Δέκα ποιήματα της Μαριάννας Πλιάκου

Δέκα ποιήματα της Μαριάννας Πλιάκου

Καλεσμένη μου στη στήλη "Στα βαθιά" είναι σήμερα η ποιήτρια Μαριάννα Πλιάκου. Η φιλοξενούμενή μου σπούδασε Ιστορία και Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία και ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στην Ψυχολογία.  Ζει κι εργάζεται στο  Γκέρνσεϊ. Έχει εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές, ενώ πολύ σύντομα θα κυκλοφορήσει και η τρίτη. Μεταφράζει αγγλική και αμερικανική ποίηση. Σε συνεργασία με την Jane Gregersen μεταφράζει κι εκδίδει ποίηση της Αμερικανίδας Idra Novey. Η ποίησή της είναι αφηγηματική,λυρική, συχνά βιωματική. Ο λόγος της είναι λαξεμένος,πολύχρωμος,ζωντανός, με χτυπητές εικόνες και θελκτικές αλληγορίες. Εμπνέεται από τις στενές σχέσεις,τον έρωτα και το μελαγχολικό του πρόσωπο,τα όνειρα και τις διαψεύσεις τους, το ημίφως της ψυχής. Θα δούμε δέκα διαλεχτά της ποιήματα!

(Από τη συλλογή «Σιωπή», εκδόσεις Πολύτροπον, 2015)

ΧΑΟΣ

Όχι, δεν είναι θηλυκό.
Δεν είν’ η Αταξία.

Ούτε αρσενικό.
Δεν είν’ ο Όλεθρος.

Το Χάος είναι ουδέτερο.
Μέσα μας βλάστησε,
μαύρο λουλούδι που ποτίζει ο Χρόνος.

ΣΙΣΥΦΟΣ

Χρόνια στο ίδιο δυάρι του Άδη,
ο ιδρώτας παλεύει με το γκρι πουκάμισο.
Μια παλιά φωτογραφία στο παρόν αντιμιλά,
χωρίς επιτυχία.
Και το γραμμωμένο βινύλιο,
καμώνεται πως αναπνέει ακόμα.

Και τότε μου το είπε:
“Μια μέρα ο βράχος δε γλίστρησε,
μα στάθηκε στην κορυφή.
Κι εγώ κοίταξα τα χέρια μου τα ματωμένα
και μετά πάνω, μια χαραμάδα που έχυνε φως.
Δε δίστασ’ άλλο:
του ’δωσα μια και πάλι πήρε τον κατήφορο.

Μη με ρωτάς γιατί. Το ξέρεις ήδη.”

ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Ο Όμηρος με φυλάκισε στην Ιθάκη.
Είκοσι χρόνια να περιμένω.
Φρόνιμα να μιλώ
με χαμηλό το βλέμμα.
Να πλέκω, να ξηλώνω.
Αινίγματα να ντύνομαι.

Μα εγώ τα βράδια έφευγα.
Τα στήθη μου ξεγύμνωνα,
γινόμουν Αμαζόνα.
Το τόξο τέντωνα καλά
τα βέλος να βρει στόχο.
Γέμιζα το κρεβάτι μου
ως ο άντρας μου το δικό του.
Και το πρωί επέστρεφα,
βασίλισσα θλιμμένη.

Ώσπου ένα βράδυ,
αντί για Ιππολύτη, Οδυσσέας γίνηκα.
Με τα όπλα της φαρέτρας μου,
ξέκανα τους μνηστήρες.
Έτσι, εσάς ξεγέλασα,
τον Όμηρο κι εκείνους,
που μ’ έπλασαν ως ήθελαν.

Η ΡΟΔΙΑ ΣΤΗ ΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ

Σπάσανε τα χέρια σου κι έπεσαν
στη γη, χαλίκια.
Κι εγώ,
που τόσο ήθελα να μ’ αγκαλιάσεις,
έσκυψα και μες στην τσέπη τα ’βαλα.

Κι όπως σε είδα να μ’ αφήνεις,
δεν ήξερα πως κάποτε
δε θα με καίει τ’ ουρανού σου η βροχή
και η ροδιά που μου ’δειξες στου δρόμου τη στροφή.

Όσο για τα χαλίκια,
με τον καιρό γινήκαν βότσαλα,
που έσπειρα στη θάλασσα
και φύτρωσαν κοράλλια.

(Από τη συλλογή «2017», εκδόσεις Κύφαντα, 2019)

*ΜΗ*ΜΝΗ*

Συχνά λέω την ιστορία αυτή.

Είμαστε δημοτικό, καλοκαίρι,
και παίζουμε εξερεύνηση.
Μπαίνουμε στο ερείπιο,
που περιμένει να πεθάνει
(αργότερα ένας κληρονόμος θα του κάνει την χάρη
και θα το σκοτώσει).
Περνάμε το τροπικό δάσος.
Σκαρφαλώνουμε τον τοίχο κι μπαίνουμε
στο κομματιασμένο δωμάτιο.
Στις ενενήντα μοίρες, ο ουρανός.
Στις εβδομήντα, τα μπαλκόνια της γειτονιάς
(σκαλωμένοι στο ένα οι φόβοι μου).
Πρωταγωνιστές στο φαντ-αστικό μας αμφιθέατρο,
με χαρτονένια σπαθιά και τα μπλουζάκια μας ανάποδα
– ο κωδικός μας, εμείς-ενάντια-στον-κόσμο
(ποιος είπε ότι πρωτοτυπήσαμε;).

Συχνά λέω πως έτσι έγιναν τα πράγματα.
Τόσο που το πιστεύω.
Βλέπεις,
δεν ήμουνα εκεί μαζί σου.
Έμενα.
Στο μπαλκόνι.
Με τους φόβους μου.

Να μετρώ την απόσταση
απ’ το στήθος μου στο σπαθί σου.

ΠΡΩΙΝΗ ΒΡΟΧΗ

Ας πούμε ότι βρέχει.
Ότι είναι Κυριακή, πρωί.
Ότι είμαστε δεκαεννιά,
κι αυτό θα πει
δεν έχουμε ιδέα πως είναι να στενεύει ο δρόμος
μέχρι να μη χωράς.
Γεμάτη αυτοπεποίθηση εσύ,
θα περπατάς
πάνω από την πόλη,
απ’ την ομίχλη που άλειψε τον δρόμο,
από το δέρμα μου που μαλακώνει όταν σε βλέπω
που έρχεσαι.
Ακόμα δεν θα ξέρουμε
πως όλο αυτό που μοιάζει με αρχή,
θα το σκεπάσει η φθινοπωρινή υγρασία.
Στο ποίημα εδώ, αυτό δεν έχει σημασία.
Ούτε πως κάτι τόσο αλλιώτικο θα γίνουμε
απ’ ό,τι φανταστήκαμε.
Τώρα,
εδώ,
είμαστε μόνο
εσύ κι εγώ.
Και η υπόσχεση της πρωινής βροχής.

ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ

να λέμε ψέματα.

Ας πούμε,
όταν είπα στον πατέρα,
πως το μικρόβιο στην καρδούλα του έφυγε,
στη θέση του λουλούδι φύτρωσε,
και ρίζωσε, βαθιά στην αορτική βαλβίδα.
Το δείχνει καθαρά η τελευταία ακτίνα:
ανθός λεμονιάς.
Μοσχοβολάει ολόκληρος,
κι δε χρειάζεται άφτερ σέιβ
να του βάζω, μα διασκεδάζω
με τους γιατρούς που γύρω του μαζεύονται,
τους φοιτητές που ακολουθούν
και μπερδεύονται (στα κλωνάρια των μαλλιών του).

Το καλύτερο, όμως, (ψέμα)
το κράτησα για μένα – διόλου μικρό πταίσμα:
είπα πως με πίστεψε.

