Δέκα ποιήματα της Εύας Σταματοπούλου

Δέκα ποιήματα της Εύας Σταματοπούλου

Σήμερα, στη στήλη «Στα βαθιά» θα σας παρουσιάσω τη λογοτέχνιδα Εύα Σταματοπούλου. Η φιλοξενούμενή μου έχει σπουδάσει στη Γερμανική Σχολή Αθηνών και στο Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Εργάζεται ως μεταφράστρια στη Μικρή Μαντίνεια Μεσσηνίας. Έχει εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές. Ποιήματα και πεζά της έχουν φιλοξενηθεί στον ηλεκτρονικό τύπο. Έχει βραβευθεί σε λογοτεχνικό διαγωνισμό. Η ποίησή της είναι λυρική, εξομολογητική ,υπαρξιακή. Ο λόγος της είναι πλούσιος, πολύχρωμος, με πάθος κι ορμή. Η δημιουργός διακρίνεται για την  τόλμη και την πρωτοτυπία στο λεξιλόγιο και στα εκφραστικά της μέσα. Η γραφή της έχει έντονο προσωπικό χρώμα. Η πένα της καταπιάνεται με τον έρωτα, τις οικείες σχέσεις, τις προσδοκίες, την απώλεια. Θα τη γνωρίσουμε καλύτερα μέσα από δέκα εκλεκτά ποιήματά της!

Γιατί θα σε ξεχάσω

Γιατί δεν μου ' χει μείνει πια
Τίποτε δικό μου
Παρά μοναχά μια τούφα απ' τα μαλλιά σου
Καθώς άνοιγες την πόρτα για να φύγεις.

Γιατί σ’ έψαχνα σαν τυφλή τις νύχτες
Ματώνοντας δάχτυλα και δάχτυλα
Στις χαραματιές των τοίχων –
- και καλοκαίριασε.

Γιατί ξυπνούσα με δροσοσταλίδες στα χείλη
Κι ήξερα πως απλά στεκόσουν όλη νύχτα
Κάθιδρος στο προσκεφάλι μου
Δίχως ν' αγγίζεις
Μην και μου χαλάσεις τ' όνειρο.

Γιατί πονάω πλέον πιο πολύ
Όταν ξυπνώ
Κι οι σκιές σου μ’ έχουν μαλάξει όλη νύχτα
Στο στομάχι.

Γιατί πονάω πλέον πιο πολύ τα πρωινά
Κι αργούν πολύ να φύγουν οι μελανιές
Απ’ τα πατήματα και τα χάδια
Των σκιών σου.

Γιατί όλα μου τα έπιπλα
Έχουν πάρει πλέον
Κάτι απ' το στραβό χαμόγελό σου
(και πού να τα πετάξω αυτά;)

Γιατί το κόκκινο που αγαπήσαμε
Τώρα απλώνει πλοκάμια
Κάθε φορά που κλείνω τις κουρτίνες.

Γιατί το κόκκινο που αγαπήσαμε
Τώρα με κυνηγά
Στις κουρτίνες, τα πλακάκια και εκείνη
Την πρωινή ηλιαχτίδα που λέω τώρα να μισήσω.
- Τα μαλλιά πρόλαβα ευτυχώς και τα ’κοψα.

Γιατί τα δάχτυλά μου δεν είναι
Φτιαγμένα για μοιρολόγια και κλαυθμούς
Πάνω στην έρημη χώρα
Του κεφαλιού μου.

Γιατί τα χείλη μου δεν γεννήθηκαν
Για να εξαντλούνται τόσο γρήγορα
- μ’ ένα μοναχά ψίθυρο – τ’ όνομά σου.

Γιατί είμαι, τέλος, φτιαγμένη
Να με ζουν τα όνειρά μου
Κι όχι να με πεθαίνουν.

[Germersheim, Γερμανία, 1997]

Μυστική (α)συμφωνία εις Ι.Π. έλασσον (ίδρυμα)
ή
Μεγάλη ασυμφωνία εις ενδεές κοράσιον

Α! κύριε, κύριε Κόντη,
Προς τι μου εκθέτετε το δόντι,
Αφού αρνούμαι δια της βίας
Να εγκύψω στα της Οικονομίας;
Και ω! στ’ ονείρατά μου ελλοχεύουν
Τιμών καμπύλες που με ληστεύουν
Ευθύς πετάγομαι ολόρθια
Στα δυο τρεμάμενά μου πόδια
Τα επιτόκια μου ορμούν σα λάβα
Στης αφραγκιάς μου στέρφο διάβα
Προς τι οι σπουδές μου, τα ξενύχτια,
Μονολογώ, με τσέπη τρύπια;
Ελαστικός μόνο ο ζυγός μου
Για μετοχές δε φτάνει το βιός μου!
Ποια σερμαγιά κι άχρυσες λίρες;
- μόνο κουρκούτι κι άδειες μπίρες!
Κάθε πρωί, δε, πάει στο βρόντο
Πάσα ικεσία μου για σκόντο…
Απελπισία! Λέω να μπαρκάρω
Παρά πτυχίο Οικονομίας να πάρω
Ως περιτύλιγμα οβελία
Που ίσως προσβάλει και τα Θεία:
Τους Άνταμς, Κάρολο και Σία
Του Μέγα Κέινς ιδιοφυΐα;
Κι εγώ, ως κύμβαλον αλαλάζον
Μήτε δυο φράγκα δεν θα βγάζον…;
Α! κύριε, κύριε Κόντη,
Μήπως πεινάσω εγώ, τω όντι;

Υ.Γ.: Σε περίπτωση άγνοιας λογοτεχνικής
ένεκα υπερειδίκευσης οικονομολογικής
ν’ αναζητήσετε ταχέως
; με θαυμασμόν και μέγα δέος
Του Καρυωτάκη επιδόσεις
Στου Οικονόμου τις εκδόσεις….

[Σεπτέμβριος 1995, Κέρκυρα]

Σαν αβάπτιστες φρεγάτες

Κομμάτια, κομματάκια
Με αφήνουν οι θωπείες σου
Οι αγκαλιές, τα χάδια – όλα με προσμονή.

Κομμάτια, κομματάκια
Ξανάγινα ολάκερη
Τρεις μέρες αφότου
Με καταδίκασες σε βέβαιο θάνατο αυτόν της ειλικρίνειας
το τρεμάμενο σχοινί
Όπου ακροβατώ
Εδώ και αιώνες
Δίχως αρχή και τέλος.

Και τώρα ψήσε με
Στο φούρνο της Γης της Επαγγελίας Σου,
Θεέ,
Εκεί όπου ανήκουν
Οι λεπροί σαν και εμένα
Να ’ ξερα πού να βαστηχτώ
Θα ’χα σκοινί να σωθώ
Μα όχι – με ξεπερνούν και ξεπορτίζουν
Σαν αβάπτιστες φρεγάτες οι έγνοιες
Σαν σκύλοι ξαναμμένοι
Σαν γαϊδουράγκαθα κοφτερά με τρυπάνε
Σε κάθε ίνα του κορμιού μου

Αβάπτιστες φρεγάτες, ναι,
Το Πολεμικό Ναυτικό μας
Υπέρλαμπρο κυριαρχεί
Μακάρι να σας έμοιαζα, ναύτες,
Με τις όμορφες στολές
Που κλέβουν τις ματιές
Των κοριτσιών και των αγοριών
Την αγάπη μιμούνται.

Αβάπτιστη είμαι και εγώ
Και έπειτα ονειρεύομαι για λίγο ακόμη
Λίγο ακόμη και θα φανεί
Ποιος του έπρεπε να γίνει
Ο εαυτός μας.

Τελείωσε τώρα και κλέβω ένα βλέμμα
Του ναύτη
Και σε βαπτίζω
Τα κομμάτια να ξαναγίνουν
Σώμα και το σώμα ΝΑΟΣ.

Γιατί δεν συνεμορφώθην
Μ.Μαντίνεια, 18.11.2012

Γιατί δεν συνεμορφώθην
Προς τας υποδείξεις
Γιατί σε δέχτηκα, καλή μου
Και έγιανα τον εαυτό μου
Αυτόν, τον πολλάκις ξεχασμένο
Τον πυρπολημένο
Τον λοβοτομημένο
Γιατί τολμούσε να σκεφτεί
Γιατί τολμούσε να ζει
Την κάθε μέρα του
Σαν την τελευταία, μαζί
Και τώρα, με ανέστησες, καλή μου
Καλή μου φίλη
Με το καλησπέρα
Το καληνύχτα και, κυρίως, το «εις το επανιδείν»…
Για αυτό το επανιδείν
Ξοδεύω τα μάγια
Σπαταλάω τα νάζια
Τρελαίνω τα άγια
Και πίσω δεν κοιτάζω.

Θα σ’ αγαπώ για πάντα
Εκεί, στον Παράδεισο
Γιατί με ανέστησες, καλή μου
Και δεν ζήτησες παρά μόνο να μη συμμορφωθώ
Προς τας υποδείξεις, ΜΑΖΙ.
Το πρώτο πρόσωπο πληθυντικού
Μαζί
Οι στιγμές της νιότης
Αυτής που μου ανέστησες, καλή μου
Η παράκρουση του εφήμερου
Η λάμψη στα μάτια
Και η αγάπη
Στην καρδιά
Μην μου ζητήσετε άλλο
Καλοί μου, εσείς θα με ζείτε
Εσείς, που δεν συμμορφώνεστε
Προς τας υποδείξεις
Γιατρών, νοσηλευτών, πολιτικών
Και άλλων - Ασήμαντων.

Θεέ μου να μην βασιλέψω
Πριν της ώρας μου….

(Μου αρέσει το) Κυπαρισσόξυλο

Στο μάγουλο
Μία χαρακιά από κυπαρισσόξυλο
Και η μυρωδιά απ’ το τζάκι να γεμίζει το στόμα
Στο σάλιο δροσοσταλίδες γιασεμιού
Και μία πάχνη πασχαλιάς στη μασχάλη.

Κυπαρισσόξυλο λιβάνι στη σάλα
Η θάλασσα άγρια λοξοκοιτάζει και αφροί
Μπλέκονται πετώντας στις τούφες
Και τα κουμπιά του νέου φορέματος
Κυπαρισσί – αγαπημένο
Σαν τα μάτια ξανά και τα μάτια σου
Κυπαρισσόξυλο – να άγγιζα, Θεέ μου
Με τη ματιά να χορεύει στις φλόγες του – έστω.
Στο πλάι απ’ το σπίτι μια μάντρα
Με πασχαλιές και αγριοξυλουριές
γιασεμιά, φτέρες και πεύκα
και στην άκρη ένα άγριο κυπαρίσσι.

Χειμώνας καύσης 2000

Δεν μου μίλησε ποτέ κανείς
Για το ψέμα που κουβαλά
Η τρέλα που λέγεται ζωή
Κάθε ανάσα της, κάθε στιγμή της
Δύο και άλλες όψεις.

Δεν μου μίλησε ποτέ κανείς
Για την τρέλα του έρωτα
- Ό,τι ξέρω το ’ ζησα σαν παράκρουση
- στρόβιλο ολόδικό μου
- ακούσατε – ακούσατε!
Και η ξύλινη σφαλιάρα να
Με περιμένει πίσω απ’ την αυλαία
Στο γέρμα ενός χειροκροτήματος
Δίχως τέλος.

Δεν μου μίλησε ποτέ κανείς
Για το συγκαταβατικό
Χαμόγελο
Λίγο πριν ή αφού
Κλείσεις τα μάτια
Στις ασχήμιες
Ή τα αυτιά στις κραυγές
Τις δικές σου ή/και άλλων.

Δεν μου είπε ποτέ κανείς
Ότι πετάει ανάλαφρα από πάνω
Απ’ το πτώμα σου
Η λεπτή – λεπτή γραμμή
Μιας τυχαίας ισορροπίας.

Δεν μου μίλησε ποτέ κανείς
Για τη δύναμη του χαμόγελου
Που σου σκίζει την καρδιά στα χίλια
Και άλλα τόσα σου τη ράβει
Κομπολόι ανάπαυλας και
Πανωφόρι.

Κι εγώ που παρίστανα
Μια παιδική ηλικία – ολόκληρη
Μια ζωή
Τη Μεγάλη
(για φυλακτό)
Ξυπνώ τώρα πια
Γυναίκα – καθώς λένε
Μ’ ένα πνιγμένο βρέφος μέσα της
Που δεν ξέρω πια τι να το κάνω.

Και άντε τώρα να βρω
Ένα-ένα τα βήματά μου
- στο σανίδι τα πήγαινα καλά –
μα το ’σπασα και αυτό
- άγριος ο χειμώνας αυτός, λένε –
Κι από καυσόξυλα πάσχουμε.

Τα μαλλιά μου τα ’κοψα
Το δέρμα ανάστατο – που να με ζεσταίνει
Κι οι πόροι μου πληγές μία-μία
Να ’ ξερα ποιον να δείρω
Θα ’ταν μια παρηγοριά.
Τώρα…άντε το πολύ
Να ντυθώ γριά ή στις κουβέρτες μου
Ή μωρό πλάι σε μαξιλάρια αγκαλιές
Πλάι μου να τις ζουλώ
Για μια καληνύχτα βιαστική
- τη λέω, θα πέσω κάτω.

Μ. Μαντίνεια, χειμώνας του 2000

Έκρηξη σιωπής

Στον πατέρα μου

Αγροικάω
Κρυφακούω – θροΐσματα και ψιθύρους
Στους ελαιώνες της νιότης μου
Αναζητώ ψηλαφώντας
Την εικόνα
Την παρουσία σου
Μα –φευ!- λείπεις
Μια έκρηξη σιωπής
Διαδέχεται τ’ όνειρο που ’ρθε
Στην ξώπορτα μας σαν εφιάλτης
Τον ζω ή με ζει;
Να ελπίζω ή να μην;
Κι όλο σε αναζητώ
Μα η έρημος γύρω μου δεν βγάζει κιχ!
Αφουγκράζομαι
Μα δεν ακούγονται καρδιακοί παλμοί
Ή άλλη υλική απόδειξη
Απόδειξη ότι σε έχω
Και ότι δεν τρέφω δεσμό με ένα όνειρο
- Μια πνοή ανέμου
- Έναν άνθρωπο
- Εσένα, Πατέρα
Η έκρηξη αρχίζει από την καρδιά
Του καθρέπτη
Και απλώνεται ολούθε γύρω μας
Σιωπή – να σ’ εξαντλήσω
Ή θα μου φέρεις καλά μαντάτα;
Ότι ζει, ότι έχει πάει ταξίδι εδώ κοντά
Ότι η σιωπή δεν είναι συνενοχή και βασκανία

Και πάλι αυτή η αβυσσαλέα σιωπή
Εκρήγνυται
Απ’ τα μάτια
Τα χείλη
Το μέτωπο
Κι σαν φτάσει στην καρδιά
Την πιάνει πολυλογία

Αφουγκράζομαι και πάλι τη σιωπή
Εκρήγνυται με αναρίθμητα
«σε αγαπώ» και «μου λείπεις»

Τόσα – αρκετά για να σε θυμάμαι γελαστό
Και σιωπηλά να σου δίνω ραντεβού
Κάθε νύχτα στην Ονειρούπολή μου
Εκεί κάθε μέρα είναι ίδια με χτες
Κι εσύ ζεις δίπλα μας, γελαστός και αγαπημένος

Σιωπή τώρα.
Σε σκέφτομαι.
Σιωπή.
Θα εκραγώ.

Απολυμαντικό χεριών

Απολύμανση χεριών
Μου ζητάς να την ορίσω, προσδιορίσω, περιγράψω, ψιθυρίσω.

Μα εμένα ο νους μου απ’ τη Mετάφραση
Πάει στη Μονάδα, τη μισητή
Πλέναμε σχολαστικά τα χέρια μας
Φορούσαμε τους πάνινους σκούφους, τις παντόφλες

Και στραγγαλίζαμε την αγάπη
Μες στα καλώδια της καταστολής
Και πνίγαμε την αγάπη
Ένα χάδι, λίγο βρεγμένο μπαμπάκι
Για τα χείλη. ΔΕΝ επιτρεπόταν.

Απολυμαντικό χεριών
2 επί 3, 3 επί 7 ημέρες την εβδομάδα
Λες και ο Χάρος θα ’φευγε πιλάλα
Σαν θα άκουγε την Οσμή του απολυμαντικού.

Πατέρα, σε λάτρεψα και τώρα,
Που στέρεψα, ορίζω τη θλίψη μου,
«φοράει βεραμάν φόρμα». Θα τη βρείτε στα περίπτερα
Έξω από τις ΜΕΘ κάθε ιδρύματος
Να σιγομουρμουρίζει ουράνιους σκοπούς
Και έτσι, ακούω για ύστατη φορά την οσμή του απολυμαντικού
Που τόσο με τσούζει Πολλές οι πληγές 51 ολόκληρες ημέρες.

Πατέρα, σε χάσαμε. Πονάει πολύ.

Μ. Μαντίνεια, 25 Σεπτεμβρίου 2018

Δέκα χρόνια - Το ' ξερες;

Πώς σταματά ο χρόνος
Αυτός, εκείνος κι ο επόμενος
Πώς η ψυχή μου βγάζει σπίθες
Στο άκουσμα ενός ονόματος
Να σας πω το μυστικό μου;
Το κρύβω στα σεντόνια μου
Ολημερίς, ολονυκτίως,
Σα φάντασμα
Του χρόνου
Εκείνου, του προηγούμενου.
Πότε με άγγιξες;
Γιατί;
Με ήξερες ή
Σκόπιμα με φόνευσες;
Αχ εραστή μου
Εσύ πραγματικέ
Δεν ήξερα, δεν ρώταγες
Και τώρα κλαίω
Τα συντρίμμια μου ολάκερη
Μονή, διπλή, δεν ξέρω πια
Εσύ;
Ο ποιητής λέει
«κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει"
Κωπηλάτες του Βοριά
Σαν έρθει η στιγμή της αλήθειας,
Μην σκύψετε,
Μην σας τρέξουν τα σάλια
Ακούω το όνομά μου
Και η ψυχή μου
Πηδάει απ ‘τo παράθυρο
Την ύστατη στιγμή
Σκέφτομαι δέκα χρόνια ξεχασμένη
Δέκα χρόνια
Απ’ τα κατσαρά μαλλιά σου
Ήλιος ήσουν για φεγγάρι;
Δεν σε ξέρω πια.
Ο φόβος έχει καθίσει
Πάνω στην κεφαλή μου
Και με λοιδορεί
Ο πόνος τόσων χρόνων
Τρώει και δεν χορταίνει.
Της ψυχής μου
Φαντασμένη
Σαπουνόπερα
Βγάλε το Μ το Χ το Λ
Και κάντα λίπασμα
Για τη νέα γενιά.
Ιδού – το πρότυπό σας-
Βιάζει κοπέλες και αυτές τον αποθεώνουν.
Έτσι κι εγώ.
Έτσι εσύ.
Ύστατος ο χαιρετισμός
«Αγόρια, μην τις βιάζετε
Πεθαίνουν ούτως ή άλλως»
Έτσι μου ‘πε η ψυχή μου
Και αντιστήριγμα ζητώ.
Να μου πιάσεις τα μαλλιά μου
Κότσο να μην βαρεθώ.
Όσο για σένα κάθαρμα
υπάρχει Θεία Δίκη.

Καλαμάτα, Μάης του 2012

Ο καθρέφτης

Ένας καθρέπτης που ραγίζει.
Ραγίζει σιγά, σιωπηλά, μόνος μέσα στη μοναξιά.
Το ράγισμα ξεκινάει από μία άκρη, μα φτάνει ως το μέσο.
Όταν φτάσει στην καρδιά, ο καθρέπτης θα εκραγεί.
Τότε θα γεννηθώ.
Ίσως γεννηθείς κι εσύ.
Εσύ που βόηθησες το ράγισμα με την άγνοιά σου.
Εσύ που το υποστήριξες με την παγερή αδιαφορία σου.
Εσύ που το προώθησες κι ενίσχυσες με την ανευθυνότητα κι ανικανότητά σου.

Το ράγισμα πλησιάζει στην καρδιά και ο καθρέπτης ξερνάει κομματάκια γυαλί.
Δεν τα βλέπεις.
Δεν τα αισθάνεσαι.
Δεν θες να τα δεις γιατί βρίσκονται στην άλλη μεριά του γυαλιού.

Όταν το ράγισμα φτάσει στην καρδιά, ο καθρέπτης θα εκραγεί.
Ίσως τότε να γεννηθώ.
Ίσως τότε να γεννηθείς κι εσύ.
Μπορεί όμως να πεθάνεις αν δεν αντιληφθεί η χοντρή σου πέτσα το μικροσκοπικό
κομματάκι γυαλί που σφηνώθηκε στην κόγχη του ματιού σου.
Τότε, ίσως ανοίξεις τα μάτια σου και δεις.
Κι ίσως καθαρίσεις τα αυτιά σου κι ακούσεις.
Εγώ θα έχω όμως γεννηθεί.
Και θα σε βλέπω να πασχίζεις να θυμηθείς
τι υπήρχε πριν από την έκρηξη στην άδεια κορνίζα.
Και θα γελάω.
Και θα κλαίω.
Μα, πάνω απ’ όλα, θα έχω γ ε ν ν η θ ε ί.
‘Ίσως να θελήσεις όμως να κοιτάξεις στην άλλη πλευρά του καθρέπτη.
Κι ίσως τότε να δεις το ράγισμα και να το προλάβεις.
Ίσως τότε να γεννηθείς Άνθρωπος.
Και τότε, θα γεννηθώ και πάλι.
Αλλιώς όμως.
Με μια έκρηξη και μια βροχή από δάκρυα.

Αθήνα, 1991

Βιογραφικό σημείωμα

Η Εύα Σταματοπούλου γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα από γονείς εκπαιδευτικούς. Έχει ζήσει μεταξύ Αγρινίου, Λονδίνου, Στουτγάρδης, Αθήνας, Κέρκυρας και Καλαμάτας. Το 1993 αποφοίτησε από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών και το 2002 από το Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Ζει και εργάζεται ως ελεύθερα απασχολούμενη μεταφράστρια στη Μικρή Μαντίνεια Μεσσηνίας. Το 2014 εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή «Της ψυχής μου αναλλοίωτο φως» (εκδόσεις ..poema., Κορώνη). Γράφει ποίηση από 12 ετών (1988) και πεζά από το 2004. Έχει δημοσιεύσει δύο πεζά και κάποιες μεταφράσεις του Ελίας Κανέττι στο facebook και ένα χρονογράφημα (Περιοδικό Fractal.gr_ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΓΟΗΤΕΙΑΣ). Το 2017 εξέδωσε τη δεύτερη της ποιητική συλλογή «Του ήλιου τ’ αφανέρωτα (και όλα γύρω σου είναι φως)» (Εναλλακτικές Εκδόσεις). Ποιήματα και πεζά της έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε διάφορα ηλεκτρονικά περιοδικά (Βακχικόν, Fractalart.gr). Έχει λάβει Έπαινο για το ποίημα της «Άστρα που με φωτίζατε» στον Β’ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης της Καλαμάτας.

 

 

 

 

 

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr