Σήμερα, στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει την ποιήτρια Κωνσταντίνα Μαρίνη. Η καλεσμένη μου είναι φαρμακοποιός κι εργάζεται στο Χαλάνδρι, την περιοχή που γεννήθηκε. Έχει εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές κι έχει συμμετάσχει σε δυο συλλογικά βιβλία. Ποιήματα και μεταφράσεις της έχουν δημοσιευθεί στον έντυπο κι ηλεκτρονικό τύπο. Η ποίησή της είναι αφηγηματική, κοινωνική, προσωποκεντρική. Την ενδιαφέρουν οι σχέσεις, ο έρωτας, η επαφή με τα πραγματικά συναισθήματα, η καθημερινότητα, οι μνήμες κι όλα τ' ανθρώπινα. Η ματιά της είναι αγαπητική προς στα πρόσωπα δράσης των ιστοριών της. Μιλά με σμιλεμένο λόγο, διαυγείς εικόνες κι αληθινή συγκίνηση. Στις μεγάλες αρετές της πένας της συγκαταλέγω την αμεσότητα, το αίσθημα οικειότητας που προκαλεί στον αναγνώστη και την παραστατικότητα. Θα ταξιδέψουμε με δέκα πολύ όμορφα ποιήματά της!
ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ ΣΥΛΛΟΓΗΣ
Ίσως η επίμονη προσήλωσή του πάνω μου
ή ίσως μόνο η ματαιοδοξία μου,
ίδια να κρατηθώ μέσα στο χρόνο,
να 'ταν εκείνο που με τράβηξε
προς την απόχη του συλλέκτη
και μ’ έφερε εδώ πέρα,
εδώ , όπου δεν είμαι πια
παρά μονάχα δείγμα από ένα είδος
και υπάρχω πίσω απ’ το γυαλί
σαν μια φωτογραφία του εαυτού μου∙
από το χρόνο ξεκομμένη, ακίνητη
ανήμπορη ν’ αλλάξω ή να πετάξω
Παγιδευμένη μέσα στη διάρκεια
Άφθαρτη και νεκρή συγχρόνως.
ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Ακόμα σε θυμάμαι
σε μιαν ατέλειωτη τηλεφωνική συνδιάλεξη
με το μέταλλο της φωνής σου
να γλιστράει
πάνω στη λεία επιφάνεια
της μοναξιάς μου.
Ακόμα σε θυμάμαι
Να φτιάχνεις με ήχους
κύκλους γύρω μου
και να με κλείνεις μέσα.
Ακόμα σε κρατώ
σαν ψίθυρο εκκωφαντικό
μέσα στ’ αυτιά μου
Σαν να μη σ’ αντάμωσα ποτέ
Σαν να μπορούσες να 'σουν
Μια φωνή μονάχα.
Ο,ΤΙ ΠΕΡΙΣΣΕΥΕ
Έγερνε ο ήλιος
η παραλία άδεια
Ένα κορίτσι καθότανε
και κάπνιζε
στη θάλασσα μπροστά.
Πίσω του εγώ
κάμποσα μέτρα
είχα απομείνει να το κοιτώ
έτσι όπως ήσυχα
διαλυόταν μες το φως του δειλινού
κι αργά συγχωνευότανε
στην αρμονία του τοπίου
πίσω του αφήνοντας μονάχα
την αναπηρική του πολυθρόνα
να περισσεύει,
σημάδι μελανό στην άμμο επάνω.
ΑΠΟΔΡΑΣΗ
Τις πιο πολλές φορές
εκείνη έλειπε απ’ τη ζωή της
κάτι σαν έξοδος κινδύνου
κάπου μέσα της βαθιά
Την άνοιγε κι έφευγε
όταν τριγύρω όλα γίνονταν
αφόρητα πραγματικά
όταν σχεδόν την έφθαναν
όλα όσα είχε ονειρευτεί και περιμένει…
(από την «Πεταλούδα Συλλογής» εκδόσεις Ερμείας 1995)
ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ
Ι
Το χέρι του πατέρα μου
θυμάμαι
μ ’εμπιστοσύνη αφημένο στο δικό μου
για να περάσουμε το φανάρι
στην πλατεία.
Παιδί αυτός κι εγώ μεγάλη.
Σ ’εκείνη την αμείλικτη
αντιστροφή των ρόλων
που ο χρόνος μόνο ξέρει να επιβάλλει
III
Πάνε χρόνια
που δεν ξανασυναντηθήκαν
το χέρι σου με το δικό μου.
Αν ζεις ή πέθανες δεν ξέρω
Παρ ’όλα αυτά
η αίσθηση επιμένει.
Χνούδι που έχει κολλήσει
αθέατο στα δάχτυλά μου,
έτσι που να νομίζω
ότι αγγίζω ακόμα τα δικά σου
πότε πότε.
Ούτε ο έρωτας, ούτε η ελπίδα
Μόνο η αφή εν τέλει,
αυτό που από ό,τι ζήσαμε
θα πεθάνει τελευταίο.
ΜΑΗΣ
στη Χαρίκλεια
Μαγιάτικο απόγευμα
Στο άδειο προαύλιο απέναντι
ο ήχος της μπάλας που χτυπά
μονότονος και παρακλητικός.
Παίζει το αγόρι μόνο του .
Να τον ακούσει
και να βγει να τον κοιτάξει.
Βγαίνει και κάθεται
στο τραπέζι της βεράντας ,
κάνει πως ζωγραφίζει στο χαρτί.
Όλα κρατάνε μια στιγμή
- ανάμνηση που θα δροσίσει
τη ζωή της σε άλλα χρόνια.
Για την ώρα είναι δώδεκα χρονών
και μπουμπουκιάζει στο μπαλκόνι μας.
Μικρή τριανταφυλλιά
στο ρόδινο το χρώμα
που έχει η κορδέλα στα μαλλιά της,
στα μάγουλά της ο έρωτας.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ
Ήταν ένα κλαρί
ανθισμένης μυγδαλιάς
που κάποιος το έκοψε
κι απόμεινε στο δρόμο
πεταμένο.
Κρατούσε ακόμα
πάνω του το φως.
Φεγγοβολούσανε σαν άστρα
τ’ άσπρα ανθάκια στο σκοτάδι.
Λυπήθηκε τόσο νωρίς να ξεραθεί
κι είπε στην πρώτη ευκαιρία
στο ρούχο ενός περαστικού
να γαντζωθεί.
Έτσι έγινε και ήρθε
χτες το βράδυ αναπάντεχα
στο σπίτι μας η άνοιξη.
Ανύποπτη την κουβαλούσε
στο παλτό της, η φίλη που μας επισκέφθηκε.
Κι έγινε αυτή
δίχως να το’ χει φανταστεί,
το πρώτο φετινό μας χελιδόνι.
ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛO
Οι γλάστρες της κυρά Γεωργίας
στο μπαλκόνι
και το χαμόγελό της ξεχασμένο
μες τα φύλλα .
Σαν μαντηλάκι που της έπεσε
όπως είχε σκύψει
και δεν πρόλαβε να το μαζέψει,
βιαστικά καθώς την πήγε
ο γιος της στο νοσοκομείο.
Αυτή, που όσο ζούσε ήταν
πάντα, τόσο τακτική…
ΞΕΝΟΣ ΠΟΝΟΣ
Όπως το κέρμα που αφήνεις
στου ανάπηρου την ανοιχτή παλάμη
κι ύστερα φεύγεις βιαστικά ,
ένοχα κουβαλώντας πάνω σου
την αρτιμέλειά σου.
Έτσι καμμιά φορά
και με το ποίημα,
σαν πας ν ’αγγίξεις ξένο πόνο,
ένοχα και δειλά το γράφεις
Κλεφτά μαζί με την συμπόνια
γλιστρά ασυναίσθητα κι η σκέψη
πως κάτι άλλο δικό σου
κείνη την ώρα ξεχρεώνεις,
πιο εύκολα όμως
κι από απόσταση ασφαλείας.
Όσο κι αν σε έχει βασανίσει ο στίχος
μέχρι να στρογγυλέψει και να λάμψει
πάνω στο χέρι που η λύπη του άλλου
σου έχει απλώσει….
( από τη συλλογή «Τα Χέρια και ο Χρόνος», εκδόσεις Κέδρος 2018)
Βιογραφικό σημείωμα
Είναι απόφοιτος της Φαρμακευτικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών ,μητέρα τριών παιδιών και εργάζεται ως φαρμακοποιός στο Χαλάνδρι όπου γεννήθηκε. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές και έχει συμμετάσχει σε δύο συλλογικές ποιητικές εκδόσεις.Ποιήματα και μεταφράσεις της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά έντυπα και ηλεκτρονικά..