μεγαλουργήματα του μεγάλου σας θυμάστε•
τις ένδοξες στιγμές του,
τα όμορφα λόγια του,
που σκονισμένα κι αν ήταν
τόσα χρόνια μες στο χώμα,
σαν χρυσός λαμπύρισαν
σαν τ’ άγγιξε της μνήμης σας το φως.
Καθρεφτίζουν κάθε δάκρυ,
κάθε πόνο στην ψυχή σας.

Ξυπνάνε οι Μνήμες
και τιμές ζητάνε από 'σάς
για το νεκρό τους αφεντικό.
Υποκλίνεστε.
Και παίρνετε το νεκρό του σώμα
και του αποθέτετε δάφνες και τιμές.
Σαν θεές οι Μνήμες
την ταφή οργανώνουν
κι εσείς κλαμένοι γονατίζετε
πάνω από το χώμα.

Και λένε οι Μνήμες:
«Είναι ώρα να πληρώσετε
που στου νου σας τα έγκατα
μας είχατε θάψει.
Έπρεπε να ξέρατε πως είμαστ’ αθάνατες.
Τον αφέντη μας όσο ζούσε δεν τιμήσατε
γι’ αυτό εμείς τώρα μαζί σας θα ζήσουμε,
αιώνια να τον τιμάτε.
Να τον γιορτάζετε σε επετείους τυπικές,
να του στήσετε άγαλμα ακριβό
και να σκοτώνετε γι’ αυτόν.
Αιώνια βουβοί
κι αιώνια δακρυσμένοι.
Γιατί σας αξίζει».
Αιωνία του η μνήμη λοιπόν.

Λιαντίνειος θάνατος

Ραντεβού με τον Χάρο λέω να κλείσω
σ’ απόμερο καρτέρι
όταν η ώρα έρθει.
Μαζί του να με πάρει
ψυχή τε και σώματι,
σε μια συνάντηση πριβέ.
Μα θα σας το πω,
μην ανησυχείτε,
πως κείνη τη μέρα θα εξαφανιστώ.
Τι να βάλετε στρουμφάκια να με ψάχνουνε,
τράγους να με υμνούνε,
μυτάδες να μ’ ανοίγουνε
και μαυροντυμένους χώμα να μου ρίχνουνε;
Άστε τις σειρήνες σας,
τις βάρδιες σας,
το κλάμα και τα λεφτά σας
στα γήινα.
Θα χαθώ άλλωστε,
δε θα πεθάνω κιόλας. 

Στης νοσταλγίας τη χώρα

Στης νοσταλγίας τη χώρα,
ευωδιές λουλουδιών σπάνιες,
γαλήνια τιτιβίσματα πουλιών
και γυμνών ανθρώπων η σάρκα,
αθώα φαίνεται πως μαγνητίζουν
τους παρελθοντολάτρες.
Κάθε του τόπου τους τουρίστα
να πολιτογραφήσουν μάχονται.

Στης νοσταλγίας τη χώρα,
κάτοικος μόνιμος σα γίνεις,
στην Τράπεζα Παρελθόντος
όλες σου τις μνήμες
να καταθέσεις θα κληθείς
σ’ άτοκο λογαριασμό.

Μα σ’ ανάληψη μνημών να προβείς
δε θα 'ναι δυνατό,
σα μια μέρα αυτοεξοριστείς σαλπάροντας
στου παρόντος τα νησιά.
Νοσταλγός του παρελθόντος πλέον
δε θα 'σαι
αφού τις μνήμες σου απλόχερα κατέθεσες
ταξίδι στιγμιαίο στον χρόνο για να κάνεις.
Παντοτινός νοσταλγός να γίνεις προσπάθησε,
μα της νοσταλγίας τη χώρα
να μην την επισκέπτεσαι.
Να 'σαι για τους κατοίκους της
ο γέρο-Νοσταλγός.

Στην πλατεία

Ον πανταχού παρόν γίνεται κανείς
στάσιμος αν μείνει.
Καθισμένος στο ξύλινο παγκάκι,
ερωτευμένος νιώθει επιτέλους
και χέρια κρατεί
με τον μέχρι πρότινος ξένο.
Ή είν’ πλανόδιος πωλητής,
του 'ρχεται να φωνάξει μα δεν μπορεί•
έγινε πλέον πολισμάνος.
Ψηλά το κεφάλι,
τα χέρια τεντωμένα.
Είναι ο Νόμος.
Πριν το πιστέψει βρέθηκε
πάνω σε ρόδες να κυλά.
Φιγούρες.
Πέφτει, σηκώνεται,
ξαναπέφτει, ξανασηκώνεται,
πέφτει πάλι, μέχρι εκεί.
Γριά κυρά στο καροτσάκι προχωρεί.
Τι; Ρόδες δεν είναι πάλι;
Φωτογραφία οι τουρίστες ζητούν.
Τους ζωγραφίζει αντ’ αυτού
σα σε σκαμπό κάθεται και παλέτα κρατεί,
μα μ’ όμοιο απλανές βλέμμα.
Ανησυχία 37
Όρθιος πετάγεται ευθύς,
εις της πλατείας τις γραμμές πατεί,
χοροπηδάει το παιδί
μη χάσει το παιγνίδι,
μήτε το μπαλόνι αφήνει
στη λάβα να καεί.
Έχει τώρα ψηλώσει
κι ανέμελος περιπατεί.
Ταξίδι στου κόσμου τις ψυχές
κάνει ο Φιλέας,
σα στο παγκάκι κάθεται
και νιώθει ερωτευμένος.

Βιογραφικό σημείωμα

Ο Άγγελος Σοφοκλέους γεννήθηκε στη Λευκωσία τον Φεβρουάριο του 1994. Έχει εκδώσει μία συλλογή ποιημάτων και διηγημάτων με τίτλο Περί ζωής και θανάτου (2013) με τις εκδόσεις Αρμίδα και μία ποιητική συλλογή με τίτλο Ανησυχία (2017) με τις εκδόσεις Πηγή. Κατέχει προπτυχιακό τίτλο στη Φιλοσοφία και Ψυχολογία και μεταπτυχιακό τίτλο στη Φιλοσοφία από το Πανεπιστήμιο του Ντάραμ. Ακολουθεί διδακτορικές σπουδές στη Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Γιορκ με ειδίκευση στις ψυχικές ασθένειες. Αρθρογραφεί συχνά για θέματα φιλοσοφίας, ψυχολογίας, πολιτικής, και πολιτισμού.

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr