Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει την ποιήτρια Ιωάννα Γιαννακοπούλου. Η καλεσμένη μου γεννήθηκε στην Κρήνη Φαρσάλων. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία. Έχει ασχοληθεί με εκπαίδευση ευάλωτων κοινωνικών ομάδων όπως πρώην χρήστες, κρατούμενους. Υπηρετεί ως φιλόλογος στη Δημόσια Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει δυο παιδικά βιβλία, ενώ παράλληλα ασχολείται με την ποιητική γραφή. Η ποίησή της είναι αφηγηματική, προσωποκεντρική, συμβολική. Ο λόγος της είναι ζωντανός, ατμοσφαιρικός, υπαινικτικός, με ζωηρές εικόνες κι έντονα συναισθήματα. Θα ταξιδέψουμε με δέκα υπέροχα ποιήματά της!
Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Χτες βράδυ έβαλα στην κατάψυξη την πιο-μεγάλη-αγάπη-που-δεν-έζησα δίπλα στο-πιο-ωραίο-ταξίδι-που-δεν-έκανα, την-πιο-ωραία-μουσική-που-δεν-άκουσα, το-πιο-ωραίο-φιλί-που-δεν-γεύτηκα. Στο ψυγείο κείτονται επιθυμίες παγωμένες, χωρίς ημερομηνία λήξης. Τα κήτη που εξόκειλαν στη λίμνη της Καστοριάς περιμένουν να τελειώσει το ψύχος με υπομονή κάτω από τον πάγο. Κρατούν την αναπνοή τους. Αχτίνες φωτός τρυπώνουν στο παχύ κρυστάλλινο στρώμα και διασπείρουν νοσταλγία γι’ αυτό που πρόσμεναν αλλά δεν ήρθε. Μόνη επαναστατική τους πράξη είναι να κρατούν στη μνήμη τους μια πατρίδα που δεν είχαν ποτέ.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Το βράδυ στο σπίτι θα βγάλουμε το σακούλι να μετρήσουμε τα κουκιά
με τα βρώμικα χέρια μας
ποια έκανε τις μεγαλύτερες θυσίες,
ποια πλάγιαζε από επιθυμία για το σώμα
ή για τα κτήματα, το σπίτι κι ένα όνομα
ποια δούλευε απ’ την ανατολή μέχρι τη δύση
γέρνοντας χαμηλά από την κούραση
ποια στράγγιζε τη γη
κι έπιανε στο βαμπάκι το καλύτερο ζύγι
ποια έφτιαχνε λέξεις κι αγόραζε αξιοπρέπεια.
Ποια μέτρησε με σταυροβελονιά,
τόσους θανάτους για τόση ελευθερία,
την προίκα της κόρης της.
Κάποτε εσύ
δε θα χορεύεις όπως φανταστήκαμε,
με μια γεύση κανέλας στο στόμα;
ΠΩΣ ΠΕΘΑΝΕ Η ΦΡΑΝΣΟΥΑΖ ΝΤΟΛΤΟ
Ακούστηκε το κουδούνι της πόρτας.
Στα ογδόντα της, με βήματα αργά
η Φρανσουάζ Ντολτό
πήγε να ανοίξει.
Την είδε να στέκεται,
το κεφάλι της κάτω.
«Περάστε», της είπε η Ντολτό.
Εκείνη δε σάλεψε.
Ίσως να ρίγησαν τα μαλλιά της
ανάκατα,
μαύρα σχοινιά
ή φίδια.
Η Ντολτό την τράβηξε μέσα απαλά.
Λέξεις διάσπαρτες
«επιθυμία», «Άλλος», «βλέμμα», «μοναξιά»
ξεχείλιζαν από τους τοίχους, το ντιβάνι και το πάτωμα
(πρόσεχε τόσο πολύ μην τις πατήσει).
«Ήρθα σε σας» ψέλλισε εκείνη,
«νομίζω πως κάτι δεν πάει καλά».
«Για να δούμε τι συμβαίνει» χαμογέλασε η Ντολτό,
προτού τα βλέμματά τους αγγιχτούν
κι η τελευταία λέξη πετρώσει στον αέρα.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΟ, ΤΕΛΙΚΑ;
Τόση προσπάθεια ν' αποστηθίσεις πολέμους, μάχες, στρατηγικές,
ανακωχές και συνθηκολογήσεις
Και φτάνει μια κίνηση, δυο λέξεις
για να επιστρέψεις
μ' απευθείας πτήση
σ' εκείνο το βουβό ποτάμι χωρίς όνομα
που αγωνιάς να σβήσεις απ' τον χάρτη
ΝΕΚΡΗ ΦΥΣΗ
έχουμε εμείς
ρούχα καλά και καθημερινά
δωμάτια το ίδιο
έχουμε μια σειρά, δεν είναι όλα ίσιωμα
Αυτή η σκηνή θα γίνει στο σαλόνι, που ανοίγει μόνο στις γιορτές. Τον άλλο χρόνο παραμονεύει σκοτεινό και κρύο. Εκεί όταν μπούμε είμαστε ευγενικοί, πάρτε και κάτι ακόμα, λίγο ουίσκι; πάρτε τουλάχιστον ένα τσιγάρο Όσκαρ
Στο σαλόνι, καθημερινή
τα παντζούρια κλειστά
ξάπλωσα πάνω στο τραπεζάκι από μάρμαρο
γύρω τριγύρω μπορντούρα από ξύλο
βαμμένο σκούρο καφέ σχεδόν μαύρο
Κράτησα την ανάσα
για να μη βγω από το περιθώριο
Μπήκε η μητέρα σου διακριτικά και στάθηκε στο πλάι. Με δάχτυλα επιδέξια εξέτασε ποια η καλή και ποια η ανάποδη, μην κάνει λάθος, κι έστρωσε πάνω μου το σεμεδάκι το κολλαριστό, το άσπρο
Ύστερα το διόρθωσε για να ‘ναι όλο ίσιο,
να υπάρχει τάξη
Κράτησα την ανάσα να ταιριάζω στο ντεκόρ
Μπορώ κι άλλο
ΙΟΥΔΗΘ
Για να στέκεται όρθια
γέρνει πάνω στις λέξεις
τις ξεσκονίζει, τις χαϊδεύει
βάζει το δάχτυλο στα χάσματα
τις τσαλακώνει
«είναι όλες κράματα»
θα πει
«δε βρίσκω τίποτα ατόφιο»
μετά
πιάνει τα γράμματα
τα κοιτάζει στο φως
«αν τους αλλάξεις θέση, αλλάζουν στάση»
παρατηρεί
«ας φανταστούμε το ρευστό του πράγματος»
χώνει τα χέρια της στην ύλη τους
ζυμώνει, πλάθει και ξανά
και απορεί
που αυτός ο κόσμος
παραμένει ίδιος.
PLATONIS TREMOR
χρὴ μαλακὰν χέρα προσβάλλοντα
τρώμαν ἕλκεος ἀμφιπολεῖν.
(Πρέπει χέρι απαλό να βάλεις
για να γιατρέψεις την πληγή)
Πίνδαρος, Πυθιόνικος Δ’, στ. 271
Αυτά τα γιγάντια δέντρα
που θροΐζουν
μες στο δωμάτιο
και ψιθυρίζουν
το σκοτάδι
κάθε νύχτα
αρκεί ένα χέρι
να τα συνθλίψει
τραβώντας απαλά την κουρτίνα
Δεν είναι καν σκιά.
Απλώς μια στάμπα.
ΑΝΟΙΞΗ
Την άνοιξη ο αυλαγάς γέμιζε παπαρούνες.
Το σπίτι μας φυλούσε το σκυλί.
Θηλυκό.
Τότε δεν είχαν όνομα.
Χειμώνα καλοκαίρι κοιμόταν σε ένα βαρέλι κάτω από την ακακία.
Ο λαιμός της δεμένος στον πάσαλο.
Συχνά την επισκέπτονταν τα αδέσποτα.
Μικρά της δεν είδαμε ποτέ.
Γιατί είναι δεμένη η σκύλα γιαγιά;
ρωτούσαμε, άμα τη χαϊδεύαμε.
Μην την χαϊδεύετε μας μάλωνε κι ίσιωνε τη μαύρη μαντήλα.
Από αυτή τη γιαγιά μάθαμε μόνο ιστορίες.
Ούτε ένα παραμύθι.
ΒΕΡΕΣΕ
με martins, punk, garage και 2-3 μπίρες
έπαιρνα διαβατήριο
να μοστράρω
(θυμάσαι
τον τρόμο και τη μέθη απ’ τα βεγγαλικά)
στις συνελεύσεις πήρα τον λόγο μια φορά
τι ώρα αρχίζει η πορεία;
όμως κρυφά
σύμφωνα και φωνήεντα έβαζα σε σειρά
ύστερα
τα εκτόξευα στους νικητές
ύστερα
τα άπλωνα στα κορμιά των ηττημένων
να τα σκεπάσω
τέλος
αργά τα βουτούσα στο νερό να ξεπλυθούν
γι’ αύριο πάλι
(οι μουτζούρες παρέμεναν)
σε σύγχυση τελούσα πάντα, σύντροφοι
ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ
Έξω από το χωριό στήνουν τσαντήρια.
Για τα χωράφια έρχονται.
Γυρνάν κι από πόρτα σε πόρτα
για λίγο στάρι, αυγά, ρούχα, παλιά,
ό,τι μας βρίσκεται.
Δίνει η μάνα μου. Μα δεν το κουνούν.
Τα μάτια τους γρήγορα εξερευνούν το τοπίο.
Τίποτα άλλο;
Δεν έχω, λέει εκείνη
και μανταλώνει την αυλόπορτα δύο φορές.
Στην ανηφόρα, λαχανιάζω.
Νάτος ο κάμπος.
Πώς ξεχωρίζουνε τα σπίτια μας.
Όσο και να φυσήξει,
κανένας λύκος δεν θα μπει.
Τα σπίτια μας είναι γερά
Κανένας θάνατος δε θα μας διαπεράσει.
Βιογραφικό σημείωμα
Η Ιωάννα Γιαννακοπούλου γεννήθηκε το 1973. Κατάγεται από την Κρήνη Φαρσάλων. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης. Έχει ασχοληθεί με την εκπαίδευση ευάλωτων κοινωνικών ομάδων (πρώην χρήστες, κρατούμενους). Υπηρετεί στη Δημόσια Εκπαίδευση. Έχουν εκδοθεί δύο παιδικά βιβλία της, «Ο σκαντζόχοιρος που ξέχασε να φοβηθεί», Αθήνα:Αιώρα (2013) και «Η Αλίκη βρήκε το όνομά της», Θεσσαλονίκη: Ακυβέρνητες Πολιτείες (2019).