ΛΥΝΟΝΤΑΣ ΣΤΑΥΡΟΛΕΞΑ

για να περάσει η ώρα.
Γιατί δεν περνά. Αλλά
στριφογυρνά στο ίδιο σημείο –
μόλις δύο. Τ’ οξυγόνο στη μάσκα σου βράζει
και σε βάζει σε ύπνο βαθύ. Εκεί,
μπορεί κι εσύ να λύνεις σταυρόλεξα,
σουντόκου, αρκτικόλεξα.
Μπορεί να έγινες μωρό, αμέριμνος
στης μάνας σου το στήθος. Ίσως.
Ίσως, πάλι, με τα μαλλιά σου μαύρα κι πυκνά,
να σχεδιάζεις (στωικά) το μέλλον σου,
ξανά. Θα ’μασταν μέρος του άραγε;
Θα ’μουν τώρα, εδώ, να διεκδικώ
το τρία οριζοντίως και τη σκέψη σου;
Δεν ξέρω. Και μεταθέτω
το ερώτημα αλλού: ουσιαστικό θηλυκό,
πέντε γράμματα, «…είναι ο μόνος τρόπος» –
ο μόνος μας κοινός μας τόπος, θα ’λεγες.
Κι ίσως, γι’ αυτό, να διάλεγες
πάλι εμάς.
Κι η ώρα παραμένει εκεί,
ανήμπορη κι αυτιστική,
τώρα σχεδόν δυο μισή.

ΩΣΤΕ ΦΤΑΣΑΜΕ ΕΔΩ

να έχεις χάσει τα λογικά σου.
Να μη μ’ αναγνωρίζεις,
τον τοίχο μελετάς –
ποιος ξέρει τι κοιτάς. Ακίνητος
στην επιφάνεια, μα δε με ξεγελάς.
Σε βλέπω που γυρίζεις
γύρω από τον άξονά σου –
μακρόστενη σβούρα δίχως ηρεμία.
«Παρακαλώ ησυχία»,
γράφει στην είσοδο, λες και το δωμάτιο
σε ειρωνεύεται. Μα κανείς δεν φαίνεται
να γελά. Εσύ, συγχυτικός και μπερδεμένος,
και (δυστυχώς, το νιώθω) φοβισμένος,
συνεχίζεις την περιστροφή.
Και ξέρω πως κάποια στιγμή,
η φυγόκεντρος μακριά θα σε πετάξει,
κι όποιος σε ψάξει
δε θα σε βρει.

(Προδημοσίευση από τη συλλογή «Χ», που θα κυκλοφορήσει με το Βακχικόν σε λίγες εβδομάδες)

ΠΑΡΑΛΙΑ PEMBROKE, ΤΡΙΤΗ ΠΡΩΙ

Ο γρανίτης επιμένει κάτω
από τα βότσαλα.
Οι αιχμηρές γωνίες,
καμουφλαρισμένες από
την απαλή στρογγυλάδα,
θα τραυματίσουν
τον ανύποπτο επισκέπτη.
Παραπέρα,
τα σκουλήκια Ophelia bicornis
δουλεύουν ακούραστα
τον πουαντιγισμό της υγρής άμμου.

Κι ανάμεσά τους
τα δικά μας αποτυπώματα,
καθώς βαδίζουμε
παράλληλα στο νερό.

Ο ήχος
από το κύμα που θα τα σκεπάσει
ήδη στα αυτιά μας.

Βιογραφικό σημείωμα

Η Μαριάννα Πλιάκου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1976. Σπούδασε Ιστορία (Α.Π.Θ. - πτυχίο), και Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία (Α.Π.Θ.) και Ψυχολογία (Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ) σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές και σύντομα κυκλοφορεί τρίτη («Χ», εκδόσεις Βακχικόν, 2021). Μεταφράζει συστηματικά Αγγλική και Αμερικανική ποίηση. Το 2022 μεταφράζει και εκδίδει με την Jane Gregersen ποίηση της Αμερικανίδας Idra Novey («Το Βλέμμα σου, Κόσμε», εκδόσεις Βακχικόν, 2022). Ζει κι εργάζεται στο Guernsey.

 

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr