Δέκα ποιήματα της Κατερίνας Μήλιου

Δέκα ποιήματα της Κατερίνας Μήλιου

Φιλοξενούμενη στη στήλη "Στα βαθιά" είναι σήμερα η λογοτέχνιδα Κατερίνα Μήλιου. Η καλεσμένη μου γεννήθηκε στην Αυστραλία και έζησε στην Κοζάνη και τη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Ψυχολογία και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Κλινική ψυχολογία, την ψυχολογική αξιολόγηση και την ψυχοθεραπεία ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης. Εργάζεται στο πεδίο της ψυχοθεραπείας και της ψυχολογικής αξιολόγησης .Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, ένα αφήγημα, ένα επιστημονικό εγχειρίδιο και ένα ποιητικό ψυχολογικό αφήγημα + 12 δραματικά ψυχικά στιγμιότυπα. Διηγήματα και ποιήματά της έχουν παρουσιαστεί στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό τύπο. Η ποίησή της είναι υπαρξιακή, λυρική, εξομολογητική. Ο λόγος της είναι σμιλεμένος, γλαφυρός, ζωντανός. Εμπνέεται από τον έρωτα, τις σχέσεις, την απώλεια, τις συμπληγάδες του κοινωνικού βίου. Θα δούμε δέκα διαλεχτά ποιήματά της!

Τη νύχτα θέλω

Δεν με νοιάζει η μέρα σου,
τη νύχτα θέλω να μου χαρίσεις,
τις φαντασιώσεις και τα όνειρά σου.
Μου αρέσει αυτός ο μαγικός κόσμος
που λούζεται και βγαίνει σεργιάνι
στις σκιές και στους ήχους.
Απλώνεται γύρω και γεμίζει το χώρο
με εικόνες πόθου και μυστηρίου.
Αρωματισμένες με νωπή οσμή βρέφους,
πίσω στις πρώτες χαραγματιές,
στα πρώτα αποτυπώματα.

Δεν με νοιάζει η κούραση της μέρας,
η λύτρωση της νύχτας με διεγείρει.
Σκηνικό απέραντο,
ατέλειωτες ιστορίες που ζει.
Πλανεύτρα τον αποκαμό παρασέρνει,
γεράκι και κύκνος μαζί
πετάει σε αισθήσεις
αέρινου διαπεράσματος.
Χάδι της σάρκας
σε μια ένωση που χωρίζεται για να ξανασμίξει.

Δεν με νοιάζει ο ήλιος που χαρίζεται,
είναι μέσα μου.
Η σελήνη της νύχτας με προκαλεί.
Στα ρίγη της θάλασσας μου ξεφεύγει,
όταν στην άκρη του κύματος
μέσα μου έρχεται,
μα τραβιέται αναχαιτίζοντας την ορμή της.
Η ηδονή της, ηδονή μου προσφέρει.

Δεν με νοιάζει ο αέρας της μέρας
που τρυπώνει στο κορμί μου,
της νύχτας αυτός, τραγουδάει σε φυλλωσιές
και ξεσηκώνει όνειρα,
γεμίζει την ψυχή μου δροσιά,
δύναμη οξυγόνου που διαλύει
σε μόρια τη ζωή μου καθαρίζει
ό,τι άπρεπο ή αδιάφορο.

Δε με νοιάζει να μου χαρίσεις τη μέρα.
Χαρισμένη από γεννησημιού της υπάρχει.
Τη νύχτα, κόσμημα στρογγυλό,
να μου χαρίσεις,
θέλω.

Απαγορευμένα δάκρυα

Σβήνουν τα φώτα τ’ ουρανού
φέγγουν αυτά της πόλης.

Κατεβαίνει το σκοτάδι,
τρεκλίζοντας,
μεθυσμένο, σαν
αλλοπαρμένο.
Το σπρώχνει ένας αέρας που
ανατριχιάζει την κουρτίνα.

Όλα λικνίζονται σε
μια ύπουλη ησυχία που
τρομάζει.

Τα στόρια κλείνουν.
Αράχνες σύσκιες
γεμίζουν το δωμάτιο,
εχθροί
καραδοκούν
μέσα κι έξω.

Τα λόγια κρύβονται
σε σκέψεις κραυγές.
Οι μνήμες εκδικητικές
δράττουν τη σιωπή.

Κινούνται οι θόρυβοι
αμυδρά.
Ερωτηματικά ακροβατούν σε
χορδές επικίνδυνες.

Πού χάνονται απ’ τους δρόμους
οι διαβάτες και
μένουν μόνο οι σκιές;
Πού εξαφανίζονται οι μουσικές και
κρύβονται τα λόγια;
Γιατί η κίνηση δεν παράγει ήχο;
Γιατί οι σκέψεις ακροπατούν και
μας αδράχνει η σιωπή;
Γιατί ήταν μελαγχολικός;
Πώς αυτοπυρπολήθηκε, μου λες;
Θα επιβιώσω;

Φτάνουν τόσοι θάνατοι σε
μια μόνο ζωή.

Όλα βυθίζονται στη θλίψη.

Θολώνω σα νερό που
υπόγεια ρεύματα
το σκοτεινιάζουν.
Βουβό κύμα.

Έξω απ’ το πρίσμα
των ματιών σου,
πίσω απ’ τη γραμμή
του ορίζοντα,
θέλω να κλάψω
σε μια έρημη γωνιά

Απαγορευμένα δάκρυα

Κοιτώντας στα σκοτάδια

Της νύχτας τα ερπετά κεντρίζουν το κορμί μου.
Ησυχία απλώνεται μέσα μου
κι έξω ο θόρυβος τρελλαίνει.
Προσπαθώ να λικνίζομαι...

Η σάρκα ζητά κίνηση
κι η ψυχή ηρεμία
το πνεύμα ένταση
κι η ζωή εμφανίζεται παρωδία
δραματικών στιγμιότυπων
βαρυσήμαντων αφηγήσεων.

Η νύχτα στο χορό. Άσπρο-Μαύρο
Ουίσκι κι απαιτητική αγκαλιά
Τα χόρτα, οι δρόμοι κι η αναπνοή μου.
Όλα γυρίζουν κι εγώ γυρίζω.
Η αόρατη μορφή με καλύπτει.
Ο χρόνος είναι πίσω κι εγώ μπροστά.
Η ώρα ζητά την πλήρωση,
το ξενύχτι κατάκλιση.
Και το πρωί η κούραση θα φεύγει γι’ άλλα μέρη.
Το φως που χτυπάει για να φωτίσει
θα σβήσει να κερδηθεί ο ύπνος.
Το μυαλό συσσωρεύει τις εικόνες
κι η αίσθηση καλύπτει τα σεντόνια.
Το φεγγάρι ανύπαρκτη εικόνα,
κάνει τον ουρανό πιο μπλε,
μα τα μάτια είναι σκούρα και βλέπουν μακριά,
κοιτώντας στα σκοτάδια
ανακαλύπτουν τη γεύση της ζωής.

Μεγάλες Επαναστάσεις – Μικρές Επαναστάσεις

Καμιά φορά Μεγάλες Επαναστάσεις
στο τέλος αργά – αργά βουλιάζουν,
σε μικρούς συμβιβασμούς που καταλήγουν τεράστιοι,
μας ματώνουν κι αφήνουν μια στυφή γεύση στο στόμα,
μας λυγίζουν και νεκρώνουν τη δύναμή μας
για ολάκερη ζωή.

Καμιά φορά Μεγάλες Επαναστάσεις
προδίδονται από μας τους ίδιους που δεν αντέξαμε την ουσία τους,
γίνονται λόγια ανούσια και μεγαλόστομα
κι όσο μακραίνουμε από κει που ξεκινήσαμε, τόσο σιγά – σιγά θυμώνουμε,
ολοένα και πιο πολύ, μαζεύουμε πίκρα που φτάνει
πέρα κι απ’ την υπόλοιπη ζωή.

Καμιά φορά Μεγάλες Επαναστάσεις
σωριάζονται στα πόδια μας άψυχες,
μας θυμίζουν, σωροί επιτύμβιοι όσα δεν κερδίσαμε,
όσα αφήσαμε να εξανεμιστούν θεωρούμενα κόπος άλλων,
σπόροι σταριού που δεν τιμήσαμε,
ασυνεχές παρελθόν νεκρών που δεν θρηνήσαμε.

Καμιά φορά Μεγάλες Επαναστάσεις
λόγια παιδόμορφων ενηλίκων
σε ώτα γερασμένων ανήλικων μένουν αιωρούμενα
σ’ ένα κενό θλιβερής απαξίωσης
ενός μη αποδεκτού τέλους ανήμπορου να εμπεριέξει το παρόν
και να φωτίσει το μέλλον.

Καμιά φορά Μικρές Επαναστάσεις,
μέρα τη μέρα ζυμώνονται,
φουσκώνουν σαν τη μαγιά στο ζεστό ψωμί, που τρώμε γλυκό και μας θρέφει,
χτίζουν συνεχώς κάτι καινούργιο, ανατρέπουν μεγάλους συμβιβασμούς
και δημιουργούν πηγές μοναδικές
που φτάνουν για διαρκή ευδαιμονία.

Καμιά φορά Μικρές Επαναστάσεις
μας χαρίζουν το γέλιο ξανά,
την ορμή του πόθου για όνειρα, αν και μη μεγαλεπήβολα, πολύ πραγματικά,
που χαρίζουν στη μέρα καλωσορίσματα
ευχών και ώσεων λυτρωτικών
γι’ αέναη ανδρεία.

Καμιά φορά Μικρές Επαναστάσεις
σαν στάχια μαζεύονται.
Οι σπόροι τους σκάνε, απλώνονται, σχεδόν αναίμακτα
μας προσφέρουν αυτά που μέσα μας βαθιά σα μια σπίθα μικρή κρατήσαμε,
αυτά που ποθήσαμε, λαχταρήσαμε
κι αν και ανομολόγητα ομολογήσαμε.

Καμιά φορά Μικρές Επαναστάσεις
σαν μια μεγάλη επανάσταση θεριεύουν
κι ορμούν στους δρόμους από ολάνοιχτα παράθυρα και πόρτες.

Χρώματα

Το μπλε ήταν που στα βλέφαρα
έπαιζε γελαστά, άνοιγε και
θωρούσε θαλασσί.
Μούτρωνε και σκοτείνιαζε,
το μαύρο συναντούσε,
έμοιαζε αυτό της μπόρας κι έπειτα
πάλι ξάνοιγε, το κίτρινο καλούσε
σε σβούρα και χορό ν’ αγκαλιαστούν
να σμίξουν το ένα μέσα στ’ άλλο
σ’ ακρογιαλιά να γίνουν σμαραγδί
μα πάλι να χωρίσουν.

Το σώμα σου!
Θάλασσα, ουρανός, αχνά βουνά,
πεύκα και δάση, ακρογιαλιά,
γαλάζιο, πράσινο,
λευκό θαμπό,
στο κίτρινο πιο φωτεινό,
σταλαγματιές,
αγριόκρινα στην άμμο.
Εκεί, που ανοίγει ο ήλιος το πρωί,
γραμμή στο μαύρο, λαμπερή,
απλώνει χρώματα παντού
φτερά και πέταλα να
ανοιγοκλειούν.

Τα χέρια σου!
Φτερούγες λευκές στο μπλε
βουτούν, λικνίζονται,
στο πράσινο απονηούν
κορφές αγγίζουν, μεσημεριούν,
στο κόκκινο του ονείρου
γέρνουν το σούρουπο μαζί,
γεννούν σκιές, αβρές
και φωτεινές αστροβροχές
ψηλά και κάτω
μες την γη

Το σώμα σου
στο σώμα μου!

Έρωτας

Κοιμήσου μικρέ μου άγγελε
στης θάλασσας το χείλι
και σαν κατέβουν οι θεοί
προσκυνητές το δείλι
πες τους πως είσαι
ο λατρεμένος
του έρωτα ο καημός
και της νυχτιάς ο πόθος.
Πως βιάζεσαι γι’ αυτό ριγάς
νιώθω πως μ’ ανταμώνεις
μου αλλοπαίρνεις το κορμί
και το γεμίζεις πόνο.

Κοιμήσου μικρέ μου άγγελε
στου αγεριού την πρύμνη
και σαν κατέβουν οι θνητοί
προσκυνητές στη λήθη
πες τους πως είσαι
ο γλυκός
της κούρασης ο αναπαμός
του γυρισμού ο νόστος.
Απλώνεσαι γι ' αυτό θροείς
αφή είσαι που μ’ αγγίζεις
με παρασέρνεις σ’ όνειρα
μου ξαναδίνεις ύλη.

Κοιμήσου μικρέ μου άγγελε
στης φλόγας το γλωσσίδι
και σαν κατέβουν μαχητές
προσκυνητές στη δύνη
πες τους πως είσαι
ο δυνατός
του σφρίγους ο διαξιφισμός.
Πως έρχεσαι και κατακτάς
σ’ αφήνω να με ορίζεις
μου δίνεις δύναμη, αυτή
που εσύ εγκαταλείπεις.

Κοιμήσου μικρέ μου άγγελε
στης πέτρας το κοπίδι
και σαν κατέβουν έρωτες
προσκυνητές στην μνήμη
πες τους πως είσαι
ο διαλεχτός
στον χρόνο ο πιο λαξευτός.
Μαζί μου πάντα κατοικείς,
σ’ εμένα πάντα ανήκεις
μ’ εσένα πάντα θε να ζω
πάντα μαζί μ’ εσένα.

Σίσυφος (Ασυνείδητο)

Σκιάζομαι από τις σκιές
κάθε φορά που αυτές αναδεύονται
στον ύπνο τους,
σε κάποιο όνειρο.
Κι όταν ξυπνώντας, τεντώνονται
να ξεμουδιάσουν τα μέλη τους,
παγώνω.

Στέκομαι
μη και μ’ αφουγκραστούν.
Τις κοιτάω
ν’ ανοίγουν τα μάτια τους,
να σηκώνονται,
να πλένουν το πρόσωπό τους
και να κινούνται.

Καταργώ την ανάσα μου.
Μηχανεύομαι
Α-μηχανία
Ο χρόνος μένει μετέωρος.
Σηκώνω τείχη
Αμπαρώνω πόρτες
Κτίζω το σώμα μου μέσα.

Πίσω από ένα σκληρό περίβλημα
παρακολουθώ την καρδιά μου
Πού και πού, απρόσμενα,
αναίτια,
ανεβάζει τους χτύπους
Ανεξέλεγκτα,
Ά-ρυθμα.

Εξακολουθώ να σκιάζομαι
τις σκιές,
κάθε φορά που αυτές αναδεύονται
στον ύπνο μου
σε κάποιο όνειρο.
Κι όταν ξυπνώ, αδυνατώ
να κινήσω τα μέλη μου.

Χρόνια,
σκέφτομαι
το Σίσυφο.

«Ανεβάζω-κατεβάζω με το μυαλό μου», κόρη μου
έλεγε η γιαγιά μου, το απόβραδο
καθισμένη στην πολυθρόνα της.

Απουσία

Η θεά ξαπόστασε το γιόμα
στα μαυρισμένα σκαλοπάτια.
Μ’ ένα αινιγματικό χαμόγελο στα χείλη
τέντωσε το κορμί προς τα πάνω.
Τα μάτια της σκούρυναν,
έπειτα έφυγε – δεν ξέρω πώς....

Δεν υπήρξε εικόνα,
την πέταξε στο δρόμο και χάθηκε.

Το γκρίζο της νύχτας απλώθηκε στην πόλη.
Σύρθηκε χωρίς μάτια,
χωρίς τίποτα να δεις ή να κεντρίσει.
Έμεινε βουβό, μέσα σε τόσο θόρυβο που
έφραζε τις διόδους της ακοής.
Έγειρε νεκρό, μέσα στην κίνηση χωρίς ζωή.
Έγινε ο σιωπηλός παρατηρητής,
κινούμενος σε στάση μέσα σε πεθαμένες υπάρξεις.

Ασάλευτη η σκοτεινιά,
φαντάσματα γεμάτη,
ζητάει να πιει.

Αυτό που χυμένο όμως απ’ τις φλέβες του
πουθενά δεν βρίσκεται,
παρά εκεί που αλκοόλ γεμίζει
και δεν διαβαίνει σα μορφή,
μόνο σαν είδωλο κινείται
κι αλληγορεί το χώρο.

Ο χρόνος σαρκάζει....

Σκοτάδι κι ανάσες.

Φαντασιώσεις τραχιές,
σα χαρακιές,
γεμίζουν το δωμάτιο.
Σκούρες με σκληρές γραμμές,
σε κάποιο βάθος σαν προηγούμενης ζωής.

Έπειτα,
όλη νύχτα
μια βροχή που ξεπλένει,
βαθαίνει το κόψιμο,
η ουλή θα μείνει.
Κάθε που θα σκύβω το κεφάλι
το σώμα μου κάθετα θα ’χει χαραχτεί.

Λείπεις!!!

Εξουσίες σε πτώση

Δυστυχώς!
Η κορυφή του τριγώνου
των αξιών
πλήθους προσώπων
έγινε η αντανάκλαση
εξουσιών σε πτώση
στο τέλμα, που
φοβούμενες
παραλογίζονται,
κλαυθμυρίζουν,
τρομοκρατούν, ωθούν,
για τη δική τους επιβίωση,
στο γίγνεσθαι μιας αξεχώριστης
μάζας κομματιασμένων ανθρώπων.

Δυστυχώς!
Η καρδιά του πλήθους
ακινητοποιημένη
σ’ ένα δίπολο
ακόρεστης απληστίας-κατανάλωσης/
κεκορεσμένης στέρησης-ασιτίας
οικτίρει,
πετά σάπιες τροφές και
ταυτόχρονα, αγκίστρια
να πιαστεί,
με ανεστραμμένο το βλέμμα,
στη διαστρεβλωμένη εικόνα
της καθόδου
ως αναρρίχηση στο τέλμα.

Δυστυχώς!
Ετερόφωτες υπάρξεις
αναζητούν
το φως προβολέων.
Ανδρείκελα,
δίπλα σε ζοφερά τοπία και
πράξεις ανατινάξεων τόπων και ζωών,
με κομματιασμένα θραύσματα λόγων
ψεύδονται ασύστολα έμπροσθέν μας,
με διαστροφικές ικανοποιήσεις
τον τεμαχισμό κάθε ολόκληρου,
σε μια ψευδαίσθηση ελέγχου που
συσκοτίζει ολοένα και πιο πολύ
οποιαδήποτε χαραμάδα φωτός.

Ευτυχώς!
Η προτεινόμενη χαρά
ενός αιώνα διαφήμισης,
του εξευτελισμού της ίδιας
της ζωής μας, στείρα, επιφανειακή και
ανικανοποίητη έχει πολλά να ζηλέψει
από την αναζήτηση
ικανοποιήσεων, εσωτερικών που
δεν κραυγάζουν σε ψευδή πρίσματα,
τηλεοπτικά παράθυρα, αλλά
στρέφονται σ’ έναν κοπιώδη ανήφορο,
με μια μικρή ελπίδα, την ανάγκη
για δύσκολα ερωτήματα κι
όχι εύκολες απαντήσεις.

Το τέλος

Ανατρίχιασαν τα φύλλα
καθώς ο ανασασμός έγινε βαρύς.
Αναφιλητό στο σούρουπο
Εκτόξευε κοφτερή τη λάμα
στον ανύποπτο θιασώτη του θρύλου.
Του σκίστηκε σα θώπευμα στα δυο η σάρκα
και μάτωσε την ώρα που θηκάρωνε το τιμαλφή.
Έλιωσε τεράστια η νύχτα ξαφνικά,
να κρύψει τον ποταμό τον κόκκινο.
Τελευταίο σκίρτημα,
έμεινε η ψυχή στην πέτσα την καλύπτρα
δυο τεράστια ατέλειωτα λεπτά
κι έπειτα άφησε μόνο του
κείνο τ’ ακίνητο κορμί στις πλάκες
με μένα καρφωμένη μες τ’ ασπράδι των βολβών
που πήρε να γίνεται ώχρα.
Πεθάναμε και γίναμε μαζί αθάνατοι μικρέ μου,
σε κείνη τη στιγμή που ο γέρος
θυροκοπούσε ανυπόμονα,
αν και κρατούσε στο χέρι το κλειδί.
Θ’ ακούω το θρόισμα των φουστανιών Εκείνης
ανάμεσα στους βράχους
και θα σου ψιθυρίζω: Μην κοιμηθείς!!
όταν περάσει κι από δω,
εγώ μέσα στα μάτια σου και συ καλώντας την ψυχή
θα φωνάξουμε ν’ ακούσει.......................................................
..................................................................................................

Βιογραφικό σημείωμα

Η Κατερίνα Μήλιου γεννήθηκε στην Αυστραλία. Έζησε τα παιδικά της χρόνια στην Κοζάνη και τα εφηβικά της στην Θεσσαλονίκη, την εποχή που ήκμασαν τα πρώτα μπαράκια, οι μεγάλες νύχτες και οι παρέες μέσα σ’ ένα ερωτικό κλίμα ζωντάνιας πρωτοπόρων καλλιτεχνικών ρευμάτων, πολιτικών και υπαρξιακών προβληματισμών. Ξεκίνησε να γράφει ποίηση από τα πρώτα εφηβικά της χρόνια. Σπούδασε ψυχολογία, με μεταπτυχιακές σπουδές στην κλινική ψυχολογία, την ψυχολογική αξιολόγηση και την ψυχοθεραπεία ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης. Εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές «Τρεις Ιστορίες χωρίς Τέλος ή Τρία» Εκδόσεις όμβρος, 1986 και «Νύχτες-Έρωτες-Πόνοι», Εκδόσεις Τέχνη και Λόγος, 1988. Ένα αφήγημα «Η πόλη ήταν μυθική», ιδίας έκδοσης, 2011. Ένα επιστημονικό εγχειρίδιο «Οι Προβλητικές Δοκιμασίες Θεματικής Αντίληψης T.A.T. – C.A.T.», εκδόσεις ΒΗΤΑ, α’ έκδοση 2013, β’ έκδοση 2020. Και ένα ποιητικό ψυχολογικό αφήγημα + 12 δραματικά ψυχικά στιγμιότυπα «Προσοχή στις Παράξενες Νύχτες», εκδόσεις ΒΗΤΑ, 2017. Έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά αρκετά διηγήματα και ποιήματά της. Είναι παντρεμένη, έχει ένα γιο, ζει και εργάζεται στην Αθήνα στο πεδίο της ψυχοθεραπείας και της ψυχολογικής αξιολόγησης και πάντα συμπορεύεται με την τέχνη.

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